Για 6η φορά τα τελευταία 3 χρόνια ο έλληνας πολίτης καλείται ψηφίζοντας να συμμετέχει στην επιλογή των πολιτικών και τη λήψη των αποφάσεων που διαμορφώνουν το παρόν και το μέλλον και της χώρας.
Είναι όμως πραγματικά έτσι;
Το 2009 το ΠΑΣΟΚ και ο Γ. Παπανδρέου κέρδισαν τις εκλογές με βασικό προεκλογικό σύνθημα το αλήστου μνήμης «λεφτά υπάρχουν», αλλά η κυβερνητική πρακτική τους ακολούθησε εντελώς διαφορετικά μονοπάτια.
Το 2012 η ΝΔ του Α. Σαμαρά πρώτευσε στις 2 συνεχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις ανεμίζοντας τη σημαία της επαναδιαπραγμάτευσης και τις διακηρύξεις των «Ζαππείων». Τα περίπου 2,5 χρόνια διακυβέρνησης που ακολούθησαν ελάχιστη σχέση είχαν με τις προεκλογικές εξαγγελίες.
Τον Ιανουάριο του 2015 ο ΣΥΡΙΖΑ του Α. Τσίπρα κέρδισε τις εκλογές κραδαίνοντας το «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης» και υποσχόμενος το «σκίσιμο των μνημονίων». Λίγους μήνες μετά, με τη χώρα στο χείλος της καταστροφής, εισηγήθηκε και κύρωσε την 3η δανειακή σύμβαση – μνημόνιο.
Τον Ιούλιο του 2015 η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ζήτησε μέσω δημοψηφίσματος τη γνώμη του ελληνικού λαού σε ένα ερώτημα που εξ' αρχής ήταν προβληματικό και εκ των υστέρων αποδείχθηκε παραπλανητικό. Λίγες μόλις μέρες μετά προχώρησε στη σύναψη μιας συμφωνίας με όρους σαφέστατα χειρότερους από εκείνους που περιείχε το σχέδιο που ο λαός απέρριψε με το εμφατικό 62% «ΟΧΙ».
Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις ο λαός ψήφισε μεν, όμως όχι απλά δεν αποφάσισε, αλλά επί της ουσίας εξαπατήθηκε. Το εύκολο και απόλυτα δικαιολογημένο συμπέρασμα είναι ότι οι έλληνες πολιτικοί και τα ελληνικά πολιτικά κόμματα συστηματικά ψεύδονται και δίνουν υποσχέσεις μή υλοποιήσιμες. Σε κάποιες περιπτώσεις γνωρίζουν εκ των προτέρων ότι ψεύδονται αλλά το πράττουν για να ανέλθουν ή να κρατηθούν στην εξουσία, σε κάποιες άλλες είναι αποτέλεσμα εγκληματικής άγνοιας, κακών εκτιμήσεων και ιδεοληψιών. Είναι δύσκολο να ειπωθεί με βεβαιότητα ποιά από τις δύο εκδοχές είναι η χειρότερη.
Όμως ενώ η κριτική και τα αναθέματα για τους πολιτικούς και τα κόμματα δικαιολογημένα δε λείπουν από το δημόσιο διάλογο, ο «σοφός λαός» απολαμβάνει μια ιδιότυπη ασυλία η οποία ταιριάζει σε νήπιο και όχι σε συνειδητοποιημένο πολίτη-ψηφοφόρο. Το αναγνωρισμένο πρόβλημα της ελληνικής πολιτικής ζωής δεν οφείλεται στα κόμματα και τους πολιτικούς, αυτά(οί) είναι το αποτέλεσμά του. Η αιτία του προβλήματος είναι η ίδια η κοινωνία και ο πολίτης.
Ο μέσος έλληνας πολίτης θέλει την αξιοκρατία στο δημόσιο, αλλά θα προσπαθήσει να διορίσει ένα «δικό του παιδί» από την πίσω πόρτα. Θέλει τη διαφάνεια, αλλά θα ψάξει να βρει το «μέσο» που θα «σπρώξει» την ανάθεση μιας σύμβασης, την έγκριση μιας επιδότησης, το σβήσιμο ενός προστίμου, την παράκαμψη μιας διαδικασίας. Θέλει την κοινωνική δικαιοσύνη, αλλά σπεύδει να βγει στη σύνταξη στα 50. Θέλει την αυστηρή εφαρμογή των νόμων για όλους, εκτός από τον ίδιο. Θέλει τις διαρθρωτικές αλλαγές, εκτός που εκείνες που αφορούν τη δική του επαγγελματική ομάδα.
Αλλά και έξω από την καθημερινότητα του καθενός, στις κεντρικές στρατηγικές επιλογές του κράτους, η κοινωνία αρέσκεται να ακούει ψέματα ή έστω μισές αλήθειες και πιστεύει εύκολα σε μαγικές λύσεις των προβλημάτων, σε βάρος της κοινής λογικής.
Μετά από 8 χρόνια ύφεσης και 5 χρόνια μνημονίων και λιτότητας δεν υπάρχουν πλέον δικαιολογίες για κανένα. Η κοινωνία και κάθε πολίτης ξεχωριστά έχουν την ευκαιρία και την ευθύνη να βάλουν φρένο στον εύκολο λαϊκισμό και το ψέμα και να απαιτήσουν από τον εαυτό τους και τους πολιτικούς λιγότερα συνθήματα και πιο πολλή δουλειά.