Η χρήση του Υ/Β ως πολεμικού μέσου σε ευρεία κλίμακα ξεκίνησε στον 1ο παγκόσμιο πόλεμο. Εκείνη ήταν και η περίοδος που άρχισε να διαμορφώνεται μια άποψη για τις επιχειρησιακές τακτικές και αποστολές των Υ/Β.

Το Γερμανικό Ναυτικό ανέπτυξε το Υ/Β ως αντίδοτο στην αδιαμφισβήτητη κυριαρχία της Μεγάλης Βρετανίας στη θάλασσες και σκόπευε αρχικά να το χρησιμοποιήσει στο πλευρό του δικού της στόχου ανοικτής θαλάσσης για τη φθορά του Βασιλικού Ναυτικού. Παράλληλα θα ήταν ένα ακόμα μέσο ναυτικού αποκλεισμού. Στην πράξη, και καθώς λόγω ταχύτητας τα Υ/Β ήταν δύσκολο να ακολουθήσουν και να παραμείνουν σε γραμμή μάχης δίπλα στα πολεμικά επιφανείας σε ανοικτές θάλασσες, γρήγορα μετατράπηκαν σε ανεξάρτητες μονάδες προσβολής κυρίως εμπορικών πλοίων.

Τα πράγματα δεν άλλαξαν δραματικά κατά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι Γερμανοί προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν τα Υ/Β για να αποκόψουν τον ανεφοδιασμό της Ευρώπης από τις ΗΠΑ. Λίγες ήταν οι περιπτώσεις προσβολής πολεμικών επιφανείας και οι περισσότερες από αυτές ήταν είτε τυχαίες συναντήσεις, είτε παράτολμες ειδικές αποστολές (όπως η περίφημη επιδρομή του U-47 στο αγκυροβόλιο του Βρετανικού στόλου στο Scapa Flow  στις 13 Οκτωβρίου 1939).

Από την άλλη πλευρά, στον Ειρηνικό, τα Αμερικανικά Υ/Β επίσης επικεντρώθηκαν στην παρακώλυση των θαλάσσιων συγκοινωνιών, αν η γενικότερη μορφολογία του θεάτρου επιχειρήσεων (πολλά νησιά, στενά περάσματα) τους επέτρεψε αρκετές φορές να εμπλακούν με πολεμικά επιφανείας.

Μια άλλη βασική αποστολή των Υ/Β στον 2ο ΠΠ ήταν η αποβίβαση μονάδων ανορθόδοξου πολέμου σε κατεχόμενες από τον εχθρό περιοχές, αλλά και η συλλογή πληροφοριών μέσω της παρακολούθησης θαλασσίων περασμάτων.

 

Νέοι ρόλοι και αποστολές

Η χρήση του snorkel υπήρξε η εξέλιξη η οποία πυροδότησε μια σειρά σημαντικών ριζικών αλλαγών στη χρήση των Υ/Β και τη διαμόρφωση του ρόλου τους. Ένα Υ/Β που έπλεε κοντά στην επιφάνεια χρησιμοποιώντας το snorkel έδινε ένα μικρό ίχνος στα radar τα οποία μέχρι τότε ήταν το κύριο μέσο εντοπισμού των Υ/Β σε μέσες και μακρινές αποστάσεις. Όμως ο θόρυβος από τη λειτουργία του ντηζελοκινητήρα διαχεόταν ολόκληρος μέσα στο νερό. Ήταν λοιπόν προφανές ότι ο παθητικός ηχοεντοπισμός θα ήταν η νέα κύρια μέθοδος εντοπισμού Υ/Β σε μέσες και μακρινές αποστάσεις. Από τη άλλη μεριά, διαπιστώθηκε ότι ένα Υ/Β κινούμενο με τον ηλεκτροκινητήρα του με μικρή ταχύτητα εξασφάλιζε τις καλύτερες δυνατές συνθήκες για τη λειτουργία του παθητικού sonar και άρα τον εντοπισμό άλλων Υ/Β. Ουσιαστικά δηλαδή το Υ/Β αναδείχθηκε ως το καλύτερο μέσο ανθυποβρυχιακού πολέμου και γεννήθηκαν τα SSK, δηλαδή τα επιθετικά Υ/Β, με κύρια αποστολή τον εντοπισμό και την καταστροφή άλλων Υ/Β.

Όμως ο παράγοντας που μετέβαλλε δραματικά την αξία και τη σημασία του Υ/Β ήταν η είσοδος στην πυρηνική εποχή. Το 1947 το Αμερικανικό Ναυτικό πειραματίστηκε με επιτυχία στην εκτόξευση ενός Γερμανικού V-1 από το SS-348 Cusk. Ξεκίνησε έτσι η εξέλιξη του Regulus, ενός πυραύλου cruise ακτίνας δράσης 400nm με δυνατότητα μεταφοράς και πυρηνικής κεφαλής. Αντίστοιχη εξέλιξη υπήρξε και από την πλευρά του Σοβιετικού Ναυτικού. Στις αρχές της δεκαετίας του 50 οι Αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών εκτιμούσαν ότι ο μόνος τρόπος με τον οποίο η Σοβιετική Ένωση θα μπορούσε να πλήξει τις ΗΠΑ με πυρηνικά όπλα, ήταν μέσω ενός πυραύλου που θα εκτοξευόταν από Υ/Β, το οποίο θα είχε κατορθώσει να προσεγγίσει τις ακτές των ΗΠΑ.

 
Εκτόξευση πυραύλου Regulus

Και οι δύο χώρες μετέτρεψαν σημαντικούς αριθμούς των Υ/Β σε SSG  και αργότερα σε SSB, με αποτέλεσμα η επιθετική δυνατότητα των Υ/Β να αποκτήσει γεωγραφικό βάθος και μεγαλύτερη ισχύ, χάρις στην ακτίνα δράσης και τη γόμωση, πυρηνική ή συμβατική των φερόμενων πυραύλων.

Η σημασία αυτών των εξελίξεων ήταν διπλή. Το Υ/Β αφενός αποκτούσε στρατηγική σημασία ως μέσο μεταφοράς πυρηνικών όπλων και άρα ως επιθετικό όπλο μέγιστης αξίας, και αφετέρου, για τον ίδιο ακριβώς λόγο τα Υ/Β της αντίπαλης πλευράς συνιστούσαν σημαντική απειλή.

Να σημειωθεί ότι σε μια εποχή (δεκαετία 50) κατά την οποία δεν είχαν αναπτυχθεί ακόμα διηπειρωτικοί πύραυλοι και τα στρατηγικά βομβαρδιστικά είχαν σημαντικούς περιορισμούς σε ότι αφορά την ακτίνα δράσης τους αλλά και τις πιθανότητες να προσεγγίσουν ανέπαφα τους στόχους τους, ένα Υ/Β το οποίο θα κατόρθωνε να προσεγγίσει τις εχθρικές ακτές χωρίς να εντοπιστεί, ήταν το μόνο αξιόπιστο μέσο εξαπόλυσης πυρηνικής επίθεσης.

Η χρήση της πυρηνικής ενέργειας για την πρόωση των Υ/Β βελτίωσε σημαντικά τις δυνατότητές τους δίνοντας ταχύτητα και αυτονομία εφάμιλλη, αν όχι ανώτερη, των πολεμικών επιφανείας. Επίσης οριστικοποιήθηκε το γεγονός ότι το καλύτερο μέσο για να εντοπίσει και να καταστρέψει κανείς ένα πυρηνικό Υ/Β ήταν ένα άλλο Υ/Β, κατά προτίμηση επίσης πυρηνικό.

 

Οι τύποι των Υ/Β ανάλογα με τον επιχειρησιακό τους ρόλο

Η εξέλιξη του παθητικού ηχοεντοπισμού στις αρχές της δεκαετίας του 50 και η τοποθέτηση διατάξεων παθητικού sonar σε Υ/Β δημιούργησε τα SSK, τα επιθετικά Υ/Β με κύρια αποστολή τον εντοπισμό και καταστροφή εχθρικών Υ/Β. Τα πυρηνικά επιθετικά Υ/Β χαρακτηρίζονται ως SSN.

Η δυνατότητα εκτόξευσης πυραύλων cruise από Υ/Β, δημιούργησε τα SSG. Σχεδιάστηκαν κατ΄ αρχήν από το Αμερικανικό Ναυτικό για την εκτόξευση πυραύλων με πυρηνική κεφαλή. Όμως το πρόγραμμα του πυραύλου Regulus εγκαταλείφθηκε το 1957 ώστε να εξοικονομηθούν κονδύλια για την ανάπτυξη των Polaris. Έτσι το Αμερικανικό Ναυτικό εγκατέλειψε αυτό τον τύπο Υ/Β. Αντίθετα το Σοβιετικό Ναυτικό, παρότι ανέπτυξε το δικό του πρόγραμμα βαλλιστικών πυραύλων διατήρησε τα SSG διαφοροποιώντας την αποστολή τους. Τα Σοβιετικά SSG και SSGN είχαν ως βασική αποστολή την καταστροφή των Αμερικανικών αεροπλανοφόρων τα οποία ήταν και το κύριο όπλο του Αμερικανικού Ναυτικού.

Η εξέλιξη βαλλιστικών πυραύλων, εκτοξευόμενων από Υ/Β (SLBM) οδήγησε στη δημιουργία των SSB και SSBN.

Μετά το 1955 οι ΗΠΑ στράφηκαν αποκλειστικά στην κατασκευή πυρηνικών Υ/Β. Μοναδική εξαίρεση υπήρξε το AGSS-589 Dolphin το οποίο εισήλθε στην υπηρεσία το 1968 ως πλατφόρμα δοκιμών εξέλιξης, ενώ έχει και τη δυνατότητα καθόδου σε μεγάλα βάθη. Βέβαια τα συμβατικά Υ/Β που είχαν κατασκευασθεί πριν το 1955 διατηρήθηκαν στην υπηρεσία. Το τελευταίο από αυτά παροπλίστηκε το 1990.

Αντίθετα το Σοβιετικό Ναυτικό δεν έπαψε να κατασκευάζει ντηζελοκίνητα Υ/Β. Οι βασικότεροι λόγοι γι αυτή τη διαφοροποίηση σχετίζονται με:

- την ανάγκη αντιμετώπισης μιας, αριθμητικά και ποιοτικά, υπέρτερης ναυτικής δύναμης

- την προοπτική διεξαγωγής ενός πολέμου παρακώλυσης των συγκοινωνιών στον Ατλαντικό στην περίπτωση μιας σύρραξης στην Ευρώπη

- την ανάγκη προστασίας μια ακτογραμμής πολύ μεγάλου μήκους

 

Οι περιπολίες αποτροπής

Σε όλη τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου τα SSBN αποτελούσαν το κυριότερο μέσο εξαπόλυσης ενός «πρώτου πλήγματος». Τα Υ/Β βαλλιστικών πυραύλων είχαν σημαντικά πλεονεκτήματα απέναντι σε όλα τα υπόλοιπα στρατηγικά πυρηνικά όπλα. Πολλά δε από τα πλεονεκτήματα αυτά παραμένουν ακόμα και σήμερα παρά την πρόοδο της τεχνολογίας. Συγκεκριμένα, πλεονεκτούν απέναντι στα σιλό διηπειρωτικών πυραύλων στο γεγονός ότι είναι κινούμενα μέσα και άρα δεν είναι δυνατόν να προστοχευθούν. Επίσης πλεονεκτούν στο χρόνο που μεσολαβεί ανάμεσα στην εκτόξευση και το πλήγμα, καθώς το σιλό είναι δεδομένο ότι βρίσκεται στην ενδοχώρα της κάθε υπερδύναμης, ενώ το Υ/Β μπορεί να εκτοξεύσει ευρισκόμενο ακόμα και σε απόσταση λίγων ναυτικών μιλίων από τις ακτές του εχθρού.

Πλεονεκτούν σε σχέση με τους κινούμενους εκτοξευτές διηπειρωτικών πυραύλων, καθώς οι βαθμοί ελευθερίας στην κίνηση ενός Υ/Β είναι πολλοί περισσότεροι. Οι κινούμενοι εκτοξευτές έχουν μεν δυνατότητα κίνησης αλλά αυτή είναι αρκετά περιορισμένη γεωγραφικά, ενώ σε κάθε περίπτωση θα εξακολουθούν να παραμένουν  πολύ μακριά από το στόχο.

Τέλος πλεονεκτούν απέναντι στα στρατηγικά βομβαρδιστικά τα οποία αφενός δεν είναι δυνατό να παραμένουν συνεχώς εν πτήσει και άρα να έχουν μικρό χρόνο απόκρισης και αφετέρου χρειάζονται κάποιο χρόνο για να φτάσουν σε θέση βολής. Αντίθετα ένα SSBN μπορεί μέσα σε διάστημα λίγων δευτερολέπτων να εμφανισθεί από το πουθενά, να εκτοξεύσει και να ξαναχαθεί στο πουθενά.

Για τη συνεχή διατήρηση αυτών των πλεονεκτημάτων ένα μέρος τη δύναμης των SSBN των 2 υπερδυνάμεων βρισκόταν συνεχώς στη θάλασσα και μάλιστα σε προκαθορισμένες περιοχές οι οποίες  ορίζονταν από την ακτίνα δράσης των κατά καιρούς φερόμενων πυραύλων και τους προκαθορισμένους στόχους. Η αποστολή ήταν να περιπολούν στις περιοχές αυτές με μικρές ταχύτητες διαφεύγοντας τον εντοπισμό και να είναι έτοιμα να εκτοξεύσουν τους πυραύλους τους σε διάστημα μερικών λεπτών από τη λήψη της σχετικής διαταγής. Οι περιπολίες αυτές έγιναν γνωστές ως περιπολίες αποτροπής (deterrence patrols).

Το Αμερικανικό Ναυτικό, μέχρι τουλάχιστο τις αρχές της δεκαετίας του 90, είχε ανά πάσα στιγμή στη θάλασσα περίπου το 50% των SSBN. Οι περιπολίες τους διαρκούσαν 80-100 ημέρες, ενώ για την αύξηση του χρόνου που ένα SSBN μπορούσε να παραμείνει σε περιπολία, κάθε σκάφος είχε 2 πληρώματα (χρυσό και μπλε) τα οποία εναλλάσσονταν στην υπηρεσία μετά το τέλος κάθε περιπολίας. Οι ακριβείς περιοχές περιπολίας των Αμερικανικών SSBN παραμένουν ένα από τα πιο καλά φυλαγμένα μυστικά των Αμερικανικών ένοπλων δυνάμεων.

Από την άλλη πλευρά το Σοβιετικό Ναυτικό συνήθως είχε σε περιπολία μόλις το 10-15% των SSBN και οι περιπολίες συνήθως δε διαρκούσαν πάνω από 60 ημέρες. Στα μέσα της δεκαετίας του 90 οι Αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών έδωσαν στη δημοσιότητα χάρτες οι οποίοι παρουσιάζουν τις περιοχές περιπολίας των Σοβιετικών SSBN. Δεν έχει διευκρινιστεί εάν πρόκειται για πραγματικά στοιχεία ή εκτιμήσεις.

 
Οι περιοχές περιπολίας των Σοβιετικών SSBN.

Κίτρινες περιοχές: Yankee SSBN, έως τέλη δεκαετίας 70

Πράσινες περιοχές: Delta I SSBN, μέσα 70-τέλη 80

Γαλάζιες περιοχές: Delta II, III, μέσα 80

Κόκκινες περιοχές: Delta IV, Typhoon, μέσα 80, δεκαετία 90

Όπως φαίνεται και από τη σχήμα οι περιοχές περιπολίας των Σοβιετικών SSBN μετακινήθηκαν σταδιακά από τις ακτές των ΗΠΑ στο Αρκτικό Ωκεανό, λίγο έξω από τις δικές τους βάσεις. Προφανώς η μεταβολή αυτή είναι αποτέλεσμα της αύξησης της ακτίνας δράσης των φερόμενων βαλλιστικών πυραύλων.

Η απάντηση της κάθε υπερδύναμης στις περιπόλους αποτροπής της άλλης ήταν η προσπάθεια να εντοπίζονται και να παρακολουθούνται τα εχθρικά SSBN ώστε στο πρώτο σημάδι πιθανής εκτόξευσης να καταστραφούν. Έτσι ξεκίνησε ένα επικίνδυνο παιχνίδι ανάμεσα στα SSN και τα SSBN.

 

Παιχνίδια πολέμου

Δύο ήταν οι βασικές παράμετροι όλων των σεναρίων που οι 2 βασικοί αντίπαλοι εξέταζαν και προσπαθούσαν να αντιμετωπίσουν σε όλη τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου. Η αρχή ήταν μια σύγκρουση στην Ευρώπη η οποία τελικά οδηγούσε σε σύρραξη του ΝΑΤΟ με τις δυνάμεις του Συμφώνου της Βαρσοβίας.

Η πρώτη παράμετρος αφορούσε τα SSBN τα οποία έπρεπε να βρεθούν σε θέσεις από τις οποίες θα μπορούσαν να εκτοξεύσουν τους πυραύλους τους. Υπήρχαν από τη μία πλευρά τα SSBN τα οποία θα βρισκόντουσαν τη δεδομένη χρονική στιγμή σε περιπολίες και άρα θα ήταν ήδη σε θέσεις εκτόξευσης και εκείνα που θα βρισκόντουσαν στις βάσεις τους και θα έπρεπε να μετακινηθούν. Το Αμερικανικό Ναυτικό είχε ένα σημαντικό πλεονέκτημα καθώς διατηρούσε μεγαλύτερο ποσοστό των SSBN του σε περιπόλους αποτροπής. Από την άλλη πλευρά τα θορυβώδη Σοβιετικά SSBN το μεγαλύτερο μέρος των οποίων θα έπρεπε να μετακινηθεί από τα λιμάνια του, είχαν να αντιμετωπίσουν και το δίκτυο υδροφώνων έγκαιρης προειδοποίησης του SOSUS.

Η δεύτερη παράμετρος αφορούσε τις θαλάσσιες συγκοινωνίες στον Ατλαντικό. Ένας πόλεμος στη Ευρώπη θα είχε σε μεγάλο βαθμό την εικόνα του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου. Παρά την πρόοδο στις αερομεταφορές, η συντήρηση των δυνάμεων του ΝΑΤΟ που θα πολεμούσαν στην Ευρώπη θα απαιτούσε συνεχή ροή εφοδίων μέσω θαλάσσης. Όπως και η Γερμανία στο 2ο ΠΠ, έτσι και η Σοβιετική Ένωση, μη διαθέτοντας αξιόμαχο στόλο επιφανείας, προσέβλεπε στα Υ/Β για τη διακοπή αυτής της ροής εφοδίων, ενώ αντίθετα το Ναυτικό των ΗΠΑ στόχο είχε να κρατήσει ανοικτές και ασφαλείς τις θαλάσσιες οδούς του Ατλαντικού.

Το Αμερικανικό Ναυτικό υιοθέτησε στις αρχές της δεκαετίας του 60 την τακτική των φραγμάτων. Η τακτική αυτή προέβλεπε τον αρχικό εντοπισμό των Σοβιετικών Υ/Β από το SOSUS και την ύπαρξη SSN σε προωθημένες θέσεις περιπολίας. Η περίφημη γραμμή GIUK (Greenland, Island, U.K.) ήταν η κύρια γραμμή άμυνας στον Ατλαντικό Ωκεανό.

Βέβαια πολλά από αυτά τα σενάρια και τις θεωρίες ήταν μόνο στα χαρτιά. Στις αρχές Οκτωβρίου του 1962, 5 Σοβιετικά Υ/Β ξεκίνησαν από τη χερσόνησο Колa (Κόλα) και κατόρθωσαν να φτάσουν στην Κούβα στο τέλος του μήνα, κατά τη διάρκεια της κρίσης των πυραύλων. Δεν εντοπίστηκαν παρά μόνο έξω από τις ακτές της Κούβας από τα πλοία που εφάρμοζαν το ναυτικό αποκλεισμό.

Προς τα τέλη του 70, τα Σοβιετικά Υ/Β είχαν πια τη δυνατότητα να εκτοξεύσουν χωρίς να χρειάζεται να προσεγγίζουν τη γραμμή GIUK. Η αντίδραση εκ μέρους του Αμερικανικού Ναυτικού ήταν να προωθήσει ακόμα περισσότερο τις θέσεις περιπολίας των προωθημένων SSN. Στο χρονικό διάστημα των 30-60 ημερών που εκτιμούταν ότι η σύρραξη θα παρέμενε σε συμβατικό επίπεδο, τα SSN θα έπρεπε να εντοπίσουν και να καταστρέψουν τα αντίπαλα Υ/Β βαλλιστικών πυραύλων.

Στα μέσα της δεκαετίας του 70 υπήρξε και μια σημαντική μεταβολή στη στρατηγική του Σοβιετικού Ναυτικού. Άρχισε να δίνεται μεγαλύτερη έμφαση στη χρησιμοποίηση των SSN για την προστασία των SSBN, τόσο υπό τη μορφή παθητικών περιπολιών κοντά στα τελευταία, όσο και μέσω του προληπτικού εντοπισμού των εχθρικών SSN. Μέχρι τότε ο κύριος ρόλος των Σοβιετικών SSN ήταν η ανεξάρτητη δράση με αντικειμενικό σκοπό, όπως έχει ήδη αναφερθεί, τη διακοπή των θαλασσίων επικοινωνιών σε περίπτωση σύρραξης.

Η αιτία αυτή της αλλαγής στρατηγικής προβλημάτισε αρκετά το Αμερικανικό Ναυτικό, μέχρι που το 1981 η αποκάλυψη του δικτύου κατασκοπίας Walter απεκάλυψε ότι οι Σοβιετικοί, μέσω του δικτύου, είχαν ενημερωθεί για το πόσο ευάλωτα ήταν τα SSBN. Χωρίς αμφιβολία η δυνατότητά τους αυτή να πάρουν σημαντικές πληροφορίες σε ότι αφορά την Αμερικανική αντίληψη για τη χρήση των Υ/Β αλλά και τις επιχειρησιακές τακτικές τους, συνέβαλλε σε ένα βαθμό και στην μετακίνηση του κέντρου βάρους της εξέλιξης των Σοβιετικών Υ/Β προς την κατεύθυνση του περιορισμού του θορύβου, τα αποτελέσματα της οποίας άρχισαν να φαίνονται λίγα χρόνια αργότερα. Μετά τα μέσα της δεκαετίας του 80, η κατάσταση άλλαξε ακόμα περισσότερο. Τα Σοβιετικά SSBN μπορούσαν πια να περιπολούν πολύ κοντά στις ναυτικές τους βάσεις και άρα να υποστηρίζονται και από ανθυποβρυχιακά αεροσκάφη και πλοία επιφανείας. Παράλληλα τα Σοβιετικά Υ/Β ήταν πλέον αρκετά αθόρυβα με αποτέλεσμα ο εντοπισμός και η παρακολούθησή τους να είναι πλέον πολύ δύσκολα.

Στη δεκαετία του 90, αλλά και σήμερα, τα Αμερικανικά Ohio εξακολουθούν να εκτελούν περιπολίες αποτροπής. Από την άλλη πλευρά το Ρωσικό Ναυτικό τις έχει σε μεγάλο βαθμό εγκαταλείψει. Αρκετές φορές όμως, Ρωσικά SSGN της κλάσης Oscar έχουν εντοπιστεί κοντά στις ακτές των ΗΠΑ, ή να παρακολουθούν μοίρες αεροπλανοφόρων σε μια προσπάθεια της Ρωσίας να δηλώσει ότι παραμένει στο «παιχνίδι». Κατά τη διάρκεια των Νατοϊκών επιθέσεων στο Κόσσοβο αρκετές φορές Ρωσικά Υ/Β έκαναν την εμφάνισή τους κοντά σε σχηματισμούς σκαφών επιφανείας του ΝΑΤΟ, προφανώς σε κίνηση με πολιτικό μήνυμα. Από την άλλη πλευρά Αμερικανικά και Βρετανικά SSN εξακολουθούν να παρακολουθούν στενά τις βάσεις των Ρωσικών Υ/Β, με αποτέλεσμα το επικίνδυνο παιχνίδι να συνεχίζεται.

 

Επικίνδυνες σχέσεις

Η κεντρική ιδέα του "παιχνιδιού" είναι ένα Υ/Β να κατορθώσει να εντοπίσει ένα άλλο και να συνεχίσει να το παρακολουθεί χωρίς να γίνει αντιληπτό. Αυτή ήταν μια κατάσταση που μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 80 ήταν σχεδόν αποκλειστικό πλεονέκτημα των Αμερικανικών Υ/Β. Αυτό οφειλόταν τόσο στη θορυβώδη λειτουργία των Σοβιετικών, όσο και στις πιο εξελιγμένες τεχνικές των Αμερικανών στη επεξεργασία και ανάλυση των ηχητικών σημάτων.

Μια χαρακτηριστική περίπτωση είναι εκείνη του SSN-661 Lapon (της κλάσης Sturgeon) το οποίο το 1969 στο Β. Ατλαντικό, αξιοποιώντας τις δυνατότητες ανάλυσης και επεξεργασίας σημάτων που είχαν για πρώτη φορά χρησιμοποιηθεί στα Υ/Β της κλάσης του, κατόρθωσε να παραμείνει πίσω από ένα Σοβιετικό Υ/Β για 40 ημέρες, χωρίς να γίνει αντιληπτό. Οι χειριστές sonar του Lapon είχαν εξοικειωθεί με τους ήχους και τις καθημερινές λειτουργίες του Σοβιετικού Υ/Β ώστε είχαν φτάσει στο σημείο να έχουν δώσει παρατσούκλια στα μέλη του πληρώματος.

Η εικόνα 2 σκαφών εκτοπίσματος μερικών χιλιάδων τόνων, και μήκους κοντά ή πάνω από τα 100m, να κινούνται κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, σε απόσταση αρκετά συχνά μικρότερη των 5.000m, χωρίς οπτική επαφή και με τη βοήθεια μόνο των μέσων παθητικού ηχοεντοπισμού, και χωρίς το προπορευόμενο σκάφος να γνωρίζει της ύπαρξη του άλλου, το είναι μια από τις πιο αφύσικες καταστάσεις που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί. Δεν ήταν λίγες οι φορές που τέτοιες στενές επαφές είχαν τραγικά αποτελέσματα.

Τον Ιούνιο του 1970 το SSN-639 Tautog παρακολουθούσε το Κ-108, ένα Echo II SSGN στο Β. Ειρηνικό. Σε κάποια ο κυβερνήτης του Σοβιετικού Υ/Β εκτέλεσε μια απότομη αναστροφή σε μια προσπάθεια να διαπιστώσει εάν παρακολουθούνταν (με τον τρόπο αυτό σάρωνε με το sonar της πλώρης την όπισθέν του περιοχή). Έτσι τα 2 Υ/Β βρέθηκαν να κατευθύνονται το ένα κατά του άλλου. Οι προπέλες του Σοβιετικού Υ/Β κτύπησαν το ιστίο (πύργο) του Tautog. Για πολλά χρόνια είχε επικρατήσει η εκτίμηση ότι το Κ-108 είχε βυθιστεί, όμως όπως αποκαλύφθηκε στη δεκαετία του 90 κατόρθωσε και αυτό να επιστρέψει στη βάση του.

Το USS Tautog SSN-639
 

Δεν είναι λίγες φορές που παρόμοιες καταστάσεις οδήγησαν επαναλήθφθηκαν, ακόμη και μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου. Οι αποστολές αυτές ήταν από τις πιο επικίνδυνες σε περιόδους ειρήνης. Οι λόγοι για τους οποίους συνέχισαν και συνεχίζουν να εκτελούνται είναι πολλοί. Κατ΄ αρχήν ο εντοπισμός και η παρακολούθηση ενός SSBN στην περιοχή της περιπολίας του αποτελεί τη μοναδική περίπτωση να αποτραπεί η εκτόξευση. Σε αρκετές περιόδους μεγάλης έντασης στη διάρκεια του ψυχρού πολέμου, οι κυβερνήτες των Αμερικανικών SSN είχαν εξουσιοδότηση να καταστρέψουν το Σοβιετικό SSBN το οποίο παρακολουθούσαν, εάν γινόταν αντιληπτό το άνοιγμα των καταπακτών εκτόξευσης των βαλλιστικών πυραύλων. Μέσω της παρακολούθησης αυτής συλλέγονται μια σειρά από πολύτιμα στοιχεία που αφορούν τα τεχνικά χαρακτηριστικά και τις δυνατότητες των εχθρικών Υ/Β, καθώς επίσης και τις επιχειρησιακές τους πρακτικές.

Σε μια ακραία εκδήλωση του «παιχνιδιού», δεν ήταν λίγες οι φορές που Αμερικανικά, αλλά και Σοβιετικά Υ/Β (μετά τη δεκαετία του 80), κατόρθωσαν να περάσουν κάτω από τον αντίπαλό τους σε αποστάσεις μικρότερες από 200m και να τραβήξουν φωτογραφίες των εχθρικών σκαφών. Τέλος οι επιχειρήσεις αυτές είναι η καλύτερη μορφή εκπαίδευσης για τα πληρώματα των Υ/Β, καθώς δε διαφέρουν σε τίποτε από πραγματικές συνθήκες εμπλοκής. Η εκτόξευση μιας τορπίλης για την καταστροφή του υπό παρακολούθηση στόχου είναι καθαρά διαδικαστική υπόθεση. Φυσικά τεράστια είναι και η ψυχολογική επίδραση τόσο από την πλευρά της πίεσης όσο και από εκείνη της δημιουργίας αισθήματος υπεροχής.

Παρά την αλλαγή του διεθνούς σκηνικού και τη μείωση των εντάσεων ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Ρωσσία,  εξακολουθεί να υπάρχει η αμοιβαία δυσπιστία η οποία πολύ συχνά μπορεί να οδηγήσει σε επικίνδυνες καταστάσεις. Στις 3 Δεκεμβρίου του 1997 ένα SSBN της κλάσης Typhoon (Π941) ευρισκόμενο σε κατάδυση στη Θάλασσα του Barents, προχώρησε στην εκτόξευση, και καταστροφή σε υψόμετρο 2Km, βαλλιστικών πυραύλων SS-N-20. Η διαδικασία έλαβε χώρα στα πλαίσια της συνθήκης START I για τον περιορισμό των στρατηγικών πυρηνικών όπλων και παρακολουθούνταν από Αμερικανική επιτροπή επαλήθευσης η οποία βρισκόταν σε παραπλέον ωκεανογραφικό σκάφος. Ανθυποβρυχιακές δυνάμεις στην περιοχή εντόπισαν την παρουσία ενός Αμερικανικού Υ/Β της κλάσης Los Angeles το οποίο είχε πλησιάσει το Typhoon σε απόσταση μικρότερη των 2 μιλίων. Παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες επικοινωνίας το Αμερικανικό Υ/Β δεν ανταποκρίθηκε, ούτε και απομακρύνθηκε, παρά μόνο αφού εκτοξεύθηκαν εναντίον του βόμβες βυθού με γόμωση ασκήσεων.

Σοβιετικό Typhoon εκτοξεύει πύραυλο SS-N-20 έχοντας αναδυθεί μέσα σε πάγους
 

Οι περιπτώσεις επιθέσεων κατά πλοίων επιφανείας που έχουν καταγραφεί μετά το 2ο ΠΠ είναι μόλις 2. Η πρώτη το 1971 όταν το Πακιστανικό SSK Χανγκόρ βύθισε την Ινδική φρεγάτα Κούρκι. Η δεύτερη και πιο γνωστή, στις 2 Μαίου 1982, κατά τη διάρκεια του πολέμου των Falklands, όταν το βρετανικό SSN Conqueror βύθισε το καταδρομικό «Στρατηγός Μπελγκράνο» μαζί με περισσότερα από 400 μέλη πληρώματος. Η συγκεκριμένη αποστολή είχε ιδιαίτερη σημασία καθώς ουσιαστικά ανάγκασε το σύνολο του ναυτικού της Αργεντινής να επιστρέψει στα λιμάνια του αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο για το Βασιλικό Ναυτικό.

Στη δεκαετία του 90 αναδείχθηκε και μια ακόμα επιχειρησιακή πλευρά των Υ/Β. Το 1991, κατά τη διάρκεια του πολέμου του Κόλπου, το SSN-724 Louisville από την Ερυθρά Θάλασσα και το SSN-720 Pittsburgh από τη Μεσόγειο, εξαπέλυσαν 12 πυραύλους κατά στόχων στο Ιράκ. Τα Αμερικανικά SSN της κλάσης Los Angeles φέρουν 12 κατακόρυφους εκτοξευτές πυραύλων cruise BGM-109 Tomahawk κατά εδάφους (TLAM) ή σκαφών επιφανείας (SLAM). Ήταν η πρώτη φορά που το Υ/Β χρησιμοποιούταν για το βομβαρδισμό επίγειων στόχων και μάλιστα σε μεγάλες αποστάσεις.

 

 

Συλλογή πληροφοριών

Μια άλλη σημαντική αποστολή των Υ/Β είναι η συλλογή πληροφοριών. Πολλές είναι οι περιπτώσεις που Υ/Β της μιας ή της άλλης πλευράς βρέθηκαν στο μέσο ασκήσεων του αντιπάλου με κύριο στόχο να καταγράψουν και να αναγνωρίσουν τις επιχειρησιακές τακτικές και τις δυνατότητες των οπλικών συστημάτων. Επίσης, ακολουθώντας την πρακτική των 2 Παγκοσμίων Πολέμων, αρκετά συχνά Υ/Β παρακολουθούσαν τις εξόδους σημαντικών ναυτικών βάσεων του εχθρού, ώστε να συγκεντρώνουν πληροφορίες για τις κινήσεις των εχθρικών πλοίων.

Το Αύγουστο του 1957, το ντηζελοκίνητο USS Gudgeon, περιπολούσε κοντά στην έξοδο της μεγαλύτερης Σοβιετικής Ναυτικής βάσης στον Ειρηνικό, στο Владивосток (Βλαδιβοστόκ). Παρακολουθούσε τις κινήσεις των Σοβιετικών πλοίων μέσω του περισκοπίου του και συγκέντρωνε πληροφορίες μέσω παρακολούθησης των ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Κάποια στιγμή η παρουσία του έγινε αντιληπτή από τους Σοβιετικούς και περίπου 8 σκάφη ανθυποβρυχιακού πολέμου βγήκαν σε καταδίωξή του. Το Gudgeon καταδύθηκε κάτω από τα 200m και προσπάθησε να κρυφτεί. Τα Σοβιετικά σκάφη χρησιμοποιώντας ενεργά sonar εντόπισαν το Gudgeon και άρχισαν να ρίχνουν μικρές βόμβες βυθού (εκπαιδευτικού τύπου) με προφανή σκοπό, όχι να το καταστρέψουν, αλλά να το αναγκάσουν να αναδυθεί. Το Gudgeon δεν μπορούσε να επικοινωνήσει με φίλιες δυνάμεις, καθώς δεν μπορούσε να αναδυθεί σε βάθος επικοινωνίας. Όσες φορές προσπάθησε να μετακινηθεί για να διαφύγει τα Σοβιετικά σκάφη κατόρθωναν να το εντοπίζουν. Οι μπαταρίες του άρχισαν να αδειάζουν με αποτέλεσμα μετά από 30 ώρες πολιορκίας να μην έχει πια ρεύμα και ο αέρας στο εσωτερικό να έχει γίνει ανυπόφορος. Ο κυβερνήτης του πήρε την απόφαση να διακινδυνέψει ανάδυση και πιθανώς εμπλοκή, μια και δεν είχε πια άλλη επιλογή. Μετά την ανάδυσή του και την ανταλλαγή οπτικών μηνυμάτων με τα Σοβιετικά σκάφη του επετράπη να αναχωρήσει.

Το γεγονός αυτό θεωρήθηκε ήττα σε ψυχολογικό κυρίως επίπεδο, του Αμερικανικού Ναυτικού και λίγο αργότερα ο Ναύαρχος Wright, διοικητής του στόλου του Ατλαντικού, τοιχοκόλλησε και κυκλοφόρησε ανακοίνωση σύμφωνα με την οποία το έπαθλο για το πρώτο Αμερικανικό Υ/Β ή ανθυποβρυχιακό πλοίο, ή αεροσκάφος ναυτικής συνεργασίας, που θα κατόρθωνε να «ντροπιάσει» ένα Σοβιετικό Υ/Β θα κέρδιζε μια κούτα «Jack Daniels Old No7 Brand of Quality Tennessee Sour Mash Corn Whiskey». Το «έπαθλο» κέρδισε το USS Grenadier το Μαίο του 1959 όταν κατόρθωσε να εντοπίσει και να παρακολουθήσει ένα Σοβιετικό Υ/Β, έξω από τις ακτές της Ισλανδίας, μέχρι που εκείνο αναγκάστηκε να αναδυθεί.

Το 1963 το SSN-579 Swordfish έγινε αντιληπτό ενώ βρισκόταν στο μέσο μιας Σοβιετικής άσκησης. Παρότι κυνηγήθηκε για 2 ημέρες κατάφερε να διαφύγει γιατί αντίθετα με το Gudgeon ήταν πυρηνοκίνητο και δε χρειαζόταν να αναδυθεί ενώ μπορούσε να κινηθεί και με ταχύτητες ανάλογες των πλοίων που το κυνηγούσαν. Κατά τη διάρκεια αυτής της επιχείρησης το Swordfish συγκέντρωσε πολύτιμες πληροφορίες σχετικά με τις ανθυποβρυχιακές τακτικές του Σοβιετικού Ναυτικού, τις συχνότητες και τους ρυθμούς επανάληψης των Σοβιετικών radar επιφανείας.

Αρκετές από τις αποστολές συλλογής πληροφοριών πλησίαζαν σε μεγάλο βαθμό σενάρια ταινιών. Το SSN-683 Parche, αλλά και τα ειδικά μετασκευασμένα SSN-575 Seawolf και SSN-587 Halibut χρησιμοποιήθηκαν σε ειδικές αποστολές. Η χαρακτηριστικότερη ίσως από αυτές,  με το κωδικό όνομα Ivy Bells αφορούσε την παγίδευση ενός Σοβιετικού υποθαλάσσιου καλωδίου επικοινωνιών στη θάλασσα του Οxoтск (Οχότσκ) που χωρίζει τη χερσόνησο της Камчатка (Καμτσάτκα) από την ηπειρωτική Σιβηρία. Μετά την αρχική τοποθέτηση της συσκευής υποκλοπής και καταγραφής ακολούθησαν συχνές αποστολές κατά τις οποίες ένα Υ/Β παρέμενε στην περιοχή καταγράφοντας τις υποκλοπές για περίπου 30 ημέρες και στη συνέχεια αναχωρούσε αφήνοντας πίσω μια συσκευή καταγραφής την οποία θα συνέλεγε το επόμενο Υ/Β που θα ερχόταν μετά από λίγους μήνες. Η επιχείρηση αυτή που πιστεύεται ότι άρχισε στο 2ο μισό της δεκαετίας του 70 τερματίστηκε το 1981, όταν αποκαλύφθηκε στους Σοβιετικούς από ένα κατάσκοπο.

Την αντίστοιχη δική τους επιχείρηση προσπάθησαν να ξεκινήσουν οι Σοβιετικοί το 1985. Αμερικανικοί δορυφόροι εντόπισαν  ένα Σοβιετικό Υ/Β σε αβαθή νερά του Ατλαντικού. Αμέσως ένα αμερικανικό SSN στάλθηκε επιτόπου. Μια ομάδα δυτών προσπαθούσε να εντοπίσει ένα υποθαλάσσιο καλώδιο για να τοποθετήσει μηχανισμό υποκλοπών. Η επιχείρηση φέρεται ότι απέτυχε εξαιτίας ενός ατυχήματος που κόστισε τη ζωή σε τουλάχιστο 2 δύτες.

Η πιο συζητημένη, αν και για πολλά χρόνια άκρως απόρρητη, επιχείρηση, στις αρχές της δεκαετίας του 70. Το δίκτυο υδροφώνων του SOSUS κατάγραψε στις 8 Μαρτίου του 1968 τους ήχους ενός σοβιετικού Υ/Β το οποίο βυθίστηκε από κάποιου είδους έκρηξη. Το SSN-587 Halibut το οποίο στάλθηκε να ερευνήσει το συμβάν κατόρθωσε να εντοπίσει το ναυάγιο σε βάθος περίπου 5.000m. Το Υ/Β το οποίο είχε βυθιστεί ήταν το Κ-129, ένα ντηζελοκίνητο Υ/Β βαλλιστικών πυραύλων της κλάσης Golf. Αμέσως μετά τον εντοπισμό του ναυαγίου γεννήθηκε η ιδέα της ανέλκυσής του. Για το σκοπό αυτό κατασκευάστηκε το Glomar Explorer ένα πλοίο το οποίο επίσημα ανήκε στη Global Marine του μεγιστάνα Howard Hughes και είχε ως αποστολή τη διεξαγωγή εξορυκτικών εργασιών σε μεγάλα βάθη.

Το Glomar Explorer το 1973 και το 1996
 

Το τεράστιο πλοίο, μήκους 206m και εκτοπίσματος 50.500tn εισήλθε στην υπηρεσία το 1973 και αμέσως οδηγήθηκε στο χώρο του ναυαγίου του Κ-129. O Hughes, ο οποίος φέρεται να είχε συνεργαστεί με τη CIA και σε άλλες περιπτώσεις, κάλυψε την επιχείρηση ως επιχειρηματική δραστηριότητα της εταιρείας του. Το 1976 το πλοίο παραδόθηκε επίσημα στο Αμερικανικό Ναυτικό ενώ to 1996 ανακοινώθηκε ότι νοικιάστηκε στη Global Marine για ένα διάστημα 30 ετών. Σήμερα χρησιμοποιείται για εξορυκτικές εργασίες στον κόλπο του Μεξικού.

Η επιχείρηση με το κωδικό όνομα Jennifer κατέληξε, σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή, στην ανέλκυση μέρους του Κ-129 το 1974. Στο τμήμα που ανελκύστηκε βρισκόντουσαν 2 τορπίλες με πυρηνικές κεφαλές, βιβλία με κωδικούς και οι σωροί 8 ναυτικών οι οποίοι κηδεύτηκαν στη θάλασσα από το Glomar Explorer. Την άνοιξη του 1975 ο Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Kissinger ενημέρωσε τον πρέσβη της Σοβιετικής Ένωσης Ντομπρύνιν για την επιχείρηση και την αναγνώριση των σωρών των ναυτικών που ανασύρθηκαν. Μέχρι σήμερα εξακολουθεί να παραμένει άγνωστο εάν το Κ-129 βυθίστηκε εξαιτίας σύγκρουσης με Αμερικανικό Υ/Β, κάτι που ίσως είναι αρκετά πιθανό λόγω του ότι στις 17 Μαρτίου του 1968 το SSN-579 Swordfish κατέπλευσε στη Γιοκοσούκα της Ιαπωνίας με εμφανείς ζημιές.

Είναι λοιπόν προφανές ότι το Υ/Β και ιδιαίτερα το πυρηνοκίνητο Υ/Β υπήρξε το κατ΄ εξοχήν όπλο του ψυχρού πολέμου, τόσο σε ψυχολογικό, όσο και σε επιχειρησιακό επίπεδο. Μόλις σήμερα, με τον αποχαρακτηρισμό των αρχείων αρχίζουν να γίνονται γνωστές πολλές πτυχές της ιστορίας. Όμως ακόμα και σήμερα οι άνθρωποι που συμμετείχαν στις πιο μυστικές των αποστολών εξακολουθούν να δεσμεύονται από  διατάξεις που τους απαγορεύουν να μιλήσουν για τις αποστολές αυτές για 80 χρόνια. Οι περισσότεροι από αυτούς έχουν τιμηθεί με «μαύρες» διακρίσεις, δηλαδή διακρίσεις που ενώ αναφέρονται στα φύλλα υπηρεσίας τους δεν επιτρέπεται να φέρονται στις στολές. Υπάρχουν όμως και πολλοί που «παραμένουν ακόμα σε περιπολία – still on patrol», πρόκειται για τα θύματα αυτού του σκληρού άγνωστου πολέμου.

 

Δείτε τη συνέχεια της έρευνας του e-telescope.gr: Ατυχήματα πυρηνικών υποβρυχίων


Δείτε τη σειρά άρθρων-έρευνα του e-telescope.gr για τα Πυρηνικά Υποβρύχια

Ο πόλεμος της σιωπής

Οι βασικές αρχές στην εξέλιξη των υποβρυχίων  
Το αληθινό υποβρύχιο 
Τα πυρηνικά υποβρύχια στον Ψυχρό Πόλεμο 
Ατυχήματα πυρηνικών υποβρυχίων 
Πυρηνοκίνητα σκάφη & περιβάλλον

 

Ο Κωστής Δελήμπασης γεννήθηκε το 1971 στη Λάρισα. Είναι απόφοιτος του τμήματος Χημικών Μηχανικών της Πολυτεχνικής Σχολής του Α.Π.Θ. και ασκεί το επάγγελμα του Χημικού Μηχανικού από το 1996, με κύρια αντικείμενα περιβαλλοντικά έργα και μελέτες, διαχείριση βιομηχανικής επικινδυνότητας και εκτάκτων καταστάσεων και project management επενδυτικών σχεδίων και τεχνικών έργων.

Από το καλοκαίρι του 2001 εκδίδει το ηλεκτρονικό περιοδικό e-telescope.gr. Άρθρα του έχουν αναδημοσιευτεί σε πολλά ελληνικά και ξένα έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα.  

Περισσότερα άρθρα και επικοινωνία