Όταν στα νιάτα μου ονειρευόμουν μια κυβέρνηση της αριστεράς φανταζόμουν μια εξουσία στην οποία θα ηγούνταν απλοί καθημερινοί άνθρωποι, οι οποίοι θα είχαν αναδειχθεί για το ήθος και τις ικανότητές τους.
Όχι απαραίτητα σπουδαγμένοι στα καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου, αλλά μορφωμένοι με την ουσιαστική έννοια του όρου.
Ένας συγκερασμός των χαρακτηριστικών του Μπελογιάννη, του Πλουμπίδη και του Λαμπράκη, του ήθους του Κύρκου και της κόσμιας δηκτικότητας του Ραφαηλίδη. Θα μου πεις ουτοπικά όνειρα, και ίσως δεν έχεις άδικο, αλλά ομολογώ ότι αυτά φανταζόμουν.
Πες μου όμως ποιός φανταζόταν κυβέρνηση της αριστεράς με υπουργό άμυνας τον ακροδεξιό συνομωσιοπαθή Καμμένο, υπουργό οικονομικών το νάρκισσο life-style Βαρουφάκη. Μια κυβέρνηση της οποίας η εκλεκτή ώς πρόεδρος της Βουλής συναρτά τη νομιμότητα του κυβερνητικού έργου με την παρουσία υπόδικων φασιστών. Μια κυβέρνηση της οποίας η επιλογή ώς πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι ότι πιο παλιό, φθαρμένο και μικρό έχει να παρουσιάσει το κόμμα της δεξιάς. Θα μου πεις ότι σημασία έχει το τί κάνουν και τί θα πετύχουν, θα σου απαντήσω όμως ότι το αποτέλεσμα δεν είναι ανεξάρτητο από τις καταβολές και τις ιδιότητες των προσώπων. Επιπλέον τα πρόσωπα αυτά εκπροσωπούν την Ελλάδα και στους ξένους λαούς, αν όχι και στις κυβερνήσεις, διαμορφώνουν το πρόσωπο της Ελλάδας.
Υπάρχει και κάτι άλλο που με στενοχωρεί, περισσότερο κι από τα πρόσωπα. Ο χωρισμός των πολιτικών και των ελλήνων σε πατριώτες και προδότες. Αυτό τον αυθαίρετο, κατά την κρίση της εξουσίας, διαχωρισμό τον υπέστη η ίδια η ελληνική αριστερά για δεκαετίες και σήμερα πρωτοστατεί στην αναβίωση του, με διαφορετικά κριτήρια, αλλά αντίστοιχα αποτελέσματα. Και μάλιστα με μια τεθλασμένη διαχωριστική γραμμή η οποία την έχει φέρει σύμμαχο με τις παρυφές(?) της ακροδεξιάς.