Ένα από τα θεοποιημένα πράγματα στην Ελλάδα είναι η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα. Η ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας, όπως ονομάζεται.
Μπορεί να έχει να κάνει με το γεγονός ότι οι περισσότεροι νυν γνωμηγέτες είναι παιδιά μικρομεσαίων επιχειρηματιών (βιοτεχνών, εμπόρων κ.λ.π.), μιας και πριν από σαράντα ή πενήντα χρόνια δεν υπήρχε τόσο εκτεταμένος δημόσιος τομέας και στατιστικά οι περισσότεροι είδαν, έζησαν το μόχθο των μικρομεσαίων της μεταπολεμικής οικονομικής άνθισης. Το πιθανότερο είναι ότι έχει να κάνει με εκείνα τα στερεότυπα που διαρκώς ανακυκλώνονται στο δημόσιο διάλογο και ουδείς σκέπτεται πόση αλήθεια κουβαλούν πλέον.
Η αλήθεια είναι ότι σε μια χώρα που είχε βγει από έναν πόλεμο και της έλαχε ένας εμφύλιος, η μόνη μορφή επιχειρηματικής οργάνωσης που μπορούσε να αναπτυχθεί σε κάθε γωνιά της επικράτειας ήταν η μικρομεσαία. Από την άλλη, η κρατική παρέμβαση υπέρ των μεγάλων επιχειρήσεων (ή πιο σωστά επιχειρηματιών) δημιούργησε ένα παράδοξο. Το φθηνό κι εύκολο χρήμα που έπαιρναν οι μεγάλες επιχειρήσεις λειτούργησε ως θερμοκήπιο για τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα. Οι μεγάλες επιχειρήσεις έπαιρναν δάνεια με χαμηλά επιτόκια τα χρήματα των ασφαλισμένων από τα ταμεία τους και δανειοδοτούσαν διά του «βερεσέ» τις μικρομεσαίες.
Η μεταπολεμική στρατηγική της δημιουργίας και προστασίας των μεγάλων βιομηχανιών στη χώρα κατέστρεψε και τη μεγάλη επιχειρηματικότητα (βλέπε το κύμα των προβληματικών που έσκασε τη δεκαετία του 1980), αλλά με τον τρόπο της κατέστρεψε και τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜμΕ), αν και δεν είχαν την άμεση προστασία και στήριξη του κράτους, ευνοήθηκαν εν μέρει από τα «ευεργετήματα» της κρατικοδίαιτης επιχειρηματικότητας. Δεν είναι τυχαίο, για παράδειγμα, ότι οι ΜμΕ δεν είχαν πρόσβαση στον τραπεζικό δανεισμό. Και οι στρεβλώσεις ενός απαρχαιωμένου τραπεζικού συστήματος τον έκαναν δύσκολο, αλλά ούτε μεγάλη πίεση υπήρξε από τη «ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας».
Το μοντέλο των μεγάλων και κρατικά προστατευόμενων βιομηχανιών κατέρρευσε τη δεκαετία του 1980. Άφησε όμως πίσω του μια μικρομεσαία επιχειρηματικότητα (κυρίως εμπορική), που δεν ήταν έτοιμη για τις μεγάλες αλλαγές. Πόνταρε στη διαρκή παρέμβαση του κράτους για μείωση του ανταγωνισμού (βλέπε ωράριο καταστημάτων, απαγόρευση εκπτώσεων εκτός των κρατικά προσδιορισμένων) και ολίγη από νεοελληνική βραχυπρόθεσμη «λοβιτούρα».
Σήμερα το μοντέλο αυτό καταρρέει. Καταρχήν, όταν μιλάμε για μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, εννοούμε χιλιάδες μαγαζάκια των 30-50 τ.μ. συνήθως εμπορικά που αναπαράγουν το μοντέλο αγοράζω με μεταχρονολογημένες επιταγές-δείχνω-πουλάω-ελπίζω ότι θα μείνει κάτι. Η καινοτομία είναι στο ναδίρ. Το δυστύχημα είναι ότι αναπαράγουμε διά των επιδοτήσεων αυτό το αδιέξοδο μοντέλο. Η συντριπτική πλειονότητα των νέων επιχειρήσεων που φτιάχνουν οι επιχορηγούμενοι άνεργοι είναι πιτσαρία, σουβλάκια, κομμωτήριο. Επιχειρήσεις που δεν δημιουργούν νέο πλούτο, αλλά ανακατανέμουν τον ήδη παραχθέντα.
Αν θέλουμε όμως να δούμε την πραγματική κατάσταση της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας στην Ελλάδα, πρέπει να κοιτάξουμε την ατμομηχανή. Η οικοδομή είναι ακόμη ένας προνομιακός χώρος ανάπτυξης αυτής της επιχειρηματικότητας. Το καλό είναι πως έχει ακόμη κέρδη, και το κακό είναι πως δεν έχει επιχειρηματικότητα. Για την ακρίβεια, αν θέλουμε να δούμε το επίπεδο της ελληνικής μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας πρέπει να θυμηθούμε τη λαϊκή ρήση «αν δεν χτίσεις σπίτι...».
Όλοι οι εμπλεκόμενοι στην οικοδομή (χτίστες, υδραυλικοί, μαραγκοί κ.λ.π.), που είναι ένα χαρακτηριστικό δείγμα της ελληνικής μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας, λειτουργούν βραχυπρόθεσμα, χωρίς σχέδιο, παραοικονομούν, νοιάζονται ελάχιστα για την ικανοποίηση των πελατών, δεν έχουν «after sale service», λειτουργούν με τον κλασικό νεοελληνικό νόμο της «αρπαχτής». Λειτουργούν σαν να μην υπάρχει αύριο και γιʼ αυτό δεν θα υπάρξει αύριο.
Αν δούμε λοιπόν την επιχειρηματικότητα στην οικοδομή, που εκ των σημερινών και περιστασιακών κερδών της θα μπορούσε να είναι μακροπρόθεσμη, θα πρέπει να βγάλουμε μελανά συμπεράσματα για το μέλλον των ΜμΕ στην Ελλάδα. Σε όλους τους κλάδους.
Καλές είναι λοιπόν οι προσπάθειες της ελληνικής πολιτείας να στηρίξει τους μικρομεσαίους, άριστα τα προγράμματα που προωθεί το υπουργείο Ανάπτυξης, αλλά φοβόμαστε ότι οι λατρευτοί μας μικρομεσαίοι δεν θέλουν να σωθούν. Δεν βλέπουν τις επιδοτήσεις ως θρυαλλίδα ανάπτυξής τους, αλλά σαν βοήθημα που το κράτος τους οφείλει. Αν οι ίδιοι δεν αποφασίσουν να γίνουν επιχειρηματίες με σχέδιο και προοπτική, όσα εκατομμύρια ευρώ κι αν διαθέσει ο κ. Φώλιας μέλλον δεν θα υπάρξει. Δυστυχώς...