Το Ισραήλ φέρεται να έχει πλέον την επιχειρησιακή δυνατότητα εκτόξευσης πυραύλων cruise με πυρηνική κεφαλή από υποβρύχια. Οι πρώτες δοκιμές πιστεύεται ότι έγιναν το Μάιο του 2000 στον Ινδικό Ωκεανό. Οι πύραυλοι που χρησιμοποιήθηκαν στις δοκιμές αυτές αναφέρεται ότι έχουν ακτίνα δράσης 900 ναυτικά μίλια και έχουν τη δυνατότητα να φέρουν πυρηνικές κεφαλές βάρους 200Kg με 6Kg πλουτώνιου.
Στα τέλη της δεκαετίας του 90 το Ισραήλ κατασκεύασε σε Γερμανικά ναυπηγεία 3 νέα ντηζελοκίνητα υποβρύχια τύπου Dolphin, εκτοπίσματος 1.700 tn τα οποία πιστεύεται ότι χρησιμοποιούνται ως πλατφόρμες εκτόξευσης πυρηνικών όπλων. Το γεγονός αυτό δίνει μια επιπλέον στρατηγική διάσταση στο πυρηνικό οπλοστάσιο του Ισραήλ, δημιουργώντας ένα κρυφό χαρτί, ένα φορέα πυρηνικών όπλων ο οποίος δεν είναι δυνατό να εξουδετερωθεί με πρώτο πλήγμα.
Ένας από τους μόνιμους φόβους του Ισραήλ είναι η απόκτηση πυρηνικών όπλων από το Ιράκ ή το Ιράν και η χρήση τους κατά των δικών του εγκαταστάσεων πυρηνικών όπλων η οποία θα μπορούσε να το αφοπλίσει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτών των φόβων είναι η επιχείρηση του 1981, όταν Ισραηλινά μαχητικά προσέβαλαν τον πυρηνικό αντιδραστήρα του Οσιράκ στο Ιράκ, σε μια ενέργεια που το Ισραήλ χαρακτήρισε αποτρεπτική της παραγωγής πυρηνικών όπλων. Η ύπαρξη των υποβρυχίων, ένα τουλάχιστο εκ των οποίων αναμένεται ότι θα είναι συνεχώς στη θάλασσα του, δίνει τη δυνατότητα να διατηρεί αποτρεπτική ισχύ.
Η ιστορία
Η πυρηνική ιστορία του Ισραήλ είναι μια ιστορία μυστηρίου και ανεπιβεβαίωτων πληροφοριών που ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 50. Η Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας του Ισραήλ ιδρύθηκε το 1952 και η πρώτη της βασική επιδίωξη ήταν η κατασκευή ενός πυρηνικού αντιδραστήρα στο έδαφος του Ισραήλ. Για το σκοπό αυτό επεδίωξε και επέτυχε τη συνεργασία με τη Γαλλία.
Το φθινόπωρο του 1956, λίγες εβδομάδες πριν την κρίση του Σουέζ, η Γαλλία συμφώνησε να παρέχει στο Ισραήλ ένα αντιδραστήρα 18MW για ερευνητικούς σκοπούς. Ένα χρόνο αργότερα η συμφωνία αναθεωρήθηκε και προέβλεπε πια την κατασκευή ενός αντιδραστήρα 24MW με συστήματα ψύξης τα οποία θα μπορούσαν να υποστηρίξουν τριπλάσια δυναμικότητα και μιας εγκατάστασης χημικής επανεπεξεργασίας..
Ως τόπος κατασκευής του αντιδραστήρα επελέγη η Ντιμόνα στην έρημο Νεγκέβ, ενώ όλο το έργο της κατασκευής αποφασίσθηκε να κρατηθεί μυστικό. Στις αρχές της δεκαετίας του 60 δημιουργήθηκαν τα πρώτα προβλήματα καθώς οι Γάλλοι άρχισαν να πιέζουν το Ισραήλ να ανακοινώσει την κατασκευή του αντιδραστήρα και να δεχθεί διεθνή έλεγχο. Ο Πρόεδρος De Gaulle προφανώς φοβόταν το διεθνή αντίκτυπο που θα είχε η διαρροή της είδησης ότι η Γαλλία βοηθούσε μυστικά το Ισραήλ στην κατασκευή ενός αντιδραστήρα και μάλιστα σε μια περίοδο που η διεθνής κοινή γνώμη παρακολουθούσε και την κατάσταση στην Αλγερία.
Οι ΗΠΑ εντόπισαν για πρώτη φορά το συγκρότημα της Ντιμόνα το 1958 μέσω φωτογραφιών από μια πτήση κατασκοπευτικού U-2. Οι Ισραηλινοί αρχικά παρουσίαζαν το εργοτάξιο ως μεγάλη κλωστοϋφαντουργία, αγροτοβιομηχανικό ερευνητικό κέντρο μέχρι που το Δεκέμβριο του 1960 ανακοινώθηκε επίσημα ότι η Ντιμόνα είναι πυρηνικό ερευνητικό κέντρο κτισμένο για ειρηνικούς σκοπούς. Τέσσερα χρόνια αργότερα ο αντιδραστήρας πέρασε σε κρίσιμη κατάσταση.
Αμερικανοί επιθεωρητές επισκέφθηκαν τη Ντιμόνα 6 φορές στη δεκαετία του 60, χωρίς όμως να καταφέρουν να αποκτήσουν ακριβή εικόνα των εγκαταστάσεων και των δραστηριοτήτων που λάμβαναν χώρα σε αυτές. Ο κυριότερος λόγος γι αυτή την αδυναμία ήταν το πολύ κλειστό πρόγραμμα επιθεώρησης που προετοίμαζαν οι Ισραηλινοί, αλλά και η πλήρης απόκρυψη τμημάτων της εγκατάστασης, ακόμα και μέσω της κατασκευής ψεύτικων πινάκων ελέγχου και του κτισίματος πρόχειρων τοίχων για τη μη πρόσβαση σε κλιμακοστάσια και ολόκληρες περιοχές του συγκροτήματος.
Παρόλα αυτά αναφορές της CIA στα μέσα της δεκαετίας τους 60 θεωρούσαν βέβαιο ότι το Ισραήλ προχωρά στην κατασκευή πυρηνικών όπλων. Ουσιαστικά οι ΗΠΑ παρότι ούτε ενίσχυσαν, ούτε ενέκριναν απόλυτα το πυρηνικό πρόγραμμα του Ισραήλ, δεν έκαναν και τίποτε για το αποτρέψουν.
Μια άλλη σκοτεινή πτυχή είναι η περίφημη περίπτωση της «απώλειας» περίπου 170Kg εμπλουτισμένου ουρανίου από το Apollo της Pennsylvania το 1965. Αρκετοί είναι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι αυτή η ποσότητα ουρανίου χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή των 2 πρώτων ατομικών βομβών του Ισραήλ, αλλά και την εργαστηριακή παραγωγή πλουτωνίου.
Αναφέρεται, χωρίς προφανώς να έχει επιβεβαιωθεί, ότι το Ισραήλ έχει περάσει σε πυρηνικό συναγερμό τουλάχιστο 3 φορές. Η πρώτη, το 1967 όταν οι 2 ατομικές βόμβες που πιστεύεται ότι το Ισραήλ είχε διαθέσιμες την εποχή, οπλίστηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου των 6 ημερών. Μια πιο ακραία εκδοχή αναφέρει ότι οι βόμβες όχι απλώς οπλίστηκαν, αλλά και φορτώθηκαν σε αεροσκάφη τα οποία απογειώθηκαν. Ο δεύτερος συναγερμός ήταν κατά την περίοδο του πολέμου του Γιομ Κιπούρ, το 1973, όταν συναρμολογήθηκαν εσπευσμένα 13 βόμβες 20 κιλοτόνων. Οι Ισραηλινοί προχώρησαν σε αυτή την κίνηση και φρόντισαν μάλιστα να διαρρεύσει, σε μια προσπάθεια αφενός να πιέσουν τις ΗΠΑ να προχωρήσουν σε αποστολή στρατιωτικού υλικού ώστε το Ισραήλ να μπορέσει να επικρατήσει με συμβατικά μέσα, και αφετέρου να αναγκάσουν τη Σοβιετική Ένωση να συστήσει αυτοσυγκράτηση στους αντιπάλους του Ισραήλ. Ουσιαστικά πέτυχαν το στόχο τους και στις δύο περιπτώσεις. Τέλος, θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι οι Ισραηλινές δυνάμεις τέθηκαν σε πυρηνικό συναγερμό και κατά τη διάρκεια του πολέμου του Κόλπου και χρειάστηκε ιδιαίτερη πίεση εκ μέρους των ΗΠΑ για την αποφυγή επίθεσης κατά του Ιράκ.
Όταν το 1970 υπεγράφη η συμφωνία για τη μη διάδοση των πυρηνικών όπλων (Non Proliferation Treaty), το Ισραήλ ήταν από τις λίγες χώρες που δεν υπέγραψε τη συμφωνία, ενώ δεν προσχώρησε σε αυτή μέχρι σήμερα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην είναι δυνατός ο έλεγχος των εγκαταστάσεων του πυρηνικού αντιδραστήρα της Ντιμόνα, στον οποίο παράγεται το πλουτώνιο για τα πυρηνικά όπλα του Ισραήλ.
Με βάση τις εκτιμήσεις τεχνικών για την δυνατότητα παραγωγής πλουτωνίου από τον αντιδραστήρα της Ντιμόνα και τη μέση ποσότητα πλουτωνίου που πιστεύεται ότι έχουν τα Ισραηλινά πυρηνικά όπλα (σύμφωνα με τις μαρτυρίες του Μορντεχάι Βανούνου το 1986), εκτιμάται ότι το Ισραήλ πρέπει να έχει παράγει αρκετό υλικό ώστε να κατασκευάσει τουλάχιστο 100 και πιθανότατα λίγο πάνω από 200 πυρηνικά όπλα.
Δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι το Ισραήλ προχώρησε σε κάποια πυρηνική δοκιμή. Υπάρχουν ενδείξεις ότι το 1966 στην έρημο Νεγκέβ έγινε κάποιου είδους δοκιμή-πείραμα, χωρίς πυρηνική έκρηξη, ενώ μια πιθανολογούμενη πυρηνική έκρηξη στο Νότιο Ινδικό Ωκεανό το 1979 ίσως ήταν κοινή δοκιμή Ισραήλ-Νότιας Αφρικής.
Το πυρηνικό οπλοστάσιο του Ισραήλ
Σήμερα το Ισραήλ πιστεύεται ότι διαθέτει τουλάχιστο 200 πυρηνικές κεφαλές. Από πλευράς φορέων διαθέτει ένα μικρό αριθμό πυραύλων Lance μικρού βεληνεκούς (130Km) τους οποίους προμηθεύθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 70 από τις ΗΠΑ. Υπάρχουν περίπου 100 πύραυλοι Jericho I, Γαλλικής προέλευσης με ακτίνα δράσης 600Km οι οποίοι είναι ανεπτυγμένοι μάλλον κοντά στα υψώματα του Γκολάν σε κινητούς εκτοξευτές. Εξέλιξη των Jericho I με τη χρήση του πυραύλου Shavit, φορέα εκτόξευσης δορυφόρων, είναι οι Jericho II οι οποίοι φέρονται να έχουν ακτίνα δράσης περίπου 1.500 Km. Σύμφωνα με εκτιμήσεις Αμερικανικών κύκλων, αν πράγματι οι Jericho ΙΙ χρησιμοποιούν το φορέα Shavit και χρησιμοποιηθούν με βαλλιστική τροχιά είναι δυνατό να έχουν ακτίνα δράσης 5.000-7.200Km. Πιστεύεται ότι υπάρχουν περίπου 50 από αυτούς σε αεροπορική βάση νοτιοανατολικά του Τελ Αβίβ.
Επίσης υπάρχουν πυρηνικές βόμβες βαρύτητας οι οποίες φέρονται από αεροσκάφη και πύραυλοι Harpoon που μπορούν να φέρουν πυρηνική κεφαλή και εκτοξεύονται από αεροσκάφη και πλοία. Τέλος το Ισραήλ ανέπτυσσε και πιθανότητα έχει ήδη σε επιχειρησιακή ετοιμότητα πυραύλους cruise εκτοξευόμενους από αεροσκάφη με ακτίνα δράσης περίπου 400Km. Η προσθήκη της δυνατότητας εκτόξευσης πυρηνικών όπλων από υποβρύχια συμπληρώνει την πυρηνική τριάδα (πύραυλοι, αεροσκάφη, υποβρύχια).
Η στρατηγική
Το Ισραήλ είναι η μόνη χώρα στον κόσμο που ενώ διαθέτει πυρηνικά όπλα, επίσημα το αρνείται. Η επίσημη θέση του Ισραήλ είναι ότι δεν πρόκειται να είναι η πρώτη χώρα που θα εισαγάγει τον πυρηνικό παράγοντα στη Μέση Ανατολή ("will not introduce nuclear weapons into the region", Εσκόλ 1966, Κατζίρ 1974, Ράμπιν 1975). Από σημειολογικής άποψης η θέση αυτή επιδέχεται αρκετή συζήτηση διότι χρησιμοποιείται ο όρος «εισαγάγει-introduce» και όχι ο όρος «χρησιμοποιήσει-use». Σε συνδυασμό με την κεντρική ιδέα της εθνικής στρατηγικής ασφαλείας η οποία συμπυκνώνεται στη φράση «το Ισραήλ δεν έχει τη δυνατότητα να χάσει ούτε ένα πόλεμο "Israel cannot afford to lose a single war"», καθίσταται σαφές ότι δεν πρόκειται να εισαγάγει τα πυρηνικά όπλα ως παράγοντα στις επίσημες συζητήσεις και στο διπλωματικό-γεωστρατηγικό παιχνίδι της περιοχής, αλλά δε θα διστάσει να τα χρησιμοποιήσει εφόσον νιώσει ότι απειλείται με ήττα σε μία σύρραξη.
Με τον τρόπο αυτό το Ισραήλ έχει επιτύχει να έχει τα πλεονεκτήματα της ύπαρξης πυρηνικής αποτρεπτικής ικανότητας, χωρίς να υπόκειται στις διεθνείς διπλωματικές πιέσεις και προστριβές που θα συνεπαγόταν η παραδοχή ύπαρξης του πυρηνικού οπλοστασίου. Από τη άλλη πλευρά έχει, με λόγια και έμπρακτα, εκφράσει την πρόθεσή του να αποτρέψει με κάθε τρόπο τους πιθανούς αντιπάλους του στην περιοχή από τις δικές τους προσπάθειες για απόκτηση πυρηνικών όπλων.
Ως τέτοιοι αντίπαλοι προσδιορίζονται κυρίως το Ιράκ και το Ιράν. Μετά τις συμφωνίες του Camp David με την Αίγυπτο το 1978, ο πρόεδρος Σαντάτ φέρεται να έχει αποδεχθεί ότι η απουσία επίσημης αποδοχής εκ μέρους του Ισραήλ για την ύπαρξη του πυρηνικού του οπλοστασίου δεν αποτελεί απειλή για τη Αίγυπτο. Αντίστοιχη θέση τηρούν ανεπίσημα και η Συρία με την Ιορδανία. Οι περιπτώσεις του Ιράκ και του Ιράν είναι αρκετά διαφορετικές, καθώς είναι δεδομένο ότι έχουν προσπαθήσει στο παρελθόν και συνεχίζουν να προσπαθούν να αποκτήσουν πυρηνικά όπλα. Μάλιστα πρόσφατες πληροφορίες αναφέρουν ότι το Ιράν έχει στη διάθεσή του 4 μικρές ατομικές βόμβες αγορασμένες, ή κλεμμένες από χώρα της πρώην Σοβιετικής Ένωσης.
Η πρόσφατη κίνηση της δημιουργίας ενός φορέα πυρηνικών όπλων με μεγάλες πιθανότητες επιβίωσης ενός πρώτου πλήγματος αποτελεί τη στρατηγική απάντηση του Ισραήλ σε αυτές τις προσπάθειες του Ιράκ και του Ιράν. Δε θα πρέπει να αποκλειστεί και η πιθανότητα κάποιας τακτικής αντίδρασης, όπως αυτή του 1981, αν και θεωρείται αρκετά δύσκολο να προσδιοριστεί ο χαρακτήρας της.
Ο ψυχρός πόλεμος και η ισορροπία του τρόμου ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Σοβιετική Ένωση είχε χαρακτηριστικά, πολιτικά, ιδεολογικά, διπλωματικά και γεωστρατηγικά, και γι αυτό ήταν μια κατάσταση, ως ένα σημείο, ελεγχόμενη. Αντίθετα μια ισορροπία τρόμου στη Μέση Ανατολή, όπου οι αντιπαλότητες έχουν βάσεις θρησκευτικές και εθνικές και χαρακτηρίζονται από μίσος και φανατισμό εκατέρωθεν, μπορεί πολύ εύκολα να ξεφύγει από κάθε έλεγχο.