Ένα από τα πολλά πεδία αντιπαράθεσης για τα γενετικά τροποποιημένα τρόφιμα, είναι ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (World Trade Organisation – WTO). Ο WTO είναι ένα μέσο που χρησιμοποιείται για τη διαχείριση διαφόρων θεμάτων του διεθνούς εμπορίου.
Ο WTO, μέσω του κανονισμού για τις Μεθόδους Παραγωγής και Επεξεργασίας, διατείνεται πώς δεν πρέπει να γίνεται καμία διάκριση για το πώς και πού παρασκευάζεται ένα προϊόν. Η θέση αυτή είναι απόλυτα δικαιολογημένη σε κάποιες περιπτώσεις, καθώς σκοπός της είναι να εξασφαλίζει το ελεύθερο εμπόριο. Όμως σε κάποιες άλλες περιπτώσεις και συγκεκριμένα όταν τίθεται ζήτημα της ασφάλειας των μεθόδων παραγωγής και κατά συνέπεια της δυνατότητας ασφαλούς κατανάλωσης του τελικού προϊόντος, είναι δυνατόν κάθε χώρα να ασκήσει το δικαίωμά της να απαγορεύσει την εισαγωγή και κατανάλωση αυτού του προϊόντος.
Ειδικότερα στην Ευρώπη, παρότι κατά κανόνα ο WTO ευνοεί τις Αμερικανικές Ευρωπαϊκές και Ιαπωνικές εταιρείες, υπάρχει μια αναπτυσσόμενη ανησυχία για το ότι περιορίζει τις δυνατότητές τους να εξασφαλίζουν ασφαλή προϊόντα για τους πληθυσμούς τους.
Μετά τη λήξη της συνόδου του Seattle η βιομηχανία βιοτεχνολογίας έχει εντατικοποιήσει τις εκστρατείες της για την προώθηση και προβολή των γενετικά τροποποιημένων τροφίμων. Οι υπέρμαχοι των γενετικά τροποποιημένων προϊόντων (συνήθως μεγάλες εταιρείες με προσβάσεις σε κυβερνήσεις) ισχυρίζονται ότι βάσει των κανονισμών του WTO μία χώρα δε μπορεί να αρνηθεί κάποια προϊόντα πιθανολογώντας ότι αυτά δεν είναι ασφαλή. Αντιθέτως πρέπει αυτή να αποδείξει ότι δεν είναι ασφαλή, και όχι ο παραγωγός ότι είναι ασφαλή.
Αυτό σημαίνει πώς ακόμα και απλές ενέργειες όπως η σήμανση των προϊόντων, θα μπορούσε να προσβληθεί. Τα εταιρικά λόμπυ στο χώρο της βιοτεχνολογίας και της γεωργικής βιομηχανίας, που είναι οι τομείς που έχουν να εισπράξουν τα μεγαλύτερα οφέλη από τα γενετικά τροποποιημένα τρόφιμα, είναι ιδιαιτέρως ισχυρά στις ΗΠΑ. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ότι η επίσημη θέση της Washington είναι υπέρ των γενετικά τροποποιημένων τροφίμων και θεωρεί ότι οι διακρίσεις απέναντι στα είδη αυτά πλήττουν καίρια την Αμερικανική οικονομία. Ένας νέος εμπορικός πόλεμος μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης, γύρω από το θέμα των γενετικά τροποποιημένων τροφίμων, φαίνεται αρκετά πιθανός.
Το 1999 και στις αρχές του 2000, διάφορες χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης άρχισαν τη σήμανση των τροφίμων που περιέχουν γενετικά τροποποιημένα συστατικά. Η αρχή έγινε από τη Δανία, τη Γαλλία, την Ελλάδα, την Ιταλία και το Λουξεμβούργο που ζήτησαν να υπάρξουν κανονισμοί σήμανσης και διαδικασίες ιχνηλασιμότητας πριν την έγκριση και απελευθέρωση εντός της Ε.Ε. γενετικά τροποποιημένων οργανισμών. Από τότε και άλλες χώρες (Αυστρία, Βέλγιο, Γερμανία) συμφώνησαν και υποστήριξαν τη θέση αυτή.
Κοινωνικές πιέσεις, από ομάδες πολιτών και ακτιβιστών, έχουν δημιουργήσει ένα σημαντικό υπόστρωμα κοινωνικής αντίδρασης, κυρίως στην Ευρώπη, με κύριο αίτημα την παροχή πληροφόρησης και το δικαίωμα επιλογής στην εισαγωγή και χρήση γενετικά τροποποιημένων τροφίμων, και άρα στη σχετική σήμανση των συγκεκριμένων προϊόντων.
Οι δύο μεγαλύτερες, παγκοσμίως, βιομηχανίες τροφίμων, η Unilever UK και η Nestle UK, έχουν δεσμευτεί για τη μη αποδοχή γενετικά τροποποιημένων συστατικών στα προϊόντα τους. Το μεγαλύτερο super market της Ισπανίας, Pryca, έχει επίσης απορρίψει την παράθεση γενετικά τροποποιημένων τροφίμων μεταξύ των προϊόντων του. Οι περισσότερες Ευρωπαϊκές αλυσίδες τροφίμων αποφάσισαν τη απαγόρευση χρήσης γενετικά τροποποιημένων συστατικών στα προϊόντα που διαθέτουν με το δικό τους brand name.
Ο Βρετανικός Ιατρικός Σύλλογος, ήταν από τους πρώτους ιατρικούς φορείς που σχολίασαν τα γενετικά τροποποιημένα τρόφιμα. Η ανακοίνωσή του ανέφερε ότι δε γνωρίζουμε ακόμα αν και κατά πόσο υπάρχουν κίνδυνοι, είτε για την υγεία, είτε για το περιβάλλον, που σχετίζονται με την παρασκευή και κατανάλωση γενετικά τροποποιημένων τροφίμων, και επομένως θα πρέπει να υπάρχει προσοχή στη χρήση τους. Η ανακοίνωση αυτή έγινε δεκτή με αρνητικά σχόλια στις ΗΠΑ, καθώς ανέφερε επιπλέον ότι θα έπρεπε να απαγορευτεί η εισαγωγή τέτοιων προϊόντων εφόσον οι παραγωγοί τους, ή οι χώρες στις οποίες παράγονται, αρνηθούν να προχωρήσουν σε σήμανση των προϊόντων αυτών, ως περιέχοντα γενετικά τροποποιημένα συστατικά.
Τα παραπάνω στοιχεία δείχνουν ότι στην Ευρώπη, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, υπάρχει ισχυρή και αποτελεσματική πίεση εναντίον της χρήσης γενετικά τροποποιημένων τροφίμων. Όμως παρά τις επιτυχίες αυτές προς την κατεύθυνση της υιοθέτησης μιας πιο προσεκτικής και επιφυλακτικής τάσης απέναντι στα γενετικά τροποποιημένα τρόφιμα, υπάρχει συνεχώς αυξανόμενη πίεση από τις ΗΠΑ και τις εκεί εγκατεστημένες εταιρείες βιοτεχνολογίας, για την απελευθέρωση των εισαγωγών των συγκεκριμένων προϊόντων. Πολλοί φοβούνται ότι ενώ η Ε.Ε. επιχειρεί να προστατεύσει το καταναλωτικό της κοινό, οι απειλές των ΗΠΑ για προσφυγή στο WTO, αλλά και το κλίμα που έχει διαμορφωθεί μπορεί να οδηγήσουν είτε σε υποχώρηση των Ευρωπαϊκών κρατών είτε σε καθυστέρηση της ολοκλήρωσης της σχετικής νομοθεσίας.