Δύο είναι στη σημερινή ιστοριογραφία οι κυρίαρχες ερμηνείες για την εμφάνιση του ναζισμού και την ακραία συνέπειά του, το Ολοκαύτωμα.

Με βάση την πρώτη, ο ιδιαίτερος ιστορικός ρόλος του Χίτλερ και το Ολοκαύτωμα θεωρούνται συνέπεια της πολιτισμικής ιδιαιτερότητας του γερμανικού έθνους και της απόλυτης σχεδόν διάβρωσης του γερμανικού λαού από την ιδεολογία του εθνικοσοσιαλισμού.

Με βάση τη δεύτερη, οι καθοριστικοί παράγοντες που οδήγησαν στο ναζισμό και το Ολοκαύτωμα δεν έχουν τόσο σχέση με την πολιτισμική ιδιαιτερότητα του γερμανικού λαού, όσο είναι συνέπεια των ιδιαιτεροτήτων του γερμανικού πολιτικού συστήματος: την μη εμπέδωσης δημοκρατικών αξιών- παρά την ύπαρξη κοινοβουλευτικών θεσμών- της κυριαρχίας του στρατού και της γραφειοκρατίας, της παράδοξης συνάρθρωσης ιδεών που έρχονταν σε αντίθεση με το Διαφωτισμό και τον πολιτικό φιλελευθερισμό με τα πλέον προωθημένα επιτεύγματα της δυτικής τεχνολογίας, τελικά της αδυναμίας των ηγετικών ομάδων κυρίως του ναζιστικού κόμματος, του γερμανικού κράτους και της γερμανικής κοινωνίας να αντιληφθούν τις ηθικές συνέπειες της εξόντωσης των πολιτικών και φυλετικών «εχθρών», καταφεύγοντας στη χρήση των πλέον προωθημένων τεχνολογικών μέσων με αποκλειστικό κριτήριο την επινοημένη διαφορά.

Οφείλουμε ευγνωμοσύνη σε  συγγραφείς, όπως ο John Laughland και ο   Rodney Atkinson, που ερεύνησαν συστηματικά και ανακάλυψαν την «κρυμμένη» Ιστορία της ιδέας της ενωμένης Ευρώπης. Με έκπληξη κάθε πολίτης κάθε δημοκρατικής χώρας της Ευρώπης ανακαλύπτει ότι η «Ευρωπαϊκή Κοινότητα», η «Ευρωπαϊκή Ένωση», η «Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία», η «Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία», η «τελωνειακή ένωση», η «Ευρώπη των περιοχών», η «οικονομική και νομισματική ένωση», δεν αποτελούν συλλήψεις δημοκρατών πολιτικών μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, αλλά ιδέα ολόκληρου του ναζιστικού καθεστώτος της χιτλερικής Γερμανίας και των συνεργατών των ναζί. Βεβαίως, αυτό δεν σημαίνει ότι όσοι προωθούν σήμερα την ευρωπαϊκή ενοποίηση και ομοσπονδοποίηση, έχουν φασιστικές αντιλήψεις.

Όμως την εποχή της ναζιστικής λαίλαπας οι φιλελεύθεροι και δημοκράτες Ευρωπαίοι υπερασπίζονταν την αρχή της εθνικής ανεξαρτησίας και κυριαρχίας. Ενώ οι ναζί προπαγάνδιζαν υπέρ της «ενωμένης» Ευρώπης και της ευρωπαϊκής ομοσπονδίας. Οι συντηρητικοί θεωρητικοί τους «επαναστάτες» ήταν εθνικιστές που πίστευαν ότι οι αρετές του γερμανικού Volk [= λαού] ήταν ανώτερες από τις καταστρεπτικές επιρροές του δυτικού καπιταλισμού και φιλελευθερισμού από τη μια, και του μαρξιστικού σοσιαλισμού από την άλλη. Αυτό προσέδωσε στα κείμενά τους έναν κυρίαρχο αντιμοντερνιστικό τόνο. Υπεράσπιζαν τη Volkische Kultur [= λαϊκή κουλτούρα] απέναντι στην κοσμοπολίτικη Zivilisation [= τεχνικός πολιτισμός]. Η πρώτη είχε τις ρίζες της στο λαό. Η δεύτερη ήταν άψυχη, εξωτερική, τεχνητή.

Γι’ αυτούς [...] «Το Βερολίνο ήταν η άκαρδη μητρόπολη των αριστερών διανοουμένων, της πορνογραφίας και της μαζικής κατανάλωσης». [...] Το κεντρικό αντιθετικό δίπολο του εθνικισμού τους ήταν αυτό της Kultur vs Zivilisation. Από τη μια μεριά έστεκε το Volk ως κοινότητα αίματος, φυλής και πολιτιστικής παράδοσης. Από την άλλη βρισκόταν η απειλή του Amerikanismus, ο φιλελευθερισμός, το εμπόριο, ο υλισμός, το κοινοβούλιο με τα πολιτικά κόμματα, και η Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Ο εθνικισμός λειτουργούσε ως μια εγκόσμια θρησκεία που υποσχόταν μια εναλλακτική λύση απέναντι σε πολύπλοκα προβλήματα  καπιταλιστικού και κομμουνιστικού εξορθολογισμού.

Ο Χίτλερ απεχθανόταν το λαϊκό «βουκολισμό», πρεσβεύοντας αυτό που ο Γκαίμπελς αποκαλούσε «ατσαλένιο ρομαντισμό». Αντίθετα όμως μ’ αυτούς, ο Χίτλερ είχε δεσμευτεί να ακολουθήσει τις συνέπειες των ιδεών τους μέχρι τη λογική τους απόληξη: τον πόλεμο και τη μαζική εξόντωση.

Ωστόσο, η βιασύνη για συγκρίσεις συσκότισε τη γερμανική μοναδικότητα. Πουθενά αλλού στην Ευρώπη η τεχνολογική νεωτερικότητα και η ρομαντική διαμαρτυρία δεν συγκρούστηκαν με τόση σφοδρότητα όσο στη Γερμανία. Πουθενά αλλού δεν υπήρξε τόσο ταχεία εκβιομηχάνιση με την απουσία επιτυχημένης αστικής επανάστασης. Και πουθενά αλλού η διαμαρτυρία ενάντια στο Διαφωτισμό δεν αποτέλεσε συστατικό στοιχείο στη διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας, όπως έγινε στη Γερμανία από τις αρχές του δεκάτου ενάτου αιώνα και ως τη Βαϊμάρη.

Το κόμμα τότε γίνεται ισχυρότατη πολιτική οργάνωση: Το 1932 αριθμούσε 1.300.000 μέλη. Κάθε φορά όμως που ο Χίτλερ άνοιγε καταλόγους για νέες εγγραφές, ο φόβος και η ‘σύνεση’ πρόσθεταν νέους οπαδούς. Το 1939 έφθασε τα 8 εκατομμύρια. Στις αρχές του 1945, τα 11 εκατομμύρια...«Το κράτος πρόνοιας της Βαϊμάρης έδωσε τη θέση του στην αστυνομική καταστολή και την ιατρική βία. Η παλιά αστική διάκριση ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό αμφισβητήθηκε. Ο φόβος της κατάδοσης και της παρακολούθησης εισχώρησαν στην οικογένεια, στο σπίτι και στο υποσυνείδητο. Κοινή γνώμη δεν υπήρχε αφού δεν υπήρχε τρόπος να εκφραστεί». 

Η ιεραρχία περιλαμβάνει (από κάτω προς τα πάνω) τους αρχηγούς ομάδων (περίπου 500.000), τους αρχηγούς πυρήνων που διοικούσαν 4-8 ομάδες (μπλοκ), τους τοπικούς διοικητές που διοικούσαν 50-500 μέλη, τους περιφερειακούς διοικητές (Kreisleiter) που πέρα από τα κομματικά τους καθήκοντα έλεγχαν τους κρατικούς λειτουργούς, τους διοικητές μεγάλων περιοχών (Gauleiter) -32 το 1933 που επίσης ήταν αντιπρόσωποι του κράτους (Reichsstatthalter). Ο Χίτλερ αναθέτει τη διεύθυνση του κόμματος στον ηγέτη της αρχιγραμματείας (στον Ρ. Ες μέχρι το 1941 και στη συνέχεια στον Μάρτιν Μπόρμαν) τον οποίο βοηθά επιτελείο του κόμματος. Οι γυναίκες που προσχωρούσαν στην εθνικοσοσιαλιστική ιδεολογία, έκαναν εγγραφή στην οργάνωση των Εθνικοσοσιαλιστών Γυναικών (Ν-S Frauenschaft).

Οι Ολυμπιάδες είναι κορυφαίο γεγονός του «σωματικού πολιτισμού» που αναπτύσσεται σε μια εποχή προωθημένης εκμηχάνισης , μέσα σε συνθήκες υποχώρησης της χειρωνακτικής εργασίας και «παραγωγής» ελεύθερου χρόνου. Οι μεγάλες αλλά και οι μικρομεσαίες αθλητικές «γιορτές» βρίσκονται σε κατάσταση αλληλεπίδρασης με τις κυρίαρχες αξίες, υφίστανται την επιρροή των δυνάμεων του πλούτου και των παραγόντων του θεάματος, όπως επίσης ασκούν πιλοτικές δράσεις προς την ολότητα της κοινωνίας.

Η κριτική προσέγγιση των αθλητικών γεγονότων- αλλά και του γενικότερου συστήματος σωματικής αγωγής, όπως εκφράζεται με συλλογικές ή ατομικές επιλογές, στα σχολεία, στα γυμναστήρια ή στην κατ’ οίκον «σωματοδόμηση» (body building, σε απλά ελληνικά)- είναι μια μεγάλη ανάγκη. Που πρέπει να υπηρετείται ιδιαίτερα σε συνθήκες έξαρσης του αθλητικού φαινομένου και κυκλοφορίας πολλών και διαφόρων ιδεολογημάτων, «συνταγών επιτυχίας» και ανόδου στην «κορυφή», υποταγής σε σκληρές μορφές πειθαρχίας. Από την άποψη αυτή η επιλογή ορισμένων αθλητικών γεγονότων που πραγματοποιήθηκαν μέσα σε ιδιάζουσες συνθήκες, επιτρέπει την καλύτερη οπτική του αθλητικού-κοινωνικού φαινομένου και του πολιτισμού με τον οποίο αυτό συνδέεται. Ένα τέτοιο γεγονός ήταν οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 1936 στο Βερολίνο. Εκεί  οι ταινίες της Leni Riefenstahl αναδεικνύουν και εξωραΐζουν την ιδεολογία του Χίτλερ.

 

A IliadiΗ Αμαλία Κ. Ηλιάδη γεννήθηκε στα Τρίκαλα Θεσσαλίας το 1967. Είναι φιλόλογος-ιστορικός και κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος Βυζαντινής Ιστορίας απ' το Α.Π.Θ. Εργάζεται ως καθηγήτρια στη Μέση Εκπαίδευση απ' το 1992. Παράλληλα ασχολείται με την ποίηση και τη ζωγραφική. Ενδιαφέρεται, έμπρακτα και διακαώς, για την επέκταση και διεύρυνση της πνευματικής καλλιέργειας και της καλλιτεχνικής ευαισθησίας, πρωτίστως των μαθητών της, και δευτερευόντως όλων των ανθρώπων.

Περισσότερα άρθρα και επικοινωνία