Το Μάιο του 1944 συγκεντρώνεται στο Λίβανο το σύνολο των παραγόντων της Ελληνικής πολιτικής σκηνής, τόσο από την κατεχόμενη Ελλάδα, όσο και από την Αίγυπτο, υπό την όχι και τόσο διακριτική επιτήρηση των Βρετανών.
Είναι εκεί το σύνολο των πολιτικών ηγετών των προδικτατορικών αστικών κομμάτων (Γ. Παπανδρέου, Σ. Βενιζέλος, Π. Κανελλόπουλος κ.α.), εκπρόσωποι της ΕΚΚΑ, του ΕΔΕΣ, του ΕΑΜ, του ΚΚΕ και αντιπροσωπεία της ΠΕΕΑ (Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης) υπό τον πρόεδρό της Α. Σβώλο.
Παρίστανται επίσης εκπρόσωποι και άλλων αντιστασιακών οργανώσεων δεξιάς απόχρωσης, αμφίβολης όμως αντιστασιακής δράσης και δυναμικής, η παρουσία των οποίων προκαλεί τη θυμηδία των εκπροσώπων του ΕΔΕΣ και του ΕΑΜ.
Όταν τον Αύγουστο του 1943 μια άλλη αντιπροσωπεία των ελληνικών αντάρτικων οργανώσεων είχε κατέβει στη Μέση Ανατολή τα υφιστάμενα μέτωπα ήταν αυτό μεταξύ των αντάρτικων οργανώσεων από μια και των αστικών προδικτατορικών κομμάτων από την άλλη, ενώ όλοι μαζί τηρούσαν μια κριτική στάση προς το Βασιλιά με διαφορετικές διαβαθμίσεις. Το Μάιο του 1944, ο προηγηθής εμφύλιος ΕΛΑΣ-ΕΔΕΣ, η στάση του στρατεύματος και του στόλου στη Μέση Ανατολή και η εκτέλεση του Ψαρρού από τον ΕΛΑΣ βαραίνουν στην ατμόσφαιρα.
Τον Αύγουστο του 1943 οι Βρετανοί είχαν ώς κύριο άξονα της πολιτικής τους για την Ελλάδα το πρόσωπο του Βασιλιά, το Μάιο του 1944 ο Βασιλιάς είναι πλέον δευτερεύον ή και τριτεύον ζήτημα. Το αποτέλεσμα είναι ότι στο Λίβανο το μέτωπο έχει από τη μια πλευρά την αριστερά, όπως αυτή εκφραζόταν από το ΚΚΕ, το ΕΑΜ και δευτερευόντος την ΠΕΕΑ και από την άλλη το σύνολο των μή αριστερών. Οι νέες διαχωριστικές γραμμές έχουν πλέον τεθεί.
Το ΕΑΜ και η ΠΕΕΑ προσέρχονται στο Λίβανο διεκδικώντας, κυρίως, τη συγκρότηση κυβέρνησης εθνικής ενότητας με αντιπρόεδρο από τις τάξεις τους και το 50% των υπουργείων (απαιτήσεις όχι παράλογες βάσει των συσχετισμών στην κατεχόμενη Ελλάδα), και την εγκατάσταση κλιμακίου της κυβέρνησης στα βουνά της κατεχόμενης Ελλάδας (απαίτηση απόλυτα λογική και επιβεβλημένη). Με την ολοκλήρωση της διάσκεψης έχουν αποδεχθεί τη μή εγκατάσταση κλιμακίου της κυβέρνησης στην Ελλάδα, και την επάνδρωση του 25% των υπουργείων, Οικονομικών, Γεωργίας, Εθνικής Οικονομίας, Συγκοινωνιών και Εργασίας, τα οποία στην ουσία δε θα υφίστανται πριν την απελευθέρωση και δεν έχουν κανένα ρόλο στη διαμόρφωση των εξελίξεων.
Οι εκπρόσωποι των ελληνικών αντιστασιακών οργανώσεων και κυρίως εκείνοι του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, θα κατηγορηθούν δριμύτατα από τους εν Ελλάδι συντρόφους τους για το μέγεθος των υποχωρήσεων που έκαναν στη διάσκεψη του Λιβάνου. Για σχεδόν 3 μήνες το ΕΑΜ και το ΚΚΕ δεν δέχονται να επικυρώσουν τη συμφωνία και να ορίσουν τους υπουργούς στις θέσεις που τους αναλογούν.
Θα ορκιστούν στο Κάιρο στις 2 Σεπτεμβρίου 1944 και θα ολοκληρωθεί η κυβέρνηση εθνικής ενότητας. Η τελική συμφωνία αποτέλεσε μια νίκη των αστικών κομμάτων και του Γ. Παπανδρέου προσωπικά, που κατόρθωσαν να χρησιμοποιήσουν το βάρος της εκτέλεσης του Ψαρρού και της στάσης στις ένοπλες δυνάμεις της Μέσης Ανατολής για να φέρουν τους εκπροσώπους του ΕΑΜ και του ΚΚΕ σε θέση άμυνας και εν τέλει να τους αναγκάσουν να νομιμοποιήσουν μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας, και τις μετέπειτα αποφάσεις της, στην οποία έχουν τυπική και μόνο συμμετοχή.
Στα μέσα Σεπτεμβρίου 1944 οι Σαράφης και Ζέρβας καλούνται από τους Βρετανούς και την Ελληνική κυβέρνηση στην Καζέρτα της Ιταλίας για συνεννοήσεις εν’ όψει της επικείμενης απελευθέρωσης της Ελλάδας. Μετά από συζητήσεις 3 ημερών στις 26 Σεπτεμβρίου 1944 εκπρόσωποι της Βρετανικής και της Ελληνικής κυβέρνησης, ο Σαράφης για τον ΕΛΑΣ και ο Ζέρβας για τον ΕΔΕΣ υπογράφουν τη Συμφωνία της Καζέρτα με την οποία προσδιορίζεται το γενικό πλαίσιο της δράσης, γεωγραφικής δικαιοδοσίας και ιεραρχικής σχέσης του δυνάμεων τακτικού στρατού και αντάρτικων σωμάτων στην Ελλάδα, κατά και μετά την αποχώρηση των Γερμανών.
Η αρχιστρατηγία όλων των δυνάμεων στην Ελλάδα, βρετανικά στρατεύματα, τακτικός ελληνικός στρατός (δυνάμεις της Μέσης Ανατολής), ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ, ανατίθεται στον Βρετανό αντιστράτηγο R. Scobie. Επίσης οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ αποκλείονται από την Αττική, ενώ τα τάγματα ασφαλείας ονομάζονται για μία ακόμα φορά όργανα του εχθρού, με την αίρεση όμως της παράδοσής τους στον αρχιστράτηγο (χωρίς μνεία διάλυσής τους). Στην πραγματικότητα η Συμφωνία της Καζέρτα αποδυνάμωνε και την ίδια την εξουσία της Ελληνικής κυβέρνησης, καθώς ο ορισμός αρχιστρατήγου με αρμοδιότητες στρατιωτικού διοικητή, έθετε τύποις και κατ’ ουσία την Ελλάδα υπό Βρετανική κατοχή. Πρέπει να σημειωθεί ότι τις, χλιαρές έστω, αντιρρήσεις του Σαράφη για την αρχιστρατηγία Scobie, φρόντισαν να καθησυχάσουν οι παρόντες στις συζητήσεις υπουργοί του ΕΑΜ που συμμετείχαν στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας.
Την πιο συνοπτική ίσως περιγραφή της Συμφωνίας της Καζέρτας δίνει ο υπαρχηγός του ΕΔΕΣ Κ. Πυρομάγλου: «Εις την πραγματικότητα οι στρατηγοί Ζέρβας και Σαράφης υπέγραψαν εις την Καζέρταν την καταδίκη και την ταχυτέραν δυνατή διάλυσιν των δύο οργανώσεων της Ενόπλου Εθνικής Αντιστάσεως».
Η Συμφωνία της Καζέρτα ήταν το ορατό κομμάτι των διεργασιών που κινήθηκαν από την Βρετανική κυβέρνηση για την εξασφάλιση του ελέγχου της απελευθερωμένης Ελλάδας. Ήδη από τις αρχές Αυγούστου 1944 είχε αποφασισθεί στο Πολεμικό Συμβούλιο της Μ. Βρετανίας η σύνθεση και το μέγεθος των Βρετανικών δυνάμεων που απαιτούνταν για τη διατήρηση του ελέγχου της χώρας. Το υπόμνημα του Α. Eden, υπουργού εξωτερικών της Μ. Βρετανίας βάσει του οποίου έλαβε τις αποφάσεις του το Πολεμικό Συμβούλιο αναφέρει χαρακτηριστικά στους σκοπούς της αποστολής Βρετανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα: «Να προστατευθεί η πατροπαράδοτος σχέσις μεταξύ Μεγάλης Βρετανίας και Ελλάδος, η οποία είναι απαραίτητος για την πολιτική επιρροή μας εις την Ν.Α. Ευρώπην και δια τη στρατηγική θέσιν μας εις την Ανατολικήν Μεσόγειον, δια της εγκαίρου εγκαταστάσεως κυβερνήσεως φιλικής εις ημάς».
Μία μέρα μετά τη συμφωνία της Καζέρτα, στις 27 Σεπτεμβρίου 1944, ο Π. Καννελόπουλος, υπουργός της κυβέρνησης εθνικής ενότητας, γίνεται το πρώτο μέλος της κυβέρνησης που φτάνει στην Ελλάδα, αποβιβαζόμενος στην Καλαμάτα, όπου τον υποδέχεται ο Άρης Βελουχιώτης. Η πρώτη πραγματική συνάντηση του αστικού πολιτικού κόσμου με την αντάρτικη Ελλάδα είναι ενθαρρυντική, δυστυχώς όμως, όπως θα αποδείξει η συνέχεια, η εικόνα αυτή είναι περισσότερο αποτέλεσμα της προσωπικότητας του Κανελλόπουλου και της χημείας που αναπτύσσει με το Βελουχιώτη και λιγότερο μια πολιτική πραγματικότητα.