Ο Καρλ Μαρξ, ένας από τους μεγαλύτερους φιλοσόφους του 19ου αιώνα. Επίσης ήταν, ιστορικός, κοινωνιολόγος και οικονομολόγος.
Ήταν ο φιλόσοφος που επηρέασε περισσότερο απ’ όλους την πρακτική πολιτική. Θα πρέπει όμως να προσέξουμε και να μη θεωρούμε ανεξέλεγκτα δική του σκέψη, όλες τις ιδέες που μετά το θάνατό του βαφτίστηκαν «μαρξιστικές». Για τον ίδιο τον Μαρξ, λένε ότι έγινε «μαρξιστής» το 1845 και ότι σ’ όλη του τη ζωή αντιπαθούσε αυτό το χαρακτηρισμό.
Στη διαμόρφωση αυτού, που αργότερα ονομάστηκε «μαρξισμός» συνέβαλε από την αρχή σημαντικά ο φίλος και συμφοιτητής του Φρίντριχ Ένγκελς. Κατά τη διάρκεια του αιώνα μας, ο Λένιν, ο Στάλιν, ο Μάο και πολλοί άλλοι ισχυρίστηκαν ότι συνέβαλαν στην εξέλιξη του μαρξισμού. Στις ανατολικές χώρες, μάλιστα, μιλούσαν μετά τον Λένιν για τον λεγόμενο «μαρξισμό-λενινισμό».
Ο Μαρξ δεν ήταν φιλοσοφικός υλιστής, όπως οι ατομιστές της αρχαιότητας και οι μηχανικοί υλιστές του 17ου και 18ου αιώνα. Είχε, όμως, την άποψη ότι προπάντων οι υλικές συνθήκες διαβίωσης μιας κοινωνίας είναι εκείνες που διαμορφώνουν τη σκέψη μας και τη συνείδησή μας. Οι υλικές αυτές συνθήκες είναι, κατά τη γνώμη του, αποφασιστικές και για την περαιτέρω ιστορική εξέλιξη.
Και ο Κίρκεγκορ και ο Μαρξ ξεκίνησαν από τη φιλοσοφία του Χέγκελ. Η δική του σκέψη τους είχε χαράξει και τους δύο. Αλλά και οι δύο τους απομακρύνθηκαν από τη θεωρία του για το Παγκόσμιο Πνεύμα. Οι ιδέες του Μαρξ διαφέρουν αρκετά από εκείνες του Χέγκελ (για το Παγκόσμιο Πνεύμα). Με τον Χέγκελ τελείωσε η εποχή των μεγάλων φιλοσοφικών συστημάτων. Μετά από αυτόν η φιλοσοφία τράβηξε διαφορετικό δρόμο. Στη θέση των μεγάλων φιλοσοφικών θεωριών έχουμε, από εδώ και πέρα «υπαρξιακές» ή «πρακτικές φιλοσοφίες». Αυτό ακριβώς εννοούσε ο Μαρξ όταν έλεγε ότι ως τότε οι φιλόσοφοι προσπαθούσαν να ερμηνεύσουν τον κόσμο αντί να προσπαθήσουν να τον αλλάξουν.
Ο Μαρξ θεώρησε ότι οι μεταβολές των υλικών συνθηκών διαβίωσης είναι καθοριστικές για την ιστορική εξέλιξη. Δεν είναι η πνευματική πρόοδος προϋπόθεση για την εξέλιξη των υλικών συνθηκών διαβίωσης. Αυτό που συμβαίνει είναι ακριβώς το ανάποδο. Σε τελική ανάλυση, οι υλικές συνθήκες διαβίωσης καθορίζουν την πνευματική κατάσταση μιας κοινωνίας. Οι οικονομικές δυνάμεις μέσα σε μια κοινωνία προκαλούν αλλαγές σ’ όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής και σπρώχνουν προς τα εμπρός τον τροχό της ιστορίας.
Τις υλικές, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες σε μια κοινωνία ο Μαρξ τις ονόμασε βάση αυτής της κοινωνίας. Τις αντιλήψεις, στον τρόπο της σκέψης της, το πολιτικό της σύστημα, τους νόμους της και τέλος, τη θρησκεία, την ηθική, την τέχνη, τη φιλοσοφία και την επιστήμη της ο Μαρξ τα ονομάζει εποικοδόμημα. Επίσης, όμως, δεν παρέλειψε να τονίσει ότι η βάση και το εποικοδόμημα μιας κοινωνίας αλληλοεπηρεάζονται. Αν ο Μαρξ δεν το δεχόταν αυτό, θα ήταν ένας «μηχανικός υλιστής». Επειδή, όμως διέκρινε πως μεταξύ βάσης και εποικοδομήματος υπήρχε μια αλληλεπίδραση, μια σχέση αντίθεσης και αμοιβαίας επιρροής, τον χαρακτηρίζουμε διαλεκτικό υλιστή.
Κατά τον Μαρξ η κοινωνία χωρίζεται σε τρία επίπεδα. Κάτω-κάτω, είναι αυτό που ο Μαρξ αποκαλεί φυσικές προϋποθέσεις παραγωγής. Και εννοεί τις συνθήκες τις καθορισμένες από τη φύση, που η κοινωνία βρίσκει δεδομένες. Αυτά τα δεδομένα αποτελούν τα θεμέλια μιας κοινωνίας και τα θεμέλια θέτουν ξεκάθαρα και σαφή όρια ως προς την παραγωγή της κοινωνίας, άρα και ως προς τη μορφή της και τον πολιτισμό που αυτή η κοινωνία θα αναπτύξει. Το επόμενο επίπεδο είναι σύμφωνα με τον Μαρξ οι παραγωγικές δυνάμεις. Εδώ ο Μαρξ κατατάσσει την εργατική δύναμη του ίδιου του ανθρώπου αλλά και των μηχανών και των εργαλείων που αυτός έχει κατασκευάσει. Έχουμε, δηλαδή, από τη μια μεριά την εργατική δύναμη του ανθρώπου κι από την άλλη, τα μέσα παραγωγής. Στο τρίτο επίπεδο τα πράγματα είναι λίγο πιο πολύπλοκα, το ζήτημα είναι ποιος κατέχει, τα μέσα παραγωγής σε μια κοινωνία και πως είναι οργανωμένη η εργασία. Πρόκειται, δηλαδή, για το καθεστώς ιδιοκτησίας και τον καταμερισμό εργασίας. Αυτό το τρίτο επίπεδο ο Μαρξ το αποκαλεί συνθήκες παραγωγής. Άρα, λοιπόν, σύμφωνα με τον Μαρξ το σύστημα παραγωγής μιας κοινωνίας καθορίζει και την πολιτική και ιδεολογική της εξέλιξη.
Ο Μαρξ δεν πίστευε ότι υπάρχει φυσικό δίκαιο έγκυρο και ισχύον σε όλες τις εποχές. Θεωρεί ότι το ηθικά σωστό είναι ένα παράγωγο της κοινωνικής βάσης. Τονίζει, όμως, ότι η άρχουσα τάξη σε μια κοινωνία είναι που καθορίζει ποιο είναι το σωστό και ποιο το λάθος. Και η ιστορία, λέει, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ιστορία των ταξικών αγώνων, της αντιπαράθεσης δηλαδή ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις, με έπαθλο μέσα παραγωγής. Ο Μαρξ πίστευε ότι οι μεταβολές στο εποικοδόμημα μιας κοινωνίας επηρεάζουν ασφαλώς τη βάση της. Δεν παραδέχονταν όμως ότι το εποικοδόμημα μπορούσε να καθορίσει από μόνο του την πορεία της ιστορίας. Από τη δουλοκτητική κοινωνία της αρχαιότητας ως τη βιομηχανική κοινωνία του αιώνα μας, όλες οι αλλαγές οφείλονται στην κοινωνική βάση, κατά τη γνώμη του.
Πριν γίνει κομουνιστής, ο νεαρός Μαρξ είχε ενδιαφερθεί πολύ για τους ανθρώπους και για τη δουλειά τους. Το ίδιο αντικείμενο είχε τραβήξει και την προσοχή του Χέγκελ, που διέκρινε ένα είδος αλληλεπίδρασης, ένα είδος «διαλεκτικής» σχέσης ανάμεσα στον άνθρωπο και στη φύση. Την άποψή του αυτή συμμερίστηκε και ο νεαρός Μαρξ: όταν ο άνθρωπος επεξεργάζεται τη φύση και την αλλάζει με τη δουλειά του, τότε αλλάζει κι αυτός ο ίδιος. Όπως αυτός σφραγίζει τη φύση, έτσι κι η φύση σφραγίζει τον άνθρωπο και διαμορφώνει τη συνείδησή του. Ο Μαρξ έλεγε: η συνείδηση μας διαμορφώνει τη δουλειά μας. Αλλά και η δουλειά μας διαμορφώνει τη συνείδησή μας. Είναι ένα είδος αμοιβαίας αλληλεπίδρασης ανάμεσα στο «χέρι» και στο «κεφάλι». Κατ’ αυτό τον τρόπο η συνείδηση του ανθρώπου σχετίζεται άμεσα με τη δουλειά του. Όποιος δεν έχει δουλειά είναι, κατά κάποιο τρόπο, μετέωρος. Αυτό το είχε ήδη τονίσει ο Χέγκελ. Και για τον Χέγκελ και για τον Μαρξ, η δουλειά είναι κάτι θετικό, και που βρίσκεται μέσα στη φύση του ανθρώπου.
Στο καπιταλιστικό σύστημα, ο εργάτης εργάζεται για λογαριασμό άλλου. Η δουλειά του, λοιπόν, φεύγει απ’ αυτόν, και το αποτέλεσμα, το προϊόν της, δεν του ανήκει. Ο εργάτης αποξενώνεται από τη δουλειά του κι επομένως κι από τον ίδιο του τον εαυτό. Χάνει την αξιοπρέπειά του ως άνθρωπος. Ο Μαρξ χρησιμοποιεί έναν όρο του Χέγκελ: αλλοτρίωση. Στην καπιταλιστική κοινωνία, η εργασία είναι οργανωμένη κατά τέτοιο τρόπο που ο εργάτης δουλεύει σαν σκλάβος προς όφελος μιας άλλης εργατικής τάξης. Ο εργάτης δεν «ξοδεύει» έτσι μόνο τη δουλειά του αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό. Έτσι πίστευε ο Μαρξ. Ας μην ξεχνάμε όμως, ότι έπαιρνε ως αφετηρία της σκέψης του την κοινωνική πραγματικότητα της Ευρώπης γύρω στα 1850.
Βλέποντας την τρομερή αυτή αδικία ο Μαρξ γίνονταν έξαλλος. Το 1848 δημοσίευσε, μαζί με τον φίλο του Φρίντριχ Ένγκελς, το περίφημο Κομουνιστικό Μανιφέστο. Η πρώτη φράση αυτού του Μανιφέστου λέει: «Ένα φάντασμα πλανιέται στην Ευρώπη- το φάντασμα του Κομουνισμού». Όλοι οι αστοί τρόμαξαν πραγματικά. Γιατί όλοι οι προλετάριοι άρχισαν να ξεσηκώνονται. Στην τελευταία φράση του Μανιφέστου γράφει «Οι κομουνιστές δεν καταδέχονται να κρύψουν τις απόψεις τους και τις βλέψεις τους. Δηλώνουν, λοιπόν, ανοιχτά ότι ο σκοπός τους μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τη βίαιη ανατροπή της σημερινής καθεστηκυίας τάξης. Ας τρέμουν την επανάσταση οι άρχουσες τάξεις. Οι προλετάριοι δεν έχουν τίποτα να χάσουν παρά μόνο τις αλυσίδες τους. Έχουν, όμως, να κερδίσουν έναν ολόκληρο κόσμο. Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε».
Ο Μαρξ θεωρούσε αντιφατικό το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής, αυτό καθ’ αυτό. Ο καπιταλισμός είναι, κατά τη γνώμη του, ένα οικονομικό σύστημα που εμπεριέχει τον ίδιο το σπόρο της καταστροφής του. Επειδή δεν προχωράει με λογικό τρόπο, δεν διαθέτει λογική διακυβέρνηση. Ο Μαρξ πάντως, το είχε σίγουρο ότι το καπιταλιστικό σύστημα θα καταρρεύσει εξαιτίας των ίδιων του των αντιφάσεων. Θεωρούσε τον καπιταλισμό «προοδευτικό» (στραμμένο, δηλαδή, προς το μέλλον) μόνο και μόνο επειδή τον έβλεπε ως ένα στάδιο αναγκαίο για το πέρασμα στον κομουνισμό. Σύμφωνα με τη μαρξιστική θεωρία: ο καπιταλισμός έχει πολλά αυτοκαταστροφικά χαρακτηριστικά.
Σύμφωνα με τη θεωρία του, η κοινωνία θα μπει σε μια παροδική φάση, επίσης ταξική, όπου το προλεταριάτο θα εξουσιάζει δια της βίας στους αστούς. Αυτή την παροδική φάση, ο Μαρξ την ονομάζει δικτατορία του προλεταριάτου. Στη συνέχεια, τη δικτατορία του προλεταριάτου θα τη διαδεχτεί μια αταξική κοινωνία, η κομουνιστική κοινωνία. Σ’ αυτή τη μορφή κοινωνικής οργάνωσης, τα μέσα παραγωγής ανήκουν «σε όλους», δηλαδή, στον ίδιο το λαό. Σε μια τέτοια κοινωνία, ο καθένας «θα εργάζεται σύμφωνα με τις δυνάμεις του και θ’ αμείβεται σύμφωνα με τις ανάγκες του. Η δουλειά θα ανήκει στον ίδιο το λαό και γι’ αυτό δεν θα υπάρχει πια αλλοτρίωση».
Οι οικονομολόγοι σήμερα μπορούν πια ν’ αποδείξουν ότι ο Μαρξ είχε κάνει λάθος σε αρκετά σημεία της θεωρίας του. ιδίως, μάλιστα, στην ανάλυση των κρίσεων της καπιταλιστικής κοινωνίας. Δεν υπολόγισε, εξάλλου, καθόλου την αλόγιστη εκμετάλλευση της φύσης από τον άνθρωπο, που σήμερα αποτελεί τον σημαντικότερο κίνδυνο για μας. Υπάρχει, όμως κι ένα μεγαλύτερο αλλά...!
Ο Μαρξισμός επέφερε τεράστιες κοινωνικές αναστατώσεις και ανακατατάξεις. Ο σοσιαλισμός, για παράδειγμα, που αγωνίζεται για μια κοινωνία πιο δίκαιη και στηρίζεται στον Μαρξ, παρόλο που δε συμφωνεί μαζί του σε όλα και αρνείται τη δικτατορία του προλεταριάτου, ο σοσιαλισμός, λοιπόν, κατάφερε αναμφίβολα να οδηγήσει πολλές χώρες σε μορφές κοινωνικής οργάνωσης πιο ανθρώπινες. Στις ευρωπαϊκές τουλάχιστον χώρες η κατάσταση βελτιώθηκε ουσιαστικά από την εποχή του Μαρξ. Κι αυτό το χρωστάμε κυρίως στο σοσιαλιστικό κίνημα.