Οι Ιταλοί μπορούσαν να το κάνουν.
Και ευτυχώς για τους λοιπούς Ευρωπαίους, φαίνεται ότι πήραν την απόφαση να μην ανεχθούν την διάλυση της πατρίδας τους, αλλά και της Ευρώπης ολόκληρης, όπως επιχειρείται από τη διεθνή χρηματοπιστωτική ολιγαρχία με την συνδρομή της επικίνδυνα μυωπικής Γερμανίας. Οπωσδήποτε το μόνο που δεν έχει θέση σήμερα είναι ο ενθουσιασμός. Διότι το αποτέλεσμα των ιταλικών εκλογών το μόνο που δείχνει είναι την απόφαση του Ιταλικού λαού να αντιδράσει. Το αν η απόφαση αυτή μετατραπεί στη συνέχεια σε εφαρμοσμένη πολιτική, το εάν μια τέτοια πολιτική μπορέσει να αντέξει στον πόλεμο που θα δεχθεί, το εάν δημιουργηθούν νέες σθεναρές συμμαχίες ικανές να μεταβάλλουν το αρρωστημένο πολιτικό περιβάλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι ζητούμενα αλλά και προϋποθέσεις για βαθιές πολιτικές (και βεβαίως οικονομικές) αλλαγές.
Οι Ιταλοί μπορούσαν να αντιδράσουν χωρίς φοβικά σύνδρομα διότι έχουν μία ισχυρή παραγωγική οικονομία που καλύπτει το σύνολο των αναγκών τους, από τον αναπτυγμένο πρωτογενή τομέα μέχρι την προωθημένη τεχνολογία. Αισθάνονται επομένως ότι διαθέτουν τα απαραίτητα αποθέματα ουσιαστικής επιβίωσης ώστε να τολμήσουν να αντισταθούν στις επιθέσεις που πιθανότατα θα δεχθεί η οικονομία τους με ακόμη μεγαλύτερη ένταση το προσεχές διάστημα. Κυρίως όμως αισθάνονται ότι, ως μέγεθος, δεν επιτρέπεται να αντιμετωπίζονται σαν κλωτσοσκούφι ούτε βεβαίως και ως δεδομένο σφάγιο στις ορέξεις οιουδήποτε.
Οπωσδήποτε η ατμόσφαιρα της προεκλογικής περιόδου αλλά και τα εκλογικά αποτελέσματα, σε ένα πρώτο επίπεδο, ξενίζουν. Αν όμως συνυπολογίσει κανείς την απογοήτευση για το πολιτικό προσωπικό, την οργή απέναντι στην Γερμανική Ευρώπη και την απαίτηση για μια πολιτική με περισσότερη κοινωνική ευαισθησία έναντι αυτής που επιχειρήθηκε από τον Μόντι, τότε όλα βρίσκουν το νόημά τους. Και αν δεν είναι, για την ώρα τουλάχιστον, σίγουρο ότι η πολιτική κατεύθυνση που θα ακολουθήσει η χώρα αυτή θα συνάδει προς την εκφρασμένη διάθεση του εκλογικού σώματος, το βέβαιο είναι πως σε περίπτωση που αυτό συμβεί οι εξελίξεις θα αφορούν το σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και θα εξαρτηθούν και από την στάση των υπόλοιπων χωρών (τουλάχιστον αυτών που δοκιμάζονται σκληρά).
Και μόνο το ενδεχόμενο αλλαγής στην στάση της Ιταλίας, επιβάλλει στην Ελληνική πολιτική ηγεσία εγρήγορση σε πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο, ώστε η χώρα να είναι έτοιμη απέναντι στις πιθανές εξελίξεις. Το γεγονός ότι το μέγεθός της, η άθλια οικονομική της κατάσταση και κυρίως η διάλυση του παραγωγικού της ιστού υποχρέωσαν την κοινωνία μας να υποστεί πλήθος θυσιών ώστε να διασφαλισθεί η απλή επιβίωση στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν σημαίνει ότι η χώρα θα πρέπει να μείνει αδιάφορη στη δυνατότητα αλλαγής πολιτικής σε περίπτωση που οι συνθήκες ωριμάσουν για κάτι τέτοιο. Σε μία τέτοια περίπτωση, η θέση της δεν μπορεί να είναι αυτή του θεατή αλλά του ενεργού συμμάχου και συνδιαμορφωτή ενός μετώπου που θα επιδιώξει την επαναφορά των πάγιων Ευρωπαϊκών αξιών στην Ευρώπη που αυτομάτως θα σημάνει και τον τερματισμό της αποθράσυνσης της διεθνούς χρηματοπιστωτικής ολιγαρχίας.
Καθώς όμως αχνοφαίνεται το ενδεχόμενο μιας τέτοιας αλλαγής στα Ευρωπαϊκά πράγματα, η χώρα μας δεν κινδυνεύει απλώς, αλλά βιώνει ήδη την διαδικασία ξεπουλήματός της με τρόπο εξευτελιστικό και δυστυχώς επιταχυνόμενο. Σε λίγους μήνες η λαίλαπα των χαριστικών ‘αποκρατικοποιήσεων’ θα έχει στερήσει από τον Ελληνικό λαό όλα τα εφόδια ανάπτυξης και μελλοντικής ευημερίας. Οπότε, η όποια μεταβολή της Ευρωπαϊκής πολιτικής θα είναι για την Ελλάδα και τον λαό της δώρον άδωρον. Και τραγικά ειρωνικό, να πλησιάζει η ώρα της αλλαγής στην Ευρώπη και η Ελλάδα να έχει μόλις ξεπουληθεί.
Ο κάθε Έλληνας βουλευτής οφείλει να αντισταθεί σ’ αυτό το χαριστικό ξεπούλημα της χώρας. Και ο κάθε Έλληνας πολίτης οφείλει να απαιτήσει αυτή την αντίσταση.