Η ΕΕ (Ευρωπαϊκή Ένωση) είναι από τη σύστασή της μια ένωση κρατών με στόχο την ισόρροπη ανάπτυξη όλων και o βασικός προσανατολισμός της είναι οικονομικός.
Η ΕΕ έχει ιστορικά την τάση να συνδράμει οικονομικά κάθε νέα χώρα που εντάσσεται στην «οικογένειά» της. Αυτό συνέβη τόσο με την πρόσφατη διεύρυνσή της, όσο και με τις παλαιότερες εντάξεις νέων κρατών, μία εκ των οποίων υπήρξε και η Ελλάδα το 1981. Πολλά άρθρα και μελέτες έχουν γραφεί και εκπονηθεί για τις περιφερειακές ανισότητες στην ΕΕ και την Ελλάδα. Στην ΕΕ οι περιφερειακές ανισότητες μεταξύ των κρατών-μελών είναι έντονες και ίσως πηγάζουν και κληρονομήθηκαν από ιστορικά γεγονότα και καταστάσεις (ψυχρός πόλεμος, κατάρρευση υπαρκτού σοσιαλισμού κλπ.).
Είναι γεγονός πως τα είδη των οικονομιών που συνυπάρχουν στην ΕΕ είναι πολλά και με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Έτσι υπάρχουν οι «δυτικές» οικονομίες οι οποίες μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο ακολούθησαν το καπιταλιστικό μοντέλο όπως η Μεγάλη Βρετανία και η Γερμανία για παράδειγμα. Αντίστοιχα στο ανατολικό τμήμα της Ευρώπης εφαρμόσθηκε το σοσιαλιστικό μοντέλο σε χώρες όπως η Βουλγαρία. Η Ελλάδα είναι μια χώρα η οποία πάντα βρισκόταν στο μέσο της δυτικής και ανατολικής Ευρώπης οπότε επηρεαζόταν από τις τάσεις και των δύο ρευμάτων. Η χώρα είχε και έχει την τάση λοιπόν να δανείζεται στοιχεία πολιτικής και από τα δύο ρεέματα.
Η διάρθρωση των δυτικών οικονομιών σε σχέση με αυτή των ανατολικών στις οποίες παρατηρούνται και οι μικρότεροι βαθμοί ανάπτυξης στην ΕΕ εξηγούν ίσως με ικανοποιητικό τρόπο τις περιφερειακές ανισότητες που σημειώνονται μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ. Αξιοσημείωτη είναι η διαφορά στο ΑΕΠ μεταξύ της πιο πλούσιας οικονομίας στην ΕΕ δηλαδή του Λουξεμβούργου και της νέο-εισαχθείσας στην ΕΕ Βουλγαρίας σε τέτοιο βαθμό ώστε το ΑΕΠ του Λουξεμβούργου είναι σχεδόν 8 φορές μεγαλύτερο από αυτό της Βουλγαρίας.
Παρόλο που τις περασμένες δεκαετίες η ΕΕ με τα χρηματοδοτικά μέσα που χρησιμοποίησε όπως τα διαρθρωτικά ταμεία, το ταμείο συνοχής κλπ., προσπάθησε να τονώσει τις ασθενέστερες οικονομίες, αποδείχθηκε ότι είναι ένα έργο πολύ δύσκολο να επιτευχθεί η σύγκλιση μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ σε πολλούς τομείς και όχι απαραίτητα στην ανάπτυξη. Άλλωστε εκτός από το ΑΕΠ που αποτελεί το κλασσικό μέσο σύγκρισης της πορείας και της κατάστασης των οικονομιών υπάρχουν ποικίλοι άλλοι δείκτες οι οποίοι μπορούν να μετρηθούν και να παραχθούν στατιστικά δεδομένα όπως για παράδειγμα ο Σύνθετος Δείκτης Ευημερίας και Ανάπτυξης (ΣΔΕΑ).
Βασικό χαρακτηριστικό των δυτικών οικονομιών της ΕΕ είναι ότι έχει μειωθεί εδώ και αρκετές δεκαετίες η κρατική παρεμβατικότητα και έχει επικρατήσει η ελεύθερη αγορά η οποία με τη σειρά της έχει επιβάλλει τους δικούς της κανόνες στις περισσότερες πλέον οικονομίες της Ευρώπης. Ειδικά στις χώρες οι οποίες πρόσφατα εντάχθηκαν στην ΕΕ με την τελευταία διεύρυνση αυτής και εντασσόταν παραδοσιακά στο λεγόμενο «ανατολικό μπλόκ» η εφαρμογή της ελεύθερης αγοράς είναι άγνωστο τι συνέπειες θα έχει στην πορεία της οικονομικής τους ανάπτυξης. Πολύ δε περισσότερο είναι άγνωστο εάν θα μπορέσουν να μειώσουν οι χώρες αυτές την απόσταση που τις χωρίζει από τις αναπτυγμένες δυτικές χώρες.
Η ΕΕ είναι ένας πρωτότυπος θεσμός στο παγκόσμιο στερέωμα και η βασική φιλοσοφία στην οποία στηρίζεται και στηριζόταν τις τελευταίες δεκαετίες ήταν ότι η ανάπτυξη των ασθενέστερων οικονομιών μέσω χρηματοδοτήσεων από τις ισχυρότερες ευνοεί όχι μόνο αυτούς που λαμβάνουν τις ενισχύσεις αλλά και αυτούς που τις χορηγούν.
Η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας η οποία μετρά λίγα χρόνια ως εφαρμοσμένη πολιτική από τα κράτη της υφηλίου άλλαξε δραστικά και ριζικά τη δομή της παγκόσμιας οικονομίας και κατ’ επέκταση και της ΕΕ. Φαίνεται όμως ότι οι συνθήκες της ελεύθερης αγοράς οι οποίες ίσχυσαν και μεγιστοποιήθηκαν τα τελευταία χρόνια οδήγησαν αρκετές χώρες σε απώλειες ενώ απέκτησαν μεγάλη ισχύ επιχειρήσεις και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Οι κυβερνήσεις παγκοσμίως φάνηκαν να αδρανούν στην ικανοποίηση των απαιτήσεων της εποχής και να βρίσκονται σε κατάσταση νάρκωσης. Κάθε παρέμβαση του κράτους για έλεγχο της πορείας της οικονομίας θεωρήθηκε για αρκετά χρόνια ως αναχρονιστική τακτική.
Έτσι μέσα στο κλίμα αυτό που δημιουργήθηκε, το 2008 συνέβη η παγκόσμια οικονομική κρίση. Αξιοσημείωτο είναι ότι στην πρόσφατη Σύνοδο του Νταβός στην Ελβετία, τα θέματα που τέθηκαν προς συζήτηση δεν ήταν τα συνηθισμένα περί αύξησης του πλούτου και μεγιστοποίηση των κερδών αλλά οι συζητήσεις επικεντρώθηκαν κυρίως στην εύρεση λύσεων για την έξοδο από την παγκόσμια οικονομική κρίση. Στη σύνοδο αυτή φάνηκε ότι “ η διεθνής ελίτ αισθάνθηκε πως οι πλούσιοι και ισχυροί δεν είναι αποκομμένοι από τους φόβους και τους κινδύνους του υπόλοιπου κόσμου”(Καψώχας).
Καθημερινά γίνονται νέες διαπιστώσεις σχετικά με τα προβλήματα που έχει δημιουργήσει η προγενέστερη κατάσταση της ανεξέλεγκτης ελεύθερης αγοράς στην παγκόσμια οικονομία. Αυτό που είναι κοινά αποδεκτό είναι ότι η πρόσφατη οικονομική κρίση ήρθε να οξύνει περισσότερο παρά να αμβλύνει τις αντιθέσεις στην παγκόσμια οικονομία. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στην ΕΕ όπου οι περιφερειακές ανισότητες φαίνεται να οξύνθηκαν τα τελευταία χρόνια. Άλλωστε οι αποφάσεις της παγκόσμιας πολιτικής σκηνής βασίστηκαν στη φιλοσοφία “να γίνουν οι πλούσιοι πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι”. Αντίστοιχα η όποια κρίση σημειωθεί επηρεάζει σε μεγαλύτερο βαθμό τις πιο αναπτυγμένες χώρες παρά τις αναπτυσσόμενες. Η κούρσα αυτή της παραγωγής νέου πλούτου και της μεγιστοποίησης του κέρδους, στην οποία ενεπλάκησαν οι οικονομίες όλου του κόσμου συνεπώς και της ΕΕ, προκάλεσε σοβαρές μεταλλάξεις στη φύση της οικονομίας τους και ίσως νέα, δύσκολα αναστρέψιμα, προβλήματα.
Η έλευση της οικονομικής κρίσης έφερε αντιμέτωπους τους ηγέτες των κρατών-μελών της ΕΕ με κάποιες καταστάσεις τις οποίες ίσως ήλπιζαν ότι θα αντιμετώπιζαν πολύ αργότερα. Ξαφνικά τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα όλων σχεδόν των κρατών – μελών της ΕΕ στράφηκαν προς τις κυβερνήσεις τους, ζητώντας ενίσχυση. Αυτό αποτελεί γεγονός οξύμωρο αν αναλογισθεί κανείς ότι την τελευταία δεκαετία η κρατική παρέμβαση αντιμετωπίστηκε ως παρωχημένη και αναχρονιστική για την πορεία της αγοράς.
Σε περιόδους κρίσης όμως ιστορικά σημειώνεται στροφή προς τον κρατικό παρεμβατισμό. Η τρέχουσα οικονομική κρίση δεν μας επιφύλασσε εκπλήξεις. Και πάλι επανήλθε στο προσκήνιο η ανάγκη για κρατικό παρεμβατισμό. Το ερώτημα που ανακύπτει βέβαια είναι τι στάση θα κρατήσει η ΕΕ και τι πολιτικές θα εφαρμοσθούν για την περιφερειακή σύγκλιση, τη στιγμή που η έννοια του κράτους και της ιεραρχικής θέσης αυτού εντός της ΕΕ είχε ξεπερασθεί και επανέρχεται δυναμικά στο προσκήνιο. Δύσκολα μπορεί κάποιος να αποφανθεί για αυτό το ζήτημα με σιγουριά και για την ώρα μόνον εκτιμήσεις μπορούν να γίνουν.
Μία άποψη που επικρατεί είναι ότι οι χώρες οι οποίες έχουν κυρίαρχη θέση στην ΕΕ σε τέτοιες στιγμές κρίσης θα προτιμήσουν την αποτελεσματικότητα από τη σύγκλιση αφού για παράδειγμα μια Γερμανία με ισχυρή οικονομία (η οποία είναι και ο κύριος τροφοδότης των κοινοτικών ενισχύσεων) θα διατηρήσει σταθερή και την Ευρωπαϊκή οικονομία στο σύνολό της. Σύμφωνα με την άποψη αυτή η ΕΕ ίσως εγκαταλείψει τις πολιτικές για τη σύγκλιση και προσπαθήσει να τονώσει τα “δυνατά” της χαρτιά με στόχο κυρίως τη βιωσιμότητα στην παρούσα περίοδο και αργότερα τη χάραξη νέων πολιτικών με στόχο εκ νέου την ανάπτυξη.
Η έξοδος των χωρών της ΕΕ από την τρέχουσα οικονομική κρίση ίσως επιτευχθεί σε ικανοποιητικό βαθμό ίσως και όχι. Για να επιτύχει η ένωση τα προσδοκόμενα αποτελέσματα πρέπει να εφαρμοσθούν σίγουρα κάποια μέσα πολιτικής όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω.
Καταρχήν η οικονομική θεωρία λέει ότι η οικονομία έχει μια εσωτερική κυκλικότητα. Στις περιόδους ανάπτυξης ένα κράτος μειώνει τις δημόσιες επενδύσεις του για να έχει δημοσιονομική ισορροπία. Αντίθετα σε περιόδους ύφεσης αυξάνει τις δημόσιες επενδύσεις. Σίγουρα την παρούσα χρονική στιγμή βρισκόμαστε σε μια περίοδο μεγάλης ύφεσης. Αυτό που θα περίμενε κανείς λοιπόν είναι να αυξήσουν οι χώρες της ΕΕ τις επενδύσεις στο δημόσιο τομέα.
Αν και κάποια κράτη – μέλη της ΕΕ όπως η Μεγάλη Βρετανία αύξησαν όντως τις δημόσιες επενδύσεις τους παρά το γεγονός ότι υπήρξαν ηγέτιδες της παγκοσμιοποίησης, η Ελλάδα παραδόξως μείωσε φέτος τις δημόσιες επενδύσεις της.
Στον αντίποδα παρενέβη σημαντικά και τόνωσε το χρηματοπιστωτικό κλάδο με την ενίσχυση των τραπεζών μέσω ενός γενναίου πακέτου 28 δισ €. Παράλληλα βρισκόμαστε στην προγραμματική περίοδο 2007-2013 και ουσιαστικά στο Δ’ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης(ΕΣΠΑ). Η Ελλάδα πρέπει να επωφεληθεί από την ευκαιρία αυτή αλλά μέχρι στιγμής δείχνει να μην έχει αφυπνιστεί.
Η Περιφερειακή ανάπτυξη, η σύγκλιση και η συνοχή είναι στόχοι οι οποίοι υιοθετήθηκαν σε πιο “ξεκάθαρες” περιόδους, προτού καθιερωθεί το κοινό νόμισμα (euro) , ανοίξουν τα σύνορα και αρχίσει να φθίνει η έννοια του κράτους στην ενιαία ευρωπαϊκή κοινότητα.
Η προ της κρίσης περίοδος είχε καταδείξει τη σημασία της περιφέρειας ως οντότητα, η οποία μπορεί να αναπτυχθεί και να γίνει ανταγωνιστική στη σύγχρονη παγκοσμιοποιημένη κοινότητα. Η χώρα στην οποία ανήκε η περιφέρεια άρχισε να χάνει τη σημασία της ως καθοριστικός παράγοντας επιτυχίας και ανάπτυξης αυτής. Πιο σημαντική ήταν η ιεράρχηση μιας περιφέρειας σε υψηλή θέση στο παγκόσμιο σύστημα.
Μετά την κρίση όμως που αμφισβητούνται ήδη τα δομικά στοιχεία της παγκοσμιοποίησης και ίσως δικαιώνονται αυτοί που την απεύχονταν η περιφέρεια ίσως πάψει να αποτελεί ξεχωριστή οντότητα και να αναγκαστεί να ξαναγίνει μέρος του συνόλου που είναι το έθνος. Κατ’ επέκταση και τα έθνη στην ΕΕ ίσως αποκτήσουν και πάλι τη σημασία και τη βαρύτητα που είχαν. Στο πλαίσιο αυτό μάλλον θα υπάρξει τάση στροφής σε εθνικές πολιτικές συνολικά παρά σε περιφερειακές.
Πλέον οι έννοιες περιφερειακή ανάπτυξη και σύγκλιση ίσως χάσουν τη σημασία τους. Όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω κάθε χώρα για να συνεχίσει να είναι βιώσιμη (οικονομικά) θα στραφεί ίσως στην ενδυνάμωση της περιφέρειάς της η οποία θα είναι πιο παραγωγική και αποτελεσματική. Στην Ελλάδα για παράδειγμα η εφαρμογή μιας τέτοιου είδους πολιτικής θα στρεφόταν κυρίως στην Αττική και την Κεντρική Μακεδονία οι οποίες είναι οι πιο αποτελεσματικές αντικειμενικά περιφέρειες της χώρας.
Ένα σημαντικό μέτρο πολιτικής το οποίο θα μπορούσε να εφαρμοσθεί είναι η καταγραφή των επιπτώσεων της τρέχουσας οικονομικής κρίσης στο βαθμό που καθίσταται δυνατό και η σύνταξη ενός βιβλίου συγκέντρωσης εμπειρίας ανάλογο του Project Management Book of Knowledge (PMBOK) της Αμερικής. Έτσι θα συγκεντρωθεί σημαντική εμπειρία από αυτή την κρίση και θα μπορεί αυτό το εγχειρίδιο να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο – βάση για τη χάραξη πολιτικών με τη φιλοσοφία dos and don’ts.
Άλλο ένα μέτρο πολιτικής που θα μπορούσε να εφαρμοσθεί είναι η καταγραφή της δυναμικότητας και της ικανότητας κάθε περιφέρειας. Με την παγκοσμιοποίηση υποβαθμίστηκαν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των περιοχών της ΕΕ καθώς οι επιχειρήσεις έψαχναν ελκυστικές τοποθεσίες ανά τον κόσμο με άλλα κριτήρια όπως την ελαχιστοποίηση του κόστους εργασίας. Μετά την κρίση όμως αποκτούν και πάλι μεγάλη σημασία τα ξεχωριστά χαρακτηριστικά κάθε περιοχής.
Αν λοιπόν οι δημόσιες επενδύσεις στραφούν στοχευμένα στην ενίσχυση των πιο δυναμικών χαρακτηριστικών της κάθε περιοχής ίσως η περιφερειακή ανάπτυξη αποκτήσει μια νέα σημασία αλλά σίγουρα διαφορετική από αυτή που ίσχυε μέχρι σήμερα. Αν λαμβάνονται σε μεγαλύτερο βαθμό υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε περιοχής δυσχεραίνεται η χάραξη ενιαίων και κοινών πολιτικών εντός της ΕΕ.
Το ερώτημα που ανακύπτει είναι εάν έχουν τη διάθεση οι κυρίαρχες χώρες της ΕΕ να συνεχίσουν τις γενναίες χρηματοδοτήσεις. Ακόμα τίθεται σε αμφισβήτηση η ύπαρξη και η βιωσιμότητα ολόκληρης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Σίγουρα είναι αρκετά νωρίς να καταλήξουμε σε συμπεράσματα, αλλά τα μέχρι στιγμής μηνύματα είναι μάλλον δυσοίωνα.