Από τα μέσα της δεκαετίας του 50 μέχρι το 2019 κατασκευάσθηκαν 531 υποβρύχια, 26 πολεμικά πλοία και 10 πλοία του εμπορικού ναυτικού, με τη χρήση πυρηνικής ενέργειας για πρόωση.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα 789 πυρηνικοί αντιδραστήρες να βρεθούν να λειτουργούν στις θάλασσες του κόσμου.
Από αυτούς, οι 208 είναι ακόμα σε λειτουργία, 177 σε υποβρύχια (Υ/Β), και 31 σε σκάφη επιφανείας. 13-19 πυρηνικοί αντιδραστήρες είναι στο βυθό των ωκεανών ως συνέπεια ατυχημάτων μαζί με τα πυρηνικά όπλα που έφεραν τα χαμένα υποβρύχια (Ατυχήματα πυρηνικών υποβρυχίων), ή έχοντας σκόπιμα απορριφθεί. Τέλος, 562 πυρηνικοί αντιδραστήρες από τα παροπλισμένα υποβρύχια και σκάφη επιφανείας απαιτούν ειδική διαχείριση, όπως και απροσδιόριστες ποσότητες ραδιενεργών αποβλήτων (εξασθενημένο πυρηνικό καυσιμο) που προκύπτουν κατά τους περιοδικούς ανεφοδιασμούς των αντιδραστήρων.
Τα κατασκευαστικά και επιχειρησιακά δεδομένα που αφορούν τα πυρηνοκίνητα υποβρύχια έχουν παρουσιαστεί αναλυτικά στο άρθρο:Το αληθινό υποβρύχιο .
Πυρηνοκίνητα πολεμικά σκάφη επιφανείας
Το 1960 καθελκύστηκε το USS Enterprise CVN-65 το οποίο ήταν το 1ο πυρηνοκίνητο πολεμικό σκάφος επιφανείας, κινούμενο από 8 αντιδραστήρες, και το εντυπωσιακότερο σκάφος που είχε ποτέ πλεύσει στους ωκεανούς. Παροπλίστηκε μόλις το 2017. Το ακολούθησαν, για το ναυτικό των ΗΠΑ, 9 καταδρομικά κατευθυνόμενων πυραύλων (CGN) τα οποία παροπλίστηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Σε υπηρεσία παραμένουν τα 10 αεροπλανοφόρα της κλάσης Nimitz με 2 αντιδραστήρες το καθένα, ενω το 2017 παραδόθηκε το USS Gerald R. Ford CVN-78, το 1ο σκάφος της νέας κλάσης αεροπλανοφόρων. Συνολικά από τα 21 πυρηνοκίνητα πολεμικά επιφανείας που κατασκευάσθηκαν για το ναυτικό των ΗΠΑ, σε υπηρεσία παραμένουν τα 11 αεροπλανοφόρα.
Από την άλλη πλευρά, τα σχέδια του Σοβιετικού ναυτικού για την κατασκευή ενός πυρηνοκίνητου αεροπλανοφόρου δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ. Το 1980 εισήλθε στην υπηρεσία το μεγαλύτερο πολεμικό σκάφος του κόσμου, εκτός αεροπλανοφόρων. Πρόκειται για το καταδρομικό κατευθυνόμενων πυραύλων (CGN) «Ναύαρχος Ουσάκοβ», πρώην «Κίροβ» το οποίο ακολούθησαν άλλα 3 σκάφη της ίδιας κλάσης, το τελευταίο εκ των οποίων, το «Μεγάλος Πέτρος» εισήλθε στην υπηρεσία στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Ένα πέμπτο σκάφος της κλάσης δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, παρότι είχαν ήδη τοποθετηθεί οι αντιδραστήρες. Χρησιμοποιείται σήμερα ως πλωτό εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στις ακτές του Ειρηνικού. Επίσης το Σοβιετικό ναυτικό κατασκεύασε ένα σκάφος επικοινωνιών και διοίκησης επιχειρήσεων το «Ουράλ» το οποίο παρότι εισήλθε στην υπηρεσία μόλις το 1988 σήμερα είναι απενεργοποιημένο και συζητείται η πώλησή του. Σήμερα (2019), σε υπηρεσία παραμένει μόνο το «Μεγάλος Πέτρος» ενώ τα δύο από τα τρία άλλα καταδρομικά σχεδιάζεται να υποστούν εκτεταμένες μετασκευές και να να επανενεργοποιηθούν έως το 2025.
Τέλος, το 2001 εισήλθε στην υπηρεσία του Γαλλικού ναυτικού το πυρηνοκίνητο αεροπλανοφόρο Charles De Gaulle, το μόνο πυρηνοκίνητο πολεμικό σκάφος επιφανείας εκτός ΗΠΑ και Ρωσίας.
Πυρηνοκίνητα εμπορικά πλοία
Η ύπαρξη μη πολεμικών πλοίων που χρησιμοποιούν την πυρηνική ενέργεια ως μέσο πρόωσης είναι μια ιστορία όχι και τόσο γνωστή. Η αρχή έγινε μόλις το 1959 με το Σοβιετικό παγοθραυστικό «Λένιν» το οποίο ήταν και το πρώτο σκάφος επιφανείας που έφτασε στο Βόρειο πόλο. Το «Λένιν» παροπλίστηκε το 1989, όπως και άλλα 3 παγοθραυστικά που το ακολούθησαν τη δεκαετία του 1970. Σήμερα εξακολουθούν να είναι σε υπηρεσία 2 πυρηνοκίνητα παγοθραυστικά νεώτερης γενιάς (1989) που χρησιμοποιούνται από τη Ρωσία για τη διευκόλυνση της ναυσιπλοΐας στις βόρειες ακτές της χώρας, ενώ άλλα 2 είναι σε φάση κατασκευής και αναμένεται να εισέλθουν σε υπηρεσία έως το 2023.
Κατασκευάσθηκαν επίσης 4 εμπορικά πυρηνοκίνητα πλοία. Το NS Savannah καθελκύστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 50 όμως παροπλίστηκε το 1970. Το ίδιο σύντομη ήταν και η ιστορία του Γερμανικού NS Otto Hahn το οποίο μετατράπηκε σε ντηζελοκίνητο και του Ιαπωνικού NS Mutsu το οποίο μετά και από αρκετά προβλήματα λειτουργίας χρησιμοποιείται σήμερα ως πλωτό μουσείο πυρηνικής ενέργειας. Και στις 3 περιπτώσεις ο κυριότερος ανασταλτικός παράγοντας ήταν το μεγάλο κόστος λειτουργίας, που καθιστούσε τη χρήση της πυρηνικής ενέργειας οικονομικά ασύμφορη.
Το Σοβιετικό Σεβμοπούρτ εισήλθε σε υπηρεσία το 1989 και έως το 2008 εκτελούσε μεταφορές εμπορευματοκιβωτίων στις βόρειες θάλασσες. Μετά από 8 χρόνια απραξίας, το 2016 άρχισε ξανά να εκτελεί μεταφορές.
Κίνδυνοι από τη λειτουργία των ναυτικών πυρηνικών αντιδραστήρων
Το ζήτημα των κινδύνων που απορρέουν από τη χρήση της πυρηνικής ενέργειας για την πρόωση πλοίων και υποβρυχίων, μπορεί να προσεγγιστεί από αρκετές διαφορετικές οπτικές γωνίες.
Έχει ήδη γίνει αναφορά σε μια σειρά ατυχημάτων τα οποία είχαν ως έμμεσο ή άμεσο αποτέλεσμα την έκλυση ραδιενέργειας στο περιβάλλον. Ανάμεσα στα βασικά συστήματα ασφαλείας των αντιδραστήρων είναι η άμεση βύθιση των ράβδων ελέγχου στον πυρήνα και η διακοπή της λειτουργίας του σε έκτακτες περιπτώσεις. Σύμφωνα με όλες τις διαβεβαιώσεις των υπευθύνων τα συστήματα αυτά λειτούργησαν σε όλες τις περιπτώσεις με αποτέλεσμα να μην έχει λάβει χώρα ανεξέλεγκτη αλυσιδωτή αντίδραση ως συνέπεια κάποιου ατυχήματος. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται και από τις ανεξάρτητες μελέτες-μετρήσεις ανεξάρτητων οργανισμών στις περιοχές των σημαντικότερων ατυχημάτων. Όμως σήμερα, στους ωκεανούς της Γης εξακολουθούν να υπάρχουν τουλάχιστο 6 βραδυφλεγείς βόμβες, τα κουφάρια των βυθισμένων πυρηνικών Υ/Β.
Δεν υπάρχουν λεπτομερή στατιστικά στοιχεία για την επίδραση της ραδιενέργειας στα πληρώματα των Υ/Β. Οι επίσημες ανακοινώσεις φέρουν τα επίπεδα ραδιενέργειας στα οποία έχουν εκτεθεί τα πληρώματα, να είναι σε αποδεκτές τιμές. Όμως μια εκπομπή του BBC τον Ιανουάριο του 1998 παρουσίασε μια σειρά ιστοριών, ναυτικών που είχαν υπηρετήσει σε Βρετανικά πυρηνικά Υ/Β και οι οποίοι είχαν εμφανίσει διάφορες μορφές καρκίνου.
Αλλά ο πραγματικός κίνδυνος έρχεται από μια άλλη κατεύθυνση. Το μεγαλύτερο πρόβλημα που υπάρχει σήμερα και αφορά τα πυρηνοκίνητα σκάφη είναι εκείνο που σχετίζεται με τη διαχείριση των ραδιενεργών αποβλήτων που προκύπτουν από τον ανεφοδιασμό, τον παροπλισμό τους και την αφαίρεση των διαμερισμάτων των αντιδραστήρων.
Εφιάλτες από το παρελθόν
Ο βυθός των ωκεανών «φιλοξενεί» σήμερα τα ναυάγια 6 πυρηνικών Υ/Β και 1 ακόμα ενός συμβατικού Υ/Β το οποίο όμως έφερε πυρηνικά όπλα. Συγκεκριμένα:
♦ το Αμερικανικό USS Thresser (SSN-593) στα ανοικτά της Νέας Αγγλίας, στον Ατλαντικό Ωκεανό, με 1 πυρηνικό αντιδραστήρα, σε βάθος 2.800m
♦ το Αμερικανικό USS Scorpion (SSN-589) 400 μίλια νότιοδυτικά των Αζορών, στον Ατλαντικό Ωκεανό, με 1 πυρηνικό αντιδραστήρα και 2 πυρηνικές τορπίλες, σε βάθος 3.000m
♦ το Σοβιετικό Κ-8 στο Βισκαϊκό Κόλπο, με 2 αντιδραστήρες, σε βάθος 4.680m
♦ το Σοβιετικό Κ-219 680 μίλια βορειοανατολικά των Βερμούδων, με 2 αντιδραστήρες και 48 πυρηνικές κεφαλές σε βαλλιστικούς πυραύλους, σε βάθος 5.500m
♦ το Σοβιετικό Κ-278 στη θάλασσα Barents, με 1 αντιδραστήρα και 2 πυρηνικές τορπίλες, σε βάθος 1.685m
♦ το συμβατικής πρόωσης Κ-129 750 μίλια βορειοδυτικά της Χαβάη, με 3 πυρηνικές κεφαλές σε βαλλιστικούς πυραύλους, σε βάθος 5.000m
Ένα ακόμα Υ/Β το Κ-27, μετά από ένα σοβαρό ατύχημα και καθώς ήταν αδύνατο να επισκευασθεί ο αντιδραστήρας, βυθίστηκε από το Σοβιετικό ναυτικό στη θάλασσα Κάρα, κοντά στις ακτές της Νοβάγια Ζέμλυα, σε βάθος 50m.
Στο παρελθόν ένας αριθμός αντιδραστήρων που κυμαίνεται από 4-10, έχει σκόπιμα απορριφθεί στη θάλασσα. Ο ένας είναι ο αρχικός αντιδραστήρας υγρού μετάλλου του SSN-575 Seawolf, ο μοναδικός που χρησιμοποιήθηκε επιχειρησιακά από το Αμερικανικό ναυτικό, ο οποίος ρίχθηκε στον Ατλαντικό ωκεανό στα τέλη της δεκαετίας του 50 ή στις αρχές του 60. Οι υπόλοιποι έχουν απορριφθεί από το τότε Σοβιετικό ναυτικό στη θάλασσα Κάρα, στη Νοβάγια Ζέμλυα.
Σε όλες τις περιπτώσεις, και παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις των επισήμων αρχών, είναι υπαρκτός ο κίνδυνος της διαρροής πυρηνικού υλικού είτε από τις κεφαλές των πυρηνικών όπλων είτε από τους αντιδραστήρες. Τα μεγάλα βάθη στα οποία βρίσκονται τα συγκεκριμένα Υ/Β καθιστούσαν αδύνατες επιχειρήσεις ανέλκυσης, όπως συνέβη με το Κούρσκ.
Θεωρητικά τα διαμερίσματα του αντιδραστήρα είναι κατασκευασμένα έτσι ώστε να αντέχουν αρκετές εκατοντάδες ίσως και χιλιάδες χρόνια, στη διάβρωση από το θαλασσινό νερό. Έρευνα που διεξήχθη το 1986 στο ναυάγιο του Scorpion έδειξε ότι ενώ δεν ανιχνεύτηκαν προϊόντα σχάσης, εντοπίσθηκαν συγκεντρώσεις κοβαλτίου-60 στα αδιάλυτα προϊόντα διάβρωσης στο πρωτεύον κύκλωμα ψύξης του αντιδραστήρα. Επίσης το κέλυφος των τορπιλών έχει διαβρωθεί και τα προϊόντα της διάβρωσης μαζί με την πυρηνική γόμωση έχουν σχηματίσει ίζημα μεγάλου ειδικού βάρους το οποίο έχει κατακαθίσει στον πυθμένα του διαμερίσματος τορπιλών. Εκτιμάται ότι λόγω των φυσικών χαρακτηριστικών του είναι δύσκολο να διαλυθεί και άρα να οδηγήσει σε περαιτέρω μόλυνση του περιβάλλοντος.
Ιδιαίτερης σημασίας είναι και το ναυάγιο του Κ-278 Κομσομόλετς, καθώς βρίσκεται σε ένα από τους μεγαλύτερους ψαρότοπους των βόρειων θαλασσών. Μια αποστολή της Σοβιετικής Ακαδημίας Επιστημών το 1991 αποκάλυψε ότι είχαν ήδη σχηματιστεί σημαντικές ρωγμές στο κέλυφος του Υ/Β. Το 1992 εντοπίστηκαν πιθανές διαρροές στο πρωτεύον κύκλωμα ψύξης του αντιδραστήρα, ενώ επόμενες αποστολές εκτίμησαν πιθανές διαρροές πλουτωνίου από τη γόμωση των τορπιλών. Η διαρροή ραδιενεργού υλικού υπό τις συνθήκες ρευμάτων που επικρατούν στο σημείο του ναυαγίου μπορεί να έχει τεράστιες οικολογικές συνέπειες.
Ανεφοδιασμός των αντιδραστήρων
Το καύσιμο των πυρηνικών αντιδραστήρων «δηλητηριάζεται» από τα παραπροϊόντα της σχάσης και μετά από ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, που εξαρτάται από το βαθμό εμπλουτισμού του ουρανίου και τη χρήση του αντιδραστήρα, απαιτείται η αντικατάστασή του. Ο ανεφοδιασμός ενός πυρηνικού αντιδραστήρα με καύσιμο είναι διαδικασία ιδιαιτέρως λεπτή και επίπονη.
Το πρώτο πυρηνικό Υ/Β SSN-571 Nautilus χρειάστηκε να ανεφοδιάσει τον αντιδραστήρα του μόλις 2 χρόνια μετά την έναρξη λειτουργίας του. Στα επόμενα χρόνια ο χρονικός ορίζοντας αντικατάστασης του καυσίμου ανέβηκε αρχικά στα 10 χρόνια και σήμερα εκτιμάται ότι είναι πάνω από τα 20, με αποτέλεσμα κάθε πυρηνικό Υ/Β να μη χρειάζεται να ανεφοδιαστεί πάνω από μια φορά κατά τη διάρκεια της επιχειρησιακής του ζωής. Η κατάσταση στα Σοβιετικά Υ/Β ακολούθησε την ακριβώς αντίθετη πορεία. Ενώ τα πρώτα Σοβιετικά Υ/Β ανεφοδίαζαν τον αντιδραστήρα τους κάθε 7-10 χρόνια, σήμερα το όριο έχει πέσει στα 3-5 χρόνια.
Ο ανεφοδιασμός των Ρωσικών Υ/Β γίνεται ενώ το Υ/Β είναι δεμένο στην αποβάθρα από τη μια πλευρά, ενώ από την άλλη παραβάλλεται ένα από τα ειδικά για την εργασία αυτή πλοία που διαθέτει το Ρωσικό ναυτικό. Παλιότερα ο ανεφοδιασμός εκτελούνταν μέσα σε στεγανή δεξαμενή, όμως επικράτησε η παραπάνω διάταξη. Αρχικά το Υ/Β αφήνεται στην προβλήτα με ανενεργό τον αντιδραστήρα για περίπου 90 μέρες, ώστε να λάβει χώρα πλήρης ψύξη. Στη συνέχεια παραβάλλεται το βοηθητικό πλοίο και κόβεται το κομμάτι του κελύφους που καλύπτει τον αντιδραστήρα. Αποσυνδέεται το πρωτεύον κύκλωμα ψύξης και σηκώνονται τα μπλοκ του ραδιενεργού καυσίμου με τη βοήθεια των γερανών του βοηθητικού πλοίου. Τα μπλοκ του χρησιμοποιημένου καυσίμου αποθηκεύονται στο βοηθητικό πλοίο. Στη συνέχεια εκτελούνται εργασίες καθαρισμού και επισκευών του αντιδραστήρα, πριν εισαχθούν τα μπλοκ του «φρέσκου» καυσίμου και επαναπληρωθεί το πρωτεύον κύκλωμα ψύξης. Η εργασία τελειώνει με το σφράγισμα του αντιδραστήρα και τη συγκόλληση του κομματιού της ατράκτου που τον καλύπτει.
Η αντίστοιχη διαδικασία στο Αμερικανικό ναυτικό διαφέρει στο ότι εκτελείται σε στεγανή δεξαμενή και δε χρησιμοποιείται βοηθητικό πλοίο.
Κατά τον ανεφοδιασμό του αντιδραστήρα προκύπτουν οι ακόλουθες κατηγορίες ραδιενεργών αποβλήτων:
► υγρά απόβλητα τα οποία είναι κυρίως το υγρό του πρωτεύοντος κυκλώματος ψύξης
► στερεά απόβλητα, που είναι φίλτρα του αντιδραστήρα, οι ράβδοι ελέγχου, εξαρτήματα τα οποία χρειάστηκε να αντικατασταθούν κλπ
► μικτά απόβλητα (ραδιενεργά και χημικά επικίνδυνα)
► τα μπλοκ του χρησιμοποιημένου καυσίμου
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο ανεφοδιασμός ενός αντιδραστήρα μπορεί να δημιουργήσει 150-200m3 ραδιενεργών αποβλήτων.
Απορρίψεις υγρών αποβλήτων λαμβάνουν χώρα και εκτός των περιόδων ανεφοδιασμού. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 70 τα Αμερικανικά πυρηνοκίνητα σκάφη συνήθιζαν να απορρίπτουν ποσότητες υγρών αποβλήτων (περίσσειες ή εκτονώσεις του κυκλώματος ψύξης) μέσα στα λιμάνια τους. Η μοναδική επεξεργασία που υφίστατο το νερό ήταν ο καθαρισμός από ιοντοανταλλακτικές ρητίνες. Να σημειωθεί ότι έμμεσα το Αμερικανικό ναυτικό παραδέχεται ότι τέτοιες απορρίψεις εξακολουθούν να λαμβάνουν χώρα, απλά δε γίνονται μέσα στα λιμάνια. Επίσης στη θάλασσα κατέληγαν πριν το 1970 και στερεά απόβλητα σε ειδικές συσκευασίες. Αντίστοιχες πρακτικές ακολουθούσε και η Σοβιετική Ένωση, μέχρι την υπογραφή της Σύμβασης του Λονδίνου για τη Μη Απόρριψη.
Σήμερα στις ΗΠΑ υπάρχει μια πιο συστηματική δομή διαχείρισης των ναυτικών πυρηνικών αποβλήτων. Τα μη χαρακτηρισμένα στερεά απόβλητα διατίθενται, συσκευασμένα σε χώρους προκαθορισμένους από τη National Regulatory Committee. Οι ποσότητες αυτών των αποβλήτων για την περίοδο 1961-1993 ανέρχονται σε 176.000m3. Υπάρχουν επίσης τα απόρρητα στερεά απόβλητα τα οποία χαρακτηρίζονται έτσι καθώς είναι δυνατό να δώσουν πληροφορίες σχετικά με τα τεχνικά χαρακτηριστικά των αντιδραστήρων. Το 1991 η ποσότητα των απορρήτων στερεών αποβλήτων ανήλθε σε 1.258m3.
Οι εργασίες σε πυρηνικά σκάφη γίνονται σε 6 ναυπηγεία-βάσεις του ναυτικού στις ΗΠΑ. Πρόκειται για τα Norfolk, Mare Island, Portsmouth, Charleston, Pearl Harbor και Puget Sound.
Το χρησιμοποιημένο καύσιμο μεταφέρεται σιδηροδρομικώς στο Idaho National Engineering and Environmental Laboratory. Αρχικά πραγματοποιείται ποιοτικός έλεγχος στο Expended Core Facility (αποτελεί τμήμα του Naval Reactors Facility και ανήκει στη δικαιοδοσία του ναυτικού) και στη συνέχεια προωθείται στις γειτονικές εγκαταστάσεις του Idaho Nuclear Technology and Engineering Center το οποίο ανήκει στη δικαιοδοσία του Υπουργείου Ενέργειας. Εκεί το καύσιμο αποθηκεύεται, καθώς εκτιμάται ότι στα μέσα του 21ου αιώνα θα έχουν εξελιχθεί οι κατάλληλες τεχνολογίες για την επεξεργασία του.
Στην Μ. Βρετανία τα χρησιμοποιημένα μπλοκ καυσίμου αποθηκεύονται στο Sellafield κοντά στη Γλασκόβη. Ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά για την κατάσταση στη Γαλλία και την Κίνα.
Στη Ρωσία τα πράγματα ήταν πολύ χειρότερα έως τα μέσα της δεκαετίας του 2000, κυρίως λόγω της έλλειψης των απαραίτητων πόρων για τη σωστή διαχείριση, αλλά και λόγω των αυξημένων ποσοτήτων μια και πολλά Ρωσικά Υ/Β έχουν 2 αντιδραστήρες και ανεφοδιάζονται πιο συχνά. Οι διαφορές με το Αμερικανικό μοντέλο διαχείρισης είναι αρκετές. Κατ’ αρχήν το Σοβιετικό μοντέλο προέβλεψε την επεξεργασία του χρησιμοποιημένου καυσίμου για την ανάκτηση ποσοτήτων ουρανίου το οποίο θα χρησιμοποιούταν ως καύσιμο για τους αντιδραστήρες παραγωγής ενέργειας. Έτσι κατασκευάσθηκε το εργοστάσιο στο Μαγιάκ, στα Ουράλια. Όμως η προβλεπόμενη έλλειψη ουρανίου δεν ήλθε ποτέ, ενώ επιπλέον η απόσυρση και διάλυση σημαντικών ποσοτήτων πυρηνικών όπλων έχει δημιουργήσει μια νέα πηγή «φρέσκου» ουρανίου. Το γεγονός αυτό έχει οδηγήσει σε συζητήσεις σχετικά με τη σκοπιμότητα της λειτουργίας του εργοστασίου του Μαγιάκ, κυρίως υπό το πρίσμα του κόστους λειτουργίας και του κόστους μεταφοράς προς αυτό.
Από το 1989 οι ποσότητες χρησιμοποιημένου καυσίμου που απομακρύνονται από τους αντιδραστήρες σε ετήσια βάση, ξεπερνούν κατά πολύ τις ποσότητες που στέλνονται στο Μαγιάκ. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι χώροι προσωρινής αποθήκευσης των μπλοκ χρησιμοποιημένου καυσίμου στις βάσεις να είναι πλήρης και άρα να καθυστερούν οι διαδικασίες αφαίρεσης του καυσίμου από τα παροπλισμένα σκάφη. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που containers με μπλοκ χρησιμοποιημένου καυσίμου φυλάσσονται στο ύπαιθρο.Ακόμα και εάν το εργοστάσιο επεξεργασίας καυσίμου λειτουργήσει σε μέγιστο της δυναμικότητάς του θα χρειαστούν 40 χρόνια για την επεξεργασία του χρησιμοποιημένου καυσίμου που σήμερα βρίσκεται αποθηκευμένο, μόνο στις περιοχές ευθύνης του Βόρειου στόλου. Εκτιμάται ότι περίπου το 10% του αποθηκευμένου χρησιμοποιημένου καυσίμου δεν είναι δυνατό να επεξεργαστεί από το Μαγιάκ, καθώς οι συσκευασίες στις οποίες περιέχεται είναι κατεστραμμένες. Επιπλέον είναι τεχνικά αδύνατο να επεξεργαστεί το καύσιμο που περιέχεται στους 9 αντιδραστήρες υγρού μετάλλου που είναι αποθηκευμένοι στη βάση της Γκρεμίκα στη χερσόνησο Κόλα.
Τα προβλήματα είναι ακόμα πιο έντονα για το Βόρειο στόλο, καθώς οι βάσεις της χερσονήσου Κόλα έχουν πλέον εξαντλήσει την αποθηκευτική τους ικανότητα, έχοντας συγκεντρώσει περίπου 21.000 m3 στερεών ραδιενεργών αποβλήτων, 7.500 m3 υγρών ραδιενεργών αποβλήτων και 50 τόνους χρησιμοποιημένου καυσίμου. Σημαντικές ποσότητες υγρών και στερεών ραδιενεργών αποβλήτων φυλάσσονται στις δεξαμενές και τα αμπάρια των βοηθητικών πλοίων που χρησιμοποιούνται στον ανεφοδιασμό. Στα 7 βοηθητικά σκάφη του Βόρειου στόλου υπάρχουν περίπου 8,8 τόνοι χρησιμοποιημένου καυσίμου, ηλικίας έως και 30 χρόνων. Από τα 11 συνολικά σκάφη (μαζί με αυτά του στόλου του Ειρηνικού) τα 8 βρίσκονται σε άσχημη κατάσταση, λόγω παλαιότητας, αλλά και εξαιτίας των μεγάλων ποσοτήτων αποβλήτων που έχουν συγκεντρωθεί σε αυτά. Ουσιαστικά η έλλειψη ενός προκαθορισμένου χώρου συγκέντρωσης και μακροπρόθεσμης αποθήκευσης των στερεών αποβλήτων και του χρησιμοποιημένου καυσίμου έχει οδηγήσει σε μια άναρχη και άκρως επικίνδυνη κατάσταση στις ναυτικές βάσεις που στην κυριολεξία ξεχειλίζουν από πυρηνικά απόβλητα.
Η εκκίνηση λειτουργίας της νέας μονάδας επεξεργασίας ραδιενεργών αποβλήτων στη βάση του κόλπου Σάιντα το 2015 βελτίωσε σημαντικά την κατάσταση και άρχισε να αποφορτίζει τις βεβαρυμένες περιοχές.
Σε αρκετές περιπτώσεις οι στεγανές δεξαμενές στις ναυτικές βάσεις στις οποίες φυλάσσονται τα υγρά ραδιενεργά απόβλητα έχουν εμφανίσει διαρροές, ενώ αρκετές συσκευασίες που περιέχουν μπλοκ καυσίμου παρουσιάζουν ρωγμές. Τέλος, σύμφωνα με εκτιμήσεις της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών, οι κανονικές εργασίες ανεφοδιασμού και συντήρησης των πυρηνικών Υ/Β, των πυρηνοκίνητων καταδρομικών και των παγοθραυστικών, δημιουργούν σε ετήσια βάση, 6.000m3 στερεά ραδιενεργά απόβλητα και 15.000m3 υγρά ραδιενεργά απόβλητα.
Να σημειωθεί επίσης ότι στο παρελθόν, σημαντικές ποσότητες υγρών αποβλήτων, συσκευασμένων σε στεγανές δεξαμενές, και αντίστοιχες συσκευασίες με στερεά απόβλητα έχουν ριχθεί στη θάλασσα στις ακτές της Νοβάγια Ζέμλυα, περιοχή η οποία έχει χρησιμοποιηθεί και ως χώρος πυρηνικών δοκιμών. Τα περισσότερα από τα παραπάνω στοιχεία έγιναν γνωστά για πρώτη φορά το Μάϊο του 1993 όταν η Ρωσική κυβέρνηση, σε μια άνευ προηγουμένου κίνηση, έδωσε στη δημοσιότητα την αναφορά Γιαμπλόκοβ, στην οποία δινόντουσαν λεπτομέρειες για το είδος των αποβλήτων, τις ποσότητες, τη συσκευασία και τις περιοχές απόρριψης.
Εκτός της αναφοράς Γιαμπλόκοβ, πληθώρα στοιχείων, μεταξύ αυτών και όσα έχουν ήδη αναφερθεί, έχουν προκύψει από τις έρευνες της Νορβηγικής οργάνωσης Bellona η οποία παρακολουθεί συστηματικά τις Ρωσικές πυρηνικές δραστηριότητες στην περιοχή της χερσονήσου Κόλα και του αρκτικού κύκλου.
Παροπλισμός και διάλυση πυρηνικών Υ/Β
Όταν στα τέλη της δεκαετίας του 50 ξεκινούσε η «μαζική» παραγωγή πυρηνοκίνητων Υ/Β, κανένας δε φανταζόταν το πρόβλημα που θα ανέκυπτε περίπου μισό αιώνα μετά. Την εποχή εκείνη η κρατούσα άποψη ήταν ότι μετά το τέλος της ωφέλιμης ζωής τους τα πυρηνικά Υ/Β θα μπορούσαν να βυθιστούν στη θάλασσα. Η άποψη αυτή συνέχισε να επικρατεί και στη δεκαετία του 60, ενισχυμένη μάλιστα, καθώς τα πεδία των υποθαλάσσιων πυρηνικών δοκιμών, περιοχές ήδη φορτισμένες με ραδιενέργεια, αποτελούσαν ιδανικά «νεκροταφεία». Στις δεκαετίες όμως που ακολούθησαν το σκηνικό άλλαξε και σε επιστημονικό, αλλά και σε κοινωνικοπολιτικό επίπεδο.
Έτσι στα τέλη της δεκαετίας του 80 οι ΗΠΑ και η Σοβιετική Ένωση βρέθηκαν αντιμέτωπες με το μεγάλο πρόβλημα. Οι ΗΠΑ είχαν την πολυτέλεια, λόγω της κατάστασης της οικονομίας τους, να διαμορφώσουν ένα συστηματικό, αν και αμφιλεγόμενο σε ότι αφορά τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις, πρόγραμμα παροπλισμού και διάλυσης των πυρηνικών τους Υ/Β, αλλά και των 9 καταδρομικών που αποσύρθηκαν από την ενεργό δράση στα τέλη της δεκαετίας του 1990.
Ένα πυρηνικό Υ/Β όταν αποσύρεται από την ενεργό υπηρεσία περνά σε κατάσταση εφεδρείας. Η πρώτη φάση του παροπλισμού ξεκινά με το δεξαμενισμό του σκάφους και την αφαίρεση του χρησιμοποιημένου καυσίμου του αντιδραστήρα και του οπλισμού, των ηλεκτρονικών και των άλλων συστημάτων. Οι εργασίες αυτές εκτελούνται σε οποιοδήποτε από τα 6 ναυπηγεία του Αμερικανικού ναυτικού που είναι εγκεκριμένα για εκτέλεση εργασιών σε πυρηνοκίνητα σκάφη. Στη συνέχεια στο εναπομείναν σκάφος εκτελούνται εργασίες στεγανοποίησης και προετοιμασία για «αποθήκευση εν υγρώ», δηλαδή δεμένο σε προβλήτα, για χρονικό διάστημα 15 ετών. Στη συνέχεια και εφόσον η 1η φάση έχει λάβει χώρα σε κάποιο από τα 5 άλλα ναυπηγεία, τα σκάφη μεταφέρονται στο Puget Sound Naval Shipyard, στο Bremerton της πολιτείας της Washington, το οποίο είναι το μοναδικό στο οποίο εκτελούνται οι εργασίες της 2ης φάσης.
Στις αρχές του 1990 ξεκίνησε στο Puget Sound το πρόγραμμα ανακύκλωσης πυρηνοκίνητων πλοίων και υποβρυχίων (Nuclear Ship and Submarine Recycling Program). Στο Puget Sound κόβεται η άτρακτος έτσι ώστε να αφαιρεθεί το διαμέρισμα του αντιδραστήρα με την προστατευτική του θωράκιση. Στη συνέχεια το διαμέρισμα του αντιδραστήρα μεταφέρεται με φορτηγίδες μέσω ενός ποταμού στο Hanford Nuclear Reservation όπου τα διαμερίσματα τοποθετούνται σε μια τεράστια τάφρο. Τα ναυτικό των ΗΠΑ και οι ειδικοί του υπουργείου Ενέργειας εκτιμούν ότι το περίβλημα μολύβδου των αντιδραστήρων θα παραμείνει ασφαλές για περίπου 600 χρόνια πριν αρχίσουν να εμφανίζονται οι πρώτες ρωγμές, ενώ διαρροή ραδιενέργειας προς το περιβάλλον ίσως εμφανισθεί μετά από μερικές χιλιάδες χρόνια. Στοιχεία του 1994 ανέφεραν ότι στο Hanford είχαν μεταφερθεί 43 αντιδραστήρες. Πρόσφατες φωτογραφίες της τάφρου δείχνουν περίπου 120 διαμερίσματα.
Το υπόλοιπο σκάφος διαλύεται και το scrap από το οποίο έχουν αφαιρεθεί επικίνδυνα υλικά, όπως τα πολυχλωριωμένα διφαινύλια (PCBs) τα οποία χρησιμοποιούνταν για την ηχομόνωση της ατράκτου, ανακυκλώνεται. Η διάλυση ενός Υ/Β μπορεί να αποδώσει 2.500 –4.000 τόνους scrap. Τα διαμερίσματα πυραύλων των SSBN υπόκεινται σε ειδικό καθεστώς διαχείρισης στα πλαίσια των συμφωνιών START.
Από την άλλη πλευρά η κατάσταση στη Ρωσία έως περίπου το 2005 χαρακτηριζόταν κυρίως από την έλλειψη ενός οργανωμένου πλάνου και συστήματος διάλυσης και τα Ρωσικά Υ/Β που είχαν αποσυρθεί από την υπηρεσία παρέμενταν δεμένα σε προβλήτες στις ναυτικές βάσεις. Η έλλειψη των απαραίτητων χρημάτων, ο μεγαλύτερος αριθμός τους σε σχέση με τα Αμερικανικά, το γεγονός ότι τα περισσότερα από αυτά έχουν 2 αντιδραστήρες και η υπέρβαση των δυνατοτήτων αποθήκευσης των ραδιενεργών αποβλήτων και του χρησιμοποιημένου καυσίμου, είχαν οδηγήσει σε μια κατάσταση πραγματικά δραματική. Από το 2005 και μετά η κατάσταση βελτιώθηκε σημαντικά και προχώρησαν οι εργασίες περαιτέρω διαχείρισης. Περισσότερα από 200 Ρωσικά Υ/Β έχουν αποσυρθεί από την ενεργό υπηρεσία. Εκτιμάται το καύσιμο έχει αφαιρεθεί από περίπου 100 από αυτά, ενώ έχουν αφαιρεθεί 50-60 διαμερίσματα αντιδραστήρων.
Από το σκάφος κόβεται όχι μόνο το διαμέρισμα του αντιδραστήρα, αλλά και τα δύο γειτονικά του, πρίν και μετά. Το κομμάτι αυτό «συσκευάζεται» κατάλληλα ώστε να καταστεί στεγανό και να αποκτήσει πλευστότητα και «αποθηκεύεται» δεμένο σε προβλήτα. Μέχρι το 2005 δεν υπήρχε στη Ρωσία ένας προκαθορισμένος χώρος διάθεσης των αντιδραστήρων, ενώ σήμερα χρησιμοποιείται μια διαμορφωμένη έκταση (κατ' αναλογία με το Hanford στις ΗΠΑ) στη βάση του κόλπου Σαιντα, κοντά στο Μούρμανσκ.Το 2015 ολοκληρώθηκε η κατασκευή μιας σύγχρονης εγκατάστασης διαχείρισης ραδιενεργών αποβλήτων για την υποδοχή όλων εκείνων που ήταν διάσπαρτα σε διάφορες βάσεις του Ρωσικού στόλου. Σημαντικό πρόβλημα υπάρχει με τα 5 Υ/Β των οποίων οι αντιδραστήρες έχουν υποστεί σημαντικές ζημιές από ατυχήματα και από τους οποίους το καύσιμο δεν είναι δυνατό να αφαιρεθεί με τις υπάρχουσες σήμερα τεχνολογίες.
Το κόστος διάλυσης ενός Υ/Β κυμαίνεται στα $25-40 εκατομμύρια για τις ΗΠΑ και στα $10-20 εκατομμύρια για τη Ρωσία, ανάλογα με τον τύπο του Υ/Β και την κατάσταση στην οποία βρίσκεται. Στα ποσά αυτά δεν συμπεριλαμβάνεται το κόστος αφαίρεσης του εξοπλισμού και του χρησιμοποιημένου καυσίμου, το κόστος διαχείρισης του καυσίμου και το κόστος διάθεσης του αντιδραστήρα, που για τις ΗΠΑ είναι περίπου $8 εκατομμύρια. Εκτιμάται ότι το συνολικό κόστος διάλυσης των απενεργοποιημένων σήμερα Ρωσικών πυρηνικών Υ/Β, η μεταφορά και διάθεση των αντιδραστήρων τους με τρόπο αντίστοιχο με το Αμερικανικό σύστημα, ανέρχεται σε $4-5 δισεκατομμύρια.
Για την αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 90 ξεκίνησε το πρόγραμμα CRT (Cooperative Threat Reduction). Αρχικά το πρόγραμμα συνίστατο στην παροχή τεχνογνωσίας από τις ΗΠΑ στη Ρωσία για την απενεργοποίηση και διάλυση των SSBN στα πλαίσια της μείωσης των στρατηγικών όπλων. Στην πορεία αναδείχθηκε το μείζον οικονομικό πρόβλημα και έτσι μετά το 1996-97 υπάρχει και οικονομική υποστήριξη με αποτέλεσμα το Αμερικανικό υπουργείο Αμύνης να αποτελεί σήμερα ένα από τους κύριους χρηματοδότες-πελάτες των ναυπηγείων του Ρωσικού στρατιωτικού συμπλέγματος. Η πράξη πάντως απέδειξε ότι ακόμα και με αυτή την ενίσχυση, η οποία πάντως αφορά κυρίως τα SSBN, το πρόβλημα εξακολουθεί να υφίσταται και στις Ρωσικές ναυτικές βάσεις στοιβάζονται Υ/Β και πυρηνικό υλικό υπό άσχημες συνθήκες και με ελλιπή μέτρα ασφάλειας.
Τη δεκαετία του 1990 είχαν γίνει σκέψεις από το Ρωσικό υπουργείο Αμύνης για τη χρήση των απενεργοποιημένων, ή και των ενεργών, πυρηνικών Υ/Β σε εμπορικές, ακόμα και τουριστικές δραστηριότητες. Το Αύγουστο του 1995 ένα Υ/Β χρησιμοποιήθηκε για τη μεταφορά φορτίου φρούτων και πατάτας από τη χερσόνησο Κόλα στη χερσόνησο Γιαμάλ. Για το σκοπό αυτό αφαιρέθηκαν οι πύραυλοι για να δημιουργηθεί χώρος φορτίου. Μια εταιρεία με έδρα τη Μόσχα είχε καταθέσει μια ολοκληρωμένη πρόταση για τη μετατροπή πυρηνικών Υ/Β σε δεξαμενόπλοια, για τη μεταφορά πετρελαίου από δυσπρόσιτες, λόγω πάγου περιοχές, όπως οι πηγές της βόρειας ακτής της Σιβηρίας. Μια άλλη πρόταση αφορά τη μετατροπή τους για τη μεταφορά containers, μάλιστα εκτιμά τη μεταφορική τους ικανότητα σε 20 τεμάχια συνολικού φορτίου 900m3. Τέλος μια ακόμα πιο ακραία πρόταση αφορά τη χρησιμοποίηση των πυρηνικών Υ/Β για κρουαζιέρες αναψυχής.
Εξήντα χρόνια μετά την καθέλκυση του 1ου πυρηνικού Υ/Β ο κόσμος είναι πολύ διαφορετικός. Η ισορροπία του τρόμου που κυριάρχησε στη διεθνή πολιτική σκηνή μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 80, και βασικός παράγοντας της οποίας υπήρξαν τα πυρηνικά Υ/Β, είναι πια παρελθόν. ‘Η τουλάχιστο έτσι νομίζουμε μια και οι πυρηνικές κεφαλές που εξακολουθούν να υπάρχουν αρκούν για να καταστρέψουν τον κόσμο μερικές δεκάδες, αν όχι εκατοντάδες φορές. Αυτό που έχει, σε ένα βαθμό, μειωθεί είναι οι εντάσεις μεταξύ των πυρηνικών δυνάμεων.
Όμως πέρα από τα πυρηνικά όπλα, η κληρονομιά του ψυχρού πολέμου κρύβεται, με πολύ πιο ύπουλη μορφή, στα κουφάρια των υποβρυχίων που αργοσαπίζουν στις αποβάθρες της βορειοδυτικής Ρωσίας, στα νεκροταφεία αντιδραστήρων στο Hanford της Washington και τον κόλπ Σάιντα, στη θάλασσα Κάρα, στους υγρούς τάφους των πυρηνικών υποβρυχίων που έχουν χαθεί και σε όλες τις θάλασσες του κόσμου όπου κάποτε κινήθηκαν ή κινούνται πυρηνοκίνητα υποβρύχια και πλοία.
Δείτε τη σειρά άρθρων-έρευνα του e-telescope.gr για τα Πυρηνικά Υποβρύχια
Ο πόλεμος της σιωπής
Οι βασικές αρχές στην εξέλιξη των υποβρυχίων
Το αληθινό υποβρύχιο
Τα πυρηνικά υποβρύχια στον Ψυχρό Πόλεμο
Ατυχήματα πυρηνικών υποβρυχίων
Πυρηνοκίνητα σκάφη & περιβάλλον