Τον Ιούνιο του 1874 η πολιτική ζωή της Ελλάδας ταράσσεται από ένα ανυπόγραφο άρθρο στην αθηναϊκή εφημερίδα ΚΑΙΡΟΙ.
Ο συγγραφέας του άρθρου κατηγορεί ευθέως το βασιλιά Γεώργιο Α΄ ότι εφαρμόζει καθεστώς απόλυτης μοναρχίας, επειδή διορίζει κατά βούλησιν πρωθυπουργούς από τα κόμματα της μειοψηφίας, χωρίς να λαμβάνει υπ’ όψιν του τα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών.
Ως τότε για το διορισμό των εκάστοτε κυβερνήσεων ίσχυε η λεγόμενη «θεωρία του κηπουρού»: ο βασιλιάς μπορούσε να διορίσει πρωθυπουργό, όποιον ήθελε, ακόμα και τον κηπουρό του! Το άρθρο αυτό πρότεινε την καθιέρωση μίας νέας αρχής: της αρχή της δεδηλωμένης, που είναι σήμερα όρος του Συνταγματικού Δικαίου και ορίζει ότι η κυβέρνηση οφείλει να έχει τη «δεδηλωμένη» εμπιστοσύνη της Βουλής. Σύμφωνα με την αρχή της δεδηλωμένης η κυβέρνηση οφείλει να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή, ενώ η τελευταία διατηρεί το δικαίωμά της να άρει την εμπιστοσύνη της υπό προϋποθέσεις με ψήφο δυσπιστίας, ύστερα από πρόταση μομφής. Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται η δημοκρατική νομιμοποίηση της κυβέρνησης, η οποία, σε αντίθεση με το Κοινοβούλιο, δεν εκλέγεται απευθείας από το λαό, αλλά διορίζεται από τον ανώτατο άρχοντα της χώρας.
Η πολιτική ζωή της Ελλάδας βρισκόταν το 1874 σε έκρυθμη κατάσταση και ένας πρωτοεμφανιζόμενος πολιτικός άντρας, ο Χαρίλαος Τρικούπης με ένα ανυπόγραφο άρθρο σε μεγάλη αθηναϊκή εφημερίδα στάθηκε αφορμή για την αλλαγή των πολιτικών πραγμάτων. Το άρθρο του με το συμβολικό τίτλο ΤΙΣ ΠΤΑΙΕΙ συντάραξε τα πολιτικά δρώμενα της χώρας. Ο νεαρός και εύελπις Μεσολογγίτης πολιτικός είχε από νωρίς συνειδητοποιήσει πως ο τρόπος διακυβέρνησης της χώρας δεν ήταν ευεργετικός για την πρόοδό της, ούτε σύμφωνος με τις πολιτικές του πεποιθήσεις. Πίστευε πως η λύση στην πολιτική αστάθεια που χαρακτήριζε τη χώρα ήταν η εγκαθίδρυση του κοινοβουλευτισμού με την ανάθεση σχηματισμού κυβέρνησης στα κόμματα πλειοψηφίας και την αντίστοιχη απαγόρευση αυτού του δικαιώματος σε κομματικές μειοψηφίες, ώστε να δημιουργηθούν σταθερές κυβερνήσεις. «Ίνα επέλθει θεραπεία», έγραφε ο Τρικούπης, «πρέπει να γίνει ειλικρινώς αποδεκτή η θεμελιώδης αρχή της κοινοβουλευτικής κυβερνήσεως, ότι τα υπουργεία (δηλαδή οι κυβερνήσεις) λαμβάνονται εκ της πλειοψηφίας της Βουλής». Το άρθρο του, που δημοσιεύτηκε ανυπόγραφο στις 29 Ιουνίου 1874, προκάλεσε έντονες αντιδράσεις καθώς, δημοσιεύτηκε μόλις τρεις μέρες μετά την λήξη των εκλογών. Εξάλλου, η επαναστατική κινητοποίηση εναντίον του βασιλιά, που υποδαύλιζε το άρθρο, παραβίαζε τον ποινικό νόμο. Γι’ αυτό ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά του εκδότη της εφημερίδας ΚΑΙΡΟΙ Πέτρου Κανελλίδη, ο οποίος συνελήφθη και προφυλακίσθηκε. Τότε, εμφανίσθηκε ο Τρικούπης στον εισαγγελέα και ανέλαβε αυτός την ευθύνη ως συντάκτης του άρθρου.
Ο Τρικούπης είχε πάντα την άποψη ότι πρέπει να αρθρογραφεί επώνυμα. Η ανωνυμία εκείνου του πρώτου άρθρου οφείλεται σε σκέψη του Αθανάσιου Πετμέζια, που είχε αναλάβει την εποχή εκείνη την αρθογραφία της εφημερίδας, λόγω απουσίας του εκδότη της Κανελλίδη εκτός Αθηνών. Ο Τρικούπης ανακρίθηκε επί τρεις ώρες από τον ανακριτή Κριεζή παρόντων και των εισαγγελέων Θανόπουλου των Πλημμελειοδικών και Λουριώτη των Εφετών και προφυλακίσθηκε στις φυλακές Γκαρμπολά. Έμεινε προφυλακισμένος 24 ώρες και αφέθηκε ελεύθερος με εγγύηση. Δεκαπέντε ημέρες αργότερα απηλλάγη με βούλευμα των Πλημμελειοδικών. Εναντίον του βουλεύματος ο εισαγγελέας άσκησε ανακοπή, αλλά και οι εφέτες Ιωαννίδης, Οικονόμου, Δυοβουνιώτης, Αντωνιάδης και Μάνος, τον απάλλαξαν στις 9 Αυγούστου 1874 με δικό τους βούλευμα. Ένα χρόνο αργότερα, τον Ιούλιο του 1875 ο Χαρίλαος Τρικούπης ως νικητής των εκλογών, κλήθηκε από τον βασιλέα Γεώργιο να σχηματίσει κυβέρνηση. Στην πανηγυρική συνεδρίαση της νέας Βουλής, ο βασιλιάς Γεώργιος εκφώνησε το Λόγο του Θρόνου. Το λόγο που είχε συντάξει ο Τρικούπης και οδήγησε τον Ανώτατο Άρχοντα της χώρας να υποσχεθεί απροκάλυπτα, ότι πλέον θα απαιτεί για τις κυβερνήσεις «την δεδηλωμένην προς αυτάς εμπιστοσύνην των αντιπροσώπων του Έθνους».
Ο Χαρίλαος Τρικούπης εξελέγη 7 φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας και προσπάθησε και εν μέρει πέτυχε να προωθήσει ένα πρόγραμμα εκσυγχρονισμού της χώρας. Το πρόγραμμα αυτό προϋπόθετε την εκλογίκευση της διοίκησης και πολυδάπανα έργα υλικής υποδομής. Γι’ αυτό το λόγο υποστήριξε τους μεγάλους γαιοκτήμονες της Θεσσαλίας, απέναντι στις αξιώσεις των κολλήγων τους. Αναδιοργάνωσε την αστυνομία, την αγροφυλακή και την σχολή Ευελπίδων, θέσπισε νόμο περί προσόντων, μονιμότητας και προαγωγής των δημοσίων υπαλλήλων, υπέγραψε συμβάσεις για την αποξήρανση της λίμνης Κωπαΐδας και για την κατασκευή σιδηροδρομικών γραμμών και σύνηψε δύο μεγάλα δάνεια. Παράλληλα επέβαλε έμμεση φορολογία, όπως φόρο του καπνού και του οίνου, ενώ μερίμνησε για την ανάπτυξη της παιδείας, την αρχαιολογική έρευνα κ.α.
Η αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης στοίχισε στον Τρικούπη την αποτυχία στις εκλογές του Απριλίου του 1885. Επανήλθε πάλι τον Μάιο του 1886, όπου περιόρισε τον αριθμό των βουλευτών από 245 σε 150. Έτσι κέρδισε τις εκλογές τον Ιανουάριο του 1887, αλλά έχασε του Οκτωβρίου του 1890. Τα σημαντικότερα μέτρα της διακυβέρνησης του Τρικούπη (1886-1890) ήταν η παραγγελία των πολεμικών πλοίων «ΥΔΡΑΣ», «ΣΠΕΤΣΩΝ» και «ΨΑΡΩΝ» και η σύναψη ενός μεγάλου δανείου.
Το Δεκέμβριο του 1893 από την Βουλή διακήρυξε επίσημα την αδυναμία της Ελλάδας να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της προς τους ξένους πιστωτές της. Η φράση «Δυστυχώς, επτωχεύσαμεν», με την οποία ο Τρικούπης λέγεται ότι ανήγγειλε την οικονομική κατάσταση του κράτους και την αδυναμία του να αποπληρώσει το δημόσιο χρέος, κηρύσσοντας πτώχευση, η οποία και επέφερε την επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου σε βάρος της Ελλάδας, έμεινε στην ιστορία. Στη πραγματικότητα η φράση αυτή λέχθηκε από τον Χαρίλαο Τρικούπη από του βήματος της Παλαιάς Βουλής, όχι όμως απευθυνόμενος προς το Σώμα της Βουλής ως επίσημη διακήρυξη, αλλά «εν τη ρύμη του λόγου», αναφέροντας στις αναγκαίες προς τους δανειστές διαπραγματεύσεις, που πίεζαν απροκάλυπτα τον οικονομικό έλεγχο της Ελλάδας, «ότι πρέπει να λαλήσωμεν προς αυτούς επτωχεύσαμεν δυστυχώς κ.λπ.»
Η αντιπολίτευση όμως εκμεταλλευόμενη κομματικά τη φράση αυτή παράστησε τον πρωθυπουργό να κηρύσσει με αυτήν επίσημα από του βήματος της Βουλής τη χρεοκοπία της Ελλάδας. Τη θέση αυτή υιοθέτησαν και όλα σχεδόν τα έντυπα της εποχής σε σημείο που να δημιουργήσουν ακόμα και απογοητευτική εντύπωση στους οπαδούς του Χαρίλαου Τρικούπη. Το πόσο ευνόησε υπέρμετρα η προπαγάνδα αυτή την τότε αντιπολίτευση διαφαίνεται από τον ειρωνικό σκωπτικό χαρακτήρα που αποδόθηκε σ’ αυτήν και που χρησιμοποιήθηκε ομοίως μυριάδες φορές με συνέπεια να παραμείνει ιστορική μέχρι σήμερα. Το τελικό πλήγμα στις προσπάθειές του να περισώσει τα υπολείμματα του πολιτικού του προγράμματος αποτέλεσε η εμφάνιση του διαδόχου Κωνσταντίνου ανάμεσα σε αντικυβερνητικούς διαδηλωτές, που διαμαρτύρονταν για το νέο φόρο επί των οικοδομών. Ο Τρικούπης υπέβαλε την παραίτησή του στον Βασιλιά Γεώργιο τον Ιανουάριο του 1895. Η γενική κατακραυγή εναντίον της πολιτικής του ήταν τόσο ισχυρή, ώστε στις εκλογές του Απριλίου του 1895, ο ίδιος απέτυχε να εκλεγεί στην περιφέρειά του και από το κόμμα του διασώθηκαν ελάχιστοι. Πικραμένος αποσύρθηκε από την πολιτική και εγκαταστάθηκε στις Κάννες της νότιας Γαλλίας, όπου πέθανε τον Μάρτιο του 1896, την ώρα που ο Σπύρος Λούης έμπαινε στο Παναθηναϊκό Στάδιο, νικητής του Μαραθωνίου δρόμου των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων. Η είδηση του θανάτου του συγκίνησε όλη τη χώρα. Η σωρός του ενταφιάστηκε στο Α΄ Νεκροταφείο των Αθηνών.
Ο Τρικούπης είχε συλλάβει ένα εκσυγχρονιστικό πρόγραμμα που ικανοποιούσε τις προσδοκίες και τα αιτήματα των προοδευτικών στοιχείων της ελληνικής κοινωνίας μέσα και έξω από τα όρια του ελληνικού κράτους. Το πρόγραμμα όμως αυτό ήταν υπερβολικά αισιόδοξο και προσέκρουσε την ήδη περιορισμένη αντοχή της ελληνικής οικονομίας καθώς και στο εξαιρετικά υψηλό πολιτικό κόστος που ωφέλησε τελικά τους αντιπάλους του.