Νόμισμα είναι ένα μικρό συμβολικό, μεταλλικό ή χάρτινο συνήθως αντικείμενο, καθιερωμένο από το κράτος για μέσο ανταλλαγών μεταξύ των πολιτών του.
Υπάρχουν διαφόρων αξιών νομίσματα, πράγμα που αναγράφεται στη μια τους τουλάχιστον επιφάνεια και τα νομίσματα κάθε κατηγορίας έχουν δικό τους τύπο (μέγεθος, βάρος, σύσταση, παραστάσεις, κ.τ.λ.) που καθορίζεται με ειδική απόφαση και σύμφωνα με αυτή κόβονται στα νομισματοκοπεία.
Ο δρόμος του νομίσματος κατανέμεται στο εμπόριο, ανταλλάσσεται με είδη διατροφής, γίνεται αμοιβή για τον εργαζόμενο, υποστηρίζει την παιδεία και τις τέχνες. Ο ρόλος του νομίσματος, στη μακρινή του πορεία αναγκάστηκε να συγκεντρωθεί σε κανόνες, οι οποίοι δημιουργήθηκαν από οικονομικές ανάγκες ή από τα πολιτικά και οικονομικά της κάθε εποχής.
Η πορεία του στο Βυζαντινό κόσμο και η προσέγγιση του μέσα από την ιστορική εξέλιξη είναι αρκετά ελκυστική. Με τον όρο βυζαντινό νόμισμα εννοούμε την ιστορία του νομίσματος από τα χρόνια της βασιλείας του Αναστασίου Α΄ (491-518) μέχρι και την πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1453.
Το 498 μπορεί να θεωρηθεί ως η αρχή του βυζαντινού νομίσματος. Δημιουργείται «ο φόλλις» που ήταν ένα βαρύ χάλκινο νόμισμα. Η επιτυχία του βρισκόταν στο γεγονός ότι το νέο νόμισμα παρείχε μια αξιοπιστία που οφειλόταν στο γεγονός ότι, αφού δεν επιδεχόταν καμία αλλοίωση στη σύνθεσή του, κάτι πολύ ευάλωτο στην περίπτωση του κράματος που είχε καθιερωθεί στην κοπή νομισμάτων κατά την προηγούμενη περίοδο.
Στα χρυσά νομίσματα οι πρώτοι εμπροσθότυποι παρίσταναν πορτραίτα που έφεραν διάδημα ή κράνος. Τα πορτραίτα παρουσίαζαν τον αυτοκράτορα με πολεμική πανοπλία μ’ έναν σταυρό στο χέρι ή στο κράνος. Αν ο σταυρός απουσίαζε από τον εμπροσθότυπο υπήρχε στον οπισθότυπο. Με τον Ιουστίνο Α΄ (518-527) και τον Ιουστινιανό Α΄ (527-565) οι μορφές των αυτοκρατόρων παρουσιάζονται παρακαθήμενες.
Επί Ηρακλείου (610-614) άρχισε η παρουσίαση του αυτοκράτορα μ’ έναν ή περισσότερους από τους γιούς του, ενώ υπήρχε η πιθανότητα να εμφανίζεται ο αυτοκράτορας μαζί με την αυτοκράτειρα, ή ακόμη ο αυτοκράτορας να στέφεται από την Παρθένο, με το χέρι του Θεού από πάνω.
Ο Τιβέριος Β΄ εισήγαγε τον σταυρό, που δέσποζε στην οροφή κλίμακας, έναν τύπο που έμελλε να παίξει μακροχρόνιο και σημαντικό ρόλο.
Ο Ιουστινιανός Β΄ (685-711) ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε τη φωτοστεφανωμένη προτομή του Χριστού.
Με τον Μιχαήλ Γ΄ (842-867) η προτομή του Χριστού επανήλθε από την εποχή της βασιλείας του Βασιλείου Α΄ ο Χριστός εν θρόνω κυριάρχησε.
Οι εμπροσθότυποι των αργυρών νομισμάτων είχαν αρχικά κατά τομές, αλλά στη συνέχεια περιλάμβαναν καθιστές μορφές, προτομές και καθαρά επιγραφικά πρότυπα. Οι οπισθότυποι παρουσίαζαν έναν σταυρό που δέσποζε στην οροφή κλίμακας ή μια προτομή του Χριστού που περιβαλλόταν από επιγραφές. Από τον 10ο αιώνα ο σταυρός έφερε ένα στρογγυλό ανάγλυφο πορτραίτο του αυτοκράτορα.
Οι εμπροσθότυποι των πρώτων μπρούτζινων νομισμάτων είχαν μια προτομή και οι οπισθότυποι ένα σταυρό και μια ένδειξη της αξίας. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ιουστινιανού Α΄ η προτομή επικράτησε και ο αυτοκράτορας προσέθεσε στη δωδέκατη επέτειο της βασιλείας του την ημερομηνία στον οπισθότυπο των μπρούτζινων νομισμάτων με τη μορφή Anno XII. Από την εποχή του Ιουστίνου του Β΄ (567-578) οι εμπροσθότυποι παρουσίαζαν δύο ή περισσότερες αυτοκρατορικές μορφές σε όρθια στάση σε συνδυασμό με μια ένδειξη της αξίας. Από τον 10ο αιώνα οι οπισθότυποι καλύπτονταν πλήρως από τρεις ή τέσσερις γραμμές επιγραφής. Οι επιγραφές ήταν αρχικά στα Λατινικά αλλά η ορθογραφία γινόταν συνεχώς πιο πολύπλοκη, καθώς αναμειγνύονταν το ελληνικό και το λατινικό αλφάβητο, κυρίως από τον 7ο αιώνα, με αποτέλεσμα στα τέλη του 8ου αιώνα να υιοθετηθεί πλήρως η ελληνική γραφή.
Σημειώνεται ότι η Βυζαντινή Αυτοκρατορία αναδείχθηκε ισχυρή εμπορική δύναμη. Αυτό φαίνεται από το κύρος του βυζαντινού νομίσματος.
Η νομισματική ιστορία του Βυζαντίου μπορεί να διαιρεθεί σε τέσσερις περιόδους.
1η Περίοδος: Από τον Αναστάσιο Α΄(491-518) μέχρι τα μέσα του 8ου αιώνα.
Την περίοδο αυτή οι χρυσές νομισματικές εκδόσεις αποτελούνται:
- από τον σόλιδο που ισούται με 1/72 της Ρωμαϊκής λίτρας, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί στα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου.
- από τις δύο υποδιαιρέσεις του: το σεμίσσιοκαι το τρεμίσσιο, που αντιστοιχούν στο μισό και το τρίτο του σόλιδου. Οι αργυρές κοπές μέχρι το πρώτο τέταρτο του 7ου αιώνα έχουν αναμνηστικό χαρακτήρα. Το 615 ο αυτοκράτορας Ηράκλειος εισάγει για πρώτη φορά το εξάγραμμο, ένα βαρύ ασημένιο νόμισμα, το οποίο καθιερώνεται στις κρατικές πληρωμές. Μετά το 681 το εξάγραμμο περιορίζεται σε κοπή αναμνηστικού χαρακτήρα, ενώ εξαφανίζεται εντελώς στις αρχές του 8ου αιώνα. Ο 6ος αιώνας μπορεί να χαρακτηριστεί ως η πιο σημαντική περίοδος στη εξέλιξη του χάλκινου νομίσματος. Αντίθετα ο 7ος αιώνας χαρακτηρίζεται από μια παρακμή στις κοπές των χάλκινων νομισμάτων.
2η Περίοδος: Από τα μέσα του 8ου αιώνα μέχρι τα τέλη του 11ου αιώνα.
Κύριο χαρακτηριστικό αυτής της περιόδου είναι η μείωση των νομισματικών υποδιαιρέσεων. Στα χρόνια της βασιλείας του νικηφόρου Φωκά (963-969) εμφανίζεται ένα νέο χρυσό νόμισμα, το λεγόμενο τεταρτηρό ίδιο σε σχήμα και εμφάνιση με το κανονικό νόμισμα αλλά λίγο ελαφρύτερο από αυτό. Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο αυτής της περιόδου είναι ότι ύστερα από 7 αιώνες περίπου το παραδοσιακό χρυσό βυζαντινό νόμισμα, ο κωνσταντίνιος σόλιδος, χάνει το κύριο χαρακτηριστικό του γνώρισμα, την καθαρότητα των 24 καρατίων σε πολύτιμο μέταλλο. Ήρθε η στιγμή της υποτίμησης του χρυσού βυζαντινού νομίσματος, μια υποτίμηση που θα πρέπει να θεωρηθεί ως το αποτέλεσμα πολλών παραγόντων και -όπως έχει διατυπώσει η Morrison- θα πρέπει να χωριστεί σε δύο φάσεις. Στη φάση της ελεγχόμενης υποτίμησης (1024-1071) και στη φάση της καταστροφικής υποτίμησης.
3η Περίοδος: Από τη βασιλεία του Αλεξίου Α΄ (1081-118) μέχρι το τέλος του 13ου αιώνα.
Σημείο έναρξης αυτής της περιόδου θεωρείται η μεγάλη νομισματική μεταρρύθμιση του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού το 1092. Το υπέρπυροπαίρνει τη θέση του παλιού νομίσματος του λεγόμενου ιστάμενον. Έχει το βάρος του παλιού νομίσματος αλλά η καθαρότητα σε πολύτιμο μέταλλο είναι μικρότερη. Το πρώτο είναι τραχύ, από ήλεκτρο, ένα νόμισμα από κράμα χρυσού και αργύρου. Το δεύτερο είναι το τραχύ από κράμα, ένα νόμισμα από κράμα χαλκού και αργύρου.
4η Περίοδος: Από το 1261-1453.
Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από την έλλειψη χρυσών νομισμάτων και τις τελευταίες κοπές υπέρπυρου που χρονολογούνται γύρω στο 1350. Το 1294 ο Ανδρόνικος Β΄ και ο Μιχαήλ Θ΄ καθιερώνουν το λεγόμενο βασιλικό νόμισμα το οποίο είναι ίδιο με τα ασημένια δουκάτα. Αποτελείται από καθαρό ασήμι και έχει επίπεδο σχήμα. Την περίοδο 1330-1340 το βάρος του νομίσματος αυτού ελαττώνεται και τον 14ο αιώνα τη θέση του την παίρνει ένα καινούργιο αργυρό νόμισμα το σταυράτο. Ταυτόχρονα συνεχίζουν να κυκλοφορούν νομίσματα από κράμα και χάλκινα.
Η έκδοση των βυζαντινών νομισμάτων και η χρήση τους συνοδεύονται από μια σειρά προβλημάτων. Τα προβλήματα αυτά για μας σήμερα γίνονται μεγαλύτερα από το χρόνο και την έλλειψη πηγών, έτσι ώστε να μπορούμε να έχουμε μια πλήρη εικόνα βυζαντινού νομίσματος.
Η αναδρομή αυτή στην εξέλιξη των βυζαντινών νομισματικών εκδόσεων μέσα από ριζικές αλλαγές παρουσιάζουν μια συνειδητοποιημένη νομισματική πολιτική του κράτους εκείνη την εποχή. Επιπλέον τα νομίσματα φέρουν στοιχεία τα οποία υποδηλώνουν συστηματικό και εξελιγμένο έλεγχο της νομισματικής παραγωγής.
Ο αυστηρός έλεγχος παραγωγής και διακίνησης του βυζαντινού νομίσματος συνεπάγεται οργανωμένη μεθόδευση αποτροπής αισχροκερδείας και διαφθοράς του νομίσματος εκ μέρους των πολιτών. Άλλωστε οι γραπτές πηγές επιβεβαιώνουν παρόμοιες μεθοδεύσεις καθ’ όλη τη διάρκεια της αυτοκρατορίας. Το Βιβλίο του Έπαρχου για παράδειγμα αναφέρει ότι οι τραπεζίτες της πρωτεύουσας κατά το 10ο αιώνα δε θα πρέπει «ξέειν ή τέμνειν ή παραχαράττειν» τα νομίσματα. Στα τέλη του 11ου αιώνα ο Κεκαυμένος αποτρέπει το φτωχό πολίτη να γίνει πλούσιος εμπλεκόμενος σε πολυκερδείς τεχνικές, δηλαδή «παραχαράσσειν» και «ψαλιδίζειν» τα νομίσματα και «φαρσογραφείν»και «βούλας επισφραγίζειν και τα τούτοις όμοια».
Ας εξετάσουμε χωριστά κάθε περίπτωση πονηρής αλλοίωσης του βυζαντινού νομίσματος. Η πιο κοινή πρακτική αισχοκέρδειας εκ μέρους των πολιτών ήταν το ψαλίδισμα της περιφέρειας των νομισμάτων. Σε πάπυρο του 4ου αιώνα μαθαίνουμε ότι ο πολίτης Ευδαίμων προσκαλεί στο σπίτι το φίλο του Λογγίνο και του παραγγέλλει να φέρει μαζί την ύαλο- προφανώς ειδικό κοπίδι με ενσωματωμένο κρύσταλλο στην κόψη του- ,ώστε να προβούν στην περικοπή νομισμάτων.
Το κράτος προφανώς από πολύ νωρίς θέσπισε αυστηρούς νόμους για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Στο Θεοδοσιανό Κώδικα διασώζεται νόμος του Κωνσταντίνου Α΄ ο οποίος ως τιμωρία του σχετικού παραπτώματος καθορίζει την ποινή του θανάτου, ποινή η οποία επιβάλλεται επίσης και σε όποιον διοχετεύσει στην αγορά πλαστές απομιμήσεις σόλιδων. Επίσης ο ίδιος κώδικας μας πληροφορεί ότι ο αυτοκράτορας Ιουλιανός το 363 δημιούργησε ειδική τάξη δημοσίων λειτουργών σε κάθε πόλη, τους ζυγοστάτες με κύριο μέλημα την επιδίκαση διαφορών που προέκυπταν μεταξύ συναλλασσομένων από υποψίες μείωσης του μεγέθους των νομισμάτων. Παρόμοιες διευθετήσεις εντοπίζονται στον Ιουστινιάνειο Κώδικα, σύμφωνα με τον οποίο η παραχάραξη του χρυσού νομίσματος εξισώνεται με το παράπτωμα της εσχάτης προδοσίας, καθώς και σε μεταγενέστερες νομοθετικές διατάξεις.
Οι προβλεπόμενες τιμωρίες για τους παραχαράκτες είναι εξαιρετικά αυστηρές. Για παράδειγμα ο νόμος του αυτοκράτορα Κωνστάντιου Β΄ το 343 επιβάλλει την ποινή πυρράς σε όποιον καταγίνεται με παραχάραξη σολίδων, ενώ ταυτόχρονα προβλέπει αμοιβή στον πληροφοριοδότη παραχαρακτών. Στις εκλογές του Λέοντα Γ΄ και του γιού του Κωνσταντίνου Ε΄, που εκδόθηκαν πιθανότατα το Μάρτιο του 741, αναφέρεται ως ποινή το κόψιμο των χεριών. Η ίδια ποινή επαναλαμβάνεται και στον Πρόχειρο Νόμο του Λέοντα ΣΤ΄ Σοφού, όχι μόνο κατασκευαστή πλαστών νομισμάτων και τους άμεσους συνεργάτες του, αλλά και για τον κτηματία, τον οικονόμο ή τον ένοικο σπιτιού στην κατοικία ή την ιδιοκτησία των οποίων έλαβε χώρα η παραχάραξη. Στο ίδιο πνεύμα κινούνται οι αντίστοιχες διατάξεις των Βασιλικών καθώς και οι σχετικές ρυθμίσεις του Επαρχικού Βιβλίου.
Στην περίπτωση παραχάραξης του χάλκινου νομίσματος οι ποινικές επιπτώσεις έχουν ηπιότερο χαρακτήρα, παρουσιάζουν αρκετές διακυμάνσεις και πολλές φορές επηρεάζονται από την κοινωνική τάξη ή επαγγελματική ενασχόληση του παραχαράκτη. Ωστόσο οι ποινές για την παραχάραξη χάλκινων νομισμάτων έπαιρναν αυστηρότερο χαρακτήρα όταν οι εμπλεκόμενοι στο αδίκημα ανήκαν στο υπαλληλικό δυναμικό του επίσημου νομισματοκοπείου. Οδηγούνταν στα δικαστήρια και υποβάλλονταν σε εξαντλητική ανάκριση για να φανερώσουν συνεργάτες και βοηθούς ενώ οι πληροφοριοδότες καταξιώνονταν με αμοιβές χρηματικές ή ακόμη με την απόκτηση της, ελευθερίας τους όταν αυτοί ανήκαν στην τάξη των δούλων.
Οι αυστηρές ποινές απαριθμούνται στα νομικά κείμενα καθ’ όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ήδη από την πρώιμη εποχή του Μ. Κωνσταντίνου, υποδηλώνουν ότι το αδίκημα της παραχάραξης ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένο. Ωστόσο για μια ακόμη φορά η νομισματική μαρτυρία παραμένει αρνητική. Κίβδηλα νομίσματα της βυζαντινής περιόδου δύσκολα εντοπίζονται σε μουσειακές ή ιδιωτικές συλλογές. Αυτό πιθανόν να οφείλεται τόσο στην αποτελεσματικότητα του κρατικού ελέγχου, όσο και στη διορατικότητα και την εξυπνάδα του κατόχου των νομισμάτων, που θα πρέπει να ήταν ιδιαίτερα ενημερωμένος για τις βρώμικες πρωτοβουλίες συμπολιτών του.
Ο πολίτης, ο τραπεζίτης, αγωνιά για την τύχη του πλούτου του, προσπαθεί να διασφαλίζει και να προστατεύει το «κομπόδεμά» του. μέσα σε αυτό το πλαίσιο αυτοπροστασίας γεμίζει την επιφάνεια των χρυσών ή ακόμη και των αργυρών νομισμάτων του με δυσνόητα χαράγματα (graffiti), που μόνο αυτός ξέρει και μπορεί να αποκρυπτογραφήσει. Αυτά άλλοτε αποδίδουν τα αρχικά του ονόματός του ή αποτελούν μυστικά σύμβολα του επαγγέλματος ή της καταγωγής του και ακόμη προσωπικούς υπολογισμούς και μετρήσεις. Σύμβολα που φέρουν οπωσδήποτε την προσωπική σφραγίδα εγκυρότητας. Η πράξη αυτή, βέβαια θεωρείται αξιόποινη από το κράτος που έχει την απόλυτη δικαιοδοσία του τον έλεγχο παραγωγής του νομίσματος. Ωστόσο ο πολίτης θέλει να εξασφαλίσει αυτό που αυτός θεωρεί ανόθευτο. Το κράτος αμφισβητεί αυτή την πρωτοβουλία, σε μια προσπάθεια να κατοχυρώσει και να προστατεύσει τους περισσότερους πολίτες από αμφισβητήσεις και τάσεις αποσταθεροποίησης.
Τα βυζαντινά χρυσά νομίσματα αποκτούσαν συνεχώς μεγαλύτερη σπουδαιότητα στην οικονομική ζωή της Μεσογείου μέχρι τη νόθευσή τους από τον 10ο αιώνα.
Κατά τον 5ο και 6ο αιώνα, οι βυζαντινοί σόλιδοι συσσωρεύτηκαν στην περιοχή της Βαλτικής, αναμφίβολα για την πληρωμή γουναρικών και κατά τον 6ο και 7ο αιώνα σόλιδοι λίγο ελαφρύτεροι συγκεντρώθηκαν στη Γαλλία στις Κάτω Χώρες, στη Σκανδιναβία, τη Γερμανία, στα Βαλκάνια, στη Ρωσία, την Ανατολική Μεσόγειο και τη Βόρεια Αφρική. Στις δύο τελευταίες περιοχές τα βυζαντινά χρυσά νομίσματα είχαν να ανταγωνιστούν από τον 7ο αιώνα και μετά, τη συνεχώς αυξανόμενη κοπή των χρυσών αραβικών δηναρίων.
Τα αποθέματα της αυτοκρατορίας σε πολύτιμα μέταλλα, σε χρυσό και άργυρο, ήταν αρκετά. Είναι πραγματικά χαρακτηριστική η συχνή μνεία των πολύτιμων μετάλλων στον Θεοδοσιανό και στον Ιουστινιάνειο Κώδικα. Τα πρόστιμα εκφράζονται σε ποσότητα αργύρου από την εποχή του Κωνσταντίου σε χρυσό από το 379 και κυμαίνονται μεταξύ 20 και 100 λίτρων. Οι απολαβές των ανώτατων υπαλλήλων σε χρυσό και άργυρο είναι εντυπωσιακές.
Άλλες πληροφορίες μαρτυρούν επίσης για τη σχετική αυτή αφθονία στην Αντιόχεια, το 386, ο δεσμοφύλακας αποσπά από κάθε φυλακισμένο ένα χρυσό νόμισμα κάθε μέρα. Οι διάδικοι που άλλοτε προσέφεραν δώρα στους δικαστές σε είδος τώρα, τους προσφέρουν χρυσό και άργυρο. Ο Θεοδόσιος, το 381 απαγορεύει στους ιδιώτες να δανείζονται χρυσό από τα δημόσια ταμεία. Ο νόμος του 386 ορίζει το ανώτατο ποσό χρυσού και αργύρου που επιτρέπεται να φορτωθεί στις ταχυδρομικές άμαξες σε 50 λίτρες χρυσού και 1000 αργύρου για το δημόσιο, σε 30 λίτρες χρυσού και 50 λίτρες αργύρου για τους ιδιώτες. Στη διαθήκη του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού αναγράφονται κληροδοτήματα σε χρυσό.
Οι πραγματικές βάσεις του νομισματικού συστήματος του βυζαντινού κράτους μπαίνουν από τον Μ. Κωνσταντίνο που επέβαλε το χρυσό κανόνα. Τη βάση του νέου αυτού νομισματικού συστήματος αποτελεί το χρυσό νόμισμα ο «χρύσινος» ή το «νόμισμα» (solidus). Η καθαρότητα του τίτλου και η σταθερότητα του βάρους του χρυσού νομίσματος θα εξασφαλίσουν την υπεροχή του βυζαντινού νομίσματος στη διεθνή αγορά από αιώνες.
Κατά τη βασιλεία του Αναστασίου ξοδεύτηκαν τεράστια ποσά για έργα όπως τα τείχη της Κωνσταντινούπολης ή την οχύρωση και την ανακαίνιση του Δάρας στην Ανατολή. Παρ’ όλα αυτά ο παλιός αυτός διοικητικός υπάλληλος που έγινε αυτοκράτωρ, αποδείχθηκε μεγαλοφυής αφού κατόρθωσε να ανορθώσει τα οικονομικά του ανατολικού κράτους σε σημείο ανεπανάληπτο.
Το νομισματικό σύστημα που στηριζόταν στις μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού και του Κωνσταντίνου ήταν πολεμικό. Τα αγαθά περνούσαν από τις διάφορες βαθμίδες συναλλαγής χωρίς παρεμβολή από το νόμισμα και αυτό περιόριζε αρκετά τη νομισματική κυκλοφορία. Το κράτος που διέθετε το «νόμισμα» διέθετε επίσης και συναλλακτικό χρήμα χάρη στην κρατική αγορά.
Τα αργυρά και χάλκινα κέρματα, υποδιαιρέσεις του χρυσού νομίσματος πάθαιναν συνεχώς υποτιμήσεις ή ανατιμήσεις και η κυκλοφορία τους μεγάλωνε μαζί με τα κρατικά χρέη. Εξάλλου, το νόμισμα για συναλλαγές δε μπορεί να διατηρηθεί παρά μόνο σ’ ένα κράτος ικανό να επιβάλλει την κυκλοφορία του. Μόλις μειωνόταν η κρατική εξουσία σε μια επαρχία εξαφανιζόταν εκεί το συναλλακτικό χρήμα. Αυτό ακριβώς το κακό κατόρθωσε να θεραπεύσει ο Αναστάσιος μετά την κατάπνιξη της ανταρσίας των Ισαύρων το 498. Ολόκληρη η οικονομική πολιτική του Αναστασίου ήταν προσανατολισμένη προς τα φτωχά στρώματα και ευνοούσε την ανάπτυξη του εμπορίου και της βιοτεχνίας. Η πληρωμή των φόρων γινόταν με τα πραγματικά κυκλοφορούντα «νομίσματα» και τις υποδιαιρέσεις τους.
Από τα μέσα του11ου αιώνα είναι έκδηλα τα σημάδια της οικονομικής κρίσης. Εμφανίζονται με τη διαταραχή του νομισματικού συστήματος. Η νομισματική κυκλοφορία της περιόδου αυτής χαρακτηρίζεται από πραγματικό χάος που περιγράφεται με ζωντανά χρώματα στη φοροτεχνική πραγματεία που ονομάζεται «Νέα Λογαρική».
Από το δεύτερο μισό του 10ου αιώνα, όπως αναφέραμε παραπάνω, μπαίνει σε κυκλοφορία παράλληλα με το παλαιό χρυσό solidus, ένα άλλο χρυσό νόμισμα το «τεταρτηρόν» λίγο ελαφρύτερο από το πρώτο. Εκτός από την εμπορική σκοπιμότητα που εξυπηρετούσε η έκδοση του «τεταρτηρού» σύμφωνα με την αντίληψη των χρονογράφων της εποχής η έκδοσή του είχε σκοπό την αύξηση των εσόδων του δημόσιου ταμείου αφού η εισφορά προς το κράτος θα εισπράττονταν με το βαρύ νόμισμα και οι δημόσιες πληρωμές θα γινόταν με το ελαφρύτερο. Οι δύο τύποι των χρυσών νομισμάτων, το βαρύτερο χρυσό νόμισμα και το ελαφρύτερο «τεταρτηρόν» συνεχίζουν να εκδίδονται αλλά το καθένα έχει διαφορετική εξωτερική μορφή ώστε να διακρίνονται εύκολα.
Από την εποχή του Κωνσταντίνου Θ΄ του Μονομάχου για πρώτη φορά στην ιστορία της αυτοκρατορίας αρχίζει μια συνεχής αλλοίωση του τίτλου καθαρότητας όλων των χρυσών νομισμάτων. Τα νομίσματα περιέχουν ολοένα μικρότερη ποσότητα χρυσού και μεγαλύτερη ποσότητα άλλων μετάλλων.
Το δεύτερο μισό του 11ου αιώνα βρίσκεται στην κυκλοφορία πλήθους «νομισμάτων» με διαφόρους τίτλους καθαρότητας και με διαφορετική μεταλλική σύνθεση. Η σχέση μεταξύ των νομισμάτων αυτών μεταβάλλεται συνεχώς και δημιουργεί πραγματικό χάος στην αγορά. Έτσι χωρίς αμφιβολία η εσωτερική συνοχή του νομισματικού συστήματος έχει κλονιστεί. Αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι σε έγγραφα, που αφορούν πληρωμές μισθών ή φόρων, οι συντάκτες αισθάνονται την ανάγκη να προσδιορίσουν ακριβώς το νόμισμα με το οποίο θα γίνονται οι πληρωμές.
Η νομισματική αταξία φανερώνει μια γενικότερη οικονομική κρίση για την οποία οι πληροφορίες των πηγών της εποχής δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία. Δίπλα στην αύξηση των εσόδων του κράτους, με τον ολοένα μεγαλύτερο αριθμό υπαλλήλων και τις χωρίς φειδώ παραχωρήσεις των κρατικών εσόδων σε προνομιούχους ιδιώτες, εκκλησιαστικούς και λαϊκούς, μαρτυρείτε η ελάττωση της αγροτικής παραγωγής.
Η έλλειψη χρημάτων για την στρατολογία μισθοφόρων, προκειμένου να αντιμετωπίσει την επίθεση των Νορμανδών, ανάγκασε τον Αλέξιο Α΄ Κομνηνό να καταφύγει στη δήμευση των εκκλησιαστικών περιουσιών (ιερών σκευών) για την κοπή νομισμάτων. Για τον ίδιο σκοπό επίσης αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει τον χαλκό και τα πολύτιμα μέταλλα μερικών δημοσίων έργων. Είναι βέβαιο ότι ο Αλέξιος Α΄ Κομνηνός εξέδωσε νέο χρυσό νόμισμα με σχετικά υψηλό τίτλο καθαρότητας που διατηρήθηκε ως το τέλος της περιόδου (1204).
Ανακεφαλαιώνοντας, μπορούμε να πούμε ότι ο έλεγχος στη νομισματική πολιτική από τους αυτοκράτορες, βοήθησε το Βυζαντινό Κράτος στην οργάνωση της οικονομικής και κοινωνικής ζωής, δηλαδή την αποτροπή αισχροκέρδειας και διαφθοράς, τον έλεγχο της παραγωγής και διακίνησης των προϊόντων, την αποτροπή θησαυρισμού με παραχάραξη νομισμάτων. Η οικονομική ανάπτυξη ή η κρίση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας είχε άμεση αντανάκλαση, όπως άλλωστε αυτό είναι αναμενόμενο, στη χρήση και στην αξία του νομισματικού συστήματος.