Τα προβλήματα και οι παθογένειες του Ελληνικού πολιτικού συστήματος δεν είναι σημερινό φαινόμενο.
Τα αρχηγικά κόμματα, η οικογενειοκρατία, η διαφθορά, ο καιροσκοπισμός και η ανικανότητα των πολιτικών δυστυχώς χαρακτήριζαν την Ελληνική πολιτική ζωή και πολύ πριν τη μεταπολίτευση και την 3η Ελληνική Δημοκρατία. Το κείμενο που ακολουθεί και το οποίο παρατίθεται αυτούσιο, είναι μια ψύχραιμη και καθαρή φωνή από το παρελθόν η οποία έρχεται όχι μόνο να σχολιάσει και να στιγματίσει τα κακώς κείμενα, αλλά και να υπογραμμίσει την αξία της ιστορίας.
... Θα επανέλθωμεν επί του θέματος του εθνικισμού: Από πολλών δεκαετηρίδων ευρισκόμεθα εις την Ελλάδα πρό μιας διαρκούς σύγκρουσης δύο εθνικισμών. Του Κρατικού ή καθεστωτικού εθνικισμού και του Ελληνικού-Λαϊκού εθνικισμού. Και εις τους δύο αυτούς θα πρέπει να προσθέσωμεν και τον «κομματικόν εθνικισμόν». Ο Βασιλεύς συνταυτίζεται με ένα πολιτικόν κόμμα, μίαν παράταξιν ή καθεστώς δικτατορικόν, και εν συναρτήσει με τα Μοναρχικά του συμφέροντα ή επιδιώξεις, εγείρει την ιδικήν του δομήν του «εθνικισμού», του οποίου μόνος αυτός είναι ο εκφραστής, ο εμπνευστής, ο αρχιτέκτων, του Κρατικού και του Ελληνικού οικοδομήματος. Το καθεστώς της 4ης Αυγούστου επέβαλεν τον καθεστωτικόν του εθνικισμόν. Όσοι δεν ήταν φίλοι του καθεστώτος τούτου, δεν ήσαν Έλληνες, ούτε και άξιοι της πατρίδος. Ο Ι. Μεταξάς είναι ο ενσαρκωτής του Γ’ Ελληνικού Πολιτισμού!!! Το ένα ή το άλλο μεγάλο πολιτικόν Κόμμα –ακόμα και το ΚΚΕ- είναι Κόμματα προσωποπαγή, υπό ένα Αρχηγό. Έτσι ο Αρχηγός διαμορφώνει, αντί προγράμματος πολιτικού, ιδίαν δομήν εθνικισμού. Τίτλοι Κομμάτων, πολιτικά προγράμματα, είναι φωτειναί επιγραφαί διαφημίσεως και παραπλανήσεως. Όλα τα προγράμματα των Κομμάτων είναι πανομοιότυπα. Το Λεξιλόγιον αλλάζει μόνον. Ευρέθημεν παρόντες κατά τη συζήτησιν και σύνταξιν ενός πολιτικού προγράμματος μεγάλου Κόμματος. Και ο «Αρχηγός» υπογραμμίζει: «Πρέπει να βάλουμε και ολίγον σοσιαλισμόν και ολίγον επαναστατικόν περιεχόμενον...».
Άλλωστε αυτό το «πανομοιότυπον» έχει ένα πλεονέκτημα: Ο «πολιτικός», αφ’ ής έχει δια της ευνοίας του Αρχηγού εκλεγή βουλευτής και γίνει και υπουργός, αποκτά το δικαίωμα και την ευχέρειαν να μετακινήται, για να εκλεγή βουλευτής, εφ’ όλης της κλίμακος των πολιτικών κομμάτων. Μόνο εις την Ελλάδα έχει γίνει παράδοσις, η πολιτική διαδρομή, από το δεξιωτέρου εις το αριστερώτερον κόμμα και τανάπαλιν. Χθες ήτο στέλεχος του ΚΚΕ, σήμερον γίνεται υπουργός της 4ης Αυγούστου. Σήμερα συνεργάτης του Κατακτητού και υπουργός της Δοσιλόγου Κυβερνήσεως των Αθηνών. Αύριο θα είναι και πάλι «βασιλόφρων» αφού κατά τη διάρκεια της Κατοχής εξύβρισε τον Βασιλέα. Προχθές ήτο ανώτατος στρατιωτικός στήριγμα της Μοναρχίας και της 4ης Αυγούστου. Αύριον θα είναι ανώτατος στρατιωτικός του ΕΛΑΣ, και μεθαύριον και πάλι Βασιλόφρων και Υπουργός Δεξιάς Κυβερνήσεως. Χθες ήτο σοσιαλιστής-δημοκράτης, λυσσαλέος αντιμοναρχικός και υποψήφιος πρωθυπουργός του ΕΑΜ, απειλών να αιματοκυλίση την Ελλάδα, «εάν επιστρέψει ο Γεώργιος». Αύριον θα είναι Πρωθυπουργός της Δεξιάς και του Βασιλέως και θα χύσει αίμα, θα διχάσει την Ελλάδα δια να επιστρέψει η Μοναρχία. Τα παραδείγματα είναι άπειρα. Μέχρι και σήμερον ακόμη.
Ο πολιτικός καιροσκοπισμός, που κατέρχεται μέχρι και του επιπέδου του πολιτικού τυχοδιωκτισμού ή «κοντοτιερισμού», συνεχίζεται και θα συνεχισθή αν δεν ανανεωθεί κατά τον δημοκρατικό τρόπον, βαθμιαίως αλλά σταθερώς η πολιτική ηγεσία. Εις την ρευστότητα αυτήν της πολιτικής συνειδήσεως, εις τον άκρατον καιροσκοπισμόν, οφείλομεν πολλά κακά:
α) διότι ο Έλλην ψηφοφόρος δεν έχει να εκλέξει μεταξύ πολιτικών προγραμμάτων, ή να διακρίνει τη διαφοράν των, αντί να ψηφίση, καταψηφίζει το Κόμμα ή την παράταξιν που ευρίσκεται εις την Εξουσίαν. Καταψηφίζει, δηλαδή, και τον τρόπο ασκήσεως της Εξουσίας και την μή εφαρμογήν του ελαχίστου πολιτικού προγράμματος που υπεσχέθη το Κόμμα ή η Παράταξις, μετά τας εκλογάς, δια της εκλογικής επιτυχίας, ανήλθεν εις την Εξουσίαν.
β) διότι ο Λαός καταψηφίζει (και δεν ψηφίζει) πρέπει να ευρεθώμεν υπό το ένα ή το άλλον πολιτικόν προσωπείον, και με άλλα εντυπωσιακά συνθήματα αλλά χωρίς περιεχόμενον, εις τον πολιτικόν χώρον που θα ψηφισθή δια να καταψηφισθή ο άλλος.
Και υπεράνω όλων υπάρχει «ο εθνικισμός» και «η εθνικοφροσύνη». Υπό το μανδύα αυτόν γίνεται η πολιτική μετατόπισις, εις τρόπον ώστε ο καθιερωθείς «πολιτικός» να ευρεθή και πάλιν «κοινοβουλευτικώς» ή και δικτατορικώς, εις την πυραμίδα της Εξουσίας.
Τέλος, εις την Ελλάδα έχει, εκ των πραγμάτων, καθιερωθή και ένας άλλος «θεσμός-προνόμιον»: Δεν έχομεν μόνο κληρονομικήν Μοναρχίαν. Αλλά έχομεν και πολιτικήν κληρονομικήν διαδοχήν. Δι’ ευνόητους λόγους αποφεύγομεν τα ονομαστικά παραδείγματα. Έτσι άλλωστε έχομεν μόνο τον «κοινοβουλευτισμόν» μια εναλασσόμενης εις την Εξουσίαν πολιτικής ηγεσίας –ας το είπωμεν, πολιτικού Συνεταιρισμού- η οποία πολύ απέχει από αυτό που αποκαλείται δημοκρατική διάρθρωσις ενός πολιτικού Κόμματος, ή πολιτικών Κομμάτων που βασίζονται επί της πραγματικής Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, από της βάσεως μέχρι της κορυφής. Το πολιτικόν αυτό καθεστώς έχει άλλωστε ώς συνέπειαν την εύκολον εναλλαγήν εις την Εξουσίαν «Κοινοβουλευτικών» και δικατορικών καθεστώτων....
Το παραπάνω απόσπασμα είναι γραμμένο κάπου στις αρχές της δεκαετίας του 1970 και αναφέρεται στην περίοδο πριν, κατά και μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Με τραγικά λίγες μόνο τροποποιήσεις θα μπορούσε να είναι ένα κείμενο προβληματισμού για τη σημερινή πολιτική κατάσταση.
Το απόσπασμα προέρχεται από το εξαιρετικής ιστορικής και πολιτικής αξίας βιβλίο του Κομνηνού Πυρομάγλου «Ο Δούρειος Ίππος: η εθνική και πολιτική κρίσις κατά την κατοχή», εκδόσεις ΔΩΔΩΝΗ, 1978.