Ποιοι είμαστε, από πού ερχόμαστε, πού πάμε; Ερωτήματα που βασανίζουν τον άνθρωπο εδώ και χιλιάδες χρόνια, με απαντήσεις που πολλές φορές γεννούν περισσότερες απορίες.
Είναι επίσης ερωτήματα ποικίλης εφαρμογής καθώς μπορούν να τεθούν σε επίπεδο σύμπαντος, πλανήτη, ανθρώπινου είδους, αλλά ακόμα και για τις ανάγκες διερεύνησης της ταυτότητας του σύγχρονου Ελληνικού κράτους και της μόνιμης πληγής του, της οικονομίας.
Η Ελλάδα είναι μια χώρα στην οποία είναι δύσκολο να ζήσεις, δύσκολο να δημιουργήσεις. Ας μη γελιόμαστε, είναι μια χώρα φτωχή η οποία δεν έχει αναπτυξιακό προσανατολισμό. Τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος καταγράφουν, μεταξύ πολλών άλλων, τέσσερις πολύ ενδιαφέροντες αριθμούς:
Κόστος εισαγόμενων αγαθών: 4.514,20 εκατομμύρια ευρώ
Κόστος εισαγόμενων υπηρεσιών: 1.394,20 εκατομμύρια ευρώ
Κόστος εξαγόμενων αγαθών: 1.456,70 εκατομμύρια ευρώ
Κόστος εξαγόμενων υπηρεσιών: 1.899,30 εκατομμύρια ευρώ
Τα παραπάνω μεγέθη αφορούν το Δεκέμβριο του 2008 και αυτό που ουσιαστικά λένε είναι πώς τα αγαθά και οι υπηρεσίες που εισάγουμε μας κοστίζουν 5.908,40 εκατομμύρια ευρώ, ενώ αυτά που «πουλάμε» στο εξωτερικό μας αποφέρουν 3.356 εκατομμύρια ευρώ. Ξοδεύουμε δηλαδή το 176% του εισοδήματός μας. Για το 1ο εξάμηνο του 2009 το αντίστοιχο ποσοστό είναι 151%, καθώς τα έσοδα αυξάνονται εξαιτίας της έναρξης της τουριστικής περιόδου. Με απλά λόγια και χωρίς μεγαλόσχημες οικονομικές αναλύσεις, αν μεταφράσουμε την κατάσταση αυτή σε επίπεδο οικογενειακού προϋπολογισμού, η οικογένεια ξοδεύει περισσότερα από όσα βγάζει και μάλιστα χωρίς να υπολογιστούν τα έξοδα για λογαριασμούς (φως, νερό, τηλέφωνο που σε επίπεδο κράτους αντιστοιχούν στο λειτουργικό κόστος του δημόσιου τομέα) και οι δόσεις των δανείων.
Όσο κι αν αυξήσει το κράτος τη φορολογία (που δεν δικαιούται να το κάνει αν δεν βελτιώσει δραματικά την ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχει), όσο κι αν βελτιώσει τους μηχανισμούς είσπραξης οφειλών (που οφείλει να το κάνει και για λόγους στοιχειώδους ισονομίας), όσο κι αν μειώσει τη σπατάλη του δημόσιου τομέα (που πρέπει να γίνει για λόγους κοινής λογικής), ακόμα και όταν ξεπεράσουμε την παρούσα κρίση (ας σημειωθεί πώς οι κρίσεις πέραν όλων των άλλων δημιουργούν και ευκαιρίες γι αυτούς που ξέρουν και μπορούν να τις εκμεταλλευτούν), αν δεν καταφέρουμε ως χώρα να εισπράττουμε περισσότερα για όσα εξάγουμε σε σχέση με εκείνα που πληρώνουμε για να εισάγουμε, δεν πρόκειται ποτέ να λυθεί το πρόβλημα. Το ζήτημα δηλαδή καταλήγει στο τετριμμένο μεν, κομβικό και πάντα επίκαιρο δε, ερώτημα: τι παράγουμε ως χώρα;
Ο ηγέτης μιας δημοκρατικής χώρας είναι το πολιτικό και πολιτειακό σύστημα και ειδικότερα η εκάστοτε κυβέρνηση. Νομοτελειακά αυτό που αναμένεται από τον ηγέτη είναι να παρουσιάσει προτάσεις και ιδέες, να πείσει για την ορθότητά τους και να οδηγήσει προς την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων. Αυτό που ζητείται λοιπόν από το πολιτικό σύστημα είναι η περιγραφή ενός ρεαλιστικού και αποδοτικού αναπτυξιακού μοντέλου που θα δώσει απαντήσεις στο προηγούμενο ερώτημα, ενώ ταυτόχρονα θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την στέρεη οικοδόμηση του.
Βέβαια, και εδώ έγκειται η μεγάλη αδυναμία του πολιτικού διαλόγου, αυτό που χρειάζεται είναι όχι γενικότητες και όμορφα λόγια, αλλά συγκεκριμένες, οργανωμένες και μελετημένες προτάσεις, μελέτες σκοπιμότητας και βιωσιμότητας και δημιουργία αναγκαίων κατά περίπτωση υποδομών. Για παράδειγμα η δημιουργία μιας βιομηχανίας παραγωγής λογισμικού, μια δραστηριότητα εντάσεως εργασίας, με σημαντικό παρόν και μέλλον, θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο διερεύνησης και εκπόνησης ενός συγκεκριμένου σχεδίου ανάπτυξης.
Αυτές τις ιδέες περιμένει, μάλλον μάταια, ο μέσος Έλληνας, από τους πολιτικούς και τα κόμματα που σήμερα ζητούν την ψήφο του. Δυστυχώς οι «ομιλούσες κεφαλές» των τηλεοπτικών παραθύρων φαίνεται πώς όχι μόνο δεν έχουν απάντηση, αλλά δεν έχουν καν κατανοήσει το ερώτημα.