Μοιάζουν με δύο αντίζηλες γυναίκες, που διεκδικούν τον ίδιο άνδρα. Η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη είναι δύο μεγάλες και ιστορικές πόλεις του Ελληνισμού, που εδώ και δεκαετίες συναγωνίζονται μεταξύ τους.
Αν και η Αθήνα έχει το πλεονέκτημα να αποτελεί το πολιτικό και πληθυσμιακό κέντρο της χώρας, η Θεσσαλονίκη από την πλευρά της έχει μεγαλύτερη φυσική δυναμική, κοσμοπολίτικη παράδοση καθώς και προοπτικές γεωοικονομικής εξακτίνωσης στη βαλκανική ενδοχώρα. Ωστόσο η αντιζηλία τους δεν είναι μόνο ζήτημα έντασης ανάμεσα στις ελίτ των δύο πόλεων για τον καθορισμό «σφαιρών επιρροής». Δεν περιορίζεται μόνο στα πεδία της πολιτικής και της οικονομίας. Είναι επίσης και μια «μεταφυσική» αντιζηλία, που ανάγεται στο ιστορικό, πολιτιστικό και πνευματικό υπόβαθρο των δύο πόλεων, που φαίνεται πως επιδρούν σημαντικά στην ψυχοσύνθεση, στην ιδιοσυγκρασία και στην κοσμοθέαση των κατοίκων τους...
Στο διανοητικό χάρτη του ελλαδικού χώρου η Αθήνα είναι το κεφάλι και η Θεσσαλονίκη η καρδιά. Το κεφάλι παίρνει τις αποφάσεις, αλλά χωρίς την καρδιά δεν υπάρχει ρυθμός και ζωντάνια. Το κεφάλι κυριαρχείται από τη λογική, ενώ η καρδιά από το συναίσθημα. Και χωρίς τη συνδρομή και των δύο το σώμα είναι αδύνατο να λειτουργήσει...
Η Αθήνα και η «Ελληνική Έρημος»
Η ηγετική θέση της Αθήνας στη σύγχρονη Ελλάδα είναι αδιαμφισβήτητη. Η επιλογή της ως πρωτεύουσας από τον Όθωνα υπήρξε καθοριστική για το μέλλον της. Όταν επιλέχτηκε ως πρωτεύουσα του νεότευκτου ελληνικού κράτους από τον φιλέλληνα βασιλιά Όθωνα (1832-1862), η Αθήνα, αριθμούσε το 1830 μόλις 10.000 κατοίκους. Ο Όθων επιθυμούσε να επιβάλλει το γερμανικό νεοκλασικό αρχιτεκτονικό ύφος σε μια ανατολίτικη πόλη με ένδοξο ωστόσο κλασικό παρελθόν.
Το νέο ελληνικό κράτος στηρίχτηκε εξ αρχής σ’ ένα συγκεντρωτικό μοντέλο εξουσίας, το οποίο οδήγησε στον πληθυσμιακό γιγαντισμό της Αθήνας, που ήταν το πολιτικό, διοικητικό και οικονομικό κέντρο της χώρας. Στη διάρκεια του 20ου αιώνα ο αχαλίνωτος αθηνοκεντρισμός, που απομύζησε τους πολύτιμους χυμούς του Ελληνισμού, μετέτρεψε την εκτός της Αθήνας Ελλάδα σε «έρημο».
Βέβαια, δεν ευθυνόταν πάντοτε το αθηναϊκό πολιτικό κατεστημένο για την ανεξέλεγκτη δημογραφική διόγκωση της πρωτεύουσας κατά τον 20ο αιώνα. Η Μικρασιατική Καταστροφή (1922) είχε ως αποτέλεσμα εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες ν’ αναζητήσουν την τύχη τους στην Αθήνα, δημιουργώντας έτσι έναν «γαλαξία» προσφυγικών συνοικισμών, που έζωσε το κέντρο κι αποτέλεσε μια πρόσφορη δεξαμενή φθηνών εργατικών χεριών για τη νεότευκτη βιομηχανία της πρωτεύουσας. Στη συνέχεια ο Εμφύλιος Πόλεμος και η αναγκαστική εκκένωση χιλιάδων ορεινών χωριών, συνέβαλε με τη σειρά του στην πληθυσμιακή διόγκωση της Αθήνας. Ακολούθησε η «αγροτική έξοδος» των δεκαετιών του 1950 και του 1960, που αν και ανακόπηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1980, ήταν πλέον αργά: ήδη το πολεοδομικό συγκρότημα πρωτευούσης συγκέντρωνε πάνω από το 35% του ελλαδικού πληθυσμού, μια θλιβερή πρωτιά ακόμη και σε διεθνές επίπεδο. Εξαιτίας του μεγάλου πληθυσμιακού της όγκου –450.000 κάτοικοι το 1920, 1.800.000 το 1950, 3.000.000 το 1980)– και του διοικητικού συγκεντρωτισμού της, η Αθήνα, παρά τις όποιες παρεμβάσεις (π.χ. Μετρό, νέο αεροδρόμιο, Αττική Οδός κ.α.), συνεχίζει να μη δίνει την εικόνα μιας φυσιολογικής πρωτεύουσας. Μοιάζει περισσότερο μ’ ένα εποικιστικό μόρφωμα τεσσάρων εκατομμυρίων κατοίκων, που ασφυκτιά αντιμετωπίζοντας πολλά και δομικής φύσης προβλήματα (νέφος, ρύπανση, κυκλοφοριακό, πλημμύρες, έλλειψη νερού, υποβάθμιση περιοχών, εγκληματικότητα κ.α.). Η σημαντικότερη όμως καταστροφή της Αθήνας υπήρξε η σταδιακή «επαρχιοποίηση» της: η Αθήνα μετατράπηκε σ’ ένα άθροισμα 2.000 χωριών, δυσαρμονικά συνδεμένα σ’ ένα αχανές πολεοδομικό χάος. Η πόλη λειτούργησε ως «απορροφητήρας», που αποψίλωσε δημογραφικά τις διάσπαρτες κοινότητες του ελλαδικού χώρου, συμβάλλοντας αποφασιστικά στην ερημοποίηση της ελληνικής υπαίθρου.
Τη δεκαετία του 1960 Ο ελληνικός κινηματογράφος λειτουργούσε ως «κράχτης» για να προσελκύσει στην Αθήνα τις αγροτικές μάζες της επαρχίας. Οι νεοαφιχθέντες επαρχιώτες δεν εγκατέλειψαν ποτέ την εχθρότητα τους απέναντι στην πρωτεύουσα. Την εκδικήθηκαν με πολλούς τρόπους. Δημιούργησαν πολεοδομικό χάος σε μια πόλη που δεν θεωρούσαν «πατρίδα» τους, εφόσον πραγματική πατρίδα τους συνεχίζει να είναι το χωριό τους. Επίσης, με την αρνητική τους συμπεριφορά π.χ. συμβάλλοντας και οι ίδιοι στην αύξηση του χάους, θεωρούσαν ότι θ’ αποθάρρυναν έτσι τους νέους μετανάστες συρρεύσουν στην πρωτεύουσα! Το αποτέλεσμα πάντως ήταν να καταντήσει η Αθήνα μια άχαρη χαοτική τσιμεντούπολη, κατοικημένη από ανθρώπους που αν και ουσιαστικά τη μισούν, εντούτοις κάνουν τα «στραβά μάτια» χάρη στις ευκαιρίες πλουτισμού και ευημερίας που ακόμη προσφέρει.Η Αθήνα μοιάζει με μια πόρνη: όλοι καταγγέλλουμε τον ξεπεσμό της, αλλά κι όλοι τρέχουμε ν’ απολαύσουμε τις μικροχαρές που προσφέρει…
Η αρνητική συμπεριφορά των νέων κατοίκων της Αθήνας απέναντι στην πόλη τους αντανακλάται, όχι μόνο στο χάος που δημιουργούν σ’ αυτή, αλλά και σε μια αίσθηση μιζέριας και γκρίνιας: ένα μόνιμο παράπονο ότι «τίποτε δεν πάει καλά σ’ αυτόν τον τόπο», πράγμα που επηρεάζει αρνητικά και τη συνολική κοσμοθέαση τους. Κι αυτό είναι κάτι που αντιλαμβάνονται εύκολα και οι ξένοι επισκέπτες της. Για παράδειγμα, η δημοσιογράφος Έρλα Ζουίνγκλ σε άρθρο της αφιερωμένο στην Ελλάδα των Ολυμπιακών Αγώνων, που φιλοξενήθηκε στο περιοδικό National Geographic (Αύγουστος 2004), έγραψε σχετικά για την Αθήνα: «Οι τουρίστες επισκέπτονται και την Αθήνα, αλλά δεν μένουν για πολύ. Η πόλη εμπνέει σεβασμό, αλλά δεν σε κάνει να την ερωτευτείς κιόλας… Μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η ραγδαία εκβιομηχάνιση και το συνακόλουθο κύμα εσωτερικής μετανάστευσης έθαψαν τις ομορφιές της κάτω από ατέλειωτους όγκους γκρίζου μπετόν, που σήμερα στεγάζουν πάνω από το ένα τρίτο του συνολικού πληθυσμού της χώρας». Η ίδια ωστόσο παρατηρεί εύστοχα πως «οι Ολυμπιακοί Αγώνες διεύρυναν θεαματικά το χάσμα μεταξύ της Αθήνας και των άλλων πόλεων, και βέβαια αυτό το νιώθουν στο πετσί τους οι κάτοικοι της περιφέρειας». Ανάμεσα τους το ένοιωσαν έντονα και πάνω από ένα εκατομμύριο Θεσσαλονικείς.
Η Θεσσαλονίκη Θύμα του «Αθηνοκεντρικού Κράτους»;
Τι συνέβη όμως με τη Θεσσαλονίκη όλη αυτή την περίοδο, του άναρχου γιγαντισμού της Αθήνας; Στις αρχές του αιώνα μας η Θεσσαλονίκη ήταν η μεγαλύτερη και η πολυεθνικότερη πόλη των Βαλκανίων, με εξαίρεση βεβαίως την Κωνσταντινούπολη. Αντίθετα όμως με την ανατολίτικη ατμόσφαιρα της πρωτεύουσας των σουλτάνων η Θεσσαλονίκη είχε σαφέστατα έναν πιο «ευρωπαϊκό αέρα», έναν κοσμοπολιτισμό και μια αρχοντιά, που ζήλευαν και εποφθαλμιούσαν οι νέες πρωτεύουσες των μικρών βαλκανικών χωρών (Αθήνα, Σόφια, Βελιγράδι και Βουκουρέστι), ο πληθυσμός των οποίων κυμαίνονταν μεταξύ 50.000-100.000 κατοίκων. Με πληθυσμό 170.000 (το 1900), αποτελούμενο κυρίως από Εβραίους, Έλληνες και Τούρκους (μουσουλμάνους) και μ’ ένα μεγάλο λιμάνι, που το ορέγονταν οι πάντες, η Θεσσαλονίκη ήταν από κάθε άποψη η πιο σημαντική πόλη των Βαλκανίων. Αποτελούσε το γεωοικονομικό και γεωπολιτικό κλειδί της χερσονήσου μας. Η δύναμη και η ευημερία της ήταν ωστόσο συνδεδεμένη με την πολιτικοοικονομική ενότητα των Βαλκανίων, έστω κι αν αυτή επιβαλλόταν από μια καταπιεστική κι αναχρονιστική αυτοκρατορία, την Οθωμανική.
Η άνοδος των βαλκανικών εθνικισμών και ο κατακερματισμός, που ακολούθησε τους Βαλκανικούς Πολέμους(1912-1913) στέρησε από τη Θεσσαλονίκη την ενδοχώρα της. Ακολούθησε η ανταλλαγή των πληθυσμών, ο ερχομός των προσφύγων (1923) και τέλος ο εκτοπισμός και η εξόντωση του εβραϊκού στοιχείου από τους Ναζί (1943), για να χάσει η πόλη την αρχοντιά, τον πλούτο και το κοσμοπολίτικο χρώμα της και να υποβιβαστεί σε «φτωχομάνα» πόλη. Για ένα διάστημα η Θεσσαλονίκη βρέθηκε στο επίκεντρο γεωπολιτικών αβεβαιοτήτων, που δημιούργησε ο Εμφύλιος Πόλεμος (1944-1949). Ακολούθησε ο Ψυχρός Πόλεμος, που χώρισε τα Βαλκάνια σε δύο αντίπαλα πολιτικοοικονομικά στρατόπεδα, γεγονός που στέρησε οριστικά από τη Θεσσαλονίκη την ενδοχώρα της. Στο εξής η πόλη θ’ αναπτύσσονταν στα πλαίσια ενός αποδυναμωμένου ελληνικού βορρά και στη σκιά πάντα της Αθήνας.
Ενώ λοιπόν μέχρι τους Βαλκανικούς Πολέμους η Θεσσαλονίκη ήταν η μεγαλύτερη πόλη της περιοχής, στη συνέχεια και παρά την αθρόα έλευση προσφύγων η πληθυσμιακή της αύξηση δεν ακολούθησε το ρυθμό της Αθήνας ή ακόμη και των άλλων βαλκανικών πρωτευουσών. Χωρίς τον απαιτούμενο πληθυσμιακό όγκο, εξ αιτίας της μείωσης των οικονομικών δραστηριοτήτων (κυρίως λόγω απώλειας της ενδοχώρας) και πάντα κάτω από ένα αφόρητο αθηνοκεντρισμό, η Θεσσαλονίκη των δεκαετιών του 1950 και του 1960 δεν ήταν παρά μια σκιά του εαυτού της. Είχε ωστόσο καταφέρει να μην πέσει σε χειμερία νάρκη χάρη στις άοκνες προσπάθειες των παραγωγικών της τάξεων, που στις πλέον δύσκολες συνθήκες και χωρίς ουσιαστική κρατική υποστήριξη, κατάφεραν να την καταστήσουν οικονομικό κέντρο της βόρειας Ελλάδας με περαιτέρω φιλοδοξίες. Η Θεσσαλονίκη πλέον δεν φυτοζωούσε, αλλά απείχε πολύ από τον παλιό της εαυτό. Από τη δεκαετία του 1970 τα πράγματα άρχισαν σιγά σιγά ν’ αλλάζουν και η Θεσσαλονίκη πέτυχε ρυθμούς ανάπτυξης υψηλότερους από τον εθνικό μέσο όρο. Η βιομηχανία, οι εξαγωγές της και ο πληθυσμός της άρχισαν ν’ αυξάνουν με υψηλότερους ρυθμούς σε σύγκριση μ’ εκείνους της Αθήνας. Δεν είναι άσχετο ότι την ίδια δεκαετία οι ελληνο-γιουγκοσλαβικές οικονομικές σχέσεις (εξαγωγές και τουρισμός) βρίσκονταν στο απόγειο, γεγονός που φανερώνει την θετική επίδραση που έχει για την πόλη το άνοιγμα της ενδοχώρας της. Η ανάπτυξη συνεχίστηκε και κατά τη δεκαετία του 1980 χωρίς ωστόσο να επιτευχθούν εντυπωσιακά αποτελέσματα, εξ αιτίας της απομόνωσης και του έντονου συγκεντρωτισμού, που εξακολουθούσε να υφίσταται.
Νέες Χαμένες Ευκαιρίες;
Η κατάσταση άρχισε όμως ν’ αλλάζει προς το καλύτερο κατά τη δεκαετία του 1990.
Σύμφωνα με τον Βρετανό ιστορικό Μαρκ Μαζάουερ, συγγραφέα του βιβλίου Θεσσαλονίκη: Πόλη των Φαντασμάτων (2004):
«Μέχρι το 1990 η Ελλάδα ήταν στο περιθώριο. Αυτή η γεωπολιτική και οικονομική θέση έχει πλέον αλλάξει. Η Ελλάδα έχει ανακτήσει λίγο-πολύ τη θέση που είχε επί Οθωμανών. Βρίσκεται εκ νέου σε σταυροδρόμια και διεκδικεί τον χώρο στον οποίο επί αιώνες διακινούσε εμπορεύματα... Η περίοδος 1917-1989 ήταν για την Ελλάδα η περίοδος της ‘’περιφέρειας’’. Τώρα η σημασία των ορίων αλλάζει. Τα όρια δεν εξαφανίζονται αλλά γίνονται περισσότερο ευλύγιστα και σταδιακά αλλάζουν ρόλο, όπως θα συμβεί στα Βαλκάνια».
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 υπήρχε μια αισιόδοξη εκτίμηση πως η Βόρεια Ελλάδα, με τη Θεσσαλονίκη στο επίκεντρο της, θα μετατρέπονταν σε οικονομική «ατμομηχανή», που θα ρυμουλκούσε και την υπόλοιπη χώρα προς τον 21ο αιώνα. Ωστόσο οι πόλεμοι στη Γιουγκοσλαβία, η αναβίωση του «Μακεδονικού ζητήματος», το εμπάργκο κατά της Σερβίας και των Σκοπίων (το ελληνικό), η οικονομική κατάρρευση των βαλκανικών χωρών και –κυρίως– η έλλειψη σωστής στρατηγικής, πολιτικής και υποδομών εκ μέρους της Ελλάδας, κατέστησαν αυτό το όραμα «όνειρο θερινής νυκτός». Και όχι μόνον αυτό, όχι μόνον η Βόρεια Ελλάδα δεν απέκτησε τον οικονομικό δυναμισμό που υπόσχονταν, αλλά άρχισε σταδιακά να μαραζώνει.
Ως αποτέλεσμα η Θεσσαλονίκη δεν κατάφερε να αρπάξει τις μεγάλες γεωπολιτικές ευκαιρίες που ανοίχθηκαν μπροστά της. Αντίθετα ένα σύννεφο απαισιοδοξίας ενέσκηψε πάνω από την πόλη, προσδίδοντας στους ορίζοντες της μιαν έντονη απόχρωση του γκρι. Παρ’ ότι διαφημίζεται από τις κυβερνήσεις ως η «μητρόπολη» και η γεωοικονομική και πολιτιστική «πρωτεύουσα των Βαλκανίων», μέρα με τη μέρα απαξιώνεται, περιθωριοποιείται, μετατρέπεται σε μια κλειστοφοβική μεγαλούπολη, σε μια «πρωτεύουσα της ανεργίας» και της Νέας Φτώχειας, μια «φραπεδούπολη» χωρίς προοπτικές και χωρίς μέλλον. Αυτό οδηγεί πολλούς Θεσσαλονικείς σε μια μόνιμη γκρίνια και μια μίζερη αντιπαράθεση τους με την Αθήνα και το λεγόμενο «αθηνοκεντρικό κράτος», που απομυζεί βεβαίως όχι μόνον τη Θεσσαλονίκη αλλά ολόκληρη την ελληνική περιφέρεια.
Οι Θεσσαλονικείς έχουν δίκιο όταν παραπονιούνται για εγκατάλειψη από το κέντρο, για τη μη πραγματοποίηση των μεγάλων έργων και υποδομών που τόσο έχει ανάγκη η πόλη (τη στιγμή μάλιστα που έχουν επενδυθεί στην Αθήνα σχεδόν 10 δισεκατομμύρια ευρώ με την τέλεια δικαιολογία των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004). Από την άλλη όμως οι Αθηναίοι δημοσιογράφοι και Opinion Makers έχουν δίκιο όταν βλέπουν τη σημερινή Θεσσαλονίκη ως την πρωτεύουσα του ελληνικού εθνολαϊκισμού. Από αυτή την άποψη η Θεσσαλονίκη δεν η ανοικτή και κοσμοπολίτική πόλη του ενδόξου παρελθόντος της, δεν ανήκει πλέον στο λαό της, που ήταν ιστορικά δημοκρατικός, αλλά είναι μια «κατεχόμενη» πόλη. Πολιτική, τοπική αυτοδιοίκηση, οικονομία, Εκκλησία και διάφοροι κρατικοδίαιτοι θεσμοί έχουν καταληφθεί τα τελευταία χρόνια από μια σκληροπυρηνική μειοψηφία εθνολαϊκιστών, που έχουν το μυαλό τους στραμμένο μονίμως στο παρελθόν. Πως όμως έφτασε σ’ αυτή την κατάσταση;
Γιατί η Θεσσαλονίκη Κατάντησε «Πρωτεύουσα» του Εθνολαϊκισμού;
Είναι αξιοπερίεργο το πως η Θεσσαλονίκη, γνωστή σε παλιότερες εποχές για την ανεκτικότητα της, κατάντησε στη συνέχεια να είναι η πόλη των πολιτικών δολοφονιών (π.χ. δολοφονία Λαμπράκη), του φανατισμού, της μισαλλοδοξίας και των ακροτητών. Αυτή η πόλη, αλλοτινό υπόδειγμα αρμονικής συμβίωσης διαφορετικών κουλτούρων, κατέληξε σήμερα χώρος όπου ενδημούν οι παραθρησκευτικές και υπερορθόδοξες οργανώσεις, καθώς και οι υπερεθνικιστικές και ακροδεξιές ομάδες, που επιδίδονται με την πρώτη ευκαιρία σε φασαριόζικες ακρότητες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο «όχλος», που συγκεντρώθηκε έξω από γνωστό βιβλιοπωλείο της Θεσσαλονίκης, για το «τελετουργικό» κάψιμο του βιβλίου του Μίμη Ανδρουλάκη. Μπορεί ο εν λόγω συγγραφέας να κέρδισε από τη δωρεάν «διαφημιστική εκστρατεία» των υπερορθόδοξων, ωστόσο όμως η Θεσσαλονίκη ζημιώθηκε καθώς χαρακτηρίστηκε για μια ακόμη φορά ως η πόλη των θερμοκέφαλων και των φανατικών. Η Θεσσαλονίκη εκλύει ευκολότερα τα πάθη ή απλώς, επειδή δεν είναι το κέντρο αποφάσεων της Ελλάδας, λειτουργεί ως ακίνδυνη «βαλβίδα» εκτόνωσης υποβόσκουσων εντάσεων και συναισθηματικών εκρήξεων διάφορων περιθωριακών ομάδων.
Η πληθυσμιακή και οικονομική εξέλιξη της Θεσσαλονίκης κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα εισέπραξε, όπως ήταν αναμενόμενο, τις συνέπειες των πολιτικών λαθών του εθνικού κέντρου και του γεωπολιτικού κατακερματισμού που επακολούθησε. Όπως επισημαίνει και ο Γιώργος Πρεβελάκης, καθηγητής της Γεωπολιτικής στη Σορβόννη: «Η συμπεριφορά του αθηναϊκού πολιτικού κατεστημένου έναντι της Θεσσαλονίκης μετά το 1922, δίνει μια ιδέα του τραύματος που προκάλεσε η Μικρασιατική Καταστροφή και του αισθήματος της αβεβαιότητας που κυριάρχησε τότε στην Ελλάδα».
Ήδη από το 1912 η Θεσσαλονίκη αντιμετωπίστηκε από την Αθήνα ως «ειδική περίπτωση». Η εθνική ανομοιογένεια του πληθυσμού της και η αδυναμία της ελληνικής κοινότητας στην πόλη, συνδυασμένες με τη δράση των συνδικάτων, έκαναν ευπρόσδεκτους από την κρατική εξουσία τους παρακρατικούς μηχανισμούς «εθνικοφρόνων», που έδερναν Εβραίους και κομμουνιστές. Τη μετεμφυλιακή περίοδο και τη δεκαετία του 1960 η Θεσσαλονίκη αποτέλεσε προνομιακό χώρο δράσης παρακρατικών, ακροδεξιών και φασιστικών στοιχείων, με αποκορύφωμα τη δολοφονία του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη.
Την τελευταία δεκαετία, κυρίως λόγω της τεχνητής έξαρσης του «Μακεδονικού», αλλά και την παρότρυνση και τη συνδρομή πολιτικών, θρησκευτικών και άλλων «παραγόντων», παρατηρήθηκε μια έξαρση της δράσης των ακροδεξιών και ομάδων και οργανώσεων. Αυτή την εθνικιστική έξαρση υποβοήθησαν και οι συγκυρίες: τα ανοικτά μέτωπα στα εθνικά θέματα και η συρροή πολυάριθμων μεταναστών και λαθρομεταναστών, πράγμα που εκμεταλλεύτηκαν οι ακροδεξιοί και αντιδραστικοί κύκλοι. Η δράση τους όμως έρχεται σε έντονη αντίθεση την κοσμοπολίτικη ιστορία της Θεσσαλονίκης, ως τόπου συνάντησης διαφόρων πολιτισμών και παραδόσεων, και προσβάλει την ανεκτικότητα και δημοκρατική ευαισθησία της συντριπτικής πλειοψηφίας των Θεσσαλονικέων. Όπως είχε πει χαρακτηριστικά και ο Παρασκευάς Παρασκευόπουλος, πρώην διευθυντής του Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων και πρώην Βουλευτής: «Οι κύκλοι αυτοί χρησιμοποιούν ως όχημά τους πολλές φορές υπαρκτά προβλήματα, όπως είναι η ανισόμετρη ανάπτυξη λόγω του συγκεντρωτικού κράτους, ερμηνεύοντάς τα και προβάλλοντάς τα σαν αντίθεση Βορρά - Νότου. Εκμεταλλεύονται την ευαισθησία διαφόρων ομάδων του πληθυσμού όπως είναι οι Πόντιοι και άλλοι με ευαισθησία στο ζήτημα της Μακεδονίας. Προβάλλουν έντεχνα μια δήθεν πατριωτική στάση, διεκδικώντας για τον εαυτό τους, αλλά και για λογαριασμό της Βόρειας Ελλάδας, μια μεγαλύτερη σε σχέση με τους πολίτες της υπόλοιπης Ελλάδας ευαισθησία στα εθνικά θέματα και το ρόλο του θεματοφύλακα των εθνικών δικαίων». Είναι προφανές πως αν η Θεσσαλονίκη δεν αποτινάξει από πάνω της το φάντασμα του εθνολαϊκισμού που την στοιχειώνει δεν θα μπορέσει να αδράξει τις ευκαιρίες και να διαδραματίσει το ρόλο της πολιτισμικής και γεωοικονομικής μητρόπολης των Βαλκανίων.
Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Προς μια Ώριμη Συμπληρωματική Σχέση
Αποτελεί κοινό μυστικό πως η Ελλάδα εξελίσσεται την τελευταία δεκαετία σε γεωοικονομική δύναμη των Βαλκανίων. Δεν χρειάζεται να έχει κανείς ιδιαίτερες γνώσεις γεωπολιτικής για ν’ αντιληφθεί πως η Θεσσαλονίκη αποτελεί το σημαντικότερο πλεονέκτημα της Ελλάδας στο βαλκανικό χώρο. Χωρίς τη Θεσσαλονίκη και την ενδοχώρα της, η Ελλάδα περιορίζεται σε περιθωριακό ρόλο στα Βαλκάνια. Η Αθήνα χρειάζεται τη Θεσσαλονίκη και τη Μακεδονία για να «αναπνέει» γεωοικονομικά και να μπορεί να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στα Βαλκάνια.
Κατά την επίσκεψη του στην Αθήνα, πριν από ένα χρόνο, ο γνωστός Ουγροεβραίος επιχειρηματίας Τζορτζ Σόρος, ο οποίος έχει επενδύσει εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια σε ιδρύματα στην Ανατολική Ευρώπη και στα Βαλκάνια –κι είχε χρηματοδοτήσει την προεκλογική εκστρατεία ενάντια στον πρόεδρο Τζορτζ Μπους με ένα δισεκατομμύριο δολάρια!– τα είπε έξω από τα δόντια στην αθηνοκεντρική πολιτική και επιχειρηματική ελίτ της χώρας, την οποία και κατηγόρησε για την παραμέληση της Θεσσαλονίκης, της πιο σημαντικής πόλης στα Βαλκάνια. Για τον Σόρος το μέλλον της ελληνικής οικονομίας βρίσκεται στον τουρισμό υψηλών εισοδημάτων και στο άνοιγμα της αγοράς των Βαλκανίων, που παρέχει μεγάλες ευκαιρίες για επενδύσεις και ανάπτυξη. Για τον ίδιο η Θεσσαλονίκη είναι η πιο αδικημένη και παραμελημένη πόλη της Ελλάδας σε υποδομές και υπηρεσίες, ενώ θα «έπρεπε να πέσουν στην πόλη πολλά χρήματα». Θεωρεί το λιμάνι της Θεσσαλονίκης ως το φυσικό λιμάνι της Βαλκανικής και υποστηρίζει ότι η Ελλάδα «δεν μπορεί να αναπνεύσει μόνο με έναν οικονομικό πνεύμονα».
Αθήνα και Θεσσαλονίκη είναι γεωπολιτικά και γεωοικονομικά αλληοεξαρτώμενες. Ωστόσο η Αθήνα, ως υδροκέφαλη πρωτεύουσα του κράτους, ασκεί μια διαχρονική ηγεμονική συμπεριφορά έναντι της Θεσσαλονίκης, και διακατέχεται από μια αδικαιολόγητη υπεροψία δημιουργώντας συμπλέγματα «κατωτερότητας» στους Θεσσαλονικείς. Από την πλευρά τους οι Θεσσαλονικείς πρέπει να σταματήσουν τη μόνιμη γκρίνια έναντι του αθηνοκεντρικού κράτους, να ξεφύγουν από τον στείρο τοπικισμό, την ηττοπάθεια και την κλειστοφοβία τους και να ανοιχτούν άφοβα προς τα Βαλκάνια και να διεκδικήσουν τολμηρά το μέλλον που τους αξίζει.
Αθήνα και Θεσσαλονίκη αποτελούν στην ουσία και τους δύο «πνεύμονες» της Ελλάδας, που πρέπει να λειτουργούν ικανοποιητικά και οι δύο προκειμένου η χώρα μας να «αναπνέει» φυσιολογικά και να αναπτύσσεται. Εκείνο που απαιτείται λοιπόν είναι μια αρμονική σχέση μεταξύ των δύο πόλεων, χωρίς ανισορροπίες και χωρίς διάθεση για κυριαρχία κι εκμετάλλευση. Μια σχέση που θα βασίζεται στον αμοιβαίο σεβασμό και στα κοινά οράματα, που θα ενισχύσουν το ρόλο της Ελλάδας και του Ελληνισμού γενικότερα σε μια κρίσιμη ιστορική φάση, που είναι γεμάτη κινδύνους αλλά και ευκαιρίες. Άλλωστε η εποχή των στείρων τοπικιστικών αντιζηλιών και της ηγεμονικής αντίληψης έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Αντί για την παραδοσιακή αστική αντιζηλία τους, Αθήνα και Θεσσαλονίκη θα πρέπει να δημιουργήσουν ένα συμπληρωματικό δίπολο ανάπτυξης και στενής συνεργασίας, που θα ρυμουλκήσει όχι μόνον την Ελλάδα αλλά ολόκληρα τα Βαλκάνια προς ένα καλύτερο μέλλον.