Η αλματώδης ανάπτυξη της Δυτικής Ευρώπης της δεκαετίες του 50 και του 60 είχε τις βάσεις της σε μια οικονομία η οποία λειτουργούσε με όρους καπιταλισμού αλλά είχε έντονο το στοιχείο της κρατικής παρέμβασης με τη μορφή τόσο της οργάνωσης της ανάπτυξης, όσο και της εφαρμογής των όρων του παιχνιδιού και των νόμων.
Η δεκαετία του 1970 ξεκίνησε με την ιστορική απόφαση του Προέδρου Nixon να εγκαταλειφθεί η μετατρεψιμότητα του δολαρίου σε χρυσό, να εγκαταλειφθεί δηλαδή το σύστημα σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών που είχε θεσπιστεί στα τέλη του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου και αποτέλεσε εν πολλοίς τη βάση πάνω στην οποία στηρίχθηκε ο μεταπολεμικός καπιταλισμός.
Για δύο ακόμα δεκαετίες, αυτές του 70 και του 80 ο καπιταλισμός δεν άλλαξε ιδιαίτερα τη ρότα του και οι δυτικές οικονομίες αντιμετώπισαν μικρές και μεγάλες κρίσεις, πραγματικές και τεχνητές, λειτουργώντας κατά βάση ως κρατικές οικονομίες, περισσότερο οι Ευρωπαϊκές και λιγότερο η των ΗΠΑ. Οι πολυεθνικές εταιρείες είχαν δύναμη και συμφέροντα, εκμεταλλεύονταν καταστάσεις και διαμόρφωναν συνθήκες, όμως δεν έπαυαν να είναι επιχειρήσεις που είχαν παραγωγική κατεύθυνση, υπήρχε κάποιο απτό, υλικό προϊόν το οποίο ήταν το αντικείμενο της λειτουργίας τους. Και βέβαια υπήρχε το αντίπαλο δέος της Σοβιετικής Ένωσης και του συνασπισμού της που μη συμμετέχοντας άμεσα στις διεθνείς οικονομικές διεργασίες του καπιταλισμού, ήταν ένας πόλος συγκέντρωσης κεφαλαίων, πρώτων υλών και εργατικού δυναμικού το οποίο παρέμενε εκτός του πεδίου επιρροής αυτού που σήμερα ονομάζουμε «διεθνείς αγορές». Ταυτόχρονα ο ψυχρός πόλεμος που κορυφώθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 80 λειτούργησε σε μεγάλο βαθμό ως συνεκτικός παράγοντας μεταξύ των κεφαλαιαγορών και των κρατικών οικονομιών, καθώς οι πρώτες χρειάζονταν την προστασία που παρείχαν οι δεύτερες.
Στη δεκαετία του 90 ο κόσμος άλλαξε και μαζί του διαφοροποιήθηκαν και οι όροι του οικονομικού παιχνιδιού. Η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και του κοινωνικοοικονομικού της συστήματος έκαναν το δυτικό καπιταλισμό να νιώσει νικητής και αδιαμφισβήτητος κυρίαρχος του παιχνιδιού. Στην πραγματικότητα όμως μια καινούρια κατάσταση είχε ήδη γεννηθεί και μεγάλωνε.
Στη δεκαετία του 90, στην Ευρώπη επικράτησε ένα κλίμα ευφορίας από την άρση της απειλής της Σοβιετικής Ένωσης (επί του παρόντος δεν εξετάζεται η πραγματική διάσταση της απειλής), τη συνένωση της Γερμανίας (μάλλον δε δικαιολογείτο ευφορία για κανένα άλλο πλην της ιδίας), την προσθήκη του επί δεκαετίες αποκλεισμένου παραγωγικού και καταναλωτικού πληθυσμού των Ανατολικών κρατών και των οικονομιών τους και την υποσυνείδητη (και μάλλον απατηλή) αίσθηση ότι πλέον οι οικονομικοί θεσμοί είναι ανώτεροι των κρατών. Ή πιο σωστά, οι οικονομίες δεν έχουν πλέον ανάγκη τα κράτη.
Οι πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές στην Ευρώπη συνέπεσαν με την περίοδο που ήταν πλέον ευρέως διαθέσιμα νέα ισχυρά εργαλεία που κατ' αρχήν αναπτύχθηκαν για να εξυπηρετήσουν τις στρατιωτικές ανάγκες των κρατών (τηλεπικοινωνίες, πληροφορική, δίκτυα, internet κλπ). Τα εργαλεία αυτά ήταν πλέον στη διάθεση των οικονομικών φορέων και θεσμών και επέτρεπαν την έγκυρη διενέργεια πολύπλοκων μαθηματικών και στατιστικών υπολογισμών σε πραγματικό χρόνο, την εμβάθυνση των οικονομικών αναλύσεων και την εύκολη και γρήγορη μεταφορά της πληροφορίας.
Εκείνη περίπου την εποχή η παλιά Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα αποφάσισε ότι μπορεί και πρέπει να προχωρήσει ένα βήμα πιο πέρα. Στη σταδιακή ενοποίηση των οικονομιών των κρατών μελών και στην υιοθέτηση κοινού νομίσματος. Από γεννήσεως των οργανωμένων κοινωνιών και των πρώτων κρατικών σχηματισμών το νόμισμα μιας πόλης, μιας χώρας, ενός κράτους, αποτελούσε το σύμβολο της ισχύος της και της επιρροής της. Εγγυητές της αξίας του νομίσματος ήταν πάντα η πολιτική σταθερότητα, η διπλωματική ισχύς και η στρατιωτική δύναμη και βάση της τα οικονομικά μεγέθη. Η Ευρωπαϊκή Ένωση εκτίμησε ότι αρκούσε να έχει την ισχυρή βάση και την πολιτική σταθερότητα. Όμως ποια είναι στην πραγματικότητα αυτή η Ευρωπαϊκή Ένωση που στις αρχές του 21ου αιώνα αποφάσισε ότι 12 ετερόκλητες μεταξύ τους χώρες, 12 ετεροβαρείς και ανομοιογενείς οικονομίες, μπορούν να στηρίξουν και να διαχειριστούν ένα κοινό νόμισμα και ότι αυτό συνεπάγεται, χωρίς επαρκή κοινωνική και πολιτική συνοχή, χωρίς κοινό διπλωματικό λόγο και χωρίς καμία στρατιωτική ισχύ;
Η Ευρωπαϊκή Ένωση σε επίπεδο λήψης αποφάσεων και διοίκησης είναι ένας οργανισμός χωρίς δημοκρατική νομιμοποίηση και χωρίς επαρκείς θεσμούς ελέγχου της εξουσίας. Το χειρότερο όμως είναι πώς πρόκειται για ένα οργανισμό απρόσωπο και επικεντρωμένο σε αριθμούς, στατιστικές και οικονομικά μεγέθη, με εξόχως γραφειοκρατική συγκρότηση και απόλυτη αδυναμία παραγωγής πολιτικής και ιδεών. Με απλά λόγια, μερικές φορές μοιάζει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση αρχίζει και τελειώνει στην ισοτιμία του ευρώ και στους οικονομικούς δείκτες του Συμφώνου Σταθερότητας.
Όμως στα χρόνια από την αρχή της δεκαετίας του 90 μέχρι σήμερα, και ενώ οι χώρες και οι θεσμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναλώθηκαν σε ένα αγώνα (για άλλους πιο εύκολο και για άλλους πιο δύσκολο, για κάποιους ειλικρινή και για κάποιους «λογιστικά εμπνευσμένο»), το διεθνές οικονομικό περιβάλλον και οι πρακτικές διαφοροποιήθηκαν με τρόπο δραματικό.
Οι πετρελαϊκές κρίσεις του 70 ήταν αποτέλεσμα αντικειμενικών παραγόντων και εξελίξεων, όπως ο αραβοισραηλινός πόλεμος του 73, το εμπάργκο των χωρών του ΟΠΕΚ, η πτώση του Σάχη και η επικράτηση της ισλαμικής επανάστασης στο Ιράν το 79. Όμως η πρόσφατη πετρελαϊκή κρίση ουσιαστικά δεν είχε σχέση με το ίδιο το προϊόν, αλλά με τις χρηματοοικονομικές προεκτάσεις της αγοράς του, με μια μεταφυσική σχεδόν προσέγγιση, κρυμμένη πίσω από πολύπλοκες χρηματο-πιστωτικο-ασφαλιστικές έννοιες και «προϊόντα».
Ο «παλιός», «καλός», απλός καπιταλισμός και ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης έχει θαφτεί κάτω από τόνους καλωδίων οπτικών ινών, τρισεκατομμύρια bits μετάδοσης πληροφορίας και απίθανα πολύπλοκες στατιστικές συναρτήσεις οι οποίες «προβλέπουν» τα πάντα, από την τιμή του πετρελαίου τον Ιούνιο του 2036, μέχρι το νικητή του champions' league του 2024. Και πάνω σε αυτές τις προβλέψεις κάποιοι επενδύουν (κόσμια διασκευή του «στοιχηματίζουν»), στη συνέχεια πουλούν τα δικαιώματα επί των προβλέψεων σε κάποιους άλλους, ενώ ταυτόχρονα αγοράζουν δικαιώματα επί νέων, διαφορετικών σεναρίων, φροντίζοντας να πραγματοποιούν παράλληλες αγοραπωλησίες και των ασφαλιστηρίων συμβολαίων που διασφαλίζουν τους κατόχους δικαιωμάτων έναντι της μη υλοποίησης της πρόβλεψης στην οποία αντιστοιχούν τα δικαιώματα αυτά. Και αυτή η κίνηση κεφαλαίων επηρεάζει την πραγματική οικονομία οι απώλειες της οποίας τροφοδοτούν αυτή την αγορά. Αυτή η μεταφυσική και σχιζοφρενική προσέγγιση που δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα διεθνές, παγκοσμιοποιημένο καζίνο, αποτελεί ουσιαστικά ένα νέο οικονομικό σύστημα το οποίο γεννήθηκε από την απόλυτη έλλειψη σύνδεσης μεταξύ των οικονομικών και πολιτικών θεσμών και εποπτείας των πρώτων από τους δεύτερους. Είναι το προϊόν της δεκαετίας του 90 και η Ευρωπαική Ένωση φέρει το μερίδιο ευθύνης που της αναλογεί για την εγκληματικά κοντόφθαλμη, αν όχι σκόπιμα ελλιπή, αντιμετώπιση της νέας πραγματικότητας.
Πίσω από την ορατή οικονομία και το κλασσικό χρηματοπιστωτικό σύστημα έχει αναπτυχθεί και κυριαρχήσει ένα αόρατο και εν μέρει ανώνυμο κατεστημένο, αυτό που καλύπτεται από τον αφηρημένο όρο «διεθνείς αγορές» οι αρχές λειτουργίας του οποίου είναι πλέον εκτός ελέγχου και εποπτείας από τους θεσμοθετημένους οργανισμούς. Ένα κατεστημένο που δεν έχει καμία σχέση με κάποια παραγωγική διαδικασία, κάποιο προϊόν και τις περισσότερες φορές δεν έχει καν ίδια κεφάλαια. Κινείται από τη ρευστότητα που εξασφαλίζει μέσω του δαιδαλώδους συστήματος διακίνησης και διαχείρισης κεφαλαίων, πραγματικών ή εικονικών.
Η διεθνής οικονομική κρίση δεν ήταν κρίση της πραγματικής οικονομίας, ήταν κρίση αυτού του σκιώδους οικονομικού συστήματος. Όμως το πλέον τραγικό δεν ήταν ότι αυτό το σκιώδες σύστημα στην πρώτη δυσκολία προσέτρεξε στις κρατικές οικονομίες για στήριξη, αυτές που τόσο περιφρονητικά είχε αγνοήσει επί χρόνια. Το πλέον τραγικό ήταν ότι χρειάστηκε να έρθει αυτή η κρίση για να αντιληφθεί ο μέσος πολίτης (ίσως και αρκετές κυβερνήσεις) το πραγματικό μέγεθός του και την επιρροή που είχε και έχει αυτό το σύστημα στις πραγματικές οικονομίες. Αλλά το πραγματικά ασυγχώρητο είναι πώς επιτρέπεται ακόμα σε αυτό το σύστημα να υφίσταται και να λειτουργεί και ουσιαστικά έχοντας γλυτώσει το ίδιο από την οικονομική κρίση να στρέφεται εναντίον των κρατικών οικονομιών που το διέσωσαν.
Η σημερινή Ελλάδα σαφώς και αναγκάζεται να αντιμετωπίσει προβλήματα που η ίδια έχει δημιουργήσει μέσω μιας οικονομίας που ζει εδώ και δεκαετίες με δανεικά και λειτουργεί παρά φύση και παρασιτικά. Όμως είναι εξίσου προφανές ότι αυτές οι υπαρκτές αμαρτίες της είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης και η οικονομία της πεδίο δοκιμής της αντοχής της Ευρωπαϊκής Ένωσης με στόχους που δεν είναι εντελώς ξεκάθαροι και μπορεί να ποικίλουν από την πρόθεση κρατικών οικονομιών να πλήξουν το ευρώ μέχρι και τη σκόπιμη επιλογή χωρών της ευρωζώνης να επαναπροσδιορίσουν τις ισορροπίες στο εσωτερικό της σύμφωνα με τα δικά τους δημοσιονομικά και συναλλαγματικά συμφέροντα. Ότι από αυτά κι αν συμβαίνει, ακόμα κι αν δε συμβαίνει τίποτε από αυτά, η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει επιτέλους να κατανοήσει ότι δεν αρκεί μια Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (η οποία δε μπορεί καν να στηρίξει τις ίδιες τις οικονομίες τις οποίες φέρεται ότι αντιπροσωπεύει), δεν αρκούν στρατιές γραφειοκρατών και τεχνοκρατών (που υποτίθεται ότι ελέγχουν και εποπτεύουν αλλά στην πραγματικότητα δε μπορούν ούτε τη «δημιουργική λογιστική» να εντοπίσουν, ούτε να επιβάλλουν κανόνες στις αγορές), αλλά απαιτείται πραγματική κοινωνική και οικονομική συνοχή. Κυρίως όμως απαιτείται πραγματικά δημοκρατική διάρθρωση των θεσμών της Ε.Ε. ώστε οι αποφάσεις της και οι πολιτικές της να έχουν ουσιαστική νομιμοποίηση. Αυτή όμως είναι μια άλλη, πολύ μεγάλη συζήτηση.