Το Νοέμβριο του 1977 ο καθηγητής Μανόλης Ανδρόνικος και οι συνεργάτες του στο πλαίσιο της πανεπιστημιακής ανασκαφής άνοιγαν τον ασύλητο τάφο ΙΙ της Μεγάλης Τούμπας στη Βεργίνα.

Η προσπαθεια του Ανδρόνικου προσέφερε στην ελληνική και τη διεθνή επιστημονική κοινότητα ένα πολύτιμο σύνολο ευρημάτων και ένα πλήθος ερωτημάτων που τροφοδότησαν και εξακολουθούν να τροφοδοτούν τον επιστημονικό διάλογο.

Το σκελετικό υλικό που περιείχε η χρυσή λάρνακα στον κυρίως θάλαμο του τάφου, ειδικότερα, αποτέλεσε αντικείμενο ανθρωπολογικών προσεγγίσεων που τροφοδότησαν μιαν εκτενή συζήτηση για την ταυτότητα του νεκρού (Φίλιππος Β΄ ή Φίλιππος Γ΄ Αρριδαίος) και τη χρονολόγηση του τάφου ΙΙ της Μεγάλης Τούμπας που απασχολεί τους ειδικούς μέχρι τις μέρες μας.

Τα οστεοδόχα σκεύη από το θάλαμο (και τον προθάλαμο) του τάφου ΙΙ μεταφέρθηκαν το 1977 στο Μουσείο Θεσσαλονίκης. Εκεί ξεκίνησε την επόμενη κιόλας χρονιά η συντήρηση του σκελετικού υλικού από το συντηρητή Δημήτρη Μαθιό του Μουσείου Θεσσαλονίκης και η ανθρωπολογική τους μελέτη από το Νίκο Ξηροτύρη και τη Franzisca Langenscheidt. Τα αποτελέσματα της έρευνας αυτής, που επεκτάθηκε και στα οστά του «Τάφου του Πρίγκηπα», (Τάφος ΙΙΙ της Μεγάλης Τούμπας) δημοσιεύτηκαν στην Αρχαιολογική Εφημερίδα του 1981. Ο σκελετός του θαλάμου, "ανασυγκροτημένος" σε μεγάλο βαθμό, είχε εντωμεταξύ συμπεριληφθεί στα εκθέματα της νέας πτέρυγας του Αρχαιολογικού Μουσείου της Θεσσαλονίκης, με τους θησαυρούς της Βεργίνας.

Ο καθηγητής Μανόλης Ανδρόνικος  ανέθεσε τη μελέτη του σκελετικού υλικού και σε δεύτερη ομάδα ειδικών, τους Jonathan Musgrave, Richard Neave και John Prag και τα πρώτα αποτελέσματα εμφανίστηκαν το 1984. Οι δύο αυτές μελέτες απετέλεσαν τη βάση για τη συνέχιση του διαλόγου σε ανθρωπολογικό επίπεδο, με άρθρα και αντικρουόμενες θεωρίες που συχνά στηρίχτηκαν σε ανεπαρκές εποπτικό υλικό, σε πρόχειρη αυτοψία του ίδιου του σκελετικού υλικού αλλά και σε αρχαιολογικές και ιστορικές προσεγγίσεις που ενισχύονταν από τη μια ή την άλλη ανθρωπολογική άποψη.

Ο Μανόλης Ανδρόνικος στις ανασκαφές της Βεργίνας
 

Τα αντικρουόμενα συμπεράσματα των ανθρωπολόγων, η έλλειψη από τη βιβλιογραφία μιας πλήρους καταγραφής των οστών του νεκρού και μιας πλήρους επίσης φωτογραφικής τους τεκμηρίωσης, σε συνδυασμό με τον κίνδυνο τα οστά να βρίσκονται αντιμέτωπα όχι μόνο με τη φθορά του χρόνου, αλλά και με το ενδεχόμενο της ανάγκης επανεξέτασής τους, μας οδήγησε στην απόφαση για τη δημιουργία μιας βάσης δεδομένων που θα κατέγραφε αναλυτικά τη μορφή, τα στοιχεία παθολογίας και τις σύγχρονες επεμβάσεις σε όλα τα οστά του σκελετού από τον θάλαμο του τάφου ΙΙ της Μεγάλης Τούμπας και θα πιστοποιούσε φωτογραφικά τη λεπτομερειακή αυτή καταγραφή. Την ευθύνη για την χρονοβόρα αλλά επιστημονικά αναγκαία αυτή διαδικασία έχουν αναλάβει οι ανθρωπολόγοι Θεόδωρος Αντίκας και Λώρα Αντίκα, με πρωταρχικό σκοπό όχι την ερμηνευτική προσέγγιση του υλικού αλλά την αντικειμενική του καταγραφή και πιστοποίηση.

Με την ολοκλήρωση αυτής της βάσης δεδομένων και της ανάρτησής της στο διαδίκτυο οι ειδικοί θα έχουν τη δυνατότητα να επιστρέφουν στο ζήτημα της ταύτισης του νεκρού του θαλάμου του τάφου ΙΙ της Μεγάλης Τούμπας με βάση αντικειμενικά κριτήρια και χωρίς την ανάγκη για αυτοψία. Ωστόσο, ακόμη και σ’ αυτό το στάδιο της καταγραφής, τα πρώτα πορίσματα φαίνεται ότι συμβάλλουν αποφασιστικά στην ουσία του ζητήματος, επειδή φωτίζουν ασαφή στοιχεία πάνω στα οποία είχαν στηριχτεί παλαιότερες ανθρωπολογικές και κατ΄ επέκταση, αρχαιολογικές και ιστορικές θεωρίες.

Φιλοδοξία του εγχειρήματος είναι η έρευνά μας αυτή να επεκταθεί όχι μόνον στο σύνολο του σκελετικού υλικού από τους βασιλικούς τάφους της Μεγάλης Τούμπας, αλλά και στα νέα ευρήματα από την αγορά των Αιγών, με την ελπίδα πως η τεχνολογική εξέλιξη θα μπορέσει να συμβάλει με νέες απαντήσεις σε παλαιά ερωτήματα. Προσβλέπουμε στην έγκριση διεπιστημονικής μας πρότασης στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος ΘΑΛΗΣ, ώστε να γίνει δυνατή η υλοποίηση του σημαντικού αυτού επιστημονικού εγχειρήματος».

Καθ. Χρ. Παλιαδέλη, Διευθύντρια της Πανεπιστημιακής Ανασκαφής στη Βεργίνα