Το κεφάλαιο των πυρηνοκίνητων υποβρυχίων και γενικά της χρήσης της πυρηνικής ενέργειας στη ναυπηγική, ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 1955 με την εμφάνιση του USS Nautilus SSN-571.
Το Αμερικανικό Ναυτικό είχε αρχίσει να πειραματίζεται στο πεδίο της κατασκευής, των επιχειρησιακών πρακτικών, αλλά και της στρατηγικής αξίας των υποβρυχίων αμέσως μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αλλά και το Σοβιετικό Ναυτικό, έχοντας παρακολουθήσει την αποτελεσματικότητα των Γερμανικών υποβρυχίων κατά τον πόλεμο, αντιλαμβανόταν πώς το υποβρύχιο μπορούσε να αποτελεί ένα πολλαπλασιαστικό παράγοντα ναυτικής ισχύος.
Η χρήση της πυρηνικής ενέργειας, σε συνδυασμό με την αλλαγή του σχήματος ώστε να να βελτιωθούν τα υδροδυναμικά χαρακτηριστικά, θα επέτρεπε πλέον στα υποβρύχια (Υ/Β) να παραμένουν σε κατάδυση για απεριόριστα χρονικά διαστήματα χωρίς την ανάγκη χρήσης πετρελαιοκινητήρων και φόρτισης των μπαταριών, και να κινούνται με πολύ μεγαλύτερες ταχύτητες.
Οι πρώτες εκτιμήσεις των επιχειρησιακών δυνατοτήτων του USS Nautilus ανέφεραν ότι:
«ήταν αδύνατο να εντοπισθεί από ραντάρ καθώς δεν χρειαζόταν να αναδύεται ή να χρησιμοποιεί snorkel, ήταν τόσο γρήγορο ώστε το ενεργό sonar δεν μπορούσε να εστιάσει πάνω του, ενώ η ταχύτητα και η ευελιξία του επέτρεπαν να αποφεύγει με ευκολία επιθέσεις εναντίον του με τορπίλες».
Από την άλλη πλευρά όμως ήταν θορυβώδες, καθώς οι αντλίες κυκλοφορίας του νερού ψύξης του αντιδραστήρα έδιναν σημαντικό θόρυβο στις χαμηλές συχνότητες, όπως επίσης και οι μειωτήρες στροφών του άξονα που μετέδιδε την κίνηση από τον ατμοστρόβιλο στις προπέλες.
Σε αυτή τη νέα εποχή το βάρος της ανθυποβρυχιακής προσπάθειας στρεφόταν στις μεθόδους παθητικού ηχοεντοπισμού, ενώ βασική παράμετρος στην εξέλιξη των Υ/Β ήταν η μείωση του παραγόμενου θορύβου. Αυτός ο φαύλος κύκλος έμελλε να είναι η κεντρική ιδέα των εξελίξεων μέχρι σήμερα.
Το πρώτο Σοβιετικό πυρηνικό υποβρύχιο που εισήλθε σε υπηρεσία ήταν το Κ-3 Ленинский Комсомол (Λενίνσκι Κομσομόλ), το 1958, εγκαινιάζοντας την κλάση P627A, November SSN κατά το ΝΑΤΟ (οι επίσημες Σοβιετικές ονομασίες για τα υποβρύχια και τις κλάσεις τους ήταν τις περισσότερες φορές άγνωστες και το ΝΑΤΟ χρησιμοποιούσε για κάθε κλάση μια ονομασία από το φωνητικό αλφάβητο).
Στις τεχνολογικές εξελίξεις που ακολούθησαν σημαντικό ρόλο έπαιξαν και τα επιχειρησιακά δόγματα που ανέπτυξαν το Αμερικανικό και το Σοβιετικό Ναυτικό. Αναπτύχθηκαν τρεις τύποι πυρηνικών Υ/Β, ανάλογα με την αποστολή για την οποία προορίζονταν. Τα επιθετικά Υ/Β (SSN) με αποστολή τον εντοπισμό και καταστροφή άλλων Υ/Β, τα στρατηγικά Υ/Β (SSBN) ως πλατφόρμες εκτόξευσης στρατηγικών πυρηνικών όπλων (βαλλιστικών πυραύλων), και τα Υ/Β κατευθυνομένων πυραύλων κατά σκαφών επιφανείας (SSGN). Τα SSGN αναπτύχθηκαν κυρίως από τη Σοβιετική Ένωση ώς αντίδοτο στην υπεροχή του Αμερικανικού Ναυτικού σε σκάφη επιφανείας. Το Σοβιετικό Ναυτικό απέκτησε το πρώτο μεγάλο σκάφος επιφανείας στις αρχές της δεκαετίας του 1980 ( καταδρομικό κατευθυνόμενων πυραύλων Κίροβ) και το πρώτο και μοναδικό πραγματικό αεροπλανοφόρο μόνο στα τέλη της δεκαετίας του 1980.
Τα πρώτα χρόνια
Το Σεπτέμβριο του 1955 ο τότε επικεφαλής της Διοίκησης Επιχειρήσεων του Αμερικανικού Ναυτικού, ναύαρχος Arleigh Burke ανακοίνωσε επίσημα ότι στο εξής όλα τα αμερικανικά Y/B θα ήταν πυρηνοκίνητα. Λίγους μήνες αργότερα εμφανίστηκε το SSN 575 Seawolf, το οποίο χρησιμοποιήθηκε κυρίως ως πλατφόρμα δοκιμών ενός αντιδραστήρα υγρού μετάλλου ο οποίος εκείνη την εποχή υποσχόταν πολύ καλές επιδόσεις σε μικρό μέγεθος. Οι δοκιμές του Seawolf και τα πολλά προβλήματα στη λειτουργία του αντιδραστήρα του οδήγησαν στην πλήρη υιοθέτηση των αντιδραστήρων νερού υπό πίεση και την εγκατάλειψη των σκέψεων για αντιδραστήρες υγρού μετάλλου.
Το 1957 ενεργοποιήθηκε το 1ο από τα 4 Υ/Β της κλάσης Skate η οποία πέρασε μάλλον απαρατήρητη καθώς ήταν απλά ένα μεταβατικό στάδιο. Το 1959 εισήλθε στην υπηρεσία το 1ο από τα 6 Skipjacks τα οποία ήταν τα πρώτα στα οποία χρησιμοποιήθηκε το νέο υδροδυναμικό σχήμα της «σταγόνας».
Τη διετία 1959-60 κατασκευάσθηκαν άλλα 3 Υ/Β τα οποία σε μεγάλο βαθμό έπαιξαν το ρόλο πλατφόρμων εξέλιξης. Επρόκειτο για τα Triton, Halibut και Tullibee. Αξίζει να μείνει κανείς στο Tullibee, το οποίο κατασκευάσθηκε με αντιδραστήρα που απέδιδε στον άξονα μόλις 2.500 SHP εν συγκρίσει με τα 15.000 SHP των Skipjacks, και με τη χρήση ηλεκτρικής πρόωσης με στόχο τη μείωση του θορύβου που προκαλούσαν οι μειωτήρες στροφών στο άξονα των προηγούμενων SSN. Αυτό όμως είχε ως αποτέλεσμα και μια ταχύτητα μόλις στους 20 κόμβους. Μετά το Tullibee ελήφθη η απόφαση να εγκαταλειφθεί η προσπάθεια δημιουργίας διαφόρων τύπων SSN εξειδικευμένων σε συγκεκριμένες αποστολές και να εξελιχθεί ένας τύπος πολλαπλών αποστολών. Αποτέλεσμα αυτής της απόφασης, αλλά και της συσσωρευμένης εμπειρίας ήταν η κλάση που εγκαινιάστηκε το 1961 με το USS Thresser SSN 593 το οποίο ακολούθησαν άλλα 13 σκάφη.
Ουσιαστικά όλες οι μετέπειτα κλάσεις αμερικανικών Υ/Β έχουν ως βάση την κλάση Thresser, τα Υ/Β της οποίας ήταν και τα πρώτα που είχαν ως κύρια αποστολή την καταστροφή εχθρικών Υ/Β. Ήδη το Αμερικανικό Ναυτικό είχε αντιληφθεί ότι το κλειδί στον πόλεμο των Υ/Β θα ήταν ο παθητικός ηχοεντοπισμός. Ενώ οι προηγούμενες κλάσεις και κυρίως το Tullibee προσπαθούσαν να μειώσουν το θόρυβο αφαιρώντας παράγοντες που τον δημιουργούσαν, στα Thresser έγινε προσπάθεια να περιοριστεί ο θόρυβος στο κέλυφος του Υ/Β.
Πέρα όμως από τη χρήση του Υ/Β ως κυνηγού άλλων Υ/Β, είχε ήδη αναγνωρισθεί η αξία του ως στρατηγικού όπλου. Το 1947 το Αμερικανικό Ναυτικό είχε πειραματισθεί με επιτυχία στην εκτόξευση ενός γερμανικού V-1 από ένα ντηζελοκίνητο Υ/Β της κλάσης Gato. Στις αρχές της δεκαετίας του 50 είχε ήδη εξελιχθεί ένας πύραυλος εκτοξευόμενος από Υ/Β ενώ την ίδια περίπου περίοδο και η Σοβιετική Ένωση απέκτησε αντίστοιχη δυνατότητα.
Το 1957, αποφασίσθηκε η μετατροπή 2 εκ των προγραμματισθέντων Skipjacks σε Υ/Β με δυνατότητα εκτόξευσης πυραύλων. Έτσι το 1959 καθελκύστηκε το USS George Washington SSBN-598 (1959-1985) που ήταν το πρώτο πυρηνικό υποβρύχιο βαλλιστικών πυραύλων. Το Washington ήταν το 1ο από μια σειρά 5 SSBNs τα οποία έφεραν 16 πυραύλους Polaris Α1 με ακτίνα περίπου 1.000 ναυτικών μιλίων.
Στη δεκαετία που ακολούθησε καθελκύστηκαν συνολικά 36 SSBN των κλάσεων Ethan Allen (5), Lafayette (19) και Benjamin Franklin (12), αποτελώντας μαζί με τα George Washington τα λεγόμενα «41 για την ελευθερία» (41 for freedom). Τα Υ/Β αυτά απετέλεσαν το σύνολο των Αμερικανικών SSBN μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 80 οπότε και εμφανίστηκαν τα Ohio.
Η πρώτη γενιά Σοβιετικών πυρηνικών Υ/Β αποτελούταν από 4 κλάσεις: P627A (November SSN), P658 (Hotel SSBN), P659 (Echo Ι SSGN) και P675 (Echo II SSGN). Ήδη φάνηκε μια πρώτη σημαντική διαφορά στις σχεδιαστικές παραμέτρους των δύο υπερδυνάμεων. Επρόκειτο για την ανάπτυξη εκ μέρους των Σοβιετικών των SSGNs τα οποία αποτελούσαν σκάφη με κύριο στόχο την καταστροφή των Αμερικανικών αεροπλανοφόρων με τη χρήση κατευθυνόμενων πυραύλων cruise. Τα Echo αποτελούσαν στην ουσία την πυρηνοκίνητη έκδοση των συμβατικής πρόωσης P651 (Juliet SSG) και έφεραν αρχικά 6 πυραύλους SS-N-3 με ακτίνα δράσης 400 μίλια (μετά το 1962 αντικαταστάθηκαν από 8 SS-N-12).
Για την εκτόξευση των πυραύλων τους τα Echo έπρεπε να αναδυθούν και είτε να θέσουν σε λειτουργία το ραντάρ καθοδήγησης των πυραύλων (μέσου ύψους) είτε να παραδώσουν την καθοδήγηση τους σε αεροσκάφη ναυτικής συνεργασίας. Στη φάση της ανάδυσής του το Υ/Β ήταν ιδιαίτερα ευάλωτο σε προσβολή από αεροσκάφη και πλοία επιφανείας. Από το 1958 έως το 1968 αναπτύχθηκαν συνολικά 13 November, 8 Hotel και 34 Echo I και II. Συγκριτικά με τα Αμερικανικά Υ/Β της ίδιας περιόδου τα HEN (από τα πρώτα γράμματα των ονομάτων των τριών κλάσεων) ήταν περίπου ισοδύναμα του Ναυτίλου και των Skates σε ότι αφορά την παραγωγή θορύβου και ιδιαίτερα ευάλωτα σε μεθόδους παθητικού ηχοεντοπισμού, ενώ, σε αντίθεση με τα Αμερικανικά, είχαν όλα 2 αντιδραστήρες και 2 προπέλες.
Πυρηνικά υποβρύχια 2ης γενιάς
Η περίοδος από το 1965 έως τα μέσα της δεκαετίας του 70 χαρακτηρίστηκε από μια προφανή διαφορά στη σχεδιαστική φιλοσοφία ανάμεσα στις δύο υπερδυνάμεις. Ο κεντρικός άξονας κατεύθυνσης του Αμερικανικού Ναυτικού ήταν σαφέστατα η αναζήτηση μεθόδων περιορισμού της εκπομπής θορύβων από τις λειτουργίες του Υ/Β και η εξέλιξη των μεθόδων παθητικού ηχοεντοπισμού. Από την άλλη πλευρά το Σοβιετικό Ναυτικό προσπαθούσε να εξελίξει τα Υ/Β του στη λογική της αντιμετώπισης των τακτικών και στρατηγικών απειλών που αντιμετώπιζε. Ουσιαστικά η διαφορά ανάμεσα στις δύο φιλοσοφίες ήταν ότι οι Αμερικανοί ανέπτυσσαν αυτόνομα τα πυρηνικά Υ/Β και δημιουργούσαν ένα εντελώς νέο επιχειρησιακό περιβάλλον, ενώ οι Σοβιετικοί προσπαθούσαν να προσαρμόσουν τα πυρηνικά Υ/Β στο υπάρχον πλαίσιο ναυτικών επιχειρήσεων.
Η κατάσταση αυτή οδήγησε αρκετές φορές το Σοβιετικό Ναυτικό στην εξέλιξη κάποιων πραγματικά εντυπωσιακών υποβρυχίων (ZhTS, Papa, Alfa) ή και σε σημαντικά τακτικά βήματα (πρώτη εκτόξευση πυραύλου cruise εν καταδύσει). Κάθε τέτοια εξέλιξη προκαλούσε αρχικά πανικό στο Αμερικανικό Ναυτικό το οποίο αναζητούσε άμεσα την απάντηση. Το παιχνίδι αυτό κρίθηκε υπέρ των Αμερικανών για δύο βασικούς λόγους: οι εξελίξεις των Σοβιετικών ήταν συχνά τεχνολογικά ασταθείς και μεσοπρόθεσμα προβληματικές και οι απαντήσεις των Αμερικανών ήταν σε επίπεδο αναδιαμόρφωσης των ανθυποβρυχιακών τακτικών τους και όχι σε αυτό της παρέκκλισης από το βασικό άξονα: περιορισμός θορύβου, παθητικός ηχοεντοπισμός.
Το πρώτο Αμερικανικό Υ/Β δεύτερης γενιάς ήταν το USS Sturgeon SSN 637 (1967-1994). Αρχικά το Sturgeon είχε σχεδιαστεί ως συνέχεια της κλάσης Thresser, όμως εξελίχθηκε σε νέα κλάση. Στα Υ/Β της κλάσης τοποθετήθηκαν συστήματα ανάλυσης συχνοτήτων και απομόνωσης των μηχανικών θορύβων, αξιοποιώντας τις τεχνικές επεξεργασίας σήματος LOFAR (Low Frequency Analysis and Ranging). Παράλληλα στα Υ/Β της κλάσης ξεκίνησαν οι δοκιμές της χρήσης ρυμουλκούμενων sonar. Αυτά τα δύο στοιχεία ήταν και εκείνα που επέτρεψαν για πρώτη φορά τη δημιουργία βιβλιοθηκών με τις ηχητικές υπογραφές των Σοβιετικών Υ/Β. Κάθε κλάση και ακόμα και κάθε σκάφος είχαν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τα οποία μέσω του LOFAR μπορούσαν πια να αναλυθούν και να καταγραφούν. Έτσι ήταν δυνατή η ταυτοποίηση των Σοβιετικών Υ/Β σε επίπεδο σκάφους.
Μια άλλη δυνατότητα την οποία προσέφεραν για πρώτη φορά τα εξελιγμένα συστήματα παθητικού ηχοεντοπισμού σε συνδυασμό με το σφαιρικό sonar της πλώρης που εξασφάλιζε ευρύτερη κάλυψη χώρου, ήταν η δυνατότητα παρακολούθηση ενός Σοβιετικού Υ/Β από μικρή απόσταση, καθώς τα στοιχεία από την επεξεργασία των ηχητικών σημάτων ήταν αρκετά πιο αξιόπιστα σε ότι αφορά την απόσταση από το εντοπισμένο Υ/Β. Έτσι αναπτύχθηκε η τακτική της προσέγγισης του εχθρικού Υ/Β από τα νώτα σε μικρές αποστάσεις, και η παρακολούθηση εκ του σύνεγγυς. Από το 1967 έως το 1975 αναπτύχθηκαν 37 Υ/Β της κλάσης Sturgeon, τα τελευταία από τα οποία παροπλίστηκαν το 2004.
Τη ίδια περίοδο αναπτύχθηκαν και 2 ακόμα SSN τα οποία λειτούργησαν ως πιλοτικές πλατφόρμες δοκιμής νέων συστημάτων. Επρόκειτο για τα USS Narwall SSN-671 (1969-1999), και USS Lipscomb SSN-685(1974-1990). Το Narwall χρησιμοποιήθηκε για τη δοκιμή ενός συστήματος ροής του νερού ψύξης με φυσική συναγωγή, χωρίς δηλαδή αντλίες οι οποίες ήταν πάντα ένας από τους σημαντικούς παράγοντες θορύβου. Το Lipscomb ήταν όμοιο με τα Sturgeon με τη διαφορά ότι χρησιμοποιούσε σύστημα ηλεκτρικής πρόωσης (Turbo Electric Drive System). Παρότι ήταν πολύ πιο αθόρυβο από τα άλλα Υ/Β της εποχής του, h αρκετά χαμηλή ταχύτητα το μεγάλο βάρος και o όγκος του ηλεκτρομηχανολογικού εξοπλισμού, απέκλεισαν τη χρήση TEDS στα Υ/Β που ακολούθησαν.
Τα Σοβιετικά Υ/Β δεύτερης γενιάς διακρίνονται σε αρκετές διαφορετικές κλάσεις. Αρχικά το Σοβιετικό Ναυτικό προσπάθησε να καλύψει την εμφανή υστέρησή του σε ότι αφορά τον αριθμό, αλλά και την ποιότητα των SSBN. Έτσι ξεκίνησε το 1964 την ανάπτυξη της κλάσης P667A (Yankee) τα οποία ήταν ουσιαστικά αντίγραφα των Αμερικανικών George Washington. Αναπτύχθηκαν συνολικά 34 Yankee I και II τα οποία έφεραν μετά το 1972 16 πυραύλους SS-N-6 με ακτίνα δράσης 1.700 nm. Αρκετά από τα Yankee υπέστησαν μετά το 1977 μετατροπές που αφορούσαν κυρίως τη δοκιμή διαφόρων τύπων βαλλιστικών πυραύλων αλλά και την εκτέλεση ειδικών αποστολών. Έτσι αρκετές φορές αναφέρονται και αρκετές υποκατηγορίες της κλάσης.
Το 1972 εμφανίστηκε η πρώτη έκδοση της κλάσης P667B (Delta). Οι πραγματικές διαφοροποιήσεις σε σχέση με τα Yankee ήταν μικρές, άλλωστε για το Σοβιετικό Ναυτικό επρόκειτο απλά για μια παραλλαγή των τελευταίων. Αρχικά έφεραν 12 πυραύλους SS-N-8 με ακτίνα δράσης περίπου 4.200 nm.
Στα επόμενα χρόνια εμφανίστηκαν αρκετές παραλλαγές των Delta. Συνολικά καθελκύστηκαν 18 P667B (Delta) I, 4 P667BD (Delta II), 14 P667BDR (Delta III), ενώ μετά το 1985 αναπτύχθηκαν 7 P667BDRM (Delta IV), 6 εκ των οποίων παραμένουν σε υπηρεσία μέχρι σήμερα. Προφανώς τα Delta IV αν και ως αρχικό σχέδιο ανήκουν στα πυρηνικά Υ/Β 2ης γενιάς ενσωματώνουν αρκετές από τις τεχνολογικές εξελίξεις της 3ης γενιάς.
Αν σε ότι αφορά τα SSBN 2ης γενιάς η προσέγγιση των Σοβιετικών ήταν σχεδιαστικά συμβατική, δε συνέβη το ίδιο με τα SSN και SSGN της ίδιας περιόδου. Αμέσως μετά την κατασκευή του 1ου Σοβιετικού πυρηνικού Υ/Β ξεκίνησε ο σχεδιασμός ενός επιθετικού Υ/Β το οποίο θα χρησιμοποιούσε 2 αντιδραστήρες ψυχόμενους από υγρό μέταλλο. Το αποτέλεσμα ήταν το P645 ZhΜΤ (1963). Το συγκεκριμένο σκάφος αντιμετώπισε πολλά προβλήματα με τους αντιδραστήρες του μέχρι που ένα σημαντικό ατύχημα το 1968 το έθεσε εκτός υπηρεσίας.
Το 1965 παρουσιάστηκαν τα P671 (Victor SSN) με κύρια αποστολή τον εντοπισμό και καταστροφή εχθρικών SSBN. Σε σχέση με τα σύγχρονά τους Sturgeon ήταν αρκετά πιο γρήγορα (+5 knts) αλλά υστερούσαν σημαντικά σε ηχομόνωση. Σημαντικό στοιχείο του εξοπλισμού τους ήταν η ύπαρξη μιας πυρηνικής τορπίλης σε εξωτερικό τορπιλοσωλήνα, ενώ τα Victor ήταν τα πρώτα Σοβιετικά Υ/Β που είχαν μόνο ένα αντιδραστήρα. Συνολικά κατασκευάστηκαν 22 Victor I και II, ενώ το 1978 εμφανίστηκε μια παραλλαγή η οποία χαρακτηρίστηκε ως Victor III. Σε αυτή την παραλλαγή έγινε για πρώτη φορά κάποια σοβαρή προσπάθεια εκ μέρους του Σοβιετικού Ναυτικού σε ότι αφορά την ηχομόνωση ενώ παράλληλα ήταν και τα πρώτα Σοβιετικά Υ/Β που εξοπλίστηκαν με ρυμουλκούμενο sonar. Τα Victor III ήταν ουσιαστικά η πρώτη ένδειξη για την αλλαγή του σχεδιαστικού κέντρου βάρους του Σοβιετικού Ναυτικού προς την κατεύθυνση της ηχομόνωσης και του παθητικού ηχοεντοπισμού, αποτελώντας το συνδετήριο κρίκο με τα Υ/Β τρίτης γενιάς που εμφανίστηκαν στη δεκαετία του 80. 3 από τα Victor III παραμένουν σε υπηρεσία μέχρι και σήμερα.
Το 1969 εμφανίστηκε το πιο γρήγορο, επιχειρησιακά ενεργό, Υ/Β που κατασκευάστηκε ποτέ. Το Κ-162 (P661, ή Papa για το NATO), ήταν ένα SSGN που φιλοδοξούσε να αποτελέσει το αντίδοτο στη Αμερικανική υπεροχή σε σκάφη επιφανείας. Λίγα πράγματα είναι γνωστά σε ότι αφορά τα τεχνικά χαρακτηριστικά του πέραν του ότι ήταν κατασκευασμένο από κράμα τιτανίου, έφερε 10 πυραύλους SS-N-9 και έχει αναφερθεί ότι στη φάση των δοκιμών του έφτασε την απίστευτη ταχύτητα των 44,7 knts εν καταδύσει. Βέβαια το τίμημα γι αυτή την υψηλή ταχύτητα ήταν αφενός τα πολύ υψηλά επίπεδα θορύβου και αφετέρου το πολύ υψηλό κόστος κατασκευής. Το Papa δεν αποτέλεσε κλάση καθώς δεν κατασκευάσθηκε άλλο, μια και στα μέσα της δεκαετίας του 70 το Σοβιετικό Ναυτικό, στράφηκε οριστικά προς τους πιο «συμβατικούς» τύπους πυρηνικών Υ/Β.
Η δεκαετία του 60 έκλεισε με μια πρωτιά για τα Σοβιετικά Υ/Β. Το 1969 τα Υ/Β της κλάσης P670A (κατά NATO Charlie I) έγιναν τα πρώτα στο κόσμο που είχαν τη δυνατότητα εκτόξευσης εν καταδύσει, πυραύλων κατά σκαφών επιφανείας. Η εμφάνισή τους ήταν σχεδόν ταυτόχρονη με την εκτόξευση των πρώτων Σοβιετικών δορυφόρων με δυνατότητα κατεύθυνσης των πυραύλων. Οι δύο αυτές παράμετροι έδιναν λύση σε αρκετά από τα επιχειρησιακά προβλήματα που αντιμετώπιζαν τα Echo και έχουν ήδη αναφερθεί. Ουσιαστικά δηλαδή η δυνατότητα εκτόξευσης εν καταδύσει, σε συνδυασμό με τους δορυφόρους ναυτικής συνεργασίας, συνιστούσαν μια σημαντική απειλή η οποία αναστάτωσε το Αμερικανικό Ναυτικό και το ανάγκασε να εξελίξει τις ανθυποβρυχιακές επιχειρησιακές τακτικές των σκαφών επιφανείας.
Στην πράξη, τα σημαντικά προβλήματα στη λειτουργία και την αξιοπιστία των Σοβιετικών δορυφόρων ναυτικής συνεργασίας ουσιαστικά αφαίρεσαν τη μία συνιστώσα του προβλήματος, καθώς τα Σοβιετικά SSGN θα συνέχιζαν να εξαρτώνται από αεροσκάφη ναυτικής συνεργασίας για την καθοδήγηση των πυραύλων. Τελικά κατασκευάστηκαν μόνο 17 Charlie I και II τα οποία ουδέποτε απετέλεσαν την απειλή για την οποία προετοιμάστηκε το Αμερικανικό ναυτικό. Περίπου 12 χρόνια αργότερα, η εμφάνιση των Oscar SSGN σε συνδυασμό με την εξέλιξη νέων βελτιωμένων τύπων πυραύλων και την αποτελεσματική λειτουργία των δορυφόρων ναυτικής συνεργασίας, στοιχειοθέτησαν μια πραγματική απειλή.
Η περίπτωση Alfa
Τα Alfa ήταν ίσως τα πιο εντυπωσιακά, από πλευράς επιδόσεων, Υ/Β που κατασκευάστηκαν ποτέ. Βασίστηκαν σε σχέδια της δεκαετίας του 50 που είχαν ώς στόχο την ενίσχυση του Σοβιετικού Ναυτικού με ένα μικρό Υ/Β, ικανό να επιτύχει μεγάλες ταχύτητες ώστε να σπεύσει να αντιμετωπίσει τα εχθρικά αεροπλανοφόρα σε περίπτωση σύρραξης. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκε ένας αντιδραστήρας ψυχόμενος από μίγμα μολύβδου-βισμουθίου (Liquid Metal Reactor), ο οποίος ήταν ικανός να αποδίδει μεγάλη ενέργεια ενώ είχε μικρό μέγεθος.
Προέκυψε έτσι ένα Υ/Β με μήκος 80m με πλήρωμα 43 ατόμων, το οποίο είχε την ικανότητα να αναπτύσσει ταχύτητες μέχρι και 43 κόμβους. Η ικανότητά του αυτή να αναπτύσσει μεγάλες ταχύτητες ανάγκασε το σχεδιαστή να προβλέψει και αντοχή σε μεγάλα βάθη καθώς μια κάθοδος με μεγάλη ταχύτητα θα το έφερνε πολύ γρήγορα κάτω από τα συμβατικά βάθη επιχειρήσεων των Υ/Β αφαιρώντας από το πλήρωμα τη δυνατότητα να διορθώσει την πορεία του. Αποφασίσθηκε για το κέλυφος του σκάφους να χρησιμοποιηθεί κράμα τιτανίου και κατασκευάστηκε εργοστάσιο αποκλειστικά και μόνο για την απαραίτητη κατεργασία του τιτανίου για το κέλυφος των Alfa. Τα Υ/Β της κλάσης P705 (Alfa SSN) φέρονται να είχαν μέγιστο επιτρεπόμενο βάθος γύρω στα 1.000m (σχεδόν τριπλάσιο από όλα τα υπόλοιπα Υ/Β) και βάθος σύνθλιψης πιθανώς κάτω και από τα 1.200m. Το πρώτο Alfa εισήλθε στην υπηρεσία το 1972 και προκάλεσε πραγματικό πανικό στο Αμερικανικό ΠΝ για ένα πολύ απλό λόγο. Αν και πολύ θορυβώδες, άρα εύκολο να εντοπιστεί, το Alfa ήταν σχεδόν αδύνατο να καταστραφεί. Η δυνατότητα ελιγμών του, χάρις στη μεγάλη ταχύτητα και την ικανότητα κατάδυσης σε μεγάλο βάθος, το καθιστούσαν απρόσβλητο από τις τορπίλες της εποχής οι οποίες είχαν μέγιστη ταχύτητα 45 κόμβους καθώς ήταν σχεδιασμένες να καταδιώκουν και να καταστρέφουν Υ/Β με μέγιστη ταχύτητα 30 κόμβους. Η κατάσταση αυτή οδήγησε το Αμερικανικό ΠΝ στην ανάπτυξη νέων τύπων τορπιλών με βελτιωμένες επιδόσεις για την αντιμετώπιση της απειλής.
Στην πραγματικότητα τα Alfa ποτέ δεν απετέλεσαν την απειλή που φοβήθηκαν οι Αμερικανοί. Η μεγάλη αυτοματοποίηση των λειτουργιών του Υ/Β και ιδιαίτερα του αντιδραστήρα, οδήγησαν σε συχνές βλάβες και ατυχήματα με αποτέλεσμα τα Alfa να περνούν το μεγαλύτερο διάστημα του χρόνου τους σε επισκευές. Κατασκευάσθηκαν μόνο 7 τα οποία υπηρέτησαν το Σοβιετικό και στη συνέχεια το Ρωσικό Ναυτικό από το 1972 έως το 1996, όμως ποτέ δεν μπόρεσαν να αποτελέσουν αξιόπιστες μονάδες.
Πυρηνικά υποβρύχια 3η γενιάς
Το 1976 καθελκύστηκε το USS Los Angeles SSN-688. Τα Υ/Β της κλάσης Los Angeles σχεδιάστηκαν με κύρια αποστολή την προστασία των Αμερικανικών αεροπλανοφόρων από τα Σοβιετικά SSGN και SSN. Ήταν το αποτέλεσμα σχεδόν 20 χρόνων εμπειρίας στην κατασκευή και λειτουργία πυρηνικών Υ/Β και ενσωμάτωναν όλες τις τεχνολογικές και κατασκευαστικές εξελίξεις που τα καθιστούσαν ιδιαιτέρως αθόρυβα και αρκετά γρήγορα ώστε να μπορούν να συνοδεύουν τις μοίρες αεροπλανοφόρων τις οποίες προστάτευαν. Παράλληλα έφεραν τα πιο εξελιγμένα συστήματα υπολογιστών που είχαν ποτέ τοποθετηθεί σε πολεμικά σκάφη, με κύριο στόχο τον έγκαιρο και αξιόπιστο εντοπισμό των Σοβιετικών Υ/Β και την παρακολούθησή τους.
Τα Υ/Β αυτής της κλάσης απετέλεσαν το κύριο επιθετικό Υ/Β των ΗΠΑ στη φάση της κορύφωσης του πολέμου των υποβρυχίων, δηλαδή στο 2ο μισό της δεκαετίας του 70 και τη δεκαετία του 80. Κατασκευάστηκαν συνολικά 62 σκάφη, 23 από τα οποία (μετά το 1982) συχνά αναφέρονται ως ξεχωριστή κλάση (San Juan ή Los Angeles improved). Μέχρι και σήμερα (2019) αποτελούν τον κορμό του στόλου υποβρυχίων του Αμερικανικού Πολεμικού Ναυτικού καθώς 32 από αυτά είναι ακόμα σε υπηρεσία.
Το 1981 ξεκίνησε και η ανανέωση του στόλου των SSBN με την καθέλκυση του Ohio. Με εκτόπισμα 18.750 tn (σε κατάδυση) πρόκειται για τα μεγαλύτερα Υ/Β που κατασκευάστηκαν από τις ΗΠΑ και τα πιο αθόρυβα Υ/Β που έχουν κατασκευασθεί ποτέ. Οι φήμες αναφέρουν ότι ποτέ κανένα Υ/Β, ούτε καν κάποιο από τα Αμερικανικά Los Angeles, μπόρεσε ποτέ να εντοπίσει και να παρακολουθήσει ένα Ohio.
Από την ενεργοποίηση του πρώτου σκάφους (USS Ohio SSBN-726) μέχρι το 1997 (USS Louisiana SSBN-743), οπότε και ολοκληρώθηκε η κλάση, καθελκύστηκαν συνολικά 18 Υ/Β τα οποία αποτελούν το ένα σκέλος της πυρηνικής τριάδας των ΗΠΑ. Το κόστος λειτουργίας ενός Ohio ανέρχεται σε $50.000.000 το χρόνο (οικονομικό έτος 1996). Σήμερα ένα Ohio φέρει 26 πυραύλους Trident II και Ι με ακτίνα δράσης 4.000nm. Και τα 18 σκάφη παραμένουν σε υπηρεσία, όμως τα 4 πρώτα της κλάσης (USS Ohio, USS Michigan, USS Florida, και USS Georgia) υπέστησαν εκτεταμένες μετασκευές από το 2002 έως το 2008. Οι μετασκευές αυτές είχαν ώς αποτέλεσμα τη μετατροπή τους ώστε να φέρουν πλέον όχι βαλλιστικούς πυραύλους αλλά 154 πυραύλους cruise Tomahawk και να αποτελούν πλατφόρμες ειδικών επιχειρήσεων μεταφέροντας ειδικό εξοπλισμό και έως 66 άτομα προσωπικό ειδικών δυνάμεων.
Όταν το 1980 εμφανίστηκε το πρώτο από τα δύο P949 (Oscar I SSGN) το ΝΑΤΟ πίστευε ότι επρόκειτο για ένα νέο τύπο SSBN. Με εκτόπισμα σε κατάδυση 16.000 tn (στα Oscar II έφτασε τους 20.000 tn) και μήκος 154m ήταν ελάχιστα μικρότερο των Delta III SSBN και των Ohio SSBN. Το μέγεθός του σε συνδυασμό με το διπλό κέλυφος (ένα εσωτερικό κέλυφος πίεσης και ένα εξωτερικό υδροδυναμικό κέλυφος, με 15cm μεταξύ τους γεμισμένα με ηχομονωτικό υλικό) εξασφαλίζει στα Oscar μεγάλες πιθανότητες επιβίωσης ακόμα και από άμεσο πλήγμα συμβατικής τορπίλης, αλλά και εξαιρετική πλευστότητα. Φέρουν 24 πυραύλους cruise κατά σκαφών επιφανείας SS-N-19 με ακτίνα δράσης 300nm. Τα Oscar εξακολουθούν, ακόμα και μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, να περιβάλλονται από μυστικότητα σε ότι αφορά τον ακριβή αριθμό τους, και πολλά από τα τεχνικά χαρακτηριστικά τους. Κατασκευάστηκαν 2 Oscar I τα οποία παροπλίστηκαν στα μέσα της δεκαετίας του 90 και 12 Oscar II, από τα οποία 4 παροπλίστηκαν και το Курск χάθηκε στο γνωστό ατύχημα. Χωρίς αμφιβολία τα Oscar II είναι από τα πιο εξελιγμένα Υ/Β που έχουν κατασκευαστεί και φέρουν συμβατική ισχύ πυρός η οποία θα μπορούσε να καταστρέψει σε μια εμπλοκή το σύνολο του πολεμικού ναυτικού των περισσοτέρων χωρών του κόσμου. Δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις, μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, που Υ/Β αυτού του τύπου εντοπίστηκαν σε μικρή απόσταση από τις ακτές των ΗΠΑ να παρακολουθούν μοίρες αεροπλανοφόρων.
Ένα χρόνο αργότερα, το 1981 εμφανίστηκε ένα Υ/Β που δε θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε άλλο από Υ/Β βαλλιστικών πυραύλων. Το P941, κατά NATO Typhoon, με μήκος 172m και εκτόπισμα 33.800tn είναι μεγαλύτερο από τα αεροπλανοφόρα του 2ου παγκοσμίου πολέμου και το μεγαλύτερο Υ/Β που έχει κατασκευασθεί ποτέ. Τα Typhoon φέρουν 20 πυραύλους SS-N-20 με ακτίνα δράσης 5.500nm. Είναι επίσης τα μοναδικά SSBN που έχουν το διαμέρισμα των πυραύλων μπροστά από τον πύργο διακυβέρνησης. Κατασκευάσθηκαν συνολικά 6 σκάφη εκ των οποίων παραμένει σε υπηρεσία 1.
Όμως η πραγματική ανατροπή της μέχρι τότε υφιστάμενης κατάστασης ήρθε με τα P971/971U (Akula I, II SSN). Αναφέρονται τρεις τύποι, το αρχικό σχέδιο, τα βελτιωμένα Akula και τα Akula II. Η ακριβής κατανομή των 15 σκαφών που κατασκευάσθηκαν στους τρεις τύπους είναι αβέβαιη. Το πιθανότερο είναι ότι τα βελτιωμένα Akula εισήλθαν στην υπηρεσία στα τέλη της δεκαετίας του 80, ενώ τα Akula II στις αρχές της δεκαετίας του 90. Τα βελτιωμένα Akula θεωρείται ότι είναι ισάξια των αρχικών Los Angeles σε ότι αφορά τα επίπεδα θορύβου, αλλά και αρκετές από τις επιχειρησιακές δυνατότητες, ενώ τα Akula II πιστεύεται ότι είναι τουλάχιστο στα επίπεδα των βελτιωμένων Los Angeles. Σε κάθε περίπτωση τα Akula II (μαζί με τα Sierra II) είναι σίγουρα τα πιο «ήσυχα» που κατασκευάστηκαν ποτέ από τη Σοβιετική Ένωση. 11 από αυτά παραμένουν σε υπηρεσία.
Το μοναδικό Υ/Β του σχεδίου 685 με το Σοβιετικό όνομα Комсомолец (Κομσομόλετς) και το χαρακτηρισμό Mike από το ΝΑΤΟ, παραμένει σε μεγάλο βαθμό μυστηριώδες. Ακόμα και μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης λίγα πράγμα έγιναν γνωστά γι αυτό το σκάφος. Εισήλθε στην υπηρεσία το 1984 και χαρακτηρίστηκε ως SSN. Το πιθανότερο είναι ότι επρόκειτο για Υ/Β δοκιμών με κύριο σκοπό τη δοκιμή εξελιγμένων οπλικών και ηλεκτρονικών συστημάτων. Φαίνεται πώς είχε τη δυνατότητα εκτόξευσης τορπιλών και πυραύλων cruise με συμβατικές και πυρηνικές κεφαλές. Στις 7 Απριλίου 1989 και ενώ βρισκόταν σε βάθος περίπου 200m, και περίπου 100nm νοτιοανατολικά της νήσου Bear, κοντά στις ακτές της Νορβηγίας, το σκάφος αντιμετώπισε μια πυρκαγιά. Παρότι το πλήρωμα κατόρθωσε να ανεβάσει το σκάφος στην επιφάνεια και να πολεμήσει τη φωτιά για περίπου 6 ώρες, τελικά το σκάφος πλημμύρισε, και βυθίστηκε. 41 άτομα βρήκαν το θάνατο ενώ 25 διασώθηκαν. Το Комсомолец βρίσκεται ακόμα και σήμερα σε βάθος περίπου 1.600m. Επίσημα η Σοβιετική Ένωση είχε δηλώσει ότι το σκάφος είχε ένα αντιδραστήρα νερού υπό πίεση, αλλά εκτιμάται ότι ίσως είχε δύο αντιδραστήρες υγρού μετάλλου, κάτι στο οποίο συνηγορούν το μεγάλο βάθος σύνθλιψης (1.020m) και δευτερευόντως το κέλυφος από κράμα τιτανίου.
Το 1984 εμφανίστηκε και μία ακόμα κλάση SSN, P945A/B (Sierra I, II SSN). Είναι γενικά αποδεκτό ότι τα Sierra θα μπορούσαν να είχαν εξελιχθεί στον πιο επικίνδυνο αντίπαλο των Αμερικανικών Υ/Β, όμως το πολύ μεγάλο κόστος κατασκευής σε συνδυασμό με τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις της εποχής Γκορμπατσόφ οδήγησαν στην εξέλιξη των φτηνότερων Akula. Κατασκευάστηκαν μόνο 4 Sierra, τα οποία παραμένουν σε υπηρεσία.
21ος αιώνας και ένας νέος κόσμος
Όταν ξεκινούσε (1984) ο σχεδιασμός της νέας κλάσης Αμερικανικών SSΝ τα οποία θα διαδεχόντουσαν τα Los Angeles υπήρχε ακόμα η Σοβιετική Ένωση και στο μυαλό των σχεδιαστών ήταν οι ανάγκες του Ψυχρού Πολέμου και των ενδεχόμενων επιχειρήσεων εναντίον των Σοβιετικών υποβρυχίων. Όταν το 1ο υποβρύχιο της νέας κλάσης, το USS Seawolf SSN-21 παραδόθηκε στο Αμερικανικό Ναυτικό (1997) η Σοβιετική Ένωση δεν υπήρχε πια και το Ρωσικό Ναυτικό μαστιζόταν από οικονομικά προβλήματα που του επέτρεπαν να έχει σε επιχειρησιακή ετοιμότητα ελάχιστα υποβρύχια και σκάφη επιφανείας.
Τα υποβρύχια της κλάσης Seawolf είναι ταχύτερα, μεγαλύτερα και πολύ πιο ήσυχα από κάθε άλλη κλάση SSN που κατασκευάστηκε. Λέγεται πώς ένα Seawolf κινούμενο με 25 knts είναι πιο «ήσυχο» από ότι ένα Los Angeles δεμένο στην προβλήτα. Έχουν δυνατότητα μεταφοράς μεγαλύτερου αριθμού τορπιλών και πυραύλων, καθώς επίσης και μεγαλύτερη δυνατότητα ταυτόχρονης βολής. Επίσης η χρήση χάλυβα τύπου HY-100 (σε σχέση με τον HY-80 που χρησιμοποιούνταν στο παρελθόν), φέρεται να έχει κατεβάσει το βάθος επιχειρήσεων του σκάφους γύρω στα 550m (σύμφωνα με άλλες πηγές στα 650m). Όμως τα Σοβιετικά/Ρωσικά υποβρύχια για την καταδίωξη και καταστροφή των οποίων είχε σχεδιαστεί η κλάση Seawolf είτε παροπλίζονταν, είτε ήταν καθηλωμένα στις βάσεις τους σε κατάσταση μειωμένης επιχειρησιακής ικανότητας. Ταυτόχρονα οι απειλές κατά των ΗΠΑ έπαιρναν άλλες μορφές για τις οποίες τα χαρακτηριστικά της κλάσης είχαν μικρή σημασία. Όλα αυτά σε συνδυασμό με το πολύ υψηλό κόστος κατασκευής (2,8 δισεκατομμύρια δολλάρια ανά σκάφος) και λειτουργίας οδήγησαν το Αμερικανικό Ναυτικό στην ακύρωση των υπόλοιπων υποβρυχίων της κλάσης. Από τα 29 σκάφη που επρόκειτο να κατασκευαστούν παραδόθηκαν τελικά μόνο 3 και το πρόγραμμα ακυρώθηκε.
Τα περισσότερα συστήματα των Seawolf μεταφέρθηκαν σχεδιαστικά σε μια νέα κλάση μικρότερων και φθηνότερων SSN η οποία ξεκίνησε με την παράδοση του USS Virginia SSN-774 το 2004. Ακολούθησαν άλλα 17 σκάφη της κλάσης ενώ 10 ακόμα είναι υπό κατασκευή.
Σε φάση προγραμματισμού είναι και μια νέα κλάση SSBN για το Αμερικανικό Ναυτικό. Τα υποβρύχια της κλάσης Columbia πρόκειται να αρχίσουν να κατασκευάζονται το 2021 και θα αντικαταστήσουν τα Ohio SSBN. Ο αρχικός προγραμματισμός προβλέπει την κατασκευή 12 Columbia SSBN.
Μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης η Ρωσία βρέθηκε σε μάλλον αμήχανη θέση σχετικά με τη διαχείριση του τεράστιου στόλου των πυρηνικών υποβρυχίων. Αρκετά νέα σκάφη ήταν σε διαφορετικά στάδια κατασκευής. Τα περισσότερα από αυτά ακυρώθηκαν και μόνο όσα ήταν σε πολύ προχωρημένο στάδιο παραδόθηκαν με πολύ μεγάλες καθυστερήσεις. Σχεδιαστικά, η Ρωσία είχε επίσης να διαχειριστεί τον προγραμματισμό του πρώην Σοβιετικού Ναυτικού, αλλά με απείρως μικρότερο προϋπολογισμό. Χρειάστηκε να περάσουν 18 χρόνια από τη πτώση της Σοβιετικής Ένωσης μέχρι να παραδοθεί το 2009 το πρώτο υποβρύχιο μιας νέας κλάσης. Ήταν το Κ-535 Γιούρι Ντολγκορούκι το πρώτο της κλάσης Μπορέι SSBN, της πρώτης κλάσης Ρωσικών υποβρυχίων που έγινε γνωστή με το πραγματικό ρωσικό της όνομα. Τα Μπορέι είναι πολύ μικρότερα από τα θηριώδη Typhoon τα οποία αντικαθιστούν, όμως πλεονεκτούν σημαντικά σε ότι αφορά τον εκπεμπόμενο θόρυβο και δραματικά σε ότι αφορά το κόστος κατασκευής και λειτουργίας. Έχουν παραδοθεί 4 σκάφη της κλάσης και άλλα 4 είναι υπό κατασκευή.
Το πρώτο νέο Ρωσικό SSN εμφανίστηκε το 2013. Είναι το Κ-560 Σεβεροντβίνσκ το οποίο ξεκίνησε την κλάση P885 Γιασέν SSN. Είναι βασισμένη στις κλάσεις Akula και Alfa και αναμένεται να αντικαταστήσει όλα τα SSN και SSGN της Σοβιετικής περιόδου. Οι πρώτες εκτιμήσεις τα χαρακτηρίζουν ώς τα πιο αθόρυβα Ρωσικά υποβρύχια, ανώτερα των Los Angeles αλλά όχι τόσο "ήσυχα" όσο τα Seawolf και Virginia. Φαίνεται όμως ότι η διαφορά μεταξύ των σύγχρονων κλάσεων SSN είναι μικρότερη από κάθε άλλη περίοδο της πυρηνικής εποχής. Έχουν παραδοθεί 2 σκάφη της κλάσης Γιασέν SSN και 5 είναι υπό κατασκευή.
Τα πυρηνικά Υ/Β άλλων χωρών
Το 1963 εμφανίστηκε το 1ο πυρηνικό Υ/Β τρίτης χώρας. Χρησιμοποιώντας το σκάφος και τον αντιδραστήρα των Αμερικανικών Skipjack η Μεγάλη Βρετανία καθέλκυσε το HMS Dreadnought S101. Ακολούθησαν:
- Το 1966 εμφανίστηκαν τα SSN Valiant, 5 σκάφη τα οποία παρέμειναν σε υπηρεσία μέχρι το 1994. Ήταν ουσιαστικά η επιχειρησιακή έκδοση του Dreadnought με τη χρήση Βρετανικού αντιδραστήρα και έχοντας λίγο μεγαλύτερο μήκος. Φαίνεται ότι αρχικά ήταν προσανατολισμένα σε επιχειρήσεις εναντίον σκαφών επιφανείας. Οι μετασκευές που υπέστησαν τα επόμενα χρόνια τα κατέστησαν και αποτελεσματικά απέναντι σε άλλα Υ/Β.
- Το 1968 εμφανίστηκε το 1ο SSBN του Βασιλικού Ναυτικού, σε μεγάλο βαθμό όμοιο με τα Αμερικανικά Lafayette και έφεραν 16 πυραύλους Polaris A3. Το HMS Resolution S22 SSBN ήταν το 1ο της κλάσης και το ακολούθησαν άλλα 3. Παρέμειναν σε υπηρεσία μέχρι το 1996
- Το 1973 άρχισε από τη Μεγάλη Βρετανία η ανάπτυξη των 6 Swiftsure SSN τα οποία ήταν μια εξέλιξη των Valiant με σημαντικές βελτιώσεις σε θέματα περιορισμού του θορύβου. Tα Swiftsure παροπλίστηκαν σταδιακά με το τελευταίο να αποσύρεται το 2010.
- Το 1983 παραδόθηκε το HMSTrafalgar S107 SSN, το πρώτο μιας σειράς 7 σκαφών από τα οποία 3 παραμένουν σε υπηρεσία
- Το 1993 παραδόθηκε το HMS Vanguard S28 SSBN και το ακολούθησαν άλλα 3. Και τα 4 σκάφη παραμένουν σε υπηρεσία
- Η τελευταία κλάση Βρετανικών πυρηνικών υποβρυχίων εγκαινιάστηκε με το HMS Astute S119 SSN το 2010. 4 σκάφη είναι σε υπηρεσία, ενώ άλλα 3 υπό κατασκευή
Η Κίνα είχε και αυτή ξεκινήσει τις προσπάθειές της για την ανάπτυξη πυρηνοκίνητων Υ/Β από τη δεκαετία του 50. Όμως χρειάστηκε να φτάσει το 1974 για να εμφανιστεί το Han SSN. Τα 5 Υ/Β της κλάσης έφεραν αρχικά μόνο τορπιλοσωλήνες και παρότι υπέστησαν μετασκευές ώστε να μπορούν να φέρουν πυραύλους κατά σκαφών επιφανείας, οι πληροφορίες αναφέρουν ότι εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν σημαντικά προβλήματα στην εκτόξευσή τους. Παράλληλα έχει αναφερθεί ότι το πιο σημαντικό τους πρόβλημα είναι οι υψηλές τιμές ακτινοβολίας στο εσωτερικό του σκάφους. Εξακολουθούν να παραμένουν σε υπηρεσία τα 3 από τα 5 σκάφη. Το 1988 παραδόθηκε το Xia SSBN το οποίο για 19 χρόνια ήταν το πρώτο και μόνο SSBN της Κίνας.Το 2006 ξεκίνησε η παράδοση των 6 συνολικά Type 093 SSN. Το 2007 παραδόθηκε το πρώτο από τα 6 Type 094 SSBN.
H Γαλλία υπήρξε η 1η χώρα που ανέπτυξε SSBN πριν από SSN. Το 1976 εμφανίστηκε το Redouptable S611 SSBN, το οποίο ακολούθησαν άλλα 5. Το τελευταίο σκάφος της κλάσης παροπλίστηκε το 2008. Το πρώτο SSN της Γαλλίας καθελκύστηκε το 1983 (Rubis S601 SSN), δημιουργώντας μια κλάση 4 συνολικά Υ/Β ενώ ακολούθησαν στις αρχές της δεκαετίας του 90, άλλα 2 της κλάσης Amethyste, τα οποία εξακολουθούν όλα να είναι σε υπηρεσία. Το 1997 καθελκύστηκε το 1ο από τα 4 Triomphant SSBN που παραμένουν σε υπηρεσία μέχρι σήμερα. Το 2020 αναμένεται να ολοκληρωθεί η κατασκευή του 1ου από τα 3 SSN της νέας κλάσης Barracuda τα οποία πρόκειται να αντικαταστήσουν τα Rubis SSN.
Το νεώτερο μέλος αυτής της πολύ κλειστής ομάδας των χωρών που λειτουργούν πυρηνικά υποβρύχια είναι η Ινδία. Όπως αποκαλύφθηκε αρκετά χρόνια αργότερα από το 1988 έως το 1991 η Σοβιετική Ένωση είχε παραχωρήσει στην Ινδία ένα υποβρύχιο κλάσης Charlie I SSGN, ώς μια πολιτική κίνηση ενίσχυσης των δεσμών των 2 χώρων. Με την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης το υποβρύχιο επέστράφη στη Ρωσία. Το 2012 η Ρωσία παραχώρησε υπό μορφή υπενοικίασης ένα SSN της κλάσης Akula το οποίο ήταν υπό κατασκευή από το 1994. Η Ινδία χρηματοδότησε την ολοκλήρωση της κατασκευής υπό τον όρο της υπενοικίασης έως το 2025. Το 2016 η Ινδία παρουσιάσε το πρώτο SSBN, το INS Arihant, ενώ άλλα 3 είναι υπό κατασκευή.
Τέλος η Βραζιλία έχει ανακοινώσει την ύπαρξη ενός προγράμματος σχεδιασμού ενός SSN, με την έναρξη κατασκευής του 1ου σκάφους να προσδιορίζεται στο 2024.
Το μέλλον των πυρηνικών Υ/Β
Το μέλλον των πυρηνικών Υ/Β είναι σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένο από την επιλογή της αποστολής στην οποία καλούνται να ανταποκριθούν. Αυτή με τη σειρά της εξαρτάται από το γεωπολιτικό περιβάλλον.
Όπως ήδη αναφέρθηκε το Αμερικανικό Ναυτικό αντιμετώπισε τη δεκαετία του 1990 μια "κρίση ταυτότητας" σε ότι αφορά το ρόλο και την αξία των πυρηνικών υποβρυχίων σε ένα κόσμο χωρίς Σοβιετική Ένωση. Το Ρωσικό Ναυτικό αντιμετώπισε μια πολύ πιο σκληρή κατάσταση με οικονομικές και πολιτικές παραμέτρους οι οποίες ουσιαστικά δεν του επέτρεπαν να λειτουργήσει και να διαχειριστεί τα οπλικά του συστήματα, μεταξύ των οποίων και τα πυρηνικά υποβρύχια.
Σταδιακά, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2000, και μετά από επανασχεδιασμό των αριθμών και των μεγεθών των πυρηνικών υποβρυχίων διαμορφώθηκε μια νέα, ελαφρώς διαφοροποιημένη κατάσταση με κύρια χαρακτηριστικά:
- Τα Αμερικανικά και τα Ρωσικά πυρηνικά υποβρύχια βαλλιστικών πυραύλων (SSBN) εξακολουθούν να εκτελούν περιπολίες αποτροπής (Τα πυρηνικά υποβρύχια στον Ψυχρό Πόλεμο )
- Τα Αμερικανικά και τα Ρωσικά πυρηνικά επιθετικά υποβρύχια (SSN) εξακολουθούν να έχουν ώς κύριο αντίπαλο τα ομόλογά τους και τα SSBNs, έστω και αν οι σχετικές επιχειρήσεις δεν έχουν πλέον την πυκνότητα και την οξύτητα του Ψυχρού Πολέμου
- Έχει αυξηθεί η εμπλοκή και συμμετοχή σε επιχειρήσεις εναντίον επίγειων στόχων (πλήγματα με πυραύλους cruise) και επιχειρήσεις ειδικών δυνάμεων στις διάφορες περιφερειακές συγκρούσεις
- Οι επιχειρήσεις που εμπλέκουν συμβατικής πρόωσης υποβρύχια τρίτων χωρών αποτελούν πλέον σημαντικό κομμάτι των επιχειρησιακών τακτικών
- Η Κίνα αντιμετωπίζεται και από τους 2 παραδοσιακούς "παίκτες" ώς μία όλο και πιο σοβαρή απειλή
Στη χρονική περίοδο μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο η εξέλιξη Υ/Β συμβατικής πρόωσης είχε σε μεγάλο βαθμό υποβαθμιστεί. Οι προσπάθειες των Αμερικανών και των Σοβιετικών μετά τον πόλεμο για την εξέλιξη υποβρυχίων AIP (Air Independent Propulsion – AIP) ουσιαστικά εγκαταλείφθηκαν λόγω της εξέλιξης της πυρηνικής πρόωσης.
Περίπου μετά το 1990 έγιναν πιο συστηματικές οι προσπάθειες βελτίωσης των συμβατικών υποβρυχίων και προχώρησε η εξέλιξη σύγχρονων συστημάτων AIP. Τα πρώτα Υ/Β που εμφανίστηκαν με σύγχρονα συστήματα AIP ήταν τα Σουηδικά Gotland to 1996. Σήμερα υπάρχουν πάνω από 10 εκδόσεις συμβατικών υποβρυχίων με συστήματα AIP. Μεταξύ αυτών τα Γερμανικά type 209-1400mod (Υ/Β Ωκεανός S118 του Ελληνικού Π.Ν.) και type 214 (Y/B Παπανικολής S120, Πιπίνος S121, Ματρώζος S122, Κατσώνης S123 του Ελληνικού Π.Ν.).
Aυτού του τύπου τα Υ/Β έρχονται να αμφισβητήσουν σε μεγάλο βαθμό την κυριαρχία των πυρηνικών Υ/Β, τουλάχιστο σε επιχειρήσεις σε κλειστές θάλασσες ή κοντά στις ακτές, με κύριο χαρακτηριστικό την απόλυτα αθόρυβη λειτουργία του συστήματος πρόωσης για πολύ μεγάλα χρονικά διάστημα, με ικανοποιητική ταχύτητα εν καταδύσει. Οι επιχειρησιακές τακτικές του Αμερικανικού Ναυτικού θεωρούν πώς μια από τις πιο δύσκολες καταστάσεις για ένα SSN, ακόμα και τελευταίας γενιάς, είναι η αντιμετώπιση ενός σύγχρονου συμβατικού υποβρυχίου AIP σε σχετικά περιορισμένο θαλάσσιο χώρο.
Οι αντιδραστήρες των Υ/Β
Οι αντιδραστήρες που χρησιμοποιήθηκαν στα πυρηνικά υποβρύχια ήταν και είναι κυρίως αντιδραστήρες νερού υπό πίεση (PWR). Χαρακτηρίζονται έτσι λόγω του ότι το ψυκτικό του πρωτεύοντος κυκλώματος που χρησιμοποιείται για την απαγωγή της θερμότητας από την καρδιά του αντιδραστήρα και την παραγωγή ατμού στο δευτερεύον κύκλωμα, είναι νερό υπό πίεση ώστε να αποφεύγεται ο βρασμός στην καρδιά του αντιδραστήρα.
Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά είναι η χρησιμοποίηση καυσίμου με υψηλό βαθμό εμπλουτισμού του ουρανίου. Σήμερα το ποσοστό εμπλουτισμού κυμαίνεται από 20-25% για τα Αμερικανικά Υ/Β και σε περίπου διπλάσιες τιμές για τα Ρωσικά. Να σημειωθεί ότι ο αντίστοιχος βαθμός εμπλουτισμού για ένα αντιδραστήρα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας είναι 3-4%.
Η Σοβιετική Ένωση ήταν η μοναδική χώρα που χρησιμοποίησε σε επιχειρησιακά Υ/Β αντιδραστήρες ψυχόμενους από υγρό μέταλλο (LMR) (το μοναδικό Αμερικανικό Υ/Β που έφερε LMR ήταν το USS Seawolf SSN-575 στο οποίο όμως ο αντιδραστήρας αντικαταστάθηκε με PWR μετά από σύντομο χρονικό διάστημα). Το βασικό τους πλεονέκτημα είναι ότι παράγουν περισσότερη ενέργεια έχοντας μικρότερο μέγεθος από τους PWR. Ουσιαστικά χρησιμοποιήθηκαν μόνο στο Κ-27, το μοναδικό του Σχεδίου 627 ZhTS και στα 7 Υ/Β της κλάσης Alfa. Το μέταλλο που χρησιμοποιούνταν ως ψυκτικό ήταν ένα μίγμα μολύβδου-βισμουθίου με σημείο πήξης στους 125ο C και σημείο βρασμού στους 1.680o C.
Η θερμική ισχύς των αντιδραστήρων των Υ/Β κυμαίνεται από 50-190 MW ανάλογα με το μέγεθος του Υ/Β. Τα Ρωσικά, Αμερικανικά και Βρετανικά υποβρύχια χρησιμοποιούν ατμοστρόβιλους για τη μετάδοση της κίνησης στον άξονα της προπέλας, ενώ τα Κινεζικά και Γαλλικά υποβρύχια χρησιμοποιούν τον ατμό για την παραγωγή ηλεκτρισμού, ο οποίος κινεί το σκάφος. Τα περισσότερα Ρωσικά υποβρύχια κινούνται από 2 αντιδραστήρες, ενώ τα Αμερικανικά, Βρετανικά, Γαλλικά και Κινεζικά από 1, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων.
Η συνολική εικόνα σε αριθμούς
Μέχρι σήμερα κατασκευάστηκαν από τη Σοβιετική Ένωση/Ρωσία, τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία, την Κίνα και την Ινδία, 531 πυρηνικά υποβρύχια.Σε υπηρεσία βρίσκονται 153 (στοιχεία 2019). Από αυτά τα 95 είναι επιθετικά υποβρύχια (SSN), τα 9 υποβρύχια κατευθυνομένων πυραύλων (SSGN), τα 46 υποβρύχια βαλλιστικών πυραύλων (SSBN), ενώ υπάρχουν και 3 υποβρύχια που χρησιμοποιούνται για δοκιμές ή ειδικούς σκοπούς.
Οι συνολικοί αριθμοί των πυρηνικών υποβρυχίων ανά χώρα.
Εκτός παρένθεσης ο αριθμός των πυρηνικών υποβρυχίων που είναι σήμερα ενεργά. Εντός παρένθεσης ο συνολικός αριθμός πυρηνικών υποβρυχίων που κατασκευάστηκαν από κάθε χώρα. Φθίνουσα κατάταξη βάσει του αριθμού των συνολικά κατασκευασμένων.
Σοβιετική Ένωση / Ρωσία: 44 (255)
ΗΠΑ: 71 (210)
Μεγάλη Βρετανία: 11 (31)
Κίνα: 16 (18)
Γαλλία: 10 (16)
Ινδία: 1 (1)
Οι αριθμοί των επιθετικών υποβρυχίων (SSN) ανά χώρα:
ΗΠΑ: 53 (150)
Σοβιετική Ένωση / Ρωσία: 20 (91)
Μεγάλη Βρετανία: 7 (23)
Κίνα: 9 (11)
Γαλλία: 6 (6)
Οι αριθμοί των υποβρυχίων κατευθυνομένων πυραύλων (SSGN) ανά χώρα:
Σοβιετική Ένωση / Ρωσία: 9 (66)
ΗΠΑ: 0 (1)
Οι αριθμοί των υποβρυχίων βαλλιστικών πυραύλων (SSBN) ανά χώρα:
Σοβιετική Ένωση / Ρωσία: 12 (95)
ΗΠΑ: 18 (59)
Γαλλία: 4 (10)
Μεγάλη Βρετανία: 4 (8)
Κίνα: 7 (7)
Ινδία: 1 (1)
Δείτε τη συνέχεια της έρευνας του e-telescope.gr: Τα πυρηνικά υποβρύχια στον Ψυχρό Πόλεμο
Δείτε τη σειρά άρθρων-έρευνα για τα Πυρηνικά Υποβρύχια
Ο πόλεμος της σιωπής
Οι βασικές αρχές στην εξέλιξη των υποβρυχίων
Το αληθινό υποβρύχιο
Τα πυρηνικά υποβρύχια στον Ψυχρό Πόλεμο
Ατυχήματα πυρηνικών υποβρυχίων
Πυρηνοκίνητα σκάφη & περιβάλλον