Αν θέλουμε ο Ελληνισμός να πρωταγωνιστήσει στον 21ο αιώνα τότε θα πρέπει εγκαίρως να εγκαταλείψουμε την ξενόφοβη και κλειστοφοβική μας ταυτότητα.
Μια ταυτότητα, που είναι αποτέλεσμα ανασφάλειας κι έλλειψης αυτοπεποίθησης, καθώς πρέπει να είναι γραμμένη σε αστυνομικά έντυπα για να αισθανόμαστε σίγουροι. Κι όμως ο Ελληνισμός επιβίωσε για χιλιετηρίδες χωρίς πλαστικά χαρτιά κι αστυνομικές ταυτότητες. Και μπορούμε να συνεχίσουμε να επιβιώνουμε μόνο αν υιοθετήσουμε το ανοικτό, ανθρωπιστικό κι αθάνατο πνεύμα του Ελληνισμού, σύμφωνα με το οποίο Έλληνας είναι εκείνος που «μετέχει της ελληνικής παιδείας».
Η «ελληνικότητα» δεν κληρονομικό δικαίωμα που μεταβιβάζεται μέσω της «βιολογικής οδού» στους απογόνους, αλλά ένα βίωμα και μια ιδιότητα που πρέπει κανείς ν’ αγωνίζεται εφ’ όρου ζωής για να τη διατηρήσει. Για μια ακόμη φορά η Ελλάδα δεν απειλείται από τους εισαγόμενους «βαρβάρους», αλλά από τους εγχώριους, που έχουν απομακρυνθεί «έτη φωτός» από το πνεύμα του Ελληνισμού, αν και προβάλλονται ως αυτόκλητοι υπερασπιστές του και αναλώνονται με την πρώτη ευκαιρία σε μια μίζερη και αδιέξοδη ελλαδοκεντρική αυτολαγνεία...
Παρά την αντίθετη πεποίθηση το σημαντικότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν σήμερα οι Έλληνες δεν είναι ούτε γεωπολιτικό, ούτε οικονομικό. Είναι στη βάση του πνευματικό κι έχει να κάνει κυρίως με την αδυναμία κατανόησης της ουσίας της «ελληνικότητας», όπως επίσης και με την έλλειψη κατανόησης της θέσης της χώρας τους στον κόσμο.
Οι περισσότεροι Έλληνες αγνοούν βασικά στοιχεία για την αληθινή τους ταυτότητα. Θεωρούν την ελληνικότητα κληρονομικό δικαίωμα και όχι βίωμα και καθημερινή κατάκτηση. Αδυνατούν να κατανοήσουν την πραγματική γεωγραφική και ιστορική θέση της πατρίδας τους. Είναι αγεωγράφητοι και δεν μπορούν ν’ αντιληφθούν τη σημασία των γεωγραφικών δεδομένων, που αποτελούν αμετάβλητες σταθερές στα πλαίσια ενός αδιάκοπα εξελισσόμενου πολιτικού γίγνεσθαι. Είναι ανιστόρητοι και αγνοούν ότι η ιστορία δεν είναι απλά η «προϊστορία του παρόντος» αλλά κι ένα «ανοικτό» μέλλον, που πρέπει όμως κάθε στιγμή να νοηματοδοτείται. Αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους επιλεκτικά: «Κάνουμε ένα πήδημα στην αρχαιότητα, προς τον Περικλή, και μένουμε με όλον αυτόν τον ψυχαναλυτικό τραυματισμό, παραλείποντας το Βυζάντιο» (Ελένη Αρβελέρ-Γλύκατζη). Βλέπουν τον περιορισμένο γεωπολιτικό τους χώρο στατικά: τον αντιλαμβάνονται περισσότερο ως ένα «μεθοριακό κάστρο» που πρέπει ν’ αντέξει στις επιθέσεις των «βαρβάρων», και λιγότερο ως μια «γέφυρα» μεταξύ πολιτισμών ή μια «εξέδρα» που επιτρέπει το άνοιγμα προς τον κόσμο.
Αντιλαμβανόμενοι τον γεωπολιτικό τους χώρο ως «πολιορκούμενο κάστρο» και τους εαυτούς τους ως απομεινάρια «σφαγμένου λαού», οι Έλληνες υιοθέτησαν μια κλειστοφοβική ταυτότητα, υπερτονίζοντας την «ελληνικότητα» κι επενδύοντας την με εθνικιστικά αυτοπροσδιοριστικά στερεότυπα. Έτσι, η επίκληση των ενδόξων προγόνων και οι συχνοί «πόλεμοι μνήμης», στους οποίους π.χ. οι σημερινοί Τούρκοι ταυτίζονται πάντα με τις αιμοσταγείς ορδές που ερήμωσαν τη Μικρά Ασία και άλωσαν την Κωνσταντινούπολη και οι Βούλγαροι με τους «προαιώνιους εχθρούς» και διεκδικητές της Μακεδονίας, συνέδραμαν στη δημιουργία της ξενόφοβης και τραυματικής νεοελληνικής ταυτότητας, απομακρυσμένης ακόμη και από την παραδοσιακή οικουμενικότητα της Ρωμιοσύνης, πόσο μάλιστα από το ανοικτό πνεύμα του Ελληνισμού.
Μια ψυχοτραυματική ταυτότητα
Το ραντεβού του Ελληνισμού με τον 20ο αιώνα βάφτηκε με αίμα και πολέμους. Υπολογίζεται ότι κατά το πρώτο μισό του 20ου αιώνα περίπου δύο εκατομμύρια Έλληνες χάθηκαν στα πεδία των μαχών, στις σφαγές και στις εκτοπίσεις που ακολούθησαν. Ένας βαρύς φόρος αίματος, που γίνεται ακόμη βαρύτερος αν υπολογίσει κανείς και τα εκατομμύρια που αναγκάστηκαν να φύγουν από τις ιδιαίτερες πατρίδες τους εξ αιτίας των εθνικιστικών συγκρούσεων και να καταλήξουν μετανάστες σε υπερπόντιες χώρες. Με τη Μικρασιατική Καταστροφή εξοντώθηκε κι εκτοπίστηκε ο Ελληνισμός από την Μικρά Ασία, έπειτα από 3000 χρόνια αδιάλειπτης παρουσίας: ένα σοκ που οδήγησε στην υιοθέτηση μιας αμυντικής, ξενόφοβης και στείρας νεοελληνικής ταυτότητας, που δεν προσέφερε πλέον κανένα όραμα, αλλά αντίθετα αναζητούσε αποδιοπομπαίους τράγους για να τους χρεώσει την ευθύνη για τα απραγματοποίητα όνειρα του Ελληνισμού. Στο εξής ο Ελληνισμός ήταν στριμωγμένος στο νότιο άκρο της βαλκανικής και περιτριγυρισμένος από αδίστακτους εχθρούς. Τι κατάντια για μια εθνοπολιτιστική οντότητα που ζωοποίησε και κυβέρνησε άμεσα ή έμμεσα τρεις αυτοκρατορίες!
Μετά την καταστροφή του 1922 και το «τέλος των συνόρων», δηλαδή της φάσης της εδαφικής επέκτασης του, το ελλαδικό κράτος αναγκάστηκε να ενσωματώσει τον προσφυγικό Ελληνισμό της «καθ’ ημάς Ανατολής» και να ομογενοποιήσει το εσωτερικό του, εκδιώκοντας ή αφομοιώνοντας βιαστικά τα «ξένα» πληθυσμιακά στοιχεία και περιθωριοποιώντας τις τοπικές, γλωσσικές και πολιτισμικές ιδιαιτερότητες. Έτσι η Ελλάδα, όπως άλλωστε και τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη, οικοδομήθηκε πάνω στο ιδεολογικό μοντέλο του εθνικισμού. Ο στόχος ήταν προφανής: Ένα κράτος - ένα έθνος - μια θρησκεία. Κάθε «ξένο» στοιχείο έπρεπε ν’ αφομοιωθεί ή να εκδιωχθεί, επειδή αποτελούσε εν δυνάμει κίνδυνο για την πρόχειρα ομογενοποιημένη ελληνική εθνική ταυτότητα, που βασιζόταν περισσότερο σε νεοκλασικούς μύθους παρά σε κοινή εμπειρία συμβίωσης των διαφορετικών εθνοτικών και πολιτισμικών ομάδων στα πλαίσια ενός δημοκρατικού κράτους αρχών.
Από τη Μικρασιατική Καταστροφή (1922) ως την Κυπριακή Τραγωδία (1974) το ηττημένο και απομονωμένο ελλαδικό κράτος υιοθέτησε έναν ξενόφοβο εθνικισμό, φορτωμένο με διάφορες «θεωρίες συνωμοσίας», σύμφωνα με τις οποίες ο «φωτοδότης Έλληνας» ήταν ένα μόνιμο θύμα διάφορων σκοτεινών κέντρων εξουσίας. Η θυματοποίηση του Ελληνισμού, αποτέλεσμα της διάψευσης των ιστορικών του προσδοκιών, έγινε έτσι το επίκεντρο της νεοελληνικής ταυτότητας. Σύμφωνα μ’ αυτή την αντίληψη ο Έλληνας, που «έδωσε τα φώτα και τη δάδα του πολιτισμού», ήταν ένας κατατρεγμένος, ένας αδικημένος που δεν τολμούσε να κοντοσταθεί από τα αλλεπάλληλα χαστούκια της ιστορίας. Η απραγματοποίητη ταυτότητα γέννησε μια μόνιμη ανασφάλεια, ενώ η λατρεία του «ένδοξου» παρελθόντος οδήγησε στην απαξίωση του παρόντος και στο φόβο του μέλλοντος...
Δεν είμαστε εθνική μονοκαλλιέργια
Μετά την ένταξη της στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα (1981) και, ακόμη περισσότερο, μετά την κατάρρευση του Ανατολικού Μπλοκ, η Ελλάδα βρέθηκε εκτεθειμένη απέναντι σε «ξένες» επιρροές και σε πολυδιάστατες προκλήσεις, που ξαφνικά καθιστούσαν την εθνοκεντρική της ταυτότητα απαρχαιωμένη, αν όχι επικίνδυνη.
Κατά τη δεκαετία του 1990 η Ελλάδα δέχτηκε απροετοίμαστη περίπου ένα εκατομμύριο μετανάστες. Η ελληνική κοινωνία αιφνιδιάστηκε. Μέσα στην αρχική σύγχυση έχασε την επαφή της με την πραγματικότητα κι εθελοτυφλούσε υποστηρίζοντας ότι οι ξένοι επειδή είναι παράνομοι, δεν υπάρχουν! Χρειάστηκαν χρόνια για να συνέλθει από το ξαφνικό σοκ και να αποδεχτεί την πραγματικότητα. Να αποδεχτεί δηλαδή ότι οι ξένοι υπάρχουν και δεν είναι προσωρινοί, δεν αποτελούν μια σύντομη επωφελής παρένθεση, αλλά ένα μόνιμο δυναμικό στοιχείο που ενδέχεται να μεταβάλλει μακροπρόθεσμα τη σύνθεση της ελληνικής κοινωνίας...
Όπως ήταν αναμενόμενο, ορισμένα συντηρητικά και ξενόφοβα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας άρχισαν ν’ αντιδρούν στην «παρακμή» και στην «εξαφάνιση» του ελληνικού έθνους και στο φόβο ότι αυτό θα χαθεί μέσα σε μια πλημμυρίδα «κατώτερων» ανθρώπων. Άρχισαν να εκφράζουν ρατσιστικούς φόβους ότι η «καθαρότητα» της ελληνικής «φυλής» θα αλλοιωθεί από την αύξηση των μεικτών γάμων κι από τον ξένο τρόπο ζωής. Γι’ αυτούς οι ξένοι καταστρέφουν το «ιδανικό» της εθνικής ομοιογένειας, καθώς και την ελληνική παράδοση και καθημερινότητα, επειδή «μυρίζουν» και κάνουν «θόρυβο», μαγειρεύοντας εξωτικά φαγητά και μιλώντας ακατανόητες γλώσσες...
Η συνειδητοποίηση ότι η Ελλάδα οδεύει ολοταχώς προς την πολυπολιτισμικότητα και ότι οι μελλοντικές γενιές της δεν θα είναι αποτέλεσμα «εθνικής μονοκαλλιέργειας», ξαναέφεραν το ζήτημα της «ταυτότητας» στο προσκήνιο. Ρατσιστικές αντιδράσεις σε συνδυασμό με την ξενόφοβη κι εθνικιστική στάση που υιοθέτησε η Εκκλησία της Ελλάδας, με μπροστάρη τον «εθνάρχη» Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο, κατέστησαν επιτακτική ανάγκη την κάθε συζήτηση περί «ταυτότητας» και «ελληνικότητας».
Παραδοσιακοί και εκσυγχρονιστές
Επειδή όμως οι Έλληνες είναι ιδιαίτερα επιρρεπείς στη διχόνοια, ένας νέος διχασμός απειλεί να δηλητηριάσει στις αρχές του 21ου αιώνα τις πνευματικές αρτηρίες που αρδεύουν την ελληνική κοινωνία και να τινάξει στον αέρα την ενότητα που οικοδομήθηκε με τόσες δυσκολίες μετά το 1974. Από τη μια είναι το «παραδοσιακό» στρατόπεδο, που εμφορείται από εθνικισμό, μισαλλοδοξία, συντηρητισμό και θρησκευτικό φανατισμό και το οποίο αντιλαμβάνεται την έννοια της «ελληνικότητας», περιορισμένη αποκλειστικά στα στοιχεία που κατέγραψε πρώτος ο Ηρόδοτος ως θεμέλια συγκρότησης του ελληνικού έθνους: «Το όμαιμο, το ομόγλωσσο, τα κοινά ιερά και οι θυσίες». Οι παραδοσιακοί θεωρούν την ελληνικότητα κάτι σαν κληρονομικό δικαίωμα που μεταβιβάζεται μέσω της «βιολογικής οδού» στους απογόνους, παρά ως μια ιδιότητα που πρέπει κανείς ν’ αγωνίζεται εφ’ όρου ζωής για να τη διατηρήσει. Οι ίδιοι προβάλλουν τη γλώσσα και τη θρησκεία ως θεμελιώδη στοιχεία της εθνικής ταυτότητας, στο σκληρό πυρήνα της οποίας θεωρούν ότι πρέπει να βρίσκεται η «ελληνορθοδοξία», μια έννοια που για πολλούς αποτελεί οξύμωρο σχήμα.
Από την άλλη βρίσκεται το «εκσυγχρονιστικό» στρατόπεδο, που προωθεί την έννοια του πολίτη και του ευνομούμενου κράτους, βασιζόμενου στην ανεκτική δημοκρατία, στις φιλελεύθερες αξίες και στα ανθρώπινα δικαιώματα, αρχές που ανάγονται αφετηριακά στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Οι εκσυγχρονιστές απορρίπτουν τους εθνικιστικούς «μύθους» και τη θρησκευτικότητα ως ανορθολογικές εκφάνσεις του θυμικού. Δεν θεωρούν τον Ελληνισμό ομοιογενή οντότητα με ιστορική και «βιολογική» συνέχεια, αλλά αποτέλεσμα μιας διαχρονικής υπερφυλετικής ενοποίησης, πάνω σε μια ορθολογική βάση οικονομικών και κυρίως πολιτιστικών σχέσεων. Για τους εκσυγχρονιστές η Ισοκράτειος ρήση «Έλληνες είναι όσοι μετέχουν της ημετέρας παιδείας», περικλείει και την ουσία της ελληνικότητας. Έτσι, το να χρησιμοποιεί κάνεις την ελληνική γλώσσα και να ασπάζεται το ορθόδοξο δόγμα, δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι κατέχει και την ελληνικότητα...
Έθνος: αυθύπαρκτη οντότητα ή φαντασιακή κοινότητα;
Η ουσία της διαμάχης των δύο παραπάνω τάσεων, που διαπερνά τα σωθικά της ελληνικής κοινωνίας, έγκειται στο γεγονός ότι πολλοί σημερινοί Έλληνες αντιλαμβάνονται το έθνος ως μια διαχρονική και αυθύπαρκτη «βιολογική» οντότητα, χωρίς να υποψιάζονται καν ότι ίσως πρόκειται απλά για μια τεχνητή πολιτισμική και πολιτική κατασκευή, αποτέλεσμα σχετικά πρόσφατων ιστορικών διαδικασιών. Αγνοούν το ενδεχόμενο τα έθνη ν’ αποτελούν απλώς «φαντασιακές κοινότητες», θεωρώντας ότι η έννοια του έθνους, για την οποία χύθηκαν ποταμοί αίματος τους τελευταίους αιώνες, βασίζεται σε «αρχέγονα αισθήματα». Στην πραγματικότητα συμβαίνουν ως ένα βαθμό και τα δύο. Μια πιθανή εξήγηση της έννοιας έθνος μας δίνει ο Γερμανός φιλόσοφος Max Weber: «...Τι σημαίνει άραγε έθνος και εθνικό συναίσθημα; Μια έννοια έθνους θα μπορούσε να οριστεί κάπως έτσι: πρόκειται για μια αισθηματική κοινότητα, της οποίας η κατάλληλη έκφραση θα ήταν ένα δικό της κράτος και η οποία, ως εκ τούτου, κατά κανόνα έχει την τάση να προωθήσει εκ των έσω κάτι τέτοιο».
Από την οπτική γωνία του εθνικισμού τα έθνη θεωρούνται σχεδόν αυθύπαρκτα, πανάρχαια φυσικά φαινόμενα, που συχνά εκλαμβάνονται ως «θεόσταλτοι τρόποι ταξινόμησης των ανθρώπων». Από την άποψη όμως της ανθρωπολογίας τα έθνη είναι τεχνητά. Σύμφωνα με την οπτική της ανθρωπολογίας τα έθνη δεν είναι παρά ανθρώπινες επινοήσεις, που είναι όμως εξαιρετικά γοητευτικές εφόσον «η μαγεία του εθνικισμού είναι ότι μετατρέπει το τυχαίο σε πεπρωμένο» (Anderson). Ενώ οι εθνικιστές παρουσιάζουν τα έθνη ως βρισκόμενα σε «λήθαργο» και κάποια στιγμή «αφυπνίζονται», οι ανθρωπολόγοι επιμένουν ότι αυτό δεν είναι παρά ένας ακόμη εθνικιστικός μύθος, εφόσον ένα έθνος «είτε υπάρχει είτε δεν υπάρχει. Δεν μπορεί να βρίσκεται σε νάρκη και κατόπιν ν’ αφυπνιστεί»(Greenfeld).
Το εθνικό κράτος ή το έθνος-κράτος εμφανίστηκε ως πολιτική οντότητα στο προσκήνιο της ιστορίας μόλις στα τέλη του 18ουο αιώνα, όταν η ελίτ κάθε «έθνους» αποφάσισε ότι η ομογενοποίηση στα πλαίσια μιας ενιαίας αγοράς, προστατευμένης από κρατικά σύνορα, ήταν η καλύτερη λύση για τα συμφέροντα και τις φιλοδοξίες της. αιώνα. Πρόκειται δηλαδή για ένα σχετικά πρόσφατο ιστορικό φαινόμενο, που αναμφίβολα σχετίζεται με την εκβιομηχάνιση, την αστυφιλία και κυρίως την άνοδο της φιλελεύθερης αστικής τάξης στην Ευρώπη. Δεν είναι σύμπτωση λοιπόν που η συγκρότηση των περισσοτέρων εθνικών κρατών στην Ευρώπη έλαβε χώρα τον 19.
Ο εθνικισμός, ένα κατά βάση αστικό ιδεολογικό προϊόν, προώθησε με πάθος την αρχή ότι «τα πολιτικά και τα εθνικά σύνορα πρέπει να συμπίπτουν», αρχή που οδήγησε σε κατάρρευση τις προγενέστερες πολιτικές οντότητες που κυριαρχούσαν ως τότε στην Ευρώπη (αυτοκρατορίες, φέουδα, πόλεις-κράτη κ.α.). Συνήθως τα κράτη κατασκεύαζαν έθνη (π.χ. Γαλλία), συχνά όμως συνέβαινε και το αντίθετο, όπως για παράδειγμα στα Βαλκάνια, όπου η «εθνική αφύπνιση» των υπόδουλων λαών διέλυσε δύο πολυεθνικές αυτοκρατορίες και οδήγησε στη δημιουργία μιας σειράς εθνικών κρατών.
Όπως και να ‘χει πάντως κατά τη διαδικασία συγκρότησης των εθνικών κρατών στην Ευρώπη, η συναισθηματική δύναμη του έθνους, ενσωματωνόταν και υποτασσόταν στην πολιτική ισχύ ενός απρόσωπου κράτους, που το χρησιμοποιούσε για την επίτευξη των δικών του στόχων. Στο τέλος το κράτος ταυτιζόταν πάντα με το έθνος. Έτσι, το να είναι κανείς πολίτης ενός κράτους ισοδυναμούσε με το να ανήκει στο έθνος, το οποίο δημιούργησε το κράτος αυτό...
Το μυστικό της μακροβιότητας του Ελληνισμού
Σε αντίθεση με το «ελληνικό έθνος», που είναι μια πρόσφατη τεχνητή πολιτισμική και πολιτική κατασκευή, ο Ελληνισμός, είναι ένα γεωπολιτισμικό και πνευματικό στη βάση του φαινόμενο, που απλώνεται σε βάθος χιλιετηρίδων και δεν αναλίσκεται σε στενά εθνο-γεωγραφικά πλαίσια. Δεν έχει φυλετική βάση. Δεν βασίζεται σε «συγγένειες αίματος», όπως άλλωστε και κάθε έθνοπολιτιστική οντότητα στον πλανήτη Γη. Εφόσον είναι γνωστό ότι τα περάσματα από τη μια στην άλλη «εθνική κουλτούρα» ήταν και είναι μια συνεχής και τυχαία διαδικασία, οι περισσότεροι ανήκουν κατά τύχη στο σημερινό «ελληνικό έθνος» κι ελάχιστοι συνειδητά, δηλαδή ως συνειδητοποιημένοι κληρονόμοι ενός πανάρχαιου ανθρωποκεντρικού πολιτισμού.
Ο Ελληνισμός βασίζει τη μακροβιότητα του στη μετάδοση από γενιά σε γενιά ενός συγκεκριμένου όγκου πληροφοριών πολιτιστικού περιεχομένου, που αφομοιώνονται και μετεξελίσσονται. Πρόκειται για ένα είδος μεταβίβασης του ελληνικού «πολιτιστικού DNA», το οποίο δεν κληρονομείται αποκλειστικά από τους «Έλληνες το γένος», αλλά κι απ’ όσους έχουν γοητευτεί και μυηθεί στο «ελληνικό πνεύμα», όσους έχουν ασπαστεί και υιοθετήσει τις ανθρωποκεντρικές αξίες του Ελληνισμού. Η μακροβιότητα και η συνέχεια του Ελληνισμού συνίσταται στο ότι το «πολιτιστικό DNA», που συνιστά την ουσία του, είναι πολλαπλώς αποθηκευμένο και μεταδίδεται με διάφορους τρόπους από γενιά σε γενιά. Έτσι, αν χαθεί ένας ψυχοκοινωνικός μηχανισμός αποθήκευσης των πληροφοριών που συγκροτούν τον Ελληνισμό, π.χ. αν χαθεί η ελληνική γλώσσα, υπάρχουν μια σειρά άλλων «υποδοχεών» που τον διατηρούν (θρησκεία, ήθη κι έθιμα, μουσική, μυρωδιές, μελέτη των κλασικών κ.α.). Αν οι «τρελοί» άνεμοι της ιστορίας σβήσουν το ένα κερί, υπάρχει πάντα κάποιο άλλο για να διατηρήσει άσβηστη τη φλόγα του Ελληνισμού...
Από τους δεκάδες μεγάλους πολιτισμούς που εμφανίστηκαν κατά την ιστορική διαδρομή της ανθρωπότητας, ελάχιστοι επιβίωσαν ως τις μέρες μας. Οι περισσότεροι, αφού έφθασαν στο απόγειο της ζωτικότητας τους, άρχισαν να χάνουν την αρχική πολιτιστική τους ορμή, να παρακμάζουν και να χάνονται μέσα στη λήθη. Ο Ελληνισμός αντίθετα, παρά τις όποιες ιστορικές του μεταμορφώσεις, είναι ένας από τους ελάχιστους επιζήσαντες στον σκληρό αγώνα για πολιτιστική επιβίωση. Και γι’ αυτό το λόγο αποτελεί έναν πραγματικό θησαυρό για την ανθρωπότητα, καθώς μεταφέρει μια τεράστια ιστορική και πολιτιστική εμπειρία. Τυχόν εξαφάνιση του ελληνικού «πολιτιστικού λογισμικού» θα ήταν μεγάλη απώλεια για την ανθρωπότητα.
Το μέλλον είναι να είμαστε ο εαυτός μας!
Ο Ελληνισμός επιβίωσε για χιλιετίες επειδή δεν έχασε σχεδόν ποτέ την ευκαμψία του. Μπορεί και ανταποκρίνεται στις προκλήσεις, προσαρμόζεται σχετικά γρήγορα στις εξελίξεις κι έχει τη δυνατότητα να μεταπηδά από μια φαινομενικά στατική κατάσταση στη δυναμική δραστηριοποίηση. Έχει την τάση να ανασυγκροτείται μέσα από το χάος και ν’ αναγεννάται μέσα από τις καταστροφές. Το αρχιπελαγικό μοντέλο, στη βάση του οποίου αρχίζει να οικοδομείται πλέον ο κόσμος, αποτελεί την παραδοσιακή «Mare Nostrum» του Ελληνισμού. Ένα περιβάλλον στο οποίο είναι ιστορικά εξοικειωμένος και γνωρίζει πολύ καλά πως να διαχειρίζεται, ώστε να επιπλέει πάντοτε στη «θάλασσα» των καθημερινών προκλήσεων.
Για να μπορέσουν ωστόσο οι σημερινοί Έλληνες, να διαπρέψουν στο νέο αρχιπελαγικό περιβάλλον, δεν χρειάζεται να μεταλλαχτούν, όπως θα πρέπει να κάνουν αρκετοί «βιομηχανικοί» λαοί, αλλά απλά να είναι ο εαυτός τους! Ο αληθινός τους εαυτός και όχι αυτό το συμπλεγματικό και πρόχειρα εκδυτικισμένο «προϊόν», που αναλώνεται με την πρώτη ευκαιρία σε μια μίζερη και αδιέξοδη ελλαδοκεντρική αυτολαγνεία. Οι Έλληνες έχουν για μια ακόμη φορά την ευκαιρία να ανακτήσουν την οικουμενική τους αποστολή και να μεταδώσουν τις αιώνιες πολιτιστικές και ανθρωποκεντρικές τους αξίες σε όλο πλέον τον πλανήτη. Να προβάλουν το ελληνικό ιδανικό της ανοχής καθώς και όλα τα οικουμενικά στοιχεία του ελληνικού πνεύματος, που πρέπει να γίνουν κτήμα ολόκληρης της ανθρωπότητας. Στο νέο χαοτικό κόσμο που ανατέλλει το μεγαλύτερο όπλο μας είναι ο πολιτισμός και η ανεκτικότητα. Ας μην αφοπλιζόμαστε χωρίς λόγο...