Ακούγεται συχνά σε ιδιωτικές και δημόσιες συζητήσεις πως πρέπει οι πολιτικοί να «πουν την αλήθεια», πως πρέπει οι πολίτες να «ξέρουν την αλήθεια».
Όμως πόσο έτοιμοι είναι οι ίδιοι οι πολίτες να ακούσουν την αλήθεια; Πόσο θέλουν στην πραγματικότητα να ακούσουν την αλήθεια; Και πόσο ικανοί είναι να αναγνωρίσουν την αλήθεια, ακόμα και όταν αυτή λέγεται ή γράφεται;
Πέρα από τις βαρυσήμαντες δηλώσεις για τη «σοφή απόφαση του λαού», τη «λαϊκή εντολή για κυβερνήσεις συνεργασίας» και τα λοιπά συναφή, στην πραγματικότητα στις εκλογές της 6ης Μαίου νίκησαν οι κάθε είδους και χροιάς αριστερόστροφοι και δεξιόστροφοι, ευρωπαιοκεντρικοί και αντιευρωπαϊκοί, λαϊκισμοί. Εν μέρει επειδή δεν προσφέρθηκαν σαφείς, ανταγωνιστικές του λαϊκισμού, λύσεις και προτάσεις, κυρίως όμως επειδή ο έλληνας πολίτης-πελάτης είναι εθισμένος στο λαϊκισμό. Ο έλληνας ψηφοφόρος δεν είναι πολίτης, με την κυριολεκτική έννοια του όρου, καθώς εδώ και πάρα πολλά χρόνια έχει περιορίσει την άποψη και θέση του περί την πολιτική σε εντελώς επιφανειακές προσεγγίσεις από τις οποίες απουσιάζουν η ατομική και συλλογική αυτοκριτική και η εμβάθυνση σε πολιτικές και κοινωνικές καταστάσεις.
Με κύρια ευθύνη του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας που άσκησαν εξουσία εξ’ ολοκλήρου και αποκλειστικά κατά τη διάρκεια της 3ης Ελληνικής Δημοκρατίας, στην κοινωνία επικράτησαν η μετριότητα, η φαυλοκρατία και η λογική της ήσσονος προσπάθειας, σε συσκευασία ευρωπαϊκής γκλαμουριάς. Η μεγαλύτερη ζημιά στην ελληνική κοινωνία, μεγαλύτερη και από τη συσσώρευση δημόσιου χρέους, είναι αυτός ο εθισμός στη μετριότητα, ο αποκλεισμός της λογικής σκέψης και η αφαίρεση κάθε πολιτικής-ιδεολογικής διάστασης από τα κοινά.
Αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας είναι τα εύκολα και απλοϊκά αναθέματα που αποδίδουν την ευθύνη για όλα τα δεινά στις «συντεχνίες» (όλες εκτός από αυτή που ανήκει ο καθένας), στους πολιτικούς (αυτούς που ψηφίσθηκαν επανειλημμένως από το «σοφό» λαό), στους φοροφυγάδες (που κρυφά όλοι θαυμάζουν και προσπαθούν να τους μοιάσουν) και φυσικά στο διαχρονικό μπαμπούλα του πάσχοντος από μανία καταδίωξης νεοέλληνα, τα «ξένα κέντρα αποφάσεων». Πάντα φταίει κάποιος άλλος, βολεύει και συμφέρει.
Ναί, προφανώς και υπάρχουν συντεχνιακές αντιλήψεις οι οποίες πρέπει να εξορθολογιστούν, όμως όλες, όχι μόνο αυτές των άλλων και πρέπει ο καθένας να αποδεχθεί την απώλεια προνομιών που παραβιάζουν την αρχή της ισότητας των πολιτών και των εργαζομένων.
Ναί, προφανώς και υπάρχει φοροδιαφυγή η οποία πρέπει να παταχθεί και να τιμωρηθεί.
Ναί, προφανώς και οι πολιτικοί έχουν αποδειχθεί στην καλύτερη περίπτωση ανίκανοι και στη χειρότεροι κλέφτες, όμως πολίτες τους ψήφισαν και τους ψηφίζουν.
Ναί, προφανώς και έχουν υπάρξει ξένες παρεμβάσεις που ζημίωσαν το ελληνικό κράτος, όμως «τα κράτη έχουν συμφέροντα και όχι φίλους» και αυτό οφείλει να το αντιλαμβάνεται ο καθένας. Η ανικανότητα και η οικονομική δυσπραγία του ελληνικού κράτους είναι αυτή που έχει κατά καιρούς επιτρέψει στον ξένο παράγοντα να αναμιχθεί.
Ναι οι έλληνες έχουν υποφέρει από το μνημόνιο, ναί το μνημόνιο είναι λάθος, όμως όχι μόνο για τους λόγους που αποδέχονται σχεδόν όλοι.
Στη σημερινή κατάσταση η οποία σε οικονομικούς και κοινωνικούς όρους αντιπροσωπεύεται από τον όρο «μερική καταστροφή», ο έλληνας εξακολουθεί να αναζητά την εύκολη λύση, αυτή που θα διατηρήσει το προγενέστερο status quo, πιθανώς με ελαφρές βελτιώσεις. Αναζητά το μάγο του παραμυθιού που θα διαγράψει τα 2 τελευταία χρόνια και ελέω Θεού θα επιτρέψει στον περιούσιο λαό να συνεχίζει να ευδαιμονεί.
Ακόμα και σήμερα ο έλληνας δε θέλει να ακούσει πώς πρέπει να απολυθούν δημόσιοι υπάλληλοι, όχι επειδή το θέλει η τρόϊκα, όχι επειδή το θέλει η Μέρκελ, αλλά επειδή είναι κοινωνικά άδικο και αναπτυξιακά επιζήμιο να πληρώνονται με δημόσιο χρήμα άνθρωποι που είτε απλά δεν έχουν αντικείμενο εργασίας, είτε είναι διεφθαρμένοι, είτε είναι ανεπαρκείς. Τα δε κόμματα που ζητούν την ψήφο φοβούνται να διατυπώσουν την παραπάνω άποψη γιατί αφενός σε αυτά τα χαρακτηριστικά ανταποκρίνονται αρκετά από τα στελέχη τους, αφετέρου φοβούνται ότι μεγάλος αριθμός ψηφοφόρων θα αναγνωρίσει σε αυτή την περιγραφή τον εαυτό του. Η θέση ότι είναι κοινωνικά ανάλγητο να απολυθεί ένας αργόσχολος, ανίκανος ή διεφθαρμένος δημόσιος υπάλληλος δεν είναι ούτε αριστερή, ούτε δεξιά, είναι απλά παράλογη και λαϊκίστικη.
Ακόμα και σήμερα ο έλληνας δε θέλει να ακούσει πώς για να προκόψει ο ίδιος και το κράτος πρέπει να δουλέψει παραγωγικά και με συνέπεια. Όχι να εισπράττει αγροτικές επιδοτήσεις αλλά να τυποποιήσει τα αγροτικά προϊόντα, όχι να πουλά υπηρεσίες και εισαγόμενα προϊόντα στο Δημόσιο αλλά να παράξει προϊόντα που θα πουληθούν στο εξωτερικό.
Αντίθετα θέλει να ακούσει πώς δε θα θιγούν οι δημόσιοι υπάλληλοι, πως θα προσληφθούν κι άλλοι για να ικανοποιηθούν και όσοι δεν έχουν καταφέρει ακόμα να τακτοποιηθούν, πώς η χώρα θα πνιγεί στα πετροδολλάρια ή τα πετροευρώ, ή τις πετροδραχμές και ότι όλη η Γη οφείλει να δανείζει άνευ όρων λεφτά στην Ελλάδα.
Ο έλληνας έχει αποφασίσει ότι θέλει να ζήσει το μύθο του και τίποτα δεν μπορεί να τον σταματήσει.