Ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής είναι ότι σχεδόν ποτέ δεν κατάφερε να αποκτήσει στρατηγικό εύρος και βάθος.
Εξίσου σημαντικό είναι και το ότι σχεδόν πάντα, με εξαίρεση ίσως τη δεκαετία 1912-1922, είχε και έχει παθητικό χαρακτήρα, προσπαθεί δηλαδή να αντιμετωπίσει προβλήματα και ζητήματα (Κυπριακό, Σκόπια, κλπ) και όχι να επιτύχει μεσομακροπρόθεσμους στόχους ή και να δημιουργήσει προβλήματα σε άλλους.
Η επιμονή του Κων/νου Καραμανλή για την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ και τα ανοίγματα του Ανδρέα Παπανδρέου προς τις χώρες του Κινήματος των Αδεσμεύτων, αποτελούσαν περισσότερο προσωπικές επιλογές και κινήσεις των συγκεκριμένων ηγετών και λιγότερο μια επεξεργασμένη και προγραμματισμένη εξωτερική πολιτική.
Προφανώς η ελληνική εξωτερική πολιτική, ειδικά μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο, έχει εγκλωβιστεί στο πλαίσιο των συμμαχιών στις οποίες συμμετέχει (ΝΑΤΟ) και τις ποικίλες οικονομικές και πολιτικές εξαρτήσεις της. Ταυτόχρονα χαρακτηρίζεται από μια έλλειψη φαντασίας και από έντονη διστακτικότητα για τις πιθανές συνέπειες στρατηγικών επιλογών που θα μπορούσαν να δυσαρεστήσουν τις ΗΠΑ ή την Τουρκία.
Η έννοια του στρατηγικού εύρους και βάθους, τα οποία λείπουν από την ελληνική εξωτερική πολιτική, αναδεικνύεται και από το ότι σπάνια, ή σχεδόν ποτέ, δεν αντιμετώπιζονται τα θέματα εξωτερικής πολιτικής συνδυασμένα.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα δημιουργικής εξωτερικής πολιτικής είναι η πρόσφατη επιλογή της, θεωρητικά πολύ πιο αδύναμης, Κυπριακής Δημοκρατίας να παραχωρήσει τα δικαιώματα υποθαλάσσιων ερευνών σε εβραϊκών συμφερόντων εταιρεία των ΗΠΑ επιδιώκοντας έτσι ένα σημαντικό στόχο (τις υποθαλάσσιες έρευνες και τα πιθανά σημαντικά οικονομικά οφέλη). Η συγκεκριμένη επιλογή έχει σημαντικές πιθανότητες να διαταρράξει περαιτέρω τις σχέσεις Τουρκίας – ΗΠΑ σε περίπτωση έντονης αντίδρασης της πρώτης, οι οποίες τα τελευταία χρόνια δε βρίσκονται και στο καλύτερο επίπεδο. Επιπλέον πέτυχε να δημιουργήσει και μια πλήρη ρήξη μεταξύ της Τουρκίας και του αναμφισβήτητα πιο ισχυρού παίκτη στην περιοχή, του Ισραήλ. Η κατάληξη αυτής της επιλογής προφανώς είναι άγνωστη, πρόκειται όμως για μια ενεργητική πολιτική η οποία μπορεί να αποφέρει πολύ σημαντικά μεσομακροπρόθεσμα οφέλη για την Κυπριακή Δημοκρατία.
Η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας δε μπορεί να αποκτήσει στρατηγικό βάθος όσο δεν επεξεργάζεται και δεν υλοποιεί σχέδια συνεργασίας με χώρες όπως η Ρωσία και η Κίνα, οι οποίες συχνά-πυκνά εκδηλώνουν το ενδιαφέρον τους, ή έστω φαίνονται δεκτικές σε τέτοιους σχεδιασμούς.
Ακόμα και στη σημερινή περίοδο της μεγάλης κρίσης, ή ίσως και εξαιτίας αυτής, δεδομένα όπως η ρήξη στις σχέσεις Τουρκίας και Ισραήλ, η αναταραχή και οι ανακατατάξεις στον Αραβικό κόσμο και οι βλέψεις της Ρωσίας και κυρίως της Κίνας, πρέπει να αποτελέσουν εργαλεία και σημεία ενδιαφέροντος για την ελληνική εξωτερική πολιτική, ενώ μπορούν να εξελιχθούν ακόμα και σε απαντήσεις-λύσεις της οικονομικής κρίσης.