Τις δύο τελευταίες δεκαετίες η προστασία του περιβάλλοντος καταλαμβάνει όλο και σημαντικότερη θέση στις συνειδήσεις των πολιτών, στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων στις εξαγγελίες των ιθυνόντων παγκόσμια.

Στη δεκαετία του 90 αναδείχθηκε σε μοναδικό αντικείμενο παγκόσμιων διασκέψεων, αρχίζοντας από το Ρίο το 92,  υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα θέματα των διαβουλεύσεων για το μέλλον του Κόσμου και σύνθημα των παράλληλων διαδηλώσεων. Φέτος τον Αύγουστο στο Γιοχάνεσμπουργκ στην Σύνοδο του ΟΗΕ θα αξιολογηθεί η πορεία εφαρμογής και αξιοποίησης των αποφάσεων του Ρίο, 10 χρόνια μετά. Σε αυτά τα χρόνια η διεθνής συνεννόηση έχει κάνει βήματα προς τα πίσω και οι αντιστάσεις των ανεπτυγμένων χωρών έχουν αυξηθεί, ιδιαίτερα από την πλευρά των ΗΠΑ. Τα πρώτα συμπεράσματα από τις προπαρασκευαστικές συναντήσεις (αυτή τη βδομάδα ολοκληρώνεται μία αντίστοιχη στο Μπαλί) δεν είναι ενθαρρυντικά.

Τα προβλήματα δεν υποχωρούν, οι ισορροπίες δεν αποκαθίστανται, τα βήματα είναι δειλά και οι συγκρούσεις έντονες. Όπως τονιζόταν στο περιβαλλοντικό πρόγραμμα του ΟΗΕ:

«τόσο διεθνώς όσο και σε εθνικό επίπεδο οι πόροι και η πολιτική βούληση αποδεικνύονται ανεπαρκείς για την αποτροπή της περαιτέρω υποβάθμισης του περιβάλλοντος ... ... αποτέλεσμα το χάσμα ανάμεσα στο τι έχει γίνει και στο τι αντικειμενικά χρειάζεται να γίνει διαρκώς αυξάνεται».

Το θέμα είναι πολυδιάστατο, έχει την ρίζα του στην αναπτυξιακή πολιτική που ακολουθήθηκε, στην ταύτιση της ανάπτυξης με την οικονομική μεγέθυνση και την μεγιστοποίηση της απόδοσης και του κέρδους, στην εκμετάλλευση της ανθρώπινης εργασίας και της φύσης.

Η ολοκληρωμένη –αειφόρος - διαχείριση κερδίζει συνεχώς έδαφος. Μια αντίληψη που θέλει να οργανώνεται πρώτιστα η κατανάλωση των φυσικών πόρων με έλεγχο της ζήτησης πριν αυξήσει ή, όπου δεν δύναται, πριν διαχειριστεί την προσφορά.

Ανεξάρτητα από την αφετηρία και τα αίτια ο καθένας από εμάς μόνο θετικά μπορεί να τοποθετηθεί σε αυτήν την διεθνή στροφή. Στροφή που απαιτεί ρήξεις σε όλα τα επίπεδα διοίκησης, παραγωγής και καθημερινής ζωής.

 

Θεσμικό πλαίσιο περιβάλλοντος

Νόμος 3010/2002 – Τροποποίηση - Προσαρμογή του Ν. 1650/86

Η θεσμική προστασία του περιβάλλοντος, έχει μακραίωνη ιστορία και καθυστέρηση. Σήμερα, με τη βιομηχανική επανάσταση ως παρελθόν, η νομοθεσία έγινε – ή πρέπει να γίνει - πλαίσιο με στόχο όχι μόνο να θεραπεύσει αλλά να αποτρέπει και να προλαμβάνει.

Το θεσμικό πλαίσιο στις Μελέτες Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων, ακριβώς γι αυτό το λόγο είναι σημαντικό, γιατί υπεισέρχεται στη φάση του σχεδιασμού, προβλέπει την όχληση και - θεωρητικά - την αποτρέπει ή την περιορίζει.

Η εμβέλεια αυτού του συστήματος δεν πρέπει να περιορίζεται σε μεμονωμένες δραστηριότητες και έργα. Οφείλει να εφαρμόζεται και σε πλαίσια δράσεων και στρατηγικά σχέδια, όπως ο αναπτυξιακός σχεδιασμός μιας περιοχής ή μιας χώρας ή η διαχείριση ενός Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης συνολικά, όπως του παρελθόντος Β ή του εν ενεργεία Γ’.

Ο νέος Νόμος 3010/2002 για την «εναρμόνιση του Ν. 1650/86 με τις οδηγίες 97/11 ΕΕ και 96/61 ΕΕ, διαδικασία οριοθέτησης και ρυθμίσεις θεμάτων για τα υδατορέματα» συλλήβδην, είναι προφανές ότι άργησε. Την αναμονή θα δικαιολογούσε ίσως η πληρότητά του. Όμως ο νέος Νόμος αφήνει μία σειρά σημαντικών ζητημάτων να διευκρινιστούν ακόμα και να λυθούν σε άγνωστο χρόνο μέσω Υπουργικών Αποφάσεων και Προεδρικών διαταγμάτων.  Άλλωστε, χωρίς την σύμπραξη αυτών των μελλοντικών νομοθετημάτων, ουσιαστικά δεν μπορεί να ισχύσει.

Στα θετικά του Νομοσχεδίου αναφέρονται:

Η προσαρμογή στο Ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο.

Η ομαδοποίηση δραστηριοτήτων και η πιθανή παραγωγή προδιαγραφών ανά είδος δραστηριότητας

Το ενιαίο της αρμοδιότητας από πλευράς υπηρεσιών όπως δηλώνεται από την εισηγητική έκθεση παρότι στο κυρίως κείμενο δεν ξεκαθαρίζεται αλλά παραπέμπεται σε ΚΥΑ.

Η εισαγωγή περιβαλλοντικής αξιολόγησης σε πρώιμο στάδιο (πρώην Μελέτη Προέγκρισης Χωροθέτησης)

Η παράταση του χρονοδιαγράμματος σε 90 ημέρες που είναι πιο ρεαλιστικός χρόνος.

Στα αρνητικά του Νομοσχεδίου και στα θέματα που πρέπει να λυθούν, καταγράφονται:

Η σημαντική  καθυστέρησή του και η παραπομπή όλων των σημαντικών ζητημάτων εφαρμογής σε ΚΥΑ (κατάταξη έργων, αρμοδιότητες, προδιαγραφές, αμοιβές, τρόπος δημοσιοποίησης κλπ) με αποτέλεσμα περαιτέρω καθυστέρηση σε σχέση με την εναρμόνιση με την κοινοτική νομοθεσία.

Η αναμονή της νέας ΚΥΑ για την κατάταξη έργου σε ομάδα, ώστε να εκδοθεί Έγκριση Περιβαλλοντικών Όρων, στην περίπτωση που  το έργο δεν ανήκει σε κάποια από τις μέχρι τώρα θεσμοθετημένες ομάδες. Στην έκδοση της ΚΥΑ για την κατηγοριοποίηση των έργων και δραστηριοτήτων προτείνεται να ακολουθηθεί η κατάταξη της ΕΣΥΕ, προκειμένου να αποφευχθούν εμπλοκές και καθυστερήσεις

Η παράλειψη θεσμοθέτησης της Στρατηγικής Εκτίμησης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων - Σ.Ε.Π.Ε. (σχεδίων ανάπτυξης, συνόλου έργων κλπ.).

Η απουσία δημοσιοποίησης κατά το πρώτο στάδιο της περιβαλλοντικής αδειοδότησης.

Η μη αποκέντρωση αρμοδιοτήτων για τα έργα Α΄ κατηγορίας στις αρμόδιες Περιφέρειες, οι οποίες έχουν και την ευθύνη υλοποίησής τους.

Η "κατάργηση" της ΜΠΕ για τα έργα Β' Κατηγορίας και η εισαγωγή της περιβαλλοντική έκθεσης, για την οποία δε μπορούν να γίνουν εκτιμήσεις εφόσον δεν υπάρχουν προδιαγραφές για τη σύνταξή της.

Η ανάθεση αρμοδιοτήτων σε ΟΤΑ για έργα Γ' κατηγορίας, ενώ δεν έχουν εξασφαλιστεί η απαιτούμενη τεχνογνωσία, προσωπικό και πόροι στους ΟΤΑ, γεγονός που εγκυμονεί κίνδυνο στρεβλώσεων και αδυναμιών στην εφαρμογή.

Η μη θεσμοθέτηση της διερεύνησης εναλλακτικών χωροθετήσεων, οδεύσεων στη φάσης της Προκαταρκτικής Περιβαλλοντικής Έκθεσης, για συγκεκριμένες κατηγορίες έργων, θέμα που πρέπει οπωσδήποτε να συμπεριληφθεί στις ΚΥΑ προδιαγραφών που θα εκδοθούν.

Τέλος, τα τέλη για την περιβαλλοντική αδειοδότηση να μην καταβάλλονται στον ειδικό λογαριασμό του Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. αλλά στο ταμείο των αρμόδιων για την έγκριση των περιβαλλοντικών όρων Υπηρεσιών (π.χ. Νομαρχιακό Ταμείο, Περιφερειακό Ταμείο). Είμαστε όλοι μάρτυρες της αδυναμίας των περιφερειακών υπηρεσιών περιβάλλοντος να λειτουργήσουν και να εισπράξουν περιβαλλοντικά τέλη και πρόστιμα. Κυρίως όμως της αναποτελεσματικής μέχρι σήμερα διαχείρισης του ΕΤΕΡΠΣ, του αποκαλούμενου περιβαλλοντικού και πράσινου ταμείου, το οποίο διαχειρίζεται με σημαντικά προβλήματα και καθυστερήσεις το ΥΠΕΧΩΔΕ.

Από τα παραπάνω γίνεται προφανές ότι  το άνοιγμα ενός ευρύτατου διαλόγου για το θέμα των Μελετών Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων είναι επίκαιρο παρά ποτέ. Στόχος αυτού του διαλόγου είναι να καταγραφούν προτάσεις και παρατηρήσεις, να συμπυκνωθεί η εμπειρία ατόμων και φορέων για το βέλτιστο αποτέλεσμα σε ένα  πραγματικά ευαίσθητο τομέα. Προφανώς δεν θα υποκαταστήσει το ρόλο του Νομοθέτη. Θα παράξει όμως ένα σημαντικό βοήθημα για την διαμόρφωση ενός σύγχρονου συστήματος θεσμών, ικανού να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις σ’ ένα βάθος χρόνου συνολικά και όχι πυροσβεστικά.

 

Προσαρμογή του Ελληνικού Θεσμικού Πλαισίου σε Κοινοτικές Οδηγίες

1. Οδηγία για την υγειονομική ταφή (99/31) που δημιουργεί σοβαρότατες υποχρεώσεις διοίκησης στο σύστημα των στερεών αποβλήτων στην χώρα, διαφοροποιεί τους ΧΥΤΑ σε τρία είδη (μη επικίνδυνα, αδρανή και επικίνδυνα)  και εισάγει υποχρέωση εκτροπής βιοαποδομήσιμων αποβλήτων από την ταφή.

2. Οδηγία για τα επικίνδυνα απόβλητα (91/689 και 94/31) οι οποίες παρότι αφορούν στην ΚΥΑ 19396/1546/97 δεν έχουν ουσιαστικά εφαρμοστεί διότι δεν δημοσιεύτηκαν οι ΚΥΑ εθνικού σχεδιασμού επικινδύνων και προδιαγραφών τεχνολογιών διαχείρισης επικινδύνων με αποτέλεσμα να μην υφίσταται κανενός είδους διαχείριση και διάθεση επικινδύνων αποβλήτων στην Ελλάδα παρά μόνο διασυνοριακή μεταφορά και προσωρινή αποθήκευση εντός των επιχειρήσεων.

3. Οδηγία IPPC (96/61) που δημιουργεί σοβαρές υποχρεώσεις σε πολλές βιομηχανίες και στις υπηρεσίες αδειοδότησης και ελέγχου.

4. Οδηγία πλαίσιο για το νερό 2000/60, η οποία αναλύεται ιδιαίτερα στη συνέχεια.

 

Διαχείριση υδατικών πόρων – οδηγία πλαίσιο 2000/60 Ε.Ε.

Στην Ελλάδα, οι υδρολογικές και γεωμορφολογικές ανισότητες σε συνδυασμό με τη χρονική αντιστροφή της κατανομής της ζήτησης και της υπερσυγκέντρωσής της σε περιορισμένους χώρους με ασήμαντους υδατικούς πόρους, δεν ευνοούν από οικονομοτεχνική άποψη την τεχνικά αξιόπιστη και οικονομικά εφικτή κάλυψη των αναγκών στις διάφορες χρήσεις του νερού.

Η κρισιμότητα των θεμάτων διαχείρισης υδατικών πόρων  εντείνεται από τις επιλογές χωρίς σχεδιασμό και πρόβλεψη, την υποτίμηση των προβλημάτων ποιότητας και ποσότητας των υδατικών πόρων και την καθυστέρηση εισαγωγής του περιβαλλοντικού παράγοντα στον αναπτυξιακό σχεδιασμό και στην διαδικασία της αγοράς.

Η πολυδιάσπαση και η ανταγωνιστικότητα των σχετικών με τους υδατικούς πόρους αρμοδιοτήτων σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, η απουσία προσωπικού και υλικοτεχνικής υποδομής, η έλλειψη σχεδιασμού και προγραμματισμού έχουν το προφανές αποτέλεσμα μιας περιστασιακής και μη ορθολογικής διαχείρισης.

Πολυάριθμοι και ανταγωνιστικοί φορείς σε εθνικό επίπεδο μελετούν, αξιοποιούν, διαχειρίζονται τους υδατικούς πόρους με συντονιστικό θεσμικό πλαίσιο τον Ν. 1739/87 ο οποίος δεν υλοποιήθηκε ακόμα στην πράξη. Η σπατάλη χρηματικών αλλά και υδατικών πόρων έρχεται ως φυσική συνέπεια της απουσίας συνολικής και ολοκληρωμένης διαχείρισης.

Κύριες συνέπειες αυτής της κατάστασης είναι η διαταραχή του υδατικού ισοζυγίου με ιδιαίτερα μεγάλες πτώσεις στάθμης στους υδροφορείς, η επέκταση του φαινομένου  της υφαλμύρωσης των παράκτιων υδροφορέων και η ρύπανση των υπόγειων και επιφανειακών νερών από λιπάσματα, βιομηχανικά και αστικά λύματα κλπ.

Η νέα Ευρωπαϊκή οδηγία πλαίσιο για το νερό (2000/60) ενσωματώνει τις βασικές αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης και συγκεκριμένα:

1. την  αρχή της ολοκληρωμένης διαχείρισης του νερού σε επίπεδο λεκάνης απορροής,

2. την αρχή της διαχείρισης της ζήτησης και της ανάκτησης του κόστους των έργων αξιοποίησης του νερού, καθώς και

3. τη συμμετοχική και αποκεντρωμένη διαχείριση του νερού.

Η Ελλάδα λοιπόν σήμερα έχει μια μεγάλη πρόκληση να αντιμετωπίσει: αυτή της προσαρμογής της στη νέα Ευρωπαϊκή πραγματικότητα, δρομολογώντας ένα βιώσιμο πλαίσιο επίλυσης των μεγάλων υδατικών της προβλημάτων.

Έτσι για τη χώρα μας σήμερα η πρόκληση αλλά και η ευκαιρία για τον εκσυγχρονισμό του συστήματος διαχείρισης των υδατικών μας πόρων και την εφαρμογή μιας βιώσιμης υδατικής πολιτικής συνίσταται:

1. Στην ολοκληρωμένη και ενιαία αντιμετώπιση τόσο των αναπτυξιακών και οικονομικών, όσο και των περιβαλλοντικών και των κοινωνικών παραμέτρων του νερού από έναν ενιαίο φορέα διαχείρισης των υδατικών πόρων με αποφασιστικές αρμοδιότητες τόσο σε κεντρικό, όσο και σε περιφερειακό επίπεδο.

2. Στην ανάπτυξη ενός πλαισίου υδατικής πολιτικής με έμφαση στη φιλική περιβαλλοντικά επιλογή της διαχείρισης της ζήτησης και της αρχής της ανάκτησης του κόστους του νερού, με την προσαρμογή των οικονομικών δραστηριοτήτων στις δυνατότητες των υδατικών αποθεμάτων σε επίπεδο υδατικού διαμερίσματος.

Η μη έγκαιρη προσαρμογή (πρώτο όριο το τέλος του 2003) μπορεί να οδηγήσει στην εκπόνηση μελετών υδατικών διαμερισμάτων (που έχουν ήδη προκηρυχθεί από το ΥΠ.ΑΝ. προϋπολογισμού 6,5 εκατομμύρια ευρώ !!) με ελλείψεις και στην εξέλιξη αναποτελεσματικών φορέων διαχείρισης υδατικών διαμερισμάτων σύμφωνα με τον Ν.1739/87, με αποτέλεσμα αντιθέσεις και απώλεια χρόνου και πόρων.

Οι κεντρικές πολιτικές πρωτοβουλίες και η σύσταση διυπουργικής επιτροπής τα τελευταία χρόνια δεν έχουν αποδώσει τα αναμενόμενα και τον ζητούμενο συντονισμό τουλάχιστον των υπουργείων.

 

Υπηρεσίες περιβάλλοντος

Συμπληρωματικά πρέπει να αναφέρουμε δύο κυρίαρχα σημεία της καθυστέρησης της χώρας μας στα θέματα διαχείρισης και προστασίας του περιβάλλοντος:

- Την έλλειψη του σώματος των περιβαλλοντικών ελεγκτών, με αποτέλεσμα την αδυναμία κεντρικής διοίκησης και αυτοδιοίκησης (λόγω έλλειψης προσωπικού, εξοπλισμού και πόρων) να αντεπεξέλθουν στις ανάγκες προστασίας και περιφρούρησης  του περιβάλλοντος.

- Την απουσία ενός αξιόπιστου εθνικού συστήματος μέτρησης, ελέγχου και πρόληψης της ρύπανσης, που θα συνδέει με επίσημες, αξιόπιστες και τεχνικά βέλτιστες μεθόδους όλους εκείνους τους φορείς που λειτουργούν ως εργαστήρια ή σταθμοί παρακολούθησης του περιβάλλοντος.

 

Αντί επιλόγου :

«Να αγαπάς την ευθύνη. Να λες: Εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γης. Άμα δεν σωθεί εγώ θα φταίω» Νίκος Καζαντζάκης - Ασκητική

 

famellosΟ Σωκράτης Φάμελλος γεννήθηκε το 1966 στην Αθήνα. Είναι διπλωματούχος Χημικός Μηχανικός του Α.Π.Θ. και κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου στον Περιβαλλοντικό Σχεδιασμό. Έχει διατελέσει δημοτικός σύμβουλος του Δ. Θέρμης, πρόεδρος και μέλος Δ.Σ. οργανισμών και επιχειρήσεων της τοπικής αυτοδιοίκησης. Επίσης έχει διατελέσει μέλος της διοικούσας επιτροπής και πρόεδρος της αντιπροσωπείας του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος τμήμα Κεντρικής Μακεδονίας, ενώ έχει κατά περιόδους συμμετάσχει σε επιστημονικές και επαγγελματικές επιτροπές.

Εξελέγη βουλευτής Β' Θεσσαλονίκης με το ΣΥΡΙΖΑ το 2015 και από το φθινόπωρο του ίδιου έτους ανέλαβε καθήκοντα Αναπληρωτή Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας.

Περισσότερα άρθρα και επικοινωνία