Ένα ανεπεξέργαστο και αναξιοποίητο διαμάντι αποτελεί για την ελληνική οικονομία το ελληνικό παρθένο ελαιόλαδο.

Αυτό προκύπτει και από τη μελέτη που επεξεργάστηκε ο Σύνδεσμος Εξαγωγέων Βορείου Ελλάδος. Οι μεγαλύτερες ποσότητες παρθένου ελαιολάδου από την Ελλάδα και την Ισπανία, καταλήγουν στις παγκόσμιες αγορές μέσω της Ιταλίας. Φυσικά οι ποσότητες αυτές εξάγονται χύμα από την Ελλάδα και την Ισπανία προς την Ιταλία, ενώ από την τελευταία το ελαιόλαδο κατευθύνεται προς τις αγορές τυποποιημένο και έχοντας ενσωματώσει σημαντική υπεραξία.

Βλέπουμε χαρακτηριστικά ότι οι ποσότητες που εξήγαγε το 2003 η Ελλάδα στις θεωρούμενες καλές αγορές του κόσμου για το ελαιόλαδο ήταν ελάχιστες, ενώ την ίδια στιγμή εξήγαγε στην Ιταλία παρθένο ελαιόλαδο αξίας 186 εκατομμυρίων ευρώ. Η μεγαλύτερη από αυτή την ποσότητα θα μπορούσε και θα έπρεπε να εξάγεται απ΄ ευθείας από την Ελλάδα, στις αγορές του τελικού του προορισμού. Το ίδιο συμβαίνει και με την Ισπανία και φαίνεται καθαρά πώς η Ιταλία ελέγχει στην ουσία την διακίνηση του ελαιολάδου στον κόσμο.

 

Συμπεράσματα μελέτης

Το 79% του παρθένου ελαιολάδου που εξάγει η Ελλάδα κατευθύνεται προς την Ιταλία. Η μεγαλύτερη ποσότητα δεν καταναλώνεται στη γειτονική χώρα αλλά επανεξάγεται. (Ως Ιταλικό και σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη και ως ελληνικό. Μάλιστα, σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις, συχνά δεν επανεξάγεται αυτούσιο αλλά αφού έχει αναμιχθεί με αντίστοιχο ιταλικό του οποίου την ποιότητα βελτιώνει).

Το μόνο ευχάριστο είναι πως το ποσοστό αυτό το 1999 ήταν 84%, το 2000 83%, το 2001 82% και το 2002 74%. Δηλαδή η συμμετοχή του χύμα ελαιολάδου στις ελληνικές εξαγωγές δείχνει μια μικρή μείωση στα τελευταία 5 χρόνια καθώς αντικαθίσταται από τυποποιημένο.

Αύξηση στις μεγάλες αγορές αλλά οι ποσότητες της Ελλάδας παραμένουν μικρές

Ως προς τις χώρες, βλέπουμε σε ορισμένες από αυτές, οι οποίες αποτελούν παράλληλα και καλές αγορές-στόχους, το ελληνικό ελαιόλαδο σημειώνει μια αύξηση στα τελευταία πέντε χρόνια ( ΗΠΑ 38%, Καναδά 106%, Αυστραλία 99%, Γαλλία 72%, Ελβετία 116%, Ιαπωνία 18%). Η αύξηση αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί σημαντική υπό άλλες προϋποθέσεις.

Ωστόσο, δεν μπορούμε να την θεωρήσουμε έτσι μια και αφ΄ ενός οι ποσότητες παραμένουν μικρές και αφ΄ ετέρου υπολείπονται της αντίστοιχης αύξησης των συνολικών εισαγωγών παρθένου ελαιολάδου στις χώρες αυτές.

Πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι όπως προκύπτει από την μελέτη, οι εξαγωγές παρθένου ελαιολάδου είναι σε σχέση με τις συνολικές ελληνικές εξαγωγές, 9 φορές πιο σημαντικές απ΄ ότι της Ιταλίας και 3 φορές πιο σημαντικές απ΄ ότι της Ισπανίας.

 

Η αγορά διαρκώς μεγαλώνει

Το σίγουρο είναι ότι η προτίμηση στο ελαιόλαδο αυξάνεται στα τελευταία χρόνια στις δυτικές χώρες και στην Ιαπωνία, λόγω της φήμης της μεσογειακής διατροφής και του γεγονότος ότι όλοι έχουν πεισθεί για την υπεροχή του έναντί των άλλών λιπών, ως προς τις επιπτώσεις στην υγεία. Οι εισαγωγές παρθένου ελαιολάδου, προς τις εισαγωγές των υπολοίπων φυτικών ελαίων σημειώνουν αύξηση ανάμεσα στο 1999 και το 2003 σε πολύ μεγάλα ποσοστά (από 59% στον Καναδά, 49% ΗΠΑ-Ιαπωνία, 31% Γαλλία, 18% Γερμανία-Ην. Βασίλειο). Η συνολική κατανάλωση ελαιολάδου στις εν λόγω χώρες αυξάνεται σταθερά, την ίδια πενταετία, αλλά σε μικρότερο βαθμό. Αυτό σημαίνει ότι το παρθένο ελαιόλαδο βελτιώνει σταθερά τη θέση του, εκτοπίζοντας άλλα φυτικά έλαια, ανάμεσά τους και το μη παρθένο ελαιόλαδο και βέβαια αυτό αποτελεί εν δυνάμει πλεονέκτημα για το ελληνικό ελαιόλαδο το οποίο στο μεγαλύτερο μέρος του είναι παρθένο.

 

Τελικά συμπεράσματα

Ο Σύνδεσμος Εξαγωγέων Βορείου Ελλάδος εκτιμά ότι όλοι οι εμπλεκόμενοι με το θέμα της παραγωγής, της εμπορίας και ιδίως των εξαγωγών ελαιολάδου στη χώρα μπορούν να βγάλουν πολύ χρήσιμα συμπεράσματα από την εν λόγω μελέτη, ως προς τη δραστηριότητα και τις ενέργειές τους.

Αν προσπαθήσουμε εν τούτοις να καταλήξουμε σε ορισμένα συνολικά συμπεράσματα για το ελληνικό παρθένο ελαιόλαδο θα παρατηρήσουμε αφ΄ ενός ότι είναι όντως ένα πλεονέκτημα εντελώς αναξιοποίητο μέχρι στιγμής και αφ΄ ετέρου όμως παρουσιάζει σημαντικές προοπτικές αξιοποίησης στο μέλλον.

Η κατανάλωση και οι εισαγωγές παρθένου ελαιολάδου στις σημαντικότερες δυτικές χώρες αυξάνεται σταθερά, δημιουργώντας ένα κατάλληλο περιβάλλον. Κατά συνέπεια και η προσπάθεια να εξάγουμε τυποποιημένο επώνυμο ελληνικό ελαιόλαδο σ΄ αυτές πρέπει να ενταθεί. Οι ΗΠΑ, η Γαλλία, η Ιαπωνία, το Ην. Βασίλειο και η Γερμανία και δευτερευόντως ο Καναδάς και η Ελβετία πρέπει να αποτελέσουν τους βασικούς μας στόχους. Χώρες που πρέπει να διερευνηθούν είναι η Πορτογαλία λόγω τεράστιων ποσοτήτων ανεξάρτητα από τη σχέση της με τη γειτονική της Ισπανία και η Νότια Κορέα. Η Κίνα αν και δεν εμφανίζεται στο χάρτη θα πρέπει να διερευνηθεί επίσης, λόγω πληθυσμού, ανάπτυξης και Ολυμπιακών Αγώνων.

 

Τι πρέπει να γίνει

Το θέμα είναι πώς θα βελτιωθούν οι εξαγωγές ελληνικού παρθένου ελαιολάδου, απ΄ ευθείας στις μεγάλες αγορές και όχι μέσω Ιταλίας.

Οι θέσεις του ΣΕΒΕ οι οποίες είναι και σε μεγάλο βαθμό θέσεις του ΣΕΒΕ για την αύξηση των εξαγωγών όλων των αγροτικών προϊόντων είναι οι εξής:

* Στρατηγικό πλάνο με συγκεκριμένους στόχους ανά χώρα

* Συνολική και συντονισμένη προσπάθεια - συνεργασία επιχειρήσεων φορέων

* Ιδιαίτερη στήριξη της πολιτείας, μια και το ελαιόλαδο αποτελεί εθνικής σημασίας προϊόν και προϊόν-πρεσβευτή της χώρας

* Εξαιρετικά ποιοτικά προϊόντα υψηλής προστιθεμένης αξίας που θα πωλούνται σε καταστήματα delicatessen,

* Θεαματική βελτίωση της συσκευασίας και της συνολικής παρουσίας στα ράφια

* Καλλιέργεια μιας συνολικής εικόνας για όλα τα ελληνικά προϊόντα και ενός ενιαίου συνθήματος, όπως για παράδειγμα το 'Naturally Greek', το οποίο ο ΣΕΒΕ εδώ και χρόνια έχει προτείνει

* Οργάνωση των εταιριών πάνω στις εξαγωγές, χρησιμοποίηση εξειδικευμένων στελεχών

* Να γίνουν βήματα ως προς την επιχειρηματικότητα και να προχωρήσουν οι μεγαλύτεροι παραγωγοί σε δική τους τυποποίηση, ονομασία και ετικέτα

* Ανάδειξη και προβολή των ελαιοπαραγωγικών περιοχών της χώρας των οποίων να καλλιεργηθεί η 'εικόνα'.

* Έμφαση στον πολιτισμό της ελιάς και του ελαιολάδου της κάθε περιοχής και της χώρας, συνολικά.

* Προβολή και διαφήμιση του ελληνικού ελαιολάδου στο εξωτερικό, καθώς και των συγκριτικών του πλεονεκτημάτων (γεύση, παράδοση) σε συνδυασμό με την προβολή του τουρισμού.