Δύο κυρίως λόγοι μας ώθησαν να μην κάνουμε ανασκαφικές εργασίες στον αρχαίο οικισμό τον Ιούλιο του 2010, για πρώτη φορά στα δεκαπέντε χρόνια από το ξεκίνημα της πανεπιστημιακής ανασκαφής στο Καραμπουρνάκι.
Ο πρώτος και βασικότερος ήταν τα εξαιρετικά περιορισμένα οικονομικά μέσα που είχαμε στη διάθεσή μας. Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με την επιτακτική ανάγκη της επεξεργασίας και μελέτης των ανασκαφικών δεδομένων και ευρημάτων των παλιότερων ανασκαφών μας, κάτι που πρέπει να αποτελεί μέλημα και στόχο κάθε συστηματικής ανασκαφικής έρευνας.
Στην περίπτωση, μάλιστα, μιας πανεπιστημιακής ανασκαφής θεωρούμαστε τυχεροί που διαθέτουμε ικανό αριθμό ασκούμενων φοιτητών Αρχαιολογίας, αρχάριων αλλά και πιο έμπειρων, προπτυχιακών και μεταπτυχιακών, το πλήθος των οποίων όλα αυτά τα χρόνια αγγίζει τα 500 άτομα. Έτσι και πέρσι συμμετείχαν στην ομάδα μας 20 προπτυχιακοί και 10 μεταπτυχιακοί φοιτητές από το Αριστοτέλειο και 3 από ξένα πανεπιστήμια.
Με εντατικούς ρυθμούς πραγματοποιήθηκαν διάφορες εργασίες σχετικές με την καταγραφή, συγκόλληση, σχεδίαση και φωτογράφηση των ευρημάτων. Ταυτόχρονα, οργανώσαμε και εμπλουτίσαμε το φωτογραφικό και το ηλεκτρονικό αρχείο της ανασκαφής. Υπενθυμίζουμε ότι οι ανασκαμμένες μέχρι σήμερα τομές ανέρχονται σε 109 και τα καταγεγραμμένα αντικείμενα ξεπερνούν τα 7.000. Ήδη ολοκληρώθηκαν οι καταγραφές και φωτογραφήσεις των ευρημάτων μέχρι και το 2008. Επίσης, ενημερώθηκε η ιστοσελίδα της ανασκαφής (http://karabournaki.ipet.gr/) και συνεχίστηκε η συνεργασία μας με το Ινστιτούτο Πολιτιστικής και Εκπαιδευτικής Τεχνολογίας στην Ξάνθη, όπου γίνονται και αναλύσεις κεραμικών δειγμάτων.
Το καλοκαίρι του 2010 είχαμε την ευκαιρία να αποκαταστήσουμε σε μεγάλο βαθμό και να εξετάσουμε συστηματικά ένα πολύ ενδιαφέρον σύνολο ευρημάτων από την ανασκαφή του 2009. Πρόκειται για την κεραμική που προήλθε από μια υπόσκαπτη κατασκευή («ΒΑ λάκκος» στην τομή 24-84β), η οποία χρησιμοποιήθηκε και ως λάκκος απόρριψης πήλινων αγγείων και άλλων σκευών που σχετίζονται με μαγειρικές δραστηριότητες και αποτελούν ένα ιδιαίτερα πολυάριθμο και ομοιογενές σύνολο. Μαζί με τα σπασμένα κεραμικά αντικείμενα βρέθηκαν επίσης μεγάλες ποσότητες οστρέων (όπως αχιβάδες, σωλήνες, χτένια, κυδώνια, κέρατα, καλόγνωμες και πορφύρες), λιγότερα οστά ζώων και αρκετοί σπόροι.
Όλα τα αγγεία και σκεύη που συγκολλήθηκαν αποτελούσαν τον εξοπλισμό ενός οργανωμένου μαγειρικού χώρου, του οποίου μάλιστα η λειτουργία μπορεί να προσδιοριστεί στη διάρκεια του 7ου αιώνα π.Χ. Επιπλέον, με βάση το σχήμα τους, είναι προφανές ότι εξυπηρετούσαν διαφορετικές χρήσεις, δηλαδή τη μεταφορά και την αποθήκευση υγρών και στερεών προϊόντων (αμφορείς, οινοχόες), το μαγείρεμα και το ψήσιμο (χύτρες, πλατφόρμες-ταψιά, γουδιά) καθώς και το σερβίρισμα φαγητού και ποτού (κύλικες).
Στο γενικότερο πλαίσιο της μελέτης των ευρημάτων της ανασκαφής ασχοληθήκαμε και με δύο ασυνήθιστα κεραμικά σπαράγματα με εγχάρακτες επιγραφές. Πρόκειται για ένα αποσπασματικό κλειστό αγγείο, πιθανόν από εργαστήριο της ανατολικής Ελλάδας, και μια κεραμίδα στέγης. Και τα δύο χρονολογούνται στα αρχαϊκά χρόνια και φέρουν επιγραφές σε καρικό αλφάβητο. Για την ανάγνωσή τους συνεργαστήκαμε με καθηγητή Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης Ignasi-Xavier Adiego, έναν από τους πλέον ειδικούς μελετητές της καρικής γλώσσας. Ο καθηγητής Adiego διάβασε στην πρώτη επιγραφή τρία τυπικά καρικά κύρια ονόματα (Υσωλ δηλαδή Ύσσωλλος, Υλιατ δηλαδή Υλίατος/Ολίατος, και την κατάληξη -υδιγος). Η αναγνώριση πολλών μεμονωμένων γραμμάτων ως αριθμητικών συμβόλων ενισχύει το ενδεχόμενο να έχουμε και στις δύο περιπτώσεις εμπορικές καταγραφές ή κάποιου είδους υπολογισμούς. Οι Κάρες είχαν από παλιά στενές σχέσεις με τους γείτονές τους Ίωνες και μαζί επιδόθηκαν σε διάφορες δραστηριότητες και είχαν κοινά εμπορικά ενδιαφέροντα, σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές. Στο Θερμαϊκό κόλπο πρέπει να τους έφεραν, λοιπόν, οι Ίωνες, αφού κατά τους αρχαϊκούς χρόνους η παρουσία των Ιώνων στο λιμάνι της αρχαίας Θέρμης ήταν ιδιαίτερα έντονη, όπως μας βεβαιώνουν τα σχετικά ευρήματα.