Η λογική της τρομοκρατικής επίθεσης με φάκελο-βόμβα είναι σαν το ψάρεμα. Οι τρομοκράτες τους στέλνουν εκ του ασφαλούς, προσδοκώντας ότι κάποιος από τους στόχους θα “τσιμπήσει”.

Και συνήθως κάποιος ανύποπτος πληρώνει την “επαναστατική” φαντασίωση των “Πυρήνων της Φωτιάς” ή κάποιας άλλης συναφούς οργάνωσης. Αυτή τη φορά ήταν ο πρώην πρωθυπουργός Λουκάς Παπαδήμος που βρέθηκε στο στόχαστρο και τώρα στην εντατική.

Οι ορίζουσες του τρομοκρατικού φαινομένου στην Ελλάδα έχουν προ πολλού αλλάξει. Το μοντέλο της κλειστής και σχεδόν επαγγελματικής οργάνωσης με ιδεολογικές αναφορές και κάποιους κώδικες συμπεριφοράς εκλείπει.

Οι νέες τρομοκρατικές οργανώσεις δεν μιμούνται το μοντέλο της οργάνωσης “17 Νοέμβρη”. Πρόκειται για ένα νέου τύπου “αντάρτικο πόλεων”, το οποίο μοιάζει περισσότερο με το διάσπαρτο ένοπλο κίνημα της Αυτονομίας στην Ιταλία της δεκαετίας του 1980.

Έχει διαμορφωθεί ένα κλίμα που ωθεί στη δημιουργία ένοπλων ομάδων, οι οποίες λειτουργούν σχεδόν στοιχειακά ενίοτε στο όριο μεταξύ πολιτικού και ποινικού. Η ρητορική τους είναι διαφορετική απ’ ό,τι στο παρελθόν. Το ίδιο και ο τρόπος δράσης τους.
Οι επιθέσεις τους είναι πιο απλές και πιο συχνές, έχουν μεγάλη ποικιλία και μοιάζουν μάλλον πρόχειρες στον σχεδιασμό και στην υλοποίησή τους. Όπως φάνηκε και από τις αλλεπάλληλες συλλήψεις μελών της οργάνωσης “Πυρήνες της Φωτιάς”, ο χαμηλός βαθμός επαγγελματισμού τέτοιων ομάδων τις κατέστησε περισσότερο ευάλωτες, αλλά και περισσότερο απρόβλεπτες.

Μπορεί η μορφή της τρομοκρατίας να άλλαξε, αλλά ο ηθικός-πολιτικός πυρήνας της παραμένει ο ίδιος. Όταν κάποιοι οπλίζονται με σκοπό να προωθήσουν με τη βία τις όποιες ιδεοληψίες τους, το αποτέλεσμα είναι εφιάλτης. Ουσιαστικά πρόκειται για την εξαμβλωματική εκδοχή των κινημάτων αμφισβήτησης.

 

Η αισθητική της βίας

Οι ιδρυτές αυτών των οργανώσεων είναι φανατικοί που αναλαμβάνουν μεγάλο προσωπικό ρίσκο. Χαρακτηρίζονται από ένα κράμα ελιτισμού και μεσσιανισμού. Έλκονται από την αισθητική της βίας και θεωρούν τις επιθέσεις τους τελετουργία στον βωμό ενός ύψιστου σκοπού.

Στην πραγματικότητα, η τρομοκρατία είναι εκδήλωση ενός ανήθικου πολιτικού αναλφαβητισμού, ο οποίος με μαθηματική ακρίβεια φέρνει τα ακριβώς αντίθετα από τα διακηρυσσόμενα πολιτικά αποτελέσματα. Διαμορφώνει ένα κλίμα το οποίο κατά κανόνα οδηγεί εξ αντιδιαστολής στην κλιμάκωση της καταστολής και στον περιορισμό των πολιτικών ελευθεριών.
Οδηγεί, όμως, και στη μετάλλαξη των αυτόκλητων “ανταρτών πόλης” σε επαγγελματίες τεχνικούς της τρομοκρατίας, που ολοένα και περισσότερο διολισθαίνουν σε λούμπεν συμπεριφορές. Tο κουμπούρι τους γεμίζει αλαζονεία και τους κάνει να νιώθουν μικροί θεοί. Στις νεότερες γενιές τρομοκρατών, που δεν έχουν τα πολιτικά βιώματα και τις όποιες αναστολές της παλιάς φρουράς, αυτά ισχύουν στο πολλαπλάσιο.

Σήμερα δεν υπάρχει η αύρα μιας ρομαντικής ανοχής που υπήρξε στην ελληνική κοινωνία της μεταπολίτευσης για τη “17 Νοέμβρη”. Είναι κανόνας, άλλωστε, να χάνει όποιος αναμετριέται με τον μύθο του.

Η περίπτωση της “17 Νοέμβρη” το επιβεβαιώνει απολύτως. Εγκλωβισμένοι στον μύθο που οι ίδιοι είχαν κατασκευάσει γι’ αυτήν, οι Έλληνες το 2002 παρακολούθησαν με εμφανή έκπληξη την εξάρθρωση της οργάνωσης που για 27 ολόκληρα χρόνια έβαζε τη σφραγίδα της στον εθνικό βίο.

 

Εκλεκτικές συγγένειες

Αν και επί της ουσίας οι κάθε είδους επιθέσεις της μόνο οριακά επηρέασαν τις εξελίξεις, στο συμβολικό επίπεδο η παρέμβασή της ήταν σημαντική. Ακριβώς γι’ αυτό η κοινή γνώμη ένιωσε σχεδόν προδομένη όταν είδε ότι την περιβόητη αυτή τρομοκρατική οργάνωση δεν την αποτελούσαν εγχώριοι Τσε Γκεβάρα με υψηλό μορφωτικό επίπεδο, αλλά άγνωστα πρόσωπα μετρίου διανοητικού διαμετρήματος, τα οποία εκτός των πολιτικών στόχων είχαν και άριστες επιδόσεις στις ληστείες τραπεζών.

Κι όμως, όταν φύγουμε από τη σφαίρα του μύθου, θα διαπιστώσουμε ότι οι εντυπωσιακές επιχειρησιακές επιδόσεις της “17 Νοέμβρη” οφείλονταν ακριβώς στο γεγονός ότι στελεχωνόταν από αποφασισμένα άτομα, τα οποία λειτουργούσαν σαν τεχνικοί της τρομοκρατίας και όχι σαν διανοούμενοι επαναστάτες.

Αποκομμένη ουσιαστικά από τις κοινωνικοπολιτικές διεργασίες, η “17 Νοέμβρη” συνέχισε την πορεία της αντλώντας στελέχη όχι από κάποιο κίνημα, αλλά από τους παραδοσιακούς δεσμούς, τις συγγένειες και τις φιλίες. Τα μέλη της δεύτερης και πολύ περισσότερο της τρίτης γενιάς ήταν γενικά και αφηρημένα εναντίον των Αμερικάνων και των «φραγκάτων».
Αυτό που κυρίως τους είχε ωθήσει να εμπλακούν στην τρομοκρατία ήταν η παρέα και η προοπτική μιας έντονης περιπέτειας. Το γεγονός αυτό ήταν ο καταλύτης για να καταρρεύσει ο μύθος και να ολοκληρωθεί σχεδόν η στροφή της ελληνικής κοινωνίας από τη ρομαντική ανοχή του τρομοκρατικού φαινομένου στην ιδεολογικοπολιτική απόρριψή του.

Εάν αυτό ισχύσει μία φορά για την ύστερη “17 Νοέμβρη” ισχύει πολλαπλάσια για τις ελληνικές ένοπλες ομάδες του σήμερα, όπως οι “Πυρήνες της Φωτιάς”. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι αυτές οι οργανώσεις έχουν την τάση να αναπτύσσουν ισχυρές εκλεκτικές συγγένειες με εγκληματικές συμμορίες. Ο κοινός παρονομαστής είναι το αίσθημα όχι μόνο της πολιτικής, αλλά και της κοινωνικής απαξίωσης και περιθωριοποίησης.

πηγή: slpress.gr