Η πορεία προς τις εκλογές της 17ης Ιουνίου έχει δημιουργήσει προσδοκίες οι οποίες δύσκολα μπορούν να ικανοποιηθούν.
Ο ψηφοφόρος των Νέα Δημοκρατία, ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ ελπίζει σε μια επαναδιαπραγμάτευση του μνημονίου η οποία θα έχει ώς αποτέλεσμα τη μείωση των βαρών και μια ορατή βελτίωση του επιπέδου ζωής. Όμως κάτι τέτοιο είναι μάλλον απίθανο να συμβεί και τα όποια οφέλη θα είναι μικρά και μεσομακροπρόθεσμου χαρακτήρα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ και οι Ανεξάρτητοι Έλληνες υπόσχονται μια θριαμβευτική πορεία κατάργησης του μνημονίου, αλλά διατήρησης της δανειακής σύμβασης, στηριγμένης στην παραδοχή ότι «δε θα τολμήσουν να μας διώξουν από την ευρωζώνη». Όμως αυτή η ίδια η βασική παραδοχή είναι εκτός λογικής.
Σχεδόν όλοι επαγγέλονται τη διατήρηση, με ασαφείς βελτιώσεις, του προϋπάρχοντος μοντέλου ανάπτυξης και της δομής του κράτους, διατυπώνοντας γενικούς θεωρητικούς στόχους, παραλείποντας όμως τα μέσα και τις πρακτικές αλλαγές που απαιτούνται για να επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι.
Όποιος κι αν πρωτεύσει στις εκλογές, όποια κυβέρνηση και αν προκύψει, αργά ή γρήγορα θα διαψεύσει τις προσδοκίες. Το πραγματικό σοκ για την ελληνική κοινωνία δεν έχει έρθει ακόμα. Θα έρθει όταν υπάρξει η συνειδητοποίηση της αλήθειας που επιμελώς όλοι αποκρύπτουν, ότι δηλαδή η ελληνική κοινωνία και η ελληνική οικονομία δεν ήταν φτιαγμένες, θωρακισμένες και ικανές να αντέξουν τη διεθνή επιδρομή των «αγορών» και του μετακαπιταλισμού και έχουν ήδη χάσει τη μάχη. Ο καθένας μπορεί να το χαρακτηρίσει όπως θέλει, άδικο, σκληρό, απάνθρωπο, αντιδημοκρατικό, όμως η πραγματικότητα δεν αλλάζει με χαρακτηρισμούς, ούτε και με ευχολόγια. Εδώ δε που έχουν φτάσει τα πράγματα το πιθανότερο είναι πώς η πραγματικότητα δεν αλλάζει με τίποτα, οι εξελίξεις της τελευταίας 2ετίας είναι μή αναστρέψιμες και απλά αναμένεται η επίσημη ανακοίνωση. Ίσως το μόνο που έχει απομείνει είναι η εκκίνηση από μια νέα αρχή, όμως ακόμα και γι αυτό πρέπει να συντρέξουν 2 προϋποθέσεις:
Η πρώτη είναι το κράτος και η κοινωνία να αποδεχθούν την ήττα του συστήματος και του μοντέλου των τελευταίων 30-40 ετών. Ήττα για την οποία είναι υπεύθυνη η ίδια η κοινωνία και οι πολίτες. Να αποδεχθούν ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση στην οποία εκουσίως συμμετείχαμε, έχασε το δρόμο και την κατεύθυνσή της και έχει και η ίδια ηττηθεί και αυτή η ήττα έχει συνέπειες τις οποίες επίσης θα υποστεί το Ελληνικό κράτος και μάλιστα μεγενθυμένες, όντας όχι το πιο πλούσιο ούτε και το πιο ισχυρό μέλος της. Να αποδεχθούν ότι το Ελληνικό κράτος και οι έλληνες πολίτες δανείστηκαν υπερβολικά και δυστυχώς πρέπει να το πληρώσουν. Να αποδεχθούν ότι ο πλούτος μιας χώρας δεν παράγεται ούτε στα γραφεία των δημοσίων υπηρεσιών, ούτε στους εμπόρους, τους εργολάβους και τους μεσάζοντες προμηθευτές του Δημοσίου. Να αποδεχθούν ότι το βιοτικό επίπεδο των ελλήνων έχει οριστικά υποβαθμισθεί. Και επιτέλους να αντισταθεί στο λαϊκισμό και τις εύκολες λύσεις. Τίποτα από όλα αυτά δεν είναι ευχάριστο, όμως ο κόσμος δεν είναι όμορφος, αγγελικά πλασμένος και ο κάθε πολίτης βρίσκεται κάποια στιγμή αντιμέτωπος όχι μόνο με τα δικά του λάθη αλλά και εκείνα των προηγούμενων και των διπλανών του. Μόνο μέσα από αυτές τις παραδοχές θα είναι δυνατή μια νέα αρχή, διότι μόνο τότε αυτή η νέα αρχή θα γίνει προς μια άλλη κατεύθυνση.
Η δεύτερη προϋπόθεση αφορά το διεθνές περιβάλλον και το βαθμό στον οποίο αυτό θα ευννοεί ή ακόμα και θα επιτρέπει τη νέα αρχή, καθώς επίσης και το κατά πόσο τα κυρίαρχα κράτη κατ’ αρχήν θα πειστούν για την ανάγκη και στη συνέχεια θα κατορθώσουν να επιβάλλουν κανόνες ελέγχου στα απρόσωπα κεφάλαια και τους ελεγκτές τους. Δεν πρέπει να παραβλέπει κανείς και τις συνθήκες που διαμορφώνουν περιφερειακές εντάσεις και συγκρούσεις (π.χ. Συρία, Ιράν), αλλά ακόμα και το ενδεχόμενο απρόβλεπτων εξελίξεων και καταστάσεων στην καρδιά της Ευρώπης.
Βέβαια πάντα υπάρχει και η επιλογή να συνεχίσει να επικρατεί η άποψη ότι η Ελλάδα είναι ο ομφαλός της Γης και ότι η αιώνια προσφορά της στον πολιτισμό, ο ήλιος, η θάλασσα και το συρτάκι αρκούν για να θρέψουν, μέσω μιας θέσης στο δημόσιο, όλους τους έλληνες που γεννήθηκαν και θα γεννηθούν μέχρι τη συντέλεια του κόσμου.