Ιστορικά, οι χαμηλές τιμές του πετρελαίου θεωρούνται μια θετική εξέλιξη για την οικονομία.

Για χώρες όπως οι ΗΠΑ, όπου τα περισσότερα νοικοκυριά χρησιμοποιούν το αυτοκίνητο ως κύριο μέσο μεταφοράς, αυτή η αντίληψη ήταν κατά βάση ορθή. Οι χαμηλές τιμές του πετρελαίου επιτρέπουν στα νοικοκυριά να εξοικονομήσουν χρήματα τα οποία μπορούν στη συνέχεια να δαπανήσουν για άλλες οικονομικές δραστηριότητες. Οι περίοδοι που οι τιμή του πετρελαίου ανέβαινε, όπως η πετρελαϊκή κρίση του 1973, ο Πόλεμος του Κόλπου το 1991, και το 2008, όταν το πετρέλαιο ανήλθε στο ιστορικό υψηλό των 147 δολαρίων το βαρέλι, θεωρούνταν από την κοινή γνώμη σοβαρές απειλές για την οικονομία.

Από την άλλη πλευρά η πτώση των τιμών του πετρελαίου θεωρείτο ότι δημιουργεί σημαντικά οφέλη τόσο για την οικονομία όσο και για τις παραμέτρους που αφορούν την άσκηση νομισματικής πολιτικής. Για παράδειγμα, ο πληθωρισμός μειώνεται όταν οι τιμές του πετρελαίου πέφτουν, γεγονός που μειώνει την πίεση στις κεντρικές τράπεζες να αυξήσουν τα επιτόκια. Αυτό έχει ώς αποτέλεσμα οφέλη τόσο από τη σταθερότητα των τιμών όσο και από τη μειωμένη παρέμβαση εκ μέρους των κεντρικών τραπεζών.

 

Η νέα αντίληψη για τις τιμές του πετρελαίου

Από το τρίτο τρίμηνο του 2014, η πτώση των τιμών του πετρελαίου δεν χαιρετίστηκε ως καλή τύχη. Αντ 'αυτού, οι σχολιαστές υποστήριξαν ότι θα δημιουργηθούν προβλήματα στην παγκόσμια οικονομία. Στην πραγματικότητα, από την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008, αυτή η ανάλυση κερδίζει συνεχώς έδαφος στα πλαίσια και της γενικότερης κατάστασης που διαμορφώνει η πρωτοφανής πολιτική εύκολου χρήματος της Fed.

Το επιχείρημα υπέρ των υψηλών τιμών του πετρελαίου δεν είναι δύσκολο να κατανοηθεί: όταν οι τιμές του πετρελαίου παραμένουν πάνω από 100 δολάρια το βαρέλι, αυξάνονται οι επενδύσεις στην εξόρυξη πετρελαίου και φυσικού αερίου, την εκμετάλλευση νέων κοιτασμάτων, αλλά προωθούνται και οι ενεργειακές εναλλακτικές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου. Το αποτέλεσμα είναι η αύξηση της απασχόλησης τόσο στη βιομηχανία πετρελαίου, όσο και σε αυτή των εναλλακτικών πηγών ενέργειας.

Το κόστος αυτών των επενδύσεων είναι δικαιολογημένο μόνο στην περίπτωση των υψηλών τιμών του πετρελαίου. Έτσι, όταν οι τιμές του πετρελαίου σταθεροποιούνται σε χαμηλά επίπεδα, πολλές εταιρείες - ή τουλάχιστον πολλές επιχειρήσεις εξόρυξης - θα χάνουν την ανταγωνιστικότητά τους και θα αναγκαστούν να κλείσουν. Αντίστοιχα προβλήματα θα αντιμετωπίσουν και οι λοιπές συγγενείς επιχειρήσεις, αλλά και εκείνες που ασχολούνται με την εκμετάλλευση εναλλακτικών πηγών ενέργειας. Τα προβλήματα των επιχειρήσεων ακολουθούν φυσιολογικά απολύσεις και άρα αύξηση της ανεργίας, καθώς επίσης και μια ανεπιθύμητη αύξηση των επισφαλειών.

 

Θα πατήσουν οι Κεντρικές Τράπεζες το κουμπί πανικού;

Σε αυτό το σημείο, οι Κεϊνσιανοί παρεμβαίνουν και υποστηρίζουν ότι οι κεντρικές τράπεζες έχουν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο. Δηλαδή, οι κεντρικές τράπεζες θα πρέπει να αντισταθμίσουν τον κίνδυνο του αποπληθωρισμού με την αύξηση της προσφοράς χρήματος.

Στην πραγματικότητα η Ομοσπονδιακή Τράπεζα εφαρμόζειν δύο μέτρα και δύο σταθμά. Όταν αυξάνονται οι τιμές του πετρελαίου, οι κεντρικοί τραπεζίτες ισχυρίζονται ότι υπάρχει αστάθεια και η κεντρική τράπεζα εξαιρεί τις τιμές της ενέργειας από τον πυρήνα υπολογισμού του πληθωρισμού και αναβάλλουν την αύξηση των επιτοκίων. Αλλά όταν οι τιμές του πετρελαίου πέφτουν, υιοθετεί μια αποπληθωριστική οπτική που περιλαμβάνει τις τιμές της ενέργειας και στα πλαίσιά της μειώνει περαιτέρω τα επιτόκια.

Ανεξάρτητα από το αν η τιμή του πετρελαίου είναι υψηλή ή χαμηλή, η κεντρική τράπεζα προσαρμόζει την προσέγγισή της ώστε να δικαιολογηθεί η χαλαρή νομισματική πολιτική που εξυπηρετεί το πρόγραμμά της.

Είναι σημαντικό να διευκρινιστεί ότι η πτώση των τιμών του πετρελαίου που ακολουθεί μια περίοδο μαζικών επενδύσεων στην εξόρυξη μπορεί να βλάψει ένα σύνολο εργαζομένων ή ορισμένους κλάδουςν, αλλά για τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη του συνόλου της οικονομίας, είναι μια καλή εξέλιξη. Πρέπει να καταλάβουμε ότι μετά την οικονομική κρίση του 2008, μια ποικιλία των πόρων - συμπεριλαμβανομένων των τιμών του πετρελαίου - παρουσίασαν μια εξέλιξη σχήματος V, επειδή τόσο οι ΗΠΑ και η Κίνα, οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες στον κόσμο, προχώρησαν σε μια σημαντική αύξηση των δημοσίων επενδύσεων.

Αυτά τα κρατικά προγράμματα προκάλεσαν αναπόφευκτα υπερεπενδύσεις (και σε μεγάλο βαθμό κακές επενδύσεις) σε πολλούς κλάδους, μεταξύ των οποίων και η πετρελαϊκή βιομηχανία.

 

Ο ρόλος της Κίνας

Το 2010, η κινεζική κυβέρνηση άρχισε να ανησυχεί για τις κακές επενδύσεις και τον πληθωρισμό και η Λαϊκή Τράπεζα της Κίνας περιόρισε σημαντικά την προσφορά χρήματος (αν και πρόσφατα επέστρεψε σε μια πολιτική εύκολου χρήματος). Αυτό οδήγησε σε μια επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης της Κίνας, καθώς και η μείωση της ζήτησης οδήγησε σε πτώση των τιμών των βασικών προϊόντων, αρχικά στο χαλκό και το σίδηρο, και στη συνέχεια της ενέργειας.

Επιπλέον, η αύξηση της προσφοράς πετρελαίου (κυρίως λόγω της επανάστασης του σχιστολιθικού φυσικού αερίου), και η μειωμένη ζήτηση, συνδυάστηκαν οδηγώντας τελικά στη σημαντική μείωση των τιμών του πετρελαίου.

 

Μια απαραίτητη διόρθωση

Η βιομηχανία πετρελαίου και οι συναφείς κλάδοι αντιμετωπίζουν το αναπόφευκτο: εταιρείες που δεν εκτίμησαν σωστά τις εξελίξεις και προέβλεψαν συνεχιζόμενη αύξηση των τιμών θα χρεοκοπήσουν, και σημαντικοί βιομηχανικοί πόροι θα αποκτηθούν από επενδυτές με περισσότερη διορατικότητα. Οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες δεν πρέπει να προσπαθήσουν να σταματήσουν αυτή τη φυσική διαδικασία μέσω κρατικών ενισχύσεων στήριξης, καθώς από τις προσπάθειες αυτές θα ωφεληθούν μόνο οι πετρελαϊκοί κολοσσοί, κατ’ αναλογία αυτού που συνέβει μετά την κρίση του 2008, όπου οι μεγαλύτερες τράπεζες ήταν οι μεγάλοι νικητές.

 

πηγή: Mises Institute