Γέφυρα μεταξύ Ανατολής και Δύσης, Ευρώπής και Ασίας, γεωστρατηγικός κόμβος της Ευρασίας, πρότυπο συνύπαρξης κοσμικού κράτους, δημοκρατίας και Ισλάμ κ.α.
Με τέτοιους χαρακτηρισμούς αρέσκεται να αυτοπροβάλλεται η σύγχρονη Τουρκία, μια διχασμένη χώρα, που φιλοδοξεί ωστόσο να καταστεί πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.). Η τουρκική κυβέρνηση, η ελίτ της χώρας (πολιτικοί, στρατιωτικοί, επιχειρηματίες, ακαδημαϊκοί κ.α.), καθώς και το 80% του τουρκικού πληθυσμού, τάσσονται υπέρ της ευρωπαϊκής προοπτικής. Δεν έχουν άλλωστε και άλλη επιλογή.
Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης μια αναπτυσσόμενη χώρα σαν την Τουρκία, με μεγάλο πληθυσμό (68 εκατομμύρια) αλλά χαμηλό βιοτικό επίπεδο (3.000 δολάρια κατά κεφαλήν), είναι οικονομικά και τεχνολογικά ανίσχυρη για να αντιμετωπίσει το έντονο διεθνή ανταγωνισμό. Από την άλλη, το γεωπολιτικό περιβάλλον της χώρας χαρακτηρίζεται από έντονη αστάθεια, αποτελεί πηγή μόνιμης ανασφάλειας, αναγκάζοντας την ’γκυρα να δαπανά υπέρογκα ποσά για την άμυνα. Οι ΗΠΑ, η μοναδική πλανητική υπερδύναμη και ο μεγάλος σύμμαχος της Τουρκίας από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, βρίσκεται μια θάλασσα κι έναν ωκεανό μακριά. Πέρα από τη γεωπολιτική υποστήριξη, οι ΗΠΑ αδυνατούν να προσφέρουν επαρκή οικονομική στήριξη στην Τουρκία, ενώ υπάρχει πάντα ο κίνδυνος κάποια στιγμή στο μέλλον, αν τα συμφέροντα τους μετατοπιστούν, να αποσυρθούν από το γεωστρατηγικό σταυροδρόμι της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, αφήνοντας την ’γκυρα εκτεθειμένη. Ο μόνος πόλος ισχύος στον οποίο μπορεί να στραφεί η Τουρκία, ελπίζοντας κάποια στιγμή να ενταχθεί στους κόλπους του και να ισχυροποιήσει έτσι τη θέση της, είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Αν και μουσουλμανική χώρα η Τουρκία δεν τρέφει και ιδιαίτερο σεβασμό προς τους μουσουλμάνους ανατολικούς γείτονές της, τους οποίους άλλοτε αντιμετωπίζει φιλικά και άλλοτε εκδηλώνει απέναντί τους διάφορα φοβικά συμπλέγματα. Άλλωστε ο μουσουλμανικός κόσμος της Μέσης Ανατολής δεν έχει και πολλά να της προσφέρει. Πρόκειται για μια γεωπολιτικά κατακερματισμένη περιοχή, για μια σειρά από ασταθείς, φτωχές και υποανάπτυκτες χώρες, που βρίσκονται σε πλήρη δημογραφική ανάπτυξη αλλά και μακριά από κάθε έννοια δημοκρατίας. Οι χώρες αυτές μαστίζονται από υπερπληθυσμό, θρησκευτικό φανατισμό, τρομοκρατία και αντιδυτικισμό. Η Τουρκία αντίθετα είναι ένα κοσμικό (μουσουλμανικό) κράτος, μια ασταθής δημοκρατία, μια κοινωνία που έχει ολοκληρώσει τη δημογραφική της μετάβαση και η οποία είναι στραμμένη εδώ και δεκαετίες προς τη Δύση.
Περιμαζεύοντας τα απομεινάρια και τα «ορφανά» της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ο Κεμάλ Ατατούρκ έφτιαξε τη σύγχρονη Τουρκία, αφήνοντας διαθήκη στους κληρονόμους του να εντάξουν κάποια μέρα τη χώρα στους κόλπους της Δύσης. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, και παρά τα εμπόδια που κατά καιρούς έβαζε η Ελλάδα, αυτή η πολιτική εντολή του Κεμάλ ακολουθήθηκε από τις περισσότερες κυβερνήσεις της Άγκυρας.
Πάγιος άξονας της μετακεμαλικής πολιτικής ήταν η σύσφιξη των σχέσεων με τη Δύση και η πρόσδεση της Τουρκίας στο δυτικό άρμα. Η ένταξη της Τουρκίας το 1952 στο ΝΑΤΟ ήταν το πρώτο βήμα. Ακολούθησε η προσέγγιση με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα (ΕΟΚ), η οποία μετεξελίχθηκε στη σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση. Στις αρχές του 21ου αιώνα η Τουρκία επιθυμεί διακαώς να επισφραγίσει τον «ερωτά» της με τη Δύση, εντασσόμενη ως πλήρες μέλος στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Πρόκειται ασφαλώς για ευσεβείς πόθους, εφόσον ούτε ο δρόμος προς την ένταξη είναι στρωμένος με ροδοπέταλα, ούτε και τα άλλα χριστιανικά κράτη-μέλη της Ε.Ε. περιμένουν τη μουσουλμανική Τουρκία με ανοικτές αγκάλες. Έτσι η πορεία της Τουρκίας προς την Ευρώπη θα είναι μια επίπονη και χρονοβόρα διαδικασία, η οποία θα μεταλλάξει την Τουρκία, ενώ δεν θα αφήσει ανεπηρέαστη και την ίδια την Ευρώπη.
Ευρωπαϊκή Ένωση: Κοινή γεωγραφία ή κοινές αξίες;
Για μια ακόμη φορά στην ιστορία της η Τουρκία βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι καθοριστικό για το μέλλον της. Η χρονιά που διανύουμε θα είναι πολύ κρίσιμη για αυτήν, θα είναι μια χρονιά που θα κρίνει τη μελλοντική της πορεία. Μέσα στο 2005 θα κριθεί αν η Τουρκία συνεχίσει την πορεία της προς την Ευρώπη ή αν θα «επιστρέψει» στην Ασία. Η τουρκική κυβέρνηση ευελπιστεί πως μέχρι το Δεκέμβρη του 2004 θα έχει κατορθώσει να πάρει την πολυπόθητη ημερομηνία έναρξης των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Ευρωπαϊκή Ένωση και στις 3 Οκτωβρίου του 2005 θα ξεκινήσουν απρόσκοπτα οι διαπραγματεύσεις. Για να γίνει όμως αυτό θα πρέπει πρώτα η ’γκυρα να εκπληρώσει τα λεγόμενα «κριτήρια της Κοπεγχάγης», δηλαδή να υλοποιήσει όλες τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις προς την κατεύθυνση του εκδημοκρατισμού (π.χ. να περιορίσει το ρόλο του στρατιωτικού κατεστημένου, να δώσει δικαιώματα στους Κούρδους, να σταματήσουν οι πολιτικές διώξεις και φυλακίσεις αριστερών, να ανοίξει η θεολογική σχολή της Χάλκης κ.α.) και να επιλύσει τις διαφορές της με την Ελλάδα (π.χ. υφαλοκρηπίδα). Επίσης, αν και δεν αποτελεί κριτήριο, θα πρέπει να συμβάλει αποφασιστικά στην επίλυση του Κυπριακού (αναγνωρίζοντας στο μεταξύ την Κυπριακή Δημοκρατία), το οποίο έχει αποδειχθεί μεγαλύτερο εμπόδιο απ' όσο νόμιζε στο δρόμο της για την Ευρώπη. Αλλά ακόμη κι αν τα κατορθώσει όλα αυτά, πράγμα καθόλου εύκολο, η Τουρκία θα έχει να αντιμετωπίσει κι ένα άλλο σοβαρό εμπόδιο στην ευρωπαϊκή της πορεία: την αντίληψη αρκετών πολιτικών δυνάμεων και πολιτών της Ευρώπης, που πιστεύουν πως η Ε.Ε. θα πρέπει να είναι μια «χριστιανική λέσχη», άρα μια μουσουλμανική χώρα σαν την Τουρκία δεν θα πρέπει να έχει θέση σ' αυτή. Οι Ευρωπαίοι χριστιανοδημοκράτες θεωρούν την Τουρκία «ξένο σώμα» στην Ευρώπη: μπορούν να αποδεχθούν μια ειδική σχέση της Άγκυρας με την Ε.Ε., όχι όμως και την πλήρη ένταξή της σ' αυτήν.
Από την πλευρά του ο πρωθυπουργός της Τουρκίας Ρεντζέπ Ταγίπ Ερνογάν, το κόμμα του οποίου ανήκει στην ομάδα του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, δηλαδή στην ίδια ομάδα που ανήκουν και τα χριστιανοδημοκρατικά κόμματα που αντιτίθενται στην ένταξη της χώρας του στην Ε.Ε., υποστηρίζει πως η διαδικασία προσχώρησης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα προσφέρει μια ευκαιρία για να αποδειχθεί πως Ισλάμ και δημοκρατία μπορούν να συνυπάρξουν. Εφόσον παντού στον κόσμο το Ισλάμ δυσκολεύεται να συνυπάρξει με τη δημοκρατία, η ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. θα αποτελέσει ένα παράδειγμα για να αποδειχθεί το αντίθετο, αλλάζοντας έτσι την άποψη του ισλαμικού κόσμου προς την Ε.Ε. κατά τρόπο θετικό. Για τον ίδιο η ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. θα αποδείξει πως η περιβόητη θεωρία του Αμερικανού καθηγητή Σάμουελ Χάντιγκτον περί «σύγκρουσης των πολιτισμών» είναι λανθασμένη. Ο Ερντογάν θέλει να πιστεύει πως η Ε.Ε. είναι μια κοινότητα, που μοιράζεται κοινές αξίες, δημοκρατικές αρχές και οράματα, και όχι μια γεωγραφική ή θρησκευτική «λέσχη». Κι εφόσον η λεγόμενη «ευρωπαϊκή ταυτότητα» δεν έχει ακόμη αποφασιστεί, διαμορφωθεί και αποκρυσταλλωθεί, η προσθήκη της Τουρκίας στην Ε.Ε. θα την εμπλουτίσει και θα την κάνει ακόμη πιο ελκυστική προς τον υπόλοιπο κόσμο.
Χριστιανοδημοκράτες και Μουσουλμανοδημοκράτες
Αποτελεί κοινό μυστικό πως ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια της Τουρκίας στο δρόμο για την Ε.Ε. είναι τα προνόμια και η επιρροή του στρατιωτικού κατεστημένου στην εσωτερική πολιτική σκηνή. Ως γνωστόν, κατά τη διάρκεια της δημιουργίας και της οικοδόμησης της τουρκικής Δημοκρατίας, ο στρατός είχε έναν πολύ ειδικό ρόλο και σημαντικές ευθύνες για την ασφάλεια του κεμαλικού οικοδομήματος. Κατά περιόδους ο στρατός επενέβαινε ενεργά στα πολιτικά πράγματα της χώρας με μια σειρά από πραξικοπήματα, το τελευταίο εκ των οποίων συνέβη το 1980. Σήμερα στην Τουρκία, όπου υπάρχει μια σταθερή κυβέρνηση που ελέγχει το 66% του τουρκικού κοινοβουλίου, οι στρατιωτικοί δεν έχουν τη δύναμη που είχαν τα προηγούμενα χρόνια, χωρίς αυτό να σημαίνει πως είναι απλώς ένας θεσμός, όπως όλοι οι άλλοι.
Όσον αφορά την ταυτότητά του «Ισλαμικού Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης» αυτή είναι ενός συντηρητικού πολιτικού κόμματος δημοκρατών, χωρίς να έχει μια σκληροπυρηνική θρησκευτική ταυτότητα. Σύμφωνα με τον Ερντογάν είναι λάθος να θεωρεί κάποιος πως εφόσον υπάρχουν στην Ευρώπη Χριστιανοδημοκράτες, τότε εμείς είμαστε Μουσουλμανοδημοκράτες: «Εάν τοποθετήσαμε τη λέξη μουσουλμανικό ή ισλαμικό μπροστά από το όνομα του κόμματός μας, δεν το κάναμε για να χρησιμοποιήσουμε τη θρησκεία για πολιτικούς λόγους. Δεν είμαστε ισλαμιστές. Η θρησκεία μας, το Ισλάμ, είναι αλάνθαστη. Τα πολιτικά κόμματα και οι ηγέτες τους είναι που κάνουν λάθη κι, έτσι, πρέπει να τα ξεχωρίζουμε».
Ένας από τους πιο διαπρεπείς συγγραφείς της Τουρκίας, ο Ορχάν Παμούκ (γνωστός στην Ελλάδα από το «Μαύρο Βιβλίο»), συμφωνεί πως η ανάληψη της εξουσίας από το κόμμα του Ερντογάν δεν αποτελεί πρόκληση στο κοσμικό κράτος της Τουρκίας, μιας και πρόκειται για «Μουσουλμανοδημοκράτες» σε αντιστοιχία με τους «χριστιανοδημοκράτες». Άλλωστε το γεγονός πως ο ίδιος ο Ερντογάν, αφού ξόδεψε περίπου μια 25ετία ως φανατικός μουσουλμάνος και αντιδυτικός, αποφάσισε, από την περίοδο ακόμη που ήταν δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης (1994 - 98), πως το μέλλον της Τουρκίας είναι στην Ευρώπη, αυτό λέει πάρα πολλά. Για τον Ορχάν Παμουκ αυτή είναι μια φυσιολογική «τουρκική στάση», δηλαδή «εξισορροπιστική», με την έννοια ότι η Τουρκία προσπαθούσε πάντα να συγκεράσει την Ανατολή με τη Δύση.
Τα οφέλη της Ευρώπης από την ένταξη της Τουρκίας
Αποτελεί πάντως το λιγότερο ειρωνεία πως ένας «ισλαμιστής» πρωθυπουργός, ο Ρ. Τ. Ερντογάν, προωθεί το ευρωπαϊκό όραμα περισσότερο από τους «ευρωπαϊστές» κεμαλικούς προκατόχους του. Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν φαίνεται πως έχει χρεωθεί προσωπικά το ευρωπαϊκό στοίχημα, επιθυμώντας να μην στην ιστορία ως ο πολιτικός που έβαλε την Τουρκία σε σταθερή ευρωπαϊκή τροχιά. Ο ίδιος δεν παύει να επισημαίνει τα θετικά στοιχεία από την ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. Κατά το διάγγελμά του προς τον τουρκικό λαό, τον Ιανουάριο του 2004, ο Ερντογάν επισήμανε πως η Τουρκία «έχει κάνει περισσότερη από τη μισή διαδρομή προς την Ε.Ε.» και πως οι Ευρωπαίοί άρχισαν να καταλαβαίνουν ότι η ένταξη μίας μουσουλμανικής χώρας στους κόλπους της Ε.Ε. θα έχει ως αποτέλεσμα να ενισχυθεί η ασφάλειά της: «Μια Τουρκία ενταγμένη στην Ε.Ε. θα εμποδίσει τις πολιτικές και πολιτιστικές διαφορές να εξελιχθούν σε συγκρούσεις μεγάλης κλίμακας. Είναι προφανές ότι η Τουρκία θα έχει σημαντική συνεισφορά στην ειρήνη, τη σταθερότητα και την ασφάλεια στην Ευρώπη» τόνισε ο Τούρκος πρωθυπουργός. Ο ίδιος δεν χάνει και την ευκαιρία για να υπεθυμίζει και την σημαντική γεωστρατηγική θέση της Τουρκίας, το γεγονός πως αποτελεί μια μεγάλη αναδυόμενη αγορά, τη κομβική της θέση στα δίκτυα μεταφοράς ενέργειας προς τη Δύση, την επιρροή της προς τον τουρκόφωνο κόσμο της Κεντρικής Ασίας κ.α.
Κατά την επίσκεψη του στη Γερμανία, τον προηγούμενο Οκτώβρη, ο Ερντογάν είχε δηλώσει σχετικά με τα οφέλη της ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε.: «Θα είμαστε πρότυπο για το μουσουλμανικό κόσμο, θα προσφέρουμε σε 1,5 δισεκατομμύριο ανθρώπους την απόδειξη ότι η E.E. δεν είναι χριστιανική λέσχη». Με κάθε ευκαιρία ο Τούρκος πρωθυπουργός ζητά από την Ε.Ε. να πάψει να θεωρεί τον εαυτό της «χριστιανική λέσχη» και να δεχθεί στην αγκαλιά της μια δημοκρατική μουσουλμανική χώρα, όπως η Τουρκία, ώστε να αποδείξει πως Ισλάμ και δημοκρατία μπορούν να συνυπάρξουν, ακυρώνοντας τη θεωρίας της «σύγκρουσης των πολιτισμών». Από την πλευρά του ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας, Aμπντουλάχ Γκιουλ έχει δηλώσει πως η χώρα του «δεν θα αποτελεί βάρος, αλλά πλούτο για την Eυρώπη. Μια E.E. με την Τουρκία ως μέλος της θα σήμαινε πως η δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο κάποιας χριστιανικής λέσχης».
Το ανίερο αντιευρωπαϊκό μέτωπο στο εσωτερικό της Τουρκίας
Αναμφίβολα ο στόχος της ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε. είναι αρκετά φιλόδοξος για να πραγματοποιηθεί σύντομα, εφόσον η Τουρκία είναι μια χώρα αρκετά μεγάλη σε πληθυσμό, αρκετά φτωχή, αρκετά μη δημοκρατική και αρκετά μουσουλμανική. Αν όλα πάντως πάνε σύμφωνα με τις επιθυμίες της τουρκικής κυβέρνησης και η ’γκυρα ξεκινήσει τον Οκτώβριο του 2005 τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Ε.Ε., αυτό δεν σημαίνει ότι η Τουρκιά θα ενταχθεί σύντομα στην Ένωση. Ακόμη κι αν οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις ξεκινήσουν στις αρχές του 2006 θα χρειαστεί μεγάλο χρονικό διάστημα για να ολοκληρωθούν, αν στο μεταξύ δεν προκύψει κάποιο «απρόβλεπτο» εμπόδιο.
Ο πρωθυπουργός της Τουρκίας προσδοκά πως μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια, κι έπειτα από μεγάλες προσπάθειες, η Τουρκία θα είναι αρκετά ισχυρή, ώστε να ενταχθεί στην Ε.Ε. Aπό την πλευρά του ο Γκιουλ υπολόγισε σε συνέντευξή του σε αυστριακή εφημερίδα ότι η ένταξη της Tουρκίας στην E.E. θα έχει ολοκληρωθεί μέχρι τις αρχές της επόμενης δεκαετίας: «Aν εκπληρώσουμε τα κριτήρια, οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις θα αρχίσουν στα τέλη του 2005. Στην περίπτωση της Iσπανίας κράτησαν οκτώ χρόνια. Συνεπώς η Aγκυρα θα έχει ενταχθεί στην E.E. στις αρχές της δεκαετίας του 2010». Αυτό σημαίνει, σύμφωνα με το πλέον αισιόδοξο σενάριο, ότι η Τουρκία δεν θα ενταχθεί πριν από το 2012-15 στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Και αυτό ατην περίπτωση πάντα που δεν προκύψουν κάποια «απρόβλεπτα» εμπόδια. Ένα τέτοιο εμπόδιο θα μπορούσε να είναι κάλιστα μια στρατιωτική επέμβαση στο βόρειο Ιράκ για την καταστολή της ενδεχόμενης ανεξαρτητοποίησης των Κούρδων ή ένα στρατιωτικό πραξικόπημα, υποκεινούμενο από δυνάμεις που αντιτάσσονται στην ένταξη στην Ε.Ε.
Πρέπει να σημειωθεί πως στο εσωτερικό της Τουρκίας έχει δημιουργηθεί ένας ανίερος συνασπισμός δυνάμεων που αντιτάσσονται στην ένταξη στην Ε.Ε., επειδή αυτή θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε εκδημοκρατισμό της χώρας και σε απώλεια των προνομιών τους. Ιδεολογικός πυρήνας αυτού του συνασπισμού αποτελεί η εθνικιστική Κεμαλιστική ομάδα γαρνιρισμένη με ολίγον «αριστερίστικη σάλτσα». Δίπλα σ' αυτήν την κεντρική ομάδα βρίσκονται οι εθνικιστές της «τούρκο-ισλαμιστικής σύνθεσης», που έχουν εκτραφεί από το τουρκικό κράτος κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Τέλος η πιο «ελιτίστικη ομάδα» αυτού του ανίερου συνασπισμού είναι διάφοροι εν ενεργεία και συνταξιούχοι γραφειοκράτες, που ανησυχούν για την απώλεια των προνομίων τους.
Σ' αυτούς περιλαμβάνεται και μια σημαντική μερίδα Τουρκων στρατιωτικών που ανησυχούν πως η προσέγγιση με την Ε.Ε. και η αναπόφευκτη βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων που αυτή συνεπάγεται, θα οδηγήσει σε περικοπές των αμυντικών δαπανών και σε μείωση της επιρροής τους στην τουρκική κοινωνία. Γι' αυτούς ήχησε μάλλον σαν απειλή η πρόσφατη δήλωση του Τούρκου υπουργού των Εξωτερικών Α. Γκιουλ πως «το 2004, για πρώτη φορά, ο προϋπολογισμός του υπουργείου παιδείας θα είναι μεγαλύτερος από αυτόν του Υπουργείου ’μυνας». Βέβαια, δημοσίως το στρατιωτικό κατεστημένο υιοθετεί μια δήθεν φιλοευρωπαϊκή στάση, υποστηρίζοντας την ένταξη στην Ε.Ε. «Η Τουρκία θα κερδίσει πολλά από την Ε.Ε. και οι Τούρκοι καθώς και η κρατική μηχανή θα υποχρεωθούν να τηρήσουν μια πειθαρχία», είχε δηλώσει πριν από δύο χρόνια ο Τούρκος στρατηγός Χουσείν Κιβρίκογλου. Ο ίδιος ωστόσο επισήμανε πως πρέπει να ληφθούν υπόψιν και οι «ιδιαιτερότητες» της Τουρκίας: «Βρισκόμαστε σε ένα γεωγραφικό χώρο όπου συνεχώς δημιουργούνται προβλήματα. Πρέπει λοιπόν να λάβουμε τα επιβαλλόμενα μέτρα ασφαλείας. Δεν μπορούμε να παραμερίσουμε το κάθε τι προς χάριν της ένταξης στην Ε.Ε. Εξυφαίνονται πολλές συνωμοσίες εις βάρος της χώρας μας. Η μία απ' αυτές έχει θρησκευτικό χαρακτήρα. Οι γύρω μας επιδιώκουν να διαλύσουν το κοσμικό καθεστώς μας. Όταν η Τουρκία ενταχθεί στην Ε.Ε. θα δοθούν πάρα πολλές ελευθερίες, αλλά αυτό θα πρέπει να γίνει κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην παραβιασθούν τα ανθρώπινα δικαιώματα και η δημοκρατία».
Όλοι τους πάντως θα χαίρονταν αν ένα στρατιωτικό πραξικόπημα κατέλυε τη σημερινή κυβέρνηση του ΑΚΡ και ανέκοπτε την πορεία ένταξης στην Ε.Ε. Αυτός ο αντιευρωπαϊκός συνασπισμός, χάρη στις δικτυώσεις του στη στρατιωτική και πολιτική γραφειοκρατία, και συμμαχώντας με τον Ντεκτάς, κατασκεύασε και το «ανάχωμα» του Κυπριακού, ώστε να επιβάλει στη χώρα έναν στείρο εθνικιστικό λόγο (π.χ. «δεν θα αφήσουμε να πουλήσουν την Κύπρο»), προκειμένου να ανακόψει την ευρωπαϊκή της πορεία. Αυτοί είναι που υποστηρίζουν πως το Σχέδιο Ανάν είναι «παγίδα» για την Τουρκία, όχι επειδή ανησυχούν για τα συμφέροντα των Τουρκοκυπρίων και της Τουρκίας, αλλά επειδή φοβούνται μήπως εκδημοκρατιστεί πλήρως η χώρα τους κι αυτοί περιθωριοποιηθούν.
Απέναντι σ' αυτό το ανίερο αντιευρωπαϊκό μπλόκ ο Ερντογαν μπορεί να βασίζεται στον τουρκικό λαό, που κατά ένα ποσοστό της τάξεως του 70-80% επιθυμεί διακαώς την ένταξη στην Ε.Ε. Γι' αυτό το λόγο και ο πρωθυπουργός της Τουρκίας ζητεί διαρκώς διαβεβαιώσεις από τους ηγέτες της E.E. ότι η Tουρκία είναι στη σωστή τροχιά, ότι θα κριθεί επί ίσοις όροις με τις άλλες υποψήφιες χώρες κι ότι θα πάρει την ημερομηνία έναρξης των ενταξιακών διαπραγματεύσεων εκπληρώνοντας τα «Κριτήρια της Κοπεγχάγης» και συμβάλλοντας στην επίλυση του Κυπριακού. Όχι μόνον δεν θέλει να απογοητεύσει τον τουρκικό λαό και να ματαιώσει τις προσδοκίες του για ένα ευρωπαϊκό μέλλον, αλλά χρησιμοποιεί την προοπτική ένταξης στην Ε.Ε. ως πρόσχημα για να προχωρήσει σε ουσιαστικές δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις, τις οποίες σε κάθε άλλη περίπτωση θα εμπόδιζε το τουρκικό κατεστημένο. Έτσι η ένταξη στην Ε.Ε. χρησιμοποιείται από την τουρκική κυβέρνηση του ΑΚΡ ως τέλειο άλλοθι για τον εκδημοκρατισμό της Τουρκίας.
Οι αντιδράσεις των Χριστιανοδημοκρατών στην ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε.
Άσχετα πάντως από τη θέληση και τις φιλοδοξίες της σημερινής τουρκικής κυβέρνησης, καθώς και της πλειονότητας του τουρκικού λαού, για ένταξη στην Ε.Ε., υπάρχουν στην ίδια την Ευρώπη δυνάμεις που αντιδρούν σε ενδεχόμενη ένταξη της μουσουλμανικής Τουρκίας των 70 εκατομμυρίων κατοίκων σε μια δημογραφικά τελματωμένη χριστιανική Ευρώπη. Επικεφαλής του «αντιτουρκικού μετώπου» στην Ευρώπη είναι όλα τα ακροδεξιά κόμματα, καθώς και το μεγαλύτερο μέρος των χριστιανοδημοκρατικών κομμάτων. Οι Ευρωπαίοι Χριστιανοδημοκράτες λένε όχι στην ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. «Δεν τίθεται για μας ζήτημα ένταξης της Aγκυρας στην E.E.», δήλωσε απερίφραστα ο Bαυαρός πρωθυπουργός και επικεφαλής των χριστιανοκοινωνιστών, Eντμουντ Στόιμπερ. Βασικό επιχείρημά τους είναι πως η Τουρκία είναι κατά βάση μια φτωχή μουσουλμανική χώρα και ως τέτοια δεν ταιριάζει στην Ε.Ε., που είναι μια κοινότητα πλούσιων χριστιανικών χωρών, μια «χριστιανική λέσχη». Ουσιαστικά όμως οι Ευρωπαίοι Χριστιανοδημοκράτες, με μια τέτοια αρνητική στάση, υποστηρίζουν απλώς την κλειστοφοβική ιδέα της «Ευρώπης-Οχυρού». Οι ίδιοι αρνούνται να συμβάλλουν στην οικοδόμηση ενός νέου «μεταεθνικού μοντέλου συμμετοχής» σε μια δημοκρατική ευρωπαϊκή κοινωνία βασισμένη στην πολιτιστική ποικιλομορφία και στο σεβασμό της διαφορετικότητας, όπου θα είχε θέση και μια δημοκρατική Τουρκία.
Ανάμεσα στους Ευρωπαίους πολιτικούς που αντιτίθενται στην ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. είναι και ο Βαλερί Ζισκάρ Ντ' Εστέν, πρώην πρόεδρος της Γαλλίας και νυν πρόεδρος του συμβουλίου για το Σύνταγμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο πρώην Γάλλος πρόεδρος υποστηρίζει πως η είσοδος της Τουρκίας στην Ε.Ε. «θα κατέστρεφε την Ευρώπη». Σύμφωνα με τον Ντ' Εστέν δύο είναι οι βασικοί λόγοι που καθίσταται αδύνατη η ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. Ο πρώτος λόγος είναι γεωγραφικός. Εκτός από την Κωνσταντινούπολη και την Ανατολική Θράκη, όλη υπόλοιπη Τουρκία (το 95% της χώρας) βρίσκεται στην Ασία. Ο δεύτερος λόγος είναι πως αν η Ε.Ε. αρχίζει να εξετάζει την πιθανότητα να εντάξει στους κόλπους της μια μη ευρωπαϊκή (γεωγραφικά) χώρα, τότε γιατί να σταματήσει στην Τουρκία. Γιατί να μην εντάξει π.χ. και το Μαρόκο που, όπως και η Τουρκία, βρίσκεται στο κατώφλι της Ευρώπης; Αν όμως η Ε.Ε. απλωθεί πολύ μέσω της διεύρυνσης, τότε θα σταματήσει ή θα καθυστερήσει η προσπάθεια της ολοκλήρωσης. Θα ισχύσει δηλαδή ο «νόμος της μαρμελάδας»: όσο η Ε.Ε. θα διευρύνεται οριζοντίως, τόσο περισσότερο θα αδυνατίζει καθέτως. Όσο για τις πιέσεις που ασκούν οι ΗΠΑ για ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε., ο Ντ' Εστέν αναρωτιέται πως θα σκέφτονταν οι Αμερικανοί αν η Ευρώπη πρότεινε ότι το Μεξικό γίνεται 51η πολιτεία των Ηνωμένων Πολιτειών.
Παρά τις όποιες αντιδράσεις όμως η Τουρκία δεν έχει άλλη επιλογή από το να συνεχίσει τις προσπάθειες της για μεταρρυθμίσεις με την ελπίδα πως κάποτε θα ενταχθεί στην «λέσχη των ισχυρών», που λέγεται Ευρωπαϊκή Ένωση. Για να συμβεί όμως αυτό θα πρέπει σε πρώτη φάση να απαλλαγεί από το εθνικιστικό Κεμαλικό κατεστημένο, που τη στοιχειώνει. Το πέρασμα της Τουρκίας σε μια μετα-εθνικιστική φάση θα είναι ιδιαίτερα δύσκολο, καθώς θα σκοντάψει στον ύφαλο του «βαθύ κράτους», κυρίως του στρατιωτικού κατεστημένου, αλλά και στο ναρκοπέδιο του Κουρδικού. Έτσι, ο δρόμος της Τουρκίας προς την Ευρώπη θα είναι μια αργή, επίπονη και κοπιαστική διαδρομή, στη διάρκεια της οποίας η Τουρκία θα μεταμορφωθεί. Αν κάποτε ενταχθεί στην Ε.Ε. η Τουρκία θα είναι μια πολύ διαφορετική χώρα από αυτή που ξέρουμε μέχρι σήμερα. Θα είναι μια «άλλη» Τουρκία.