Το Βυζάντιο ως κρατικό μόρφωμα και η Ορθόδοξη παράδοση συνδέονται στενά. Ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία του βυζαντινού πολιτισμού είναι η πνευματικότητα.
Ωστόσο, η καθημερινότητα της ζωής των απλών ανθρώπων, τα Ψήγματα Βυζαντινού πολιτισμού της καθημερινότητας στις ποικίλες Όψεις της Βυζαντινής κοινωνίας, τα κοινωνικά προβλήματα, η σημασία της μόρφωσης στο μοναχισμό, η σημασία της εγγραμματοσύνης στην κοινωνική ζωή, το διαζύγιο και ο βιασμός, ο υπόκοσμος και οι φυλακές, η επαιτεία-ζητιανιά δεν μπορούν επ’ ουδενί να παραβλεφτούν από το μελετητή. Το Βυζάντιο αποτελεί επίσης ένα αναγκαίο συστατικό της σύγχρονης ελληνικής ταυτότητας. Τα τελευταία πενήντα χρόνια έχουμε δει στον Δυτικό Κόσμο μιαν αξιοσημείωτη ανάπτυξη των βυζαντινών σπουδών, σύμφωνα με τις οποίες το Βυζάντιο εκπροσωπεί μια συνέχεια επιλεγμένων στοιχείων της κλασικής παράδοσης, με όρους συνέχειας παρά αντίθεσης. \
Μόρφωση και μοναχισμός, η σημασία της εγγραμματοσύνης στο Βυζάντιο
Σύμφωνα με τα καθιερωμένα, εθιμικώ και τυπικώ δικαίω, όταν ο ηγούμενος καταλάβαινε ότι πλησίαζε η τελευταία του στιγμή, καθόριζε τρεις υποψηφίους, τους πιο άξιους κατά την εκτίμησή του, ανάμεσα στα μέλη της μοναστικής κοινότητας, από τους οποίους η κοινότητα έπρεπε να εκλέξει τον έναν. Συνέβαινε, όμως, ορισμένες φορές οι μοναχοί να μη λαβαίνουν υπ’ όψιν τους τις υποδείξεις αυτές και να γίνονται επιλογές απίθανες, «απείρου κάλλους» κατά το κοινώς λεγόμενο, με τις οποίες τοποθετούνταν επικεφαλής της μονής άτομα τελείως αμόρφωτα και ακαλλιέργητα, που δεν γνώριζαν ούτε γραφή ούτε ανάγνωση. Ωστόσο τέτοια πρόσωπα αρκετές φορές έχαιραν μεγάλης συμπάθειας και εξαιρετικής δημοφιλίας. Το γεγονός αυτό υποχρέωσε τον Πατριάρχη Νικόλαο Γραμματικό (1084-1111) να συστήσει με επείγουσα εγκύκλιο στις θρησκευτικές κοινότητες να μην εκλέγουν αναλφάβητους ηγουμένους.
Το πιο σημαντικό πρόσωπο της μονής ύστερα από τον ηγούμενο, ήταν ο οικονόμος, άμεσος και στενός συνεργάτης αυτού. Ο οικονόμος είναι επιφορτισμένος με όλη τη διαχείριση της μοναστικής περιουσίας και κοινότητας. Αν η τελευταία κατέχει κτήματα- κι αυτή ήταν η πιο συχνή περίπτωση-τα διαχειρίζεται και εποπτεύει τους εργάτες που εργάζονται σε αυτά. Την εποχή του θερισμού και του τρύγου στέλνει στα κτήματα ομάδες μοναχών, για να διευθύνουν την πορεία των εργασιών και στην ανάγκη να συμμετάσχουν σε αυτές. Στην αρμοδιότητά του ανήκει η τρομερά πολύπλοκη λογιστική εργασία των μοναστηριακών επιχειρήσεων, οι λεπτεπίλεπτες σχέσεις με το δημόσιο ταμείο, που είναι ένας εχθρός πονηρός και ειδικευμένος στο να στήνει παγίδες. Τέλος αναλαμβάνει τη δικαστική εκπροσώπηση της κοινότητας στις πολλές δίκες, με τις οποίες τα μοναστήρια διεκδικούν περιουσιακά στοιχεία από τους γείτονες και τους πελάτες τους.
Στον εκκλησιάρχη η μονή συνήθως εμπιστευόταν τη φύλαξη του πολύτιμου υλικού που ανήκει στην εκκλησία της μονής, τα λειτουργικά βιβλία, τις «λειτουργικές»-άγιες εικόνες, τα ιερά σκεύη, τα διάφορα κοσμήματα. Ο χαρτοφύλακας μεριμνά με τη σειρά του για το αρχείο του μοναστικού οίκου. Κατά την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα και το Μεσαίωνα, δυτικό και βυζαντινό, στις μοναστηριακές βιβλιοθήκες, συντελούνταν μια πραγματική πνευματική κοσμογονία: με τον πλούτο των συγγραμμάτων τους, τα προνόμια και τους ισχυρούς συνδέσμους τους με τους ισχυρούς της κάθε περιόδου, συντέλεσαν σε αξιόλογες πνευματικές κινήσεις, πολύπροπα ευεργετικές για τις αντίστοιχες ανθρώπινες κοινωνίες. Κατά τη Βυζαντινή μάλιστα εποχή, οι μονές με τις πλούσιες συλλογές χειρογράφων, κωδίκων που προέρχονταν από ποικίλα βιβλιογραφικά εργαστήρια, πολύτιμων αντικειμένων λατρείας και τέχνης, έπαιξαν καταλυτικό ρόλο σε κάθε βυζαντινή αναγέννηση των γραμμάτων, σε όλους τους βυζαντινούς «ανθρωπισμούς» που εν είδει προανάκρουσης άνοιγαν ένα πρώιμο μονοπάτι στην Μεγάλη, Ιταλική Αναγέννηση. Αργότερα, όταν τα προϊόντα της τυπογραφίας κυκλοφόρησαν και στην υπόδουλη στους Τούρκους «Ανατολή», οι μοναστηριακές μας βιβλιοθήκες εμπλουτίστηκαν και με έντυπο υλικό. Παρά τις καταστροφές και τις λεηλασίες που επακολούθησαν, διέσωσαν χιλιάδες χειρόγραφα, σπάνια και λεπτουργημένα, αληθινά μνημεία του πνεύματος, της τέχνης, του πολιτισμού.
Διαζύγιο και βιασμός
Ο βυζαντινός νομοθέτης προβλέπει για τις άπιστες συζύγους ατιμωτικό διαζύγιο με την ακόλουθη νομική διατύπωση: «δεν είναι δίκαιο αυτός που παντρεύτηκε μια γυναίκα για να απολαύσει τις χαρές ενός τίμιου γάμου, να είναι υποχρεωμένος να αναγνωρίζει ως σύζυγό του αυτή που διάψευσε τις προσδοκίες του, που παραβίασε τις συζυγικές της υποχρεώσεις και που παραδόθηκε χωρίς ντροπή στον εναγκαλισμό ενός άλλου…». Αυτό ίσχυε για τις παντρεμένες γυναίκες.
Η στάση του Βυζαντινού νομοθέτη απέναντι στην πράξη του βιασμού είχε υποστεί στη διάρκεια των αιώνων μια πολύ ενδιαφέρουσα εξέλιξη από κοινωνικής απόψεως. Οι Ίσαυροι αυτοκράτορες του 8ου αιώνα δείχτηκαν απέναντί της σχετικά επιεικείς. «Εκείνος που θα βιάσει μια παρθένα, δηλώνει η 17η διάταξη της «Εκλογής», με τη συγκατάθεσή της, αλλά χωρίς οι γονείς της να το γνωρίζουν, αν θελήσει να την παντρευτεί κι αν οι γονείς συγκατατίθενται δε θα βρει αντιμέτωπο το νόμο. Αν όμως οι γονείς ή κάποιος από τους αντίδικους αρνείται να δώσει τη συγκατάθεσή του, ο βιαστής υποχρεώνεται, αν είναι πλούσιος, να δώσει στη διακορευμένη κόρη μια λίβρα χρυσού. Αν είναι λιγότερο πλούσιος, θα δώσει τη μισή περιουσία του κι αν είναι τελείως φτωχός, θα του ξυρίσουν το κεφάλι κι αφού του δώσουν μερικούς ραβδισμούς, θα τον εξορίσουν».
Υπόκοσμος και φυλακές: οι φυλακές στο Βυζαντινό κράτος
Υπήρχαν στο Βυζάντιο ιδιωτικές φυλακές, στις οποίες ένα πρόσωπο με μεγαλύτερη ή μικρότερη επιρροή, φυλάκιζε χωρίς να υπάρχει δικαστική απόφαση άτομα που είχαν συνωμοτήσει εναντίον του. Επίσημα δεν επιτρεπόταν εκ του νόμου να λειτουργούν αυτά τα ιδιωτικά σωφρονιστικά ιδρύματα και ο νόμος καταδίκαζε αυτόν που έκλεινε κάποιον σε ιδιωτική φυλακή επί ποινή φυλακίσεως. Στην πράξη, όμως, αυτές οι συνήθειες που εδράζονται στην επιβολή του δικαίου του ισχυρότερου, διατηρήθηκαν μέχρι το τέλος της ζωής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Οι φυλακές κοινού ποινικού δικαίου διαχωρίζονται σε δύο κατηγορίες: εξωτερικές και εσωτερικές. οι πρώτες (εξώτεραι φυλακαί) , οι οποίες φωτίζονταν από το φως της ημέρας, προορίζονταν για τους προνομιούχους φυλακισμένους, που δεν ήταν δεμένοι με αλυσίδες. Οι δεύτερες (εσώτεραι ή ενδότεραι) ήταν βυθισμένες σε σχεδόν ολοκληρωτικό σκοτάδι. Μόνο οι διάδρομοι φωτίζονταν από ένα αμυδρό λύχνο λαδιού. Οι ειρκτές ήταν γεμάτες από καταδίκους. Οι φυλακισμένοι βρώμικοι, τυλιγμένοι με κουρέλια, γεμάτοι ψείρες, δεμένοι με αλυσίδες από ένα πάσσαλο, ξάπλωναν κατάχαμα, στο κρύο έδαφος.
Στις φυλακές δεν υπήρχαν μόνο κλέφτες. Έβλεπε κανείς δολοφόνους ανακατεμένους με χρεοφειλέτες, με μοιχούς, με μάγους, με επιτήδειους χαρτοκλέφτες, με τρελλούς και πνευματικά ή διανοητικά διαταραγμένους που έμεναν στη φυλακή αν η οικογένειά τους δεν ενδιαφερόταν γι αυτούς. Γυναίκες δεν υπήρχαν στις φυλακές. Αν παρουσιαζόταν περίπτωση που έπρεπε να τις περιορίσουν, τις έκλειναν σε μοναστήρι.
Οι επισκέπτες των συγγενών επιτρέπονταν υπό τον όρο ότι προηγουμένως θα δωροδοκούσαν αδρά, σε είδος και χρήμα, τους φύλακες. Οι τελευταίοι βρίσκονταν κάτω από τις διαταγές ενός αρχιφύλακα, ο οποίος έστελνε τους κρατουμένους να ζητιανέψουν στην πόλη. Όταν επέστρεφαν, τους έπαιρνε όλα τα χρήματα που τους έδιναν οι φιλεύσπλαχνοι διαβάτες, με το πρόσχημα ότι έπρεπε να πληρώσουν την τροφή που τους παρείχε η φυλακή. Οι δραπετεύσεις συνήθως τιμωρούνταν με θάνατο. Οι φύλακες που, είτε από συγκατάβαση είτε από απροσεξία, θεωρούνταν υπεύθυνοι για τη δραπέτευση, καταδικάζονταν στην ποινή της ειρκτής. Ο αρχιφύλακας τιμωρούνταν μόνο με μαστίγωση.
Στην εποχή των Κομνηνών εμφανίζεται μια τάση εξανθρωπισμού του θεσμού των φυλακών. Πλέον, οι καθημερινοί περίπατοι στο φως της ημέρας επιτρέπονται. Επιθεωρητές (ένα είδος κοινωνικών λειτουργών) επιφορτίζονται με την υποχρέωση να επισκέπτονται τις φυλακές κάθε Κυριακή και να ρωτούν τους κρατουμένους αν τους χορηγείται το καθορισμένο για αυτούς φαγητό. Μπορούσε επίσης να διαταχθεί η προσωρινή απόλυση του κρατουμένου όταν η δίκη του αργούσε πολύ, στην περίπτωση φυσικά που δεν κατηγορούνταν για φόνο.
Η επαιτεία-ζητιανά στο Βυζάντιο
Μετά τους κλέφτες και τους λοιπούς ποινικούς καταδίκους, ας εξετάσουμε τη θέση των ζητιάνων στη βυζαντινή κοινωνία. Οι ζητιάνοι αποτελούσαν κυριολεκτικά «συντεχνία», που τη διαμόρφωναν όσοι χαρακτηρίζονταν από τη βυζαντινή διοίκηση ως «πένητες». Σε αυτή την κοινωνική κατηγορία ανήκαν κυρίως ζητιάνοι, τα ορφανά μικρής ηλικίας που ήταν ουκ ολίγα λόγω πολέμων, δηώσεων και λοιμών-λιμών, οι εξασθενημένοι γέροι και γενικά οι άνθρωποι που ήταν ανίκανοι να εργαστούν και δεν είχαν τα μέσα να θρέψουν την οικογένειά τους.
Οι εκκλησιαστικές αρχές είχαν αναγνωρίσει από παλιά στο Βυζάντιο το «επάγγελμα» του ζητιάνου. Αυτή η ιδιότητα αναγνωριζόταν και γινόταν αποδεκτή με τα ίδια δικαιώματα που είχαν και οι άλλοι υπάλληλοι των εκκλησιαστικών υπηρεσιών, απολαμβάνοντας της υλικής βοήθειας της εκκλησίας. Η μέθοδος και οι τρόποι, όμως, της επαιτείας που χρησιμοποιούνταν, οδηγούσε στο να διαμορφώνεται ανάμεσα σ΄αυτούς τους δυστυχισμένους ανθρώπους μια παράξενη ιεραρχία: υπήρχε πρώτα η κατηγορία των «βοηθουμένων» που είχε εξελιχθεί σε ομάδα μικροεισοδηματιών, οι οποίοι εξασφάλιζαν έτσι το καθημερινό τους ψωμί κι ένα καταφύγιο για να κοιμούνται-όσο πενιχρά κι αν ήταν αυτά-σε αντάλλαγμα μερικών μικρουπηρεσιών που προσέφεραν. Μέσα στα καθήκοντά τους, ίσως το κυριότερο, ήταν το να στέκονται ομαδικά στην είσοδο της εκκλησίας κατά τη διάρκεια των θρησκευτικών εορτών, να παρευρίσκονται κανονικά κατά τη διάρκεια της θείας λειτουργίας και να αντιδρούν με έντονο πάθος στα συγκινητικά μέρη του κηρύγματος. Αποκτώντας με τον τρόπο αυτό μια κοινωνική χρησιμότητα, ζούσαν με έξοδα της εκκλησίας μια απλή ζωή χωρίς στερήσεις.