Για τον σύγχρονο άνθρωπο είναι δεδομένη η εικόνα του πλανήτη με τις σπαρμένες ηπείρους στην υδάτινη μάζα των ωκεανών.
Ωστόσο, ο πατέρας της θεωρίας της μετατόπισης των ηπείρων, ο γερμανός μετωρολόγος Άλφρεντ Βέγκνερ, συγκέντρωσε γεωγραφικά, γεωλογικά και παλαιοντολογικά στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία πριν από 200 εκατομμύρια χρόνια όλες οι ήπειροι ήταν ενωμένες σε μία υπερ-ήπειρο, την Πανγαία ή «Παγγαία».
Καθώς ο πυθμένας των θαλασσών απλώθηκε εξαιτίας τεκτονικών ανακατατάξεων, η Παγγαία διαχωρίστηκε και οι ήπειροι άρχισαν να απομακρύνονται μεταξύ τους, παίρνοντας τελικά τη σημερινή τους θέση. Η υπόθεση του Βέγκνερ έμεινε κλειδωμένη στο ντουλάπι ως το 1968, οπότε τα εμπειρικά στοιχεία που αντλήθηκαν από τους πυθμένες των ωκεανών αποδυνάμωσαν τα παλιά γεωλογικά μοντέλα και η θεωρία της μετατόπισης των ηπείρων έγινε το κύριο ρεύμα κατανόησης της γεωλογικής δομής της Γης.
Οι διαχωρισμένες ήπειροι της Παλαιοζωικής Εποχής, χωρισμένες από την υπερήπειρο της Ροδινίας, περίπου 650 εκατομμύρια, κατά τη Βένδια περίοδο, επανενώθηκαν κατά τη διάρκεια της Παλαιοζωικής για να σχηματίσουν την Παγγαία, κατά τη διάρκεια της Δεβόνιας και της Λιθανθρακοφόρου περιόδου, πριν από 350 εκατομμύρια χρόνια. Πιο συγκεκριμένα, η Παγγαία συγκεντρώθηκε από τη σύγκρουση τριων συγκεκριμένων τμημάτων, της Γκοντγουαναλάνδης, της Λαυρασίας (ονομάζεται και Ευραμερική) και της Σιβηρίας, κατά τη διάρκεια της Περμο-Λιθανθρακοφόρου εποχής, δηλαδή 350-260 εκατομμύρια χρόνια πριν. Διάφορα μικρότερα τμήματα, ειδικά της Ν.Α. Ασίας, ήταν τα τελευταία της συγκέντρωσης.
Στην αρχική σύγκρουση μεταξύ της Γκοντουαναλάνδης και των βόρειων ηπείρων, η Νότια Αμερική έπεσε πάνω στην Κεντρική Αμερική. Η σύγχρονη Ισπανία και η κεντρική Γαλλία είναι κομμάτια της Βενεζουέλας. Η Παγγαία ολοκληρώθηκε στην Κουνγκούρια εποχή, (προς το τέλος της πρώιμης Πέρμιας). Η Γκοντουαναλάνδη μεταφέρθηκε 3.500 χλμ. δυτικά σε σχέση με τις βόρειες μάζες ξηράς, έως ότου η Αφρική συνενώθηκε με τη Βόρεια Αμερική στη Νόρια Εποχή, (Ύστερη Τριάσια), δημιουργώντας το κλασικό σχήμα της Παγγαίας. Η Παγγαία έμεινε ανέπαφη για 250-300 εκατομμύρια χρόνια, για να απλωθεί και πάλι από την πρώιμη έως τη μέση Κρητιδική, περίπου πριν 130-100 εκατομμύρια χρόνια. Όμως, για ένα μεγάλο μέρος της ιστορίας της η υπερήπειρος ήταν στην πραγματικότητα μια σειρά μεγάλων νησιών, που χωρίζονταν μεταξύ τους από ρηχές ηπειρωτικές θάλασσες.
Κατά τον ίδιο τρόπο η υπερήπειρος δε διαχωρίστηκε αμέσως, αλλά μάλλον διαιρέθηκε σε μικρότερα ηπειρωτικά τμήματα σε τρεις κύριες φάσεις. Η πρώτη φάση συνέβη στη μέση Ιουράσιο, περίπου πριν από 180 εκατομμύρια χρό νια. Μετά από έντονη ηφαιστειακή δραστηριό-τητα κατά μήκος της ανατολικής ακτής της Βόρειας Αμερικής και της Β.Δ. ακτής της Αφρικής, άνοιξε ο Κεντρικός Ατλαντικός Ωκεανός, καθώς η Βόρεια Αμερική κινήθηκε βορειοδυτικά. Από τούτη την κίνηση δημιουργήθηκε ο Κόλπος του Μεξικού, καθώς η Βόρεια Αμερική μετακινήθηκε από τη Νότια. Την ίδια στιγμή στην άλλη πλευρά της Αφρικής εκτεταμένες ηφαιστειακές εκρήξεις κατά μήκος των παρυφών της Αν. Αφρικής και της Μαδαγασκάρης έγιναν ο προπομπός για το σχηματισμό του Δ. Ινδικού Ωκεανού.
Κατά τη διάρκεια της Μεσοζωικής Περιόδου η Βόρεια Αμερική και η Ευρασία αποτελούσαν μια μάζα γης, αυτή που γνωρίζουμε ως Λαυρασία. Καθώς άνοιξε ο Κεντρικός Ατλαντικός Ωκεανός, η Λαυρασία περισrράφηκε στη φορά των δεικτών του ρολογιού, στέλνοντας τη Βόρεια Αμερική βόρεια και την Ευρασία νότια. Οι ξυλάνθρακες που αφθονούσαν στην ανατολική Ασία κατά την πρώιμη Ιουράσιο, αντικαταστάθηκαν από ερήμους και αποθέσεις άλατος κατά την ύστερη Ιουράσιο, καθώς η Ασία μετακινείτο από την υγρή εύκρατη ζώνη στις ξηρές υποτροπικές ζώνες. Αυτή η κυκλική δεξιόστροφη κίνηση της Λαυρασίας οδήγησε, επίσης, στην έμφραξη της Τηθύος, ενός μεγάλου ωκεανού σε σχήμα V, που τελικά χώρισε τη Λαυρασία απ' τη νότια υπερήπειρο της Γκοντουαναλάνδης.
Η βιόσφαιρα στην Τριάσια Περίοδο
Όλες αυτές τις τιτανικές αλλαγές υποδεικνύουν πως ο πλανήτης μας είναι μια ζωντανή οντότητα, πάνω στην οποία τίποτα δεν μπορεί να μείνει στατικό. Tα πάντα εξελίσσονται, κινούνται σε μια αέναη εναλλαγή, αναδιαπλάθονται και αναμορφώνονται, πιέζοντας τη βιόσφαιρα να εξελιχθεί σε τελειότερες μορφές ύπαρξης, περισσότερο περίπλοκες και ικανές στη συμβιωτική σχέση, μορφές που χτίζουν σταδιακά την ιστορία της ζωής πάνω στον πλανήτη. Όσον αφορά στην ιστορία της ζωής πάνω στη Γη, η Τριάσια Περίοδος ήταν σημαντική για πολλούς λόγους. Ήταν μια μεταβατική περίοδος κατά την οποία πολλές παλαιές μορφές ζωής έσβησαν και νέες εμφανίστηκαν. Οι πιο σύγχρονες ομάδες ασπόνδυλων, επίσης, εμφανίστηκαν κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, στις οποίες περιλαμβάνονται τα εχινόδερμα (αχινοί, αστερίες κ.λπ.) και τα κοράλια. Στην ξηρά εμφανίστηκαν μικρά ζώα όπως οι βάτραχοι και οι χελώνες, καθώς επίσης και τα περισσότερα είδη των σύγχρονων εντόμων.
Κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου, βοηθούμενα πιθανώς από την καλύτερη προσαρμογή τους σε άνυδρα περιβάλλοντα, εκτοθερμικά πλάσματα (ψυχρόαιμα) όπως ο Αρχόσαυρος ή «κυρίαρχα ερπετά» κατάφεραν να κυριαρχήσουν στα ενδοθερμικά (Θερμόαιμα) πλάσματα, όπως οι Πελυκόσαυροι ή τα «θηλαστικοειδή ερπετά». Οι περισσότεροι από αυτούς τους Αρχόσαυρους ανήκαν στην τάξη των Θηκόδοντων, των Τριλοφόσαυρων και των Ρυγχόσαυρων. Στην ίδια περίπου εποχή αναπτύχθηκαν οι Πρωτο-δεινόσαυροι και οι Προκολοφονίδες, κοντόχοντρες φυτοφάγες σαύρες. Οι ποταμοί, οι λίμνες και τα έλη συγκέντρωναν μεγάλα αμφίβια, όπως οι Τεμνοσπόνδυλοι. Για παράδειγμα, ο Μαστοδόσαυρος έφτανε περίπου τα 5 μέτρα μήκος. Στις θάλασσες αναπτύχθηκε μια άνευ προηγουμένου ποικιλία θαλάσσιων ερπετών, όπως ο Ιχθυόσαυρος, πρόγονος του δελφινιού, οι σαυρόμορφοι Παχυπλευρόσαυροι και Θαλασσόσαυροι, οι μακρύλαιμοι Νοτόσαυροι, πρόγονοι της φώκιας, τα χελωνοειδή Χενόδοντα και οι μακρύλαιμοι Πιστόσαυροι.
Τα περισσότερα από αυτά τα ζώα ελαττώθηκαν σημαντικά στην ύστερη Κάρνια, πιθανώς εξαιτίας της πτώσης κομήτη ή αστεροειδή, ή ακόμη εξαιτίας της εμφάνισης ακραίων καιρικών φαινομένων. Νέες μορφές ζωής εξελίχθηκαν στη θέση τους, ή κυριάρχησαν ξαφνικά μετά από εκατομμύρια χρόνια αφάνειας. Σε αυτές περιλαμβάνονταν αρχοσαυρικοί Δεινόσαυροι, Πτερόσαυροι (ιπτάμενα ερπετά) και πρωτο-κροκόδειλοι. Στις Θάλασσες, οι Ιχθυόσαυροι που επεβίωσαν, συνέχισαν μαζί με τους μακρύλαιμους Πλησιόσαυρους. Στο τέλος αυτής της περιόδου εμφανίστηκαν τα πρώτα αληθινά θηλαστικά, τα οποία, όμως, έμειναν στην αφάνεια μέχρι το τέλος της μεσοζωικής εποχής.
Η χλωρίδα της Τριάσιας Περιόδου
Τα μεγάλα Λυκόποδα, οι Σφηνοψίδες και οιγιγάντιες φτέρες, οι οποίες αναπαράγονταν με σπόρια και απαιτούσαν υγρό περιβάλλον, δεν τα πήγαν καλά στο ξηρό τριάσιο κλίμα. Σε τούτη τη χλωρίδα κυρίαρχα ήταν τα αειθαλή δέντρα (κωνοφόρα και άλλα γυμνόσπερμα). Παρόλο που υπήρχε μια ενιαία μάζα γης, οι βιότοποι της τριάσιας περιόδου εναλάσσονταν εξαιτίας κλιματικών μάλλον, παρά γεωγραφικών παραγόντων, όπως είναι οι ισχυροί μουσώνες και τα ακραία εποχικά φαινόμενα που προκαλούνταν από τη συμμετρική θέση της Παγγαίας γύρω από τον ισημερινό.
'Ετσι, έχουμε τη βόρεια χλωρίδα της Λαυρασίας και τη νότια χλωρίδα της Γκοντουαναλάνδης με αρκετές μεταξύ τους επικαλύψεις, όπως στην περίπτωση της Ινδίας, όπου η χλωρίδα της Γκοντουαναλάνδης συνδυάζεται με τα τετράποδα της Λαυρασίας. Ωστόσο, οι διαφορές στη χλωρίδα αυτών των δύο ξεχωριστών περιοχών είναι εντονότερες απ' ό,τι οι διαφορές στην πανίδα. Για παράδειγμα, στην Γοντουαναλάνδη η Πέρμια χλωρίδα των Γλωσσόπτερων εξαφανίζεται για να αντικατασταθεί από τη φτέρη (Dicrodium), η οποία επιβιώνει σε όλα τα περιβάλλοντα, ακόμη και στις πλέον άνυδρες περιοχές. Εδώ, επίσης, εμφανίζονται και ορισμένα γυμνόσπερμα της Λαυρασίας και γκίγκο ή δίλοβοι. Η χλωρίδα της Λαυρασίας είναι ένα μίγμα πρωτόγονων κωνοφόρων, μαζί με γκίγκο, γυμνόσπερμα και σφηνοψίδες. Tα κωνοφόρα της έχουν μέτριο έως μεγάλο μέγεθος, ικανό να παράγει σκιά.
Η θάλασσα της Τηθύος
Κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου μια τροπική Θάλασσα σχηματίστηκε ανάμεσα στις υπερ-ήπειρους της Γκοντουαναλάνδης στο Νότο και της Λαυρασίας στο Βορά. Σε τούτη τη θάλασσα που πήρε τo όνομα της Τηθύος έγινε μια μοναδική συγκέντρωση θαλάσσιων ερπετών, τα περισσότερα από τα οποία ζούσαν κοντά στις ακτές και τα ρηχά νερά. Πολλά από αυτά τα πλάσματα ανακαλύπτονται στα υποστρώματα του όρους Σαν Τζιόρτζιο, δίνοντας μια πολύ καλή ιδέα για το τι συνέβαινε στις θάλασσες του πλανήτη πριν από 243 εκατομμύρια χρόνια περίπου. To παλαιοντολογικά ευρήματα μας δίνουν μια ιδέα από τα κυριότερα είδη, τα οποία εξαιτίας περιβαλλοντικών πιέσεων προτίμησαν το θαλάσσιο περιβάλλον, για να εξελιχθούν με τον καιρό σε ιχθυόμορφα πλάσματα.
Ο Ιχθυόσαυρος Μιξόσαυρος, με μήκος περίπου ένα μέτρο είναι εκείνο το είδος που ξεφεύγει περισσότερο από την κλασική γραμμή των θαλάσσιων ερπετών και μοιάζει στην κίνηση και την πιθανή συμπεριφορά του με ψάρι. Ο Πλακόδους, με δυόμισι μέτρα μήκος, μοιάζει περισσότερο με μεγάλη σαύρα. 0 Tanystropheus, με μακρύτερο λαιμό, φτάνει περίπου στο μήκος των έξι μέτρων, ενώ ο σαυροπτέρυγος Παραγναθόσαυρος φτάνει περίπου τα τρία μέτρα μήκος. Ανάμεσά τους ανακαλύφθηκε και ένας αμμωνίτης, που χρησιμοποιούσε μελάνι για να διαφεύγει, όπως ορισμένα σύγχρονα μαλάκια.
Στη πραγματικότητα η Τηθύς είναι ένας ισημερινός ωκεανός, που ακολουθεί τη σημερινή ορεινή αλυσίδα Άλπεις-Ιμαλάια και σχηματίστηκε κατά την περίοδο της Μεσοζωικής Εποχής, περίπου 245 εκατομμύρια χρόνια πριν. Οι ηπειρωτικές συγκρούσεις που εξαφάνισαν την Τηθύ, δημιούργησαν τις υψηλές οροσειρές που γνωρίζουμε σήμερα ως Άλπεις και Ιμαλάια. To όνομα της συζύγου και αδελφής του Ωκεανού το πήρε το 1893 από τον αυστριακό γεωλόγο Έντουαρντ Σουές, αν και η ανακάλυψη των στοιχείων που οδήγησαν σε τούτη την επιστημονική υπόθεση ανήκει στο γερμανό γεωλόγο Μέλχιορ Νόιμάγιερ και στηρίζεται στο γεγονός της κατανομής μεγάλων εναποθέσεων ιζηματογενών βράχων που ξεκινούν από τις Άλπεις, περνούν στα Καρπάθια όρη, κατόπιν στην Τουρκία και το Ιράν, ως τα Ιμαλάια και την Μπούρμα.
Η Μετατόπιση των Ηπείρων
Ως μετατόπιση των Ηπείρων θα μπορούσαμε να καθορίσουμε τις μεγάλης κλίμακας οριζόντιες κινήσεις των ηπείρων μέσα στο γεωλογικό χρόνο. Τούτη η ιδέα μιας μεγάλης μετατόπισης έχει μακρά ιστορία. Παρατηρώντας το γεγονός ότι το σχήμα της ακτογραμμής της ανατολικής Ν. Αμερικής ταίριαζε στο σχήμα της ακτογραμμής της Δ. Αφρικής, ο γερμανός φυσιολόγος Αλεξάντερ φον Χούμπολτ διαμόρφωσε το 1800 τη θεωρία ότι οι ακτές που περιβάλλουν τον Ατλαντικό Ωκεανό ήταν κάποτε ενωμένες. Πενήντα χρόνια αργότερα ένας γάλλος επιστήμονας, ο Αντόνιο Σνάιντερ-Πελεγκρίνι, υπέθεσε πως η παρουσία ταυτόσημων απολιθωμάτων φυτών στις ευρωπαϊκές και αμερικανικές εναποθέσεις άνθρακα μπορεί να εξηγηθεί μόνο αν οι δύο ήπειροι ήταν αρχικά ενωμένες. Στην ίδια τροχιά κινούμενος, ο Φρανκ Β. Τέιλορ από τις Η.Π.Α. εξήγησε το σχηματισμό ορισμένων οροσειρών με τη θεωρία της σύγκρουσης των ηπείρων.
Η πρώτη αληθινά λεπτομερειακή και συνεκτική θεωρία για τη μετατόπιση των ηπείρων προτάθηκε το 1912 από τον Άλφρενr Βέγκνερ, το γερμανό γεωλόγο. To 1937 ο Αλεξάντρ Λ. Ντι Τουά, ένας νοτιοαφρικανός γεωλόγος, τροποποίησε την υπόθεση του Βέγκνερ προτείνοντας δύο αρχέγονες ηπείρους, τη Λαυρασία στο Βορρά και την Γκοντουαναλάνδη στο νότο. Ωστόσο, το ενδιαφέρον για τη θεωρία της μετατόπισης των ηπείρων αναζωπυρώθηκε, καθώς αυξήθηκε η γνώση μας για το μαγνητικό πεδίο της Γης, χάρη στις μελέτες των γεωφυσικών Στάνλεϊ κ. Ράνκορν, Π.Μ.Σ. Μπλάκετ κ.α. Σιδηρομαγνητικά μεταλλεύματα όπως ο μαγνητίτης, αποκτούν μόνιμο μαγνητισμό, όταν κρυσταλλοποιούνται ως στοιχεία πυριγενών λίθων. Η διεύθυνση του μαγνητικού τους πεδίου είναι ίδια με εκείνη του μαγνητικού πεδίου της Γης κατά τη στιγμή της κρυσταλλοποίησής τους. Σωματίδια μαγνητικών υλικών που απελευθερώνονται με διάφορους φυσικούς τρόπους από τους πυριγενείς λίθους αναδιατάσσονται σύμφωνα με τη διεύθυνση του μαγνητικού πεδίου της Γης και ενσωματώνονται σε διάφορα ιζηματογενή στρώματα. Οι μελέτες της παραμένουσας μαγνήτισης σε διαφορετικά στρώματα έδειξε πως μαγνητικοί πόλοι όιαφορετικών εποχών σε όλα τα σημεία του κόσμου έχουν αλλάξει με τo πέρασμα του χρόνου. Οι αποκλίσεις των πόλων είναι διαφορετικές για κάθε ήπειρο, αλλά οι τιμές τους εξηγούνται μόνο στις βάση της υπόθεσης ότι οι ήπειροι ήταν κάποτε ενωμένες. Οι αποκλίσεις για την Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, για παράδειγμα, δείχνουν πως η τελευταία μετακινήθηκε περίπου 30° Δυτικά σε σχέση με την Ευρώπη από την Τριάσια Περίοδο, δηλαδή από τη θέση που είχε πριν από 245 εκατομμύρια χρόνια.
Η αυξημένη γνώση μας για το σχηματισμό του ωκεάνειου πυθμένα και η επακόλουθη διατύπωση των Θεωριών της εξάπλωσης του Θαλάσσιου πυθμένα και των τεκτονικών πλακών, ισχυροποίησε ακόμη περισσότερο τη θεωρία της μετατόπισης των ηπείρων. Στην αρχή της δεκαετίας του '60 ο αμερικανός γεωφυσικός Χάρι Χ. Χες πρότεινε την υπόθεση πως διαρκώς δημιουργείται νέος ωκεάνειος φλοιός, εξαιτίας της διαρκούς ηφαιστειακής δραστηριότητας στις μεσωκεάνειες οροσειρές. Αυτές τις ωκεάνειες οροσειρές φανταστείτε τις ως υποβρύχια βουνά που ακολουθούν μια ελικοειδή πορεία περίπου 60.000 χλμ. κατά μήκος του πυθμένα. Λειωμένο υλικό από το μανδύα της Γης έρχεται στην επιφάνεια, ψύχεται και κατόπιν σπρώχνεται από νέες εκρήξεις. Έτσι, ο πυθμένας του ωκεανού σπρώνεται σε αντίθετες κατευθύνσεις. Στα τέλη του '60 αρκετοί αμερικανοί ερευνητές, ανάμεσά τους οι Τζακ Ε. Όλιβερ και Μπράιαν Λ. Άιζακς, σύνδεσαν τη ιδέα της εξάπλωσης του πυθμένα των ωκεανών με εκείνη της μετατόπισης των ηπείρων και διαμόρφωσαν τη θεωρία των τεκτονικών πλακών.
Η Θεωρία των Τεκτονικών Πλακών
Σύμφωνα με τούτη τη θεωρία η λιθόσφαιρα, (το εξωτερικό τμήμα της στερεάς Γης), χωρίζεται σε μικρό αριθμό πλακών που επιπλέουν και ταξιδεύουν ανεξάρτητα πάνω στο μανδύα της Γης. To μεγαλύτερο μέρος της σεισμικής δραστηριότητας της Γης συμβαίνει σrα όρια αυτών των πλακών. Τώρα, η επιφάνεια της Γης συντίθεται από δώδεκα περίπου μεγάλες πλάκες και αρκετές μικρότερες. Μέσα στα όρια κάθε πλάκας οι βράχοι του γήινου φλοιού κινούνται ως ενιαίο άκαμπτο σώμα με μικρή κάμψη και λίγες ηφαιστειακές ή σεισμικές εκδηλώσεις. Tα όρια των πλακών καθορίζονται από στενές ζώνες, πάνω στις οποίες εκδηλώνεται τo 80% της ηφαιστειακής και σεισμικής δραστηριότητας.
Αν και η πλευρική έκταση των τεκτονικών πλακών σήμερα είναι καλά καθορισμένη, αυτό που θεωρείται αβέβαιο είναι το πάχος τους. Ωστόσο, σύμφωνα με υπολογισμούς που έχουν γίνει, η πλάκα σπάνια υπερβαίνει τα 145 χλμ. βάθους. Κάθε πλάκα συντίθεται από ένα συμπαγή μανδύα βράχων και κρυστάλλων. Η ζώνη των κρυστάλλων και των βράχων ονομάζεται λιθόσφαιρα, για να διακρίνεται από τη βαθύτερη ασθενόσφαιρα, στην οποία οι βράχοι βρίσκονται σε μεγαλύτερη θερμοκρασία κι έτσι υφίστανται πλαστική παραμόρφωση, όταν υπόκεινται σε τεκτονικές πιέσεις. Οι κινήσεις του μανδύα προκύπτουν από την ανάγκη να μεταφερθεί στην επιφάνεια της Γης η θερμοκρασία που παράγεται εξαιτίας της ραδιενεργού εξασθένισης. Για αυτό άλλωστε τα πρότυπα μεταγωγής της ενέργειας ποικίλουν ανάλογα με το χρόνο. Αυτό φαίνεται ενίοτε από τις αλλαγές στα όρια των πλακών. Για παράδειγμα, η εξασθένιση που σχημάτισε τις δυτικές Κορδιλιέρες της Βόρειας Αμερικής, σταμάτησε πριν από 10 εκατομμύρια χρόνια περίπου, αν και κάποια δραστηριότητα συνεχίζει να ενεργοποιεί ηφαίστεια και σεισμούς, στο όρος της Αγίας Ελένης, στην Ουάσινγκτον και την Αλάσκα.
Η Συνειδητοποίηση
Μέσα από όλα αυτά, βέβαια, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να συνειδητοποιήσουμε πως η Γη είναι ένας ζωντανός οργανισμός που διαρκώς ανανεώνεται. Αν μπορούσε κανείς να κινηματογραφήσει όλες αυτές τις μετακινήσεις των ηπείρων και να τις προβάλλει κατόπιν με εξαιρετικά γοργή ταχύτητα, σίγουρα το μάτι του σύγχρονου θεατή θα κατανοούσε πως έχει να κάνει με μια στοιχειώδη οντότητα που κάθε άλλο παρά ακίνητη και παγιωμένη είναι. Ακίνητη και παγιωμένη την αντιλαμβάνεται το μικρό μας μάτι, που δεν μπορεί να συλλάβει την εικόνα αυτού του πλανήτη σφαιρικά και να τον αγκαλιάσει συνειδησιακά.
Ωστόσο, ο άνθρωπος είναι ένα νέο είδος πάνω στο πρόσωπο της Γης. Ένα νέο είδος διαφορετικό από To άλλα, εφοδιασμένο είτε με τη δημιουργική είτε με την καταστροφική ικανότητα. Οι γνώσεις του αυξάνονται τόσο, ώστε να παρεμβαίνει στις λειτουργίες αυτής της σφαίρας που φιλοξενεί το είδος του. Προσπαθεί να τη δαμάσει σύμφωνα με τη βούλησή του. Πιθανώς μπορεί να ελέγξει διάφορα ακραία φαινόμενα ξεχωριστά. Όμως, σίγουρα δεν μπορεί να τα ελέγξει τη συνδυασμένη δράση τους. Καλό είναι, λοιπόν, αν επιθυμεί να φιλοξενείται για αρκετό χρόνο πάνω στον πλανήτη και να ολοκληρώσει τον εξελικτικό του κύκλο, να μάθει να συνεργάζεται με τον πλανήτη και να μην του προκαλεί φαγούρα. Διαφορετικά, αν η Γη κάποια στιγμή νιώσει ένα τσίμπημα και αποφασίσει να ξυστεί, τότε ο άνθρωπος θα αποχαιρετήσει ως είδος τον πλανήτη. Θα ήθελα να πιστεύω πως αυτό είναι κάτι που δεν το θέλουμε, όσο εγωιστές και κοντόφθαλμοι και αν είμαστε.
Η Γη σίγουρα δεν έχει κλείσει τον εξελικτικό της κύκλο και με βάση τις επιστημονικές μαρτυρίες φαίνεται πως αναδιατάξεις συμβαίνουν στο φλοιό της. Σε ποια έκταση θα γίνουν ορατές και αισθητές αυτές οι ανακατατάξεις δεν το γνωρίζουμε ακόμη με σαφήνεια, αλλά σίγουρα ως ανθρωπότητα έχουμε βάλει και εμείς το χέρι μας στην επιτάχυνση κάποιων διαδικασιών που θα αλλάξουν σημαντικά τουλάχιστον το κλίμα μέσα στον επόμενο αιώνα. Θα μπορούσαμε να αφήσουμε τη φύση να λειτουργήσει από μόνη της. Εκείνη γνωρίζει τις ιδιαίτερες ανάγκες του πλανήτη ως συλλογική οντότητα, μέσα στην οποία περιλαμβάνεται και ο άνθρωπος. Και να θυμόμαστε πως ο άνθρωπος δεν είναι ακόμα τόσο σοφός, όσο και η Φύση.