Κατά τη διάρκεια της παρούσας οικονομικής κρίσης οι διαπραγματεύσεις με τους δανειστές γίνονται χωρίς να τίθενται από ελληνικής πλευράς με έμφαση και επιμονή ζητήματα και ιδιαιτερότητες της Ελλάδας που επηρεάζουν έμμεσα και άμεσα τα οικονομικά της αποτελέσματα.
Μικρή έμφαση έχει δοθεί στην αδυναμία της Ε.Ε. να προσφέρει σε ένα κράτος μέλος της, την Ελλάδα, επαρκείς εγγυήσεις εθνικής κυριαρχίας ώστε να μην αναγκάζεται αυτό να δεσμεύει ένα σημαντικό ποσοστό του ΑΕΠ σε δαπάνες προμήθειας, συντήρησης και λειτουργίας οπλικών συστημάτων.
Το 2006 ενώ η Ελλάδα χρησιμοποίησε σε αμυντικές δαπάνες το 2,7% του ΑΕΠ κατέχοντας την 1η θέση μεταξύ όλων των χωρών της Ευρώπης, η Γερμανία έφτασε το 1,3%, ενώ η Ιρλανδία μόλις το 0,5%. Μάλιστα το ποσοστό αυτό για την Ελλάδα αντιπροσωπεύει σημαντική μείωση καθώς στο τέλος της δεκαετίας του 1990 οι αμυντικές δαπάνες απορροφούσαν σχεδόν το 5% του ΑΕΠ.
Η Γερμανική Αεροπορία λειτουργεί και συντηρεί 274 μαχητικά αεροσκάφη, η Ολλανδική 67, ενώ η Ελληνική Πολεμική Αεροπορία 287. Να σημειωθεί επίσης ότι τα ελληνικά αεροσκάφη έχουν πολλαπλάσιες ώρες πτήσεις σε σχέση με όλα τα υπόλοιπα εξαιτίας των αυξημένων αναγκών εκπαίδευσης και αναχαιτίσεων, ενώ κάθε ώρα πτήσης ενός μαχητικού κοστίζει 10-12.000 ευρώ. Το Γερμανικό Πολεμικό Ναυτικό διαθέτει 15 φρεγάτες, 12 μικρότερα σκάφη (πυραυλακάτους) και 4 υποβρύχια, ενώ το Ελληνικό 14 φρεγάτες (4 γερμανικής και 10 Ολλανδικής κατασκευής), 33 μικρότερα σκάφη (πυραυλακάτους και κανονιοφόρους) και 8 υποβρύχια (όλα γερμανικής κατασκευής).
Ο ρόλος του Έλληνα πρωθυπουργού και των Ελλήνων διαπραγματευτών συνολικά, δεν είναι να αποδέχονται απλά τις επιπλήξεις των συνομιλητών τους για τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας και τις τεράστιες διαρθρωτικές αδυναμίες του ελληνικού κράτους. Είναι και να επισημαίνουν εκείνα τα στοιχεία τα οποία αποτελούν την αμαρτωλή πλευρά της Ε.Ε. και του παλαιού Συμφώνου Σταθερότητας.