Η πρώτη αναφορά για πρόταση χρησιμοποίησης της θερινής ώρας (Daylight Saving Time, DST) ήταν το 1784 από τον Βενιαμίν Φραγκλίνο, που πρωτοδιατύπωσε την ιδέα, σε ένα γράμμα του που δημοσιεύθηκε σε γαλλική εφημερίδα.
Σε αυτό το γράμμα δεν υπάρχει αναφορά για αλλαγή της ώρας, αλλά πρόταση κατά τους θερινούς μήνες οι άνθρωποι να ξυπνούν μία ώρα νωρίτερα, ώστε να υπάρχει διαθέσιμο περισσότερο φυσικό ηλιακό φως!
Η πρώτη φορά που προτάθηκε το ζήτημα σοβαρά ήταν το 1907 από τον Λονδρέζο αρχιτέκτονα William Willett, θερμό υποστηρικτή του μέτρου της θερινής ώρας, στο άρθρο του «Waste of Daylight», αλλά τελικά, αν και τον υποστήριξαν αρκετοί βουλευτές, δεν κατάφερε να πείσει τη βρετανική κυβέρνηση για τη χρησιμότητα εφαρμογής του μέτρου και τα θετικά αποτελέσματά του. Η εφαρμογή της θερινής ώρας καθιερώθηκε πρώτη φορά κατά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, ένα χρόνο μετά τον θάνατο του Willett, από τη γερμανική κυβέρνηση από την 30η Απριλίου ως την 1η Οκτωβρίου 1916, ώστε να εξοικονομηθούν ενεργειακοί πόροι. Λίγο μετά, ακολούθησε τη γερμανική πρόταση και το Ηνωμένο Βασίλειο, εφαρμόζοντας τη θερινή ώρα από την 21η Μαΐου ως την 1η Οκτωβρίου 1916. Στις 19 Μαρτίου 1918, το Αμερικανικό Κογκρέσο καθιέρωσε την τυπική χρήση των χρονικών ζωνών και επισημοποίησε την αλλαγή της θερινής ώρας. Το μέτρο όμως καταργήθηκε σύντομα, λόγω της δυσαρέσκειας του κόσμου. Για κάποια χρόνια η εφαρμογή της θερινής ώρας καταργήθηκε και ξεχάστηκε και εμφανίστηκε ξανά στο Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, όταν ορισμένες χώρες, κυρίως της Κεντρικής Ευρώπης, αλλά και οι Η.Π.Α. προχώρησαν τα ρολόγια τους κατά μία ώρα μπροστά καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους (από τις 9 Φεβρουαρίου 1942 ως τις 30 Σεπτεμβρίου 1945) και στη Βρετανία δύο ώρες μπροστά κατά τους θερινούς μήνες και μία ώρα κατά τους χειμερινούς. Η εφαρμογή της θερινής ώρας, με τη μορφή που γνωρίζουμε σήμερα, δηλαδή μία ώρα μπροστά από τη χειμερινή, καθιερώθηκε το 1966 στις Η.Π.Α. Ξεκίνησε να ισχύει αρχικά σε λίγες πολιτείες και από το 1986 κατοχυρώθηκε με νόμο σε ολόκληρη τη χώρα. Ακολούθησαν ανάλογες ρυθμίσεις και για τις χώρες της Ευρώπης.
Το μέτρο εφαρμόζουν σήμερα γύρω στις 70 χώρες σε παγκόσμια κλίμακα. Η ώρα Γκρίνουιτς δεν αλλάζει, γι’ αυτό το καλοκαίρι η Ελλάδα είναι 3 ώρες και το χειμώνα 2 ώρες μπροστά από το Γκρίνουιτς. Η ανθρώπινη παρέμβαση γίνεται εν όψει του καλοκαιριού στα τέλη Μαρτίου, άρα μπορούμε να πούμε πως η καλοκαιρινή ώρα είναι η τεχνητή και η χειμερινή η κανονική, ηλιακή ώρα.
Δεν προσαρμόζονται όλες οι χώρες την ίδια στιγμή στις αλλαγές. Το παιχνίδι με τις ώρες δεν το παίζουν οι χώρες, που βρίσκονται κοντά στον Ισημερινό, όπου η μέρα διαρκεί 12 ώρες και η νύχτα άλλες τόσες. Αντίθετα, όσο πιο κοντά κατευθύνεται κανείς προς τους πόλους, τόσο περισσότερο ηλιακό φως είναι διαθέσιμο κατά τις πρωινές και τις βραδινές ώρες. Επίσης, άλλο πρόγραμμα ακολουθούν οι Βορειοαμερικανοί, άλλο οι Ευρωπαίοι κι άλλο οι Νοτιοαμερικανοί.
Η Βενεζουέλα πάλι από το Δεκέμβριο του 2007 εφαρμόζει τη δική της, ιδιότυπη ζώνη ώρας, μετακινώντας τους δείκτες του ρολογιού μισή ώρα πίσω. Ο πρόεδρος Ούγκο Τσάβες μεταρρύθμισε το χρόνο προκειμένου να έχει ξημερώσει, όταν ξυπνά ο περισσότερος κόσμος και να βελτιωθούν έτσι οι επιδόσεις των εργαζομένων και των μαθητών. «Δεν με ενδιαφέρει αν με λένε τρελό, η νέα ώρα θα εφαρμοστεί», είχε δηλώσει ο Τσάβες, ο υπουργός Επιστήμης και Τεχνολογίας χαρακτήρισε πολύ θετικό το μέτρο, ωστόσο οι επικριτές του προέδρου τον κατηγορούν ότι απλώς θέλει να διαφέρει στη ζώνη ώρας από το μεγάλο εχθρό του τις Η.Π.Α. Με αυτή την μεταρρύθμιση η Βενεζουέλα βρίσκεται τεσσερισήμισι ώρες πίσω από τη Μέση Ώρα Γκρίνουϊτς.
Το βασικό πλεονέκτημα της χρήσης του μέτρου της θερινής ώρας και ο βασικός λόγος για τον οποίο αρχικά χρησιμοποιήθηκε είναι η εξοικονόμηση ενέργειας. Συνολικά κατά τους επτά μήνες της θερινής ώρας εξοικονομούμε περίπου 210 ώρες ηλεκτρικής ενέργειας, εκμεταλλευόμενοι τον ήλιο. Μελέτες, που έχουν γίνει, απέδειξαν ότι στη διάρκεια της περιόδου εφαρμογής της θερινής ώρας οι θάνατοι των πεζών από τροχοφόρα δυστυχήματα ελαττώνονται κατά τέσσερις φορές, ενώ η θερινή ώρα ευνοεί τις κάθε είδους δραστηριότητες ελεύθερου χρόνου το βράδυ, καθώς λαμβάνουν χώρα κάτω από το φως της ημέρας, δηλαδή υπό πολύ πιο καλές συνθήκες. Επίσης οι ειδικοί σε θέματα τουρισμού κρίνουν ότι η θερινή ώρα έχει θετική επίπτωση στον τουρισμό, καθώς παρατηρείται π.χ. αύξηση της ζήτησης για προϊόντα, που χρησιμοποιούνται κατά τον ελεύθερο χρόνο (ποδήλατα, πλοία κ.λπ.). Διαπιστώνεται ακόμη ότι ο κατασκευαστικός τομέας και η γεωργία επωφελούνται από τη θερινή ώρα, ιδίως στις νότιες χώρες της Ευρώπης, λόγω του γεγονότος ότι το πρωί κάνει λιγότερη ζέστη την ίδια ώρα, απ’ ότι θα έκανε αν δεν υπήρχε το θερινό ωράριο και στον τομέα της υγείας οι πιθανές επιπτώσεις σχετίζονται με το γεγονός ότι το σώμα πρέπει να προσαρμόζεται στην αλλαγή της ώρας τον Απρίλιο και τον Οκτώβριο και με βάση τα μέχρι τώρα αποτελέσματα ερευνών, οι περισσότερες δυσκολίες είναι μικρής διάρκειας και δεν θέτουν σε κίνδυνο την υγεία.
Η Ελληνική εμπειρία
Στις αρχές της δεκαετίας του ‘70, τα οξυμμένα ενεργειακά προβλήματα, που αντιμετώπιζε η Ελλάδα, οδήγησαν στη λήψη έκτακτων μέτρων για την εξοικονόμηση ενέργειας. Στα πλαίσια αυτών των μέτρων ήταν και η εφαρμογή της θερινής ώρας για τη χρονική περίοδο Μαρτίου-Σεπτεμβρίου. Σε κάθε μέρα δηλ. προστέθηκε στην κανονική ηλιακή ώρα και μία πλασματική, η οποία αναιρέθηκε και πάλι το φθινόπωρο, για την εκμετάλλευση 60 επιπλέον λεπτών ηλιακής ενέργειας καθημερινά και την εξοικονόμηση θεωρητικά περίπου 210 ωρών ηλεκτρικής ενέργειας κατά τη διάρκεια των επτά μηνών θερινής ώρας, όπως και στην υπόλοιπη Ευρώπη και στα άλλα κράτη, που είχαν αντιμετωπίσει το ίδιο πρόβλημα χρόνια νωρίτερα.
Μέχρι το 1996 η θερινή ώρα στην Ελλάδα ίσχυε μέχρι την τελευταία Κυριακή του Σεπτέμβρη και από 1997 επεκτάθηκε ένα μήνα ακόμα, στα τέλη του Οκτώβρη, μετά από απόφαση των Βρυξελλών για κοινή εφαρμογή της θερινής ώρας την ίδια ημερομηνία για όλα τα κράτη μέλη της Ε.Ε.