Ένα από τα πλέον αξιόλογα νεοαποκαλυφθέντα μνημεία της Μακεδονίας παρουσιάζεται στην ανακοίνωση αυτή.
Αποτελεί αποτέλεσμα της πολυετούς επίπονης εργασίας της ερευνητικής ομάδας που, με επικεφαλής τον αναπλ. καθηγητή κλασικής αρχαιολογίας Παναγιώτη Φάκλαρη και την δρ. κλασικής αρχαιολογίας Βασιλική Σταματοπούλου, έχει αφιερώσει στον χώρο αυτό επτά περίπου δίμηνες ανασκαφικές περιόδους.
Πρόκειται για το καλύτερα σωζόμενο τμήμα της οχύρωσης της αρχαίας πόλης, την οποία το Α.Π.Θ. ερευνά συστηματικά στη Βεργίνα. Εκτείνεται εξ ολοκλήρου στον αγρό ιδιοκτησίας Φιλώτα Μπέλα, γνωστό από τον παρακείμενο ταφικό τύμβο. Αποτελεί δε ένα από τα καλύτερα διατηρημένα τμήματα οχύρωσης που σώζονται στην κυρίως Μακεδονία. Οφείλει την εξαιρετικά καλή του διατήρηση, στο γεγονός της κατάχωσής του, κατά την όψιμη αρχαιότητα, από τεράστιους όγκους φερτών υλών, τους οποίους σώρευσε πάνω του ένας χείμαρρος κατεβαίνοντας ορμητικός από τις βόρειες υπώρειες των Πιερίων. Η εκτεταμένη φυσική καταστροφή εκείνης της εποχής, διαφύλαξε και προστάτευσε το μνημείο από τη φυσική φθορά και τις ανθρώπινες επεμβάσεις μέσα στις χιλιετίες που ακολούθησαν. Για την ανασκαφική ομάδα ωστόσο, πέρα από το αρχικό επίτευγμα του εντοπισμού της πορείας του τείχους, σ’ αυτή την στερούμενη επιφανειακών ενδείξεων έκταση, απαιτήθηκε τιτάνιος αγώνας με τις επιχώσεις μέχρι να κατορθώσει να ολοκληρώσει την αποκάλυψη του συγκεκριμένου τμήματος του περιβόλου. Οι επιχώσεις του χειμάρρου, οι οποίες σε κάποια σημεία υπερβαίνουν τα 4,5 μ. και τα επιπλέον 1,5 μ. βάθους, τα οποία αποτελούσαν αρχαιολογικά στρώματα που ερευνήθηκαν σχολαστικά για την αποκάλυψη και μελέτη της ζωής του τείχους, δίνουν μια εικόνα των αναρίθμητων κυβικών άμμου, χαλικιών και χώματος που ερευνήθηκαν για να φτάσουμε στο αποτέλεσμα αυτό.
Από το πλίνθινο αυτό τείχος, διατηρείται η λίθινη υποδομή του, με μέτωπα χτισμένα από αδρά δουλεμένους ασβεστόλιθους και πώρινους γωνιόλιθους με ποικίλο βαθμό επεξεργασίας κατά το ακανόνιστο σύστημα τοιχοδομίας. Το σωζόμενο ύψος του φτάνει τα 1.90 μ. και το πάχος του τα 2.80 μ. Σε κανονικά διαστήματα ενισχύεται με ημικυκλικούς και ορθογώνιους πύργους. Επίσης, στο τμήμα αυτό ανήκει και η κύρια, απ’ ότι φαίνεται, πύλη της πόλης, της οποίας η έρευνα συνεχίζεται. Η πύλη αυτή, αποτελεί από μόνη της ένα οχυρωματικό αρχιτεκτονικό συγκρότημα: δύο περιφερείς πύργοι υψώνονταν εκατέρωθεν της για να την προστατεύουν και δύο διαδοχικά θυρώματα έπρεπε να αντιμετωπίσει ο επίδοξος εκπορθητής της, βαλλόμενος ταυτοχρόνως από τους αμυνόμενους που μάχονταν από τους ειδικά διαμορφωμένους περιδρόμους που πλαισιώνουν τον διάδρομό της. Το όλο συγκρότημα συμπλήρωναν τέσσερις κλίμακες ανόδου στους πύργους και τους περιδρόμους της πύλης. Πρόκειται για την καλύτερα σωζόμενη πύλη της κυρίως Μακεδονίας και φαίνεται ότι βρισκόταν πάνω στην οδό που συνέδεε την αρχαία πόλη και την Άνω Μακεδονία με τα πλησιέστερα λιμάνια, της Πύδνας και της Μεθώνης. Χρονολογείται, όπως και το σύνολο της οχύρωσης της Βεργίνας, στα χρόνια της βασιλείας του Κασσάνδρου, στις αρχές του 3ου αι. π.Χ.
Στην ερευνητική ομάδα που έχει εργαστεί στο τμήμα αυτό πολύτιμοι συνεργάτες υπήρξαν οι αρχαιολόγοι Ανναρέτα Τουλουμτζίδου, Γιάννης Μπέλας, Κατερίνα Τρίγκα, Γεωργία Τσανακτσίδου, Ιωάννα Ανδροβιτσανέα, Δόμνα Ισαακίδου και Τριάδα Κουτούκου. Επίσης, ο δρ αρχιτεκτονικής Αθανάσιος Νακάσης, ο αχριτέκτων ΕΜΠ Άγγελος Νακάσης με την ομάδα τους και το τοπογραφικό επιτελείο του Γιάννη Γκάτζιου, αντιμετώπισαν τις προκλήσεις της σχεδιαστικής αποτύπωσης του μνημείου. Στην ομάδα ασκούνται κάθε χρόνο φοιτητές αρχαιολογίας του Α.Π.Θ. Στο έργο πρόσφεραν τον ενθουσιασμό και τον χειρονακτικό κόπο τους οι κυριολεκτικώς σκαπανείς, κάτοικοι της Βεργίνας, αλλά και όλη η τοπική κοινότητα που περιβάλλει την ομάδα με ζωηρό ενδιαφέρον για κάθε νέα ανασκαφική εξέλιξη. Σε αυτούς πρωτίστως και σε ολόκληρο τον κόσμο ελπίζουμε ότι δεν θα αργήσει να αποδοθεί με την ολοκλήρωση της έρευνάς του, το μεγαλοπρεπές αυτό αρχαιολογικό σύνολο