Στο προοίμιο της Οδύσσειας, αναφέροντας τα βασικά χαρακτηριστικά του κεντρικού του ήρωα, ο Όμηρος γράφει μεταξύ άλλων: «γνώρισε πολιτείες πολλές, έμαθε πολλών ανθρώπων τις βουλές».
Εκτιμά δηλαδή ο ποιητής ιδιαίτερα τον Οδυσσέα, επειδή είναι πολυταξιδεμένος και γνωρίζει τις αντιλήψεις, τα ήθη και τα έθιμα πολλών ανθρώπων. Αυτή η εκτίμηση οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στο γεγονός ότι, την εποχή του Ομήρου, οι Έλληνες είχαν ήδη αρχίσει να διασχίζουν με τα πλοία τους όλες τις τότε γνωστές θάλασσες, να γνωρίζουν νέους λαούς και πολιτισμούς και να ιδρύουν αποικίες.
Όπως μας πληροφορεί ο Θουκυδίδης, ακόμα και μετά τον τρωικό πόλεμο, η Ελλάδα δεν μπόρεσε να αναπτυχθεί με γρήγορους ρυθμούς, γιατί συγκλονιζόταν από εσωτερικές αναταραχές και μεταναστεύσεις. Το γεγονός ότι οι Έλληνες άργησαν να επιστρέψουν από την Τροία «είχε προκαλέσει πολλές πολιτικές μεταβολές, καθώς συχνές εξεγέρσεις γίνονταν στις πόλεις και οι εξόριστοι ίδρυαν νέες πόλεις αλλού». Όταν, πολλά χρόνια αργότερα, η χώρα ησύχασε οριστικά και ο πληθυσμός της έπαψε να εξαναγκάζεται σε βίαιες (εσωτερικές) μετακινήσεις, οι Έλληνες στράφηκαν ανεμπόδιστοι προς την ίδρυση αποικιών. Έτσι, «οι μεν Αθηναίοι αποίκησαν τις Ιωνικές πόλεις της Μικράς Ασίας και τα περισσότερα νησιά του Αιγαίου, οι δε Πελοποννήσιοι την Ιταλία και τη Σικελία».
Αλλά η αγάπη των Ελλήνων για τα ταξίδια είναι πολύ παλιότερη. Η ίδια η εκστρατεία εναντίον της Τροίας δείχνει τη δυνατότητα και την επιθυμία τους να ταξιδέψουν. Πάλι ο Θουκυδίδης μας λέει ότι οι Έλληνες επιχείρησαν αυτήν την εκστρατεία μόνον όταν «είχαν ήδη αποκτήσει αξιόλογη εμπειρία της θάλασσας». Η ανάπτυξη της ναυπηγικής τέχνης, από τους πληθυσμούς που ζούσαν στα νησιά και στα παράλια, ήταν, κατά κάποιο τρόπο, αναπόφευκτη. Και δεν ήταν μόνον οικονομικοί οι λόγοι που ώθησαν τους Έλληνες να κατασκευάσουν πλοία και να επιδοθούν ακόμα και στην πειρατεία. Η θάλασσα ήταν, είναι και θα είναι, για όλους τους παραθαλάσσιους λαούς, ένας πειρασμός που πολύ δύσκολα νικιέται. Ανταποκρινόμενοι, λοιπόν, στην πρόσκληση (και πρόκληση) της ανοιχτής υδάτινης έκτασης που απλωνόταν καθημερινά μπροστά τους, οι αρχαίοι ρίχτηκαν στην πάλη με τα κύματα για να σβήσουν τη δίψα τους για γνώση. Ήταν, συνεπώς, κάτι παραπάνω από φυσιολογικό να απολαμβάνουν τη μεγάλη εκτίμηση των συνανθρώπων τους όσοι, σαν τον Οδυσσέα, κατόρθωναν να βγουν νικητές από τούτη τη σκληρή αναμέτρηση με το άγνωστο και να επιστρέψουν στον τόπο τους φορτωμένοι νέες και πολύτιμες γνώσεις.
Όπως τότε, έτσι και σήμερα τα ταξίδια αποτελούν το -κρυφό ή φανερό- όνειρο των περισσότερων ανθρώπων. Ο πολυταξιδεμένος, αυτός που είχε την τύχη να γνωρίσει από κοντά ξένους τόπους και διαφορετικούς λαούς, προκαλεί και στις μέρες μας το θαυμασμό και -όχι σπάνια- τη ζήλια. Αλλά από πού πηγάζει αυτή η μεγάλη αγάπη μας για τα ταξίδια; Κατ’ αρχάς, από τη βαθύτερη ανάγκη μας να ξεφύγουμε, να δραπετεύσουμε από τις δυσβάσταχτες επαναλήψεις της καθημερινότητας και να ανανεώσουμε όλες μας τις παραστάσεις. Ο εσωτερικός κόσμος του ανθρώπου είναι άμεσα συνδεμένος με το εξωτερικό του περιβάλλον. Οι διαθέσεις μας, η καλή ή η κακή ψυχική μας κατάσταση, εξαρτώνται, σε μεγάλο βαθμό, από όλα όσα μας περιβάλλουν. Η πλήξη, η ψυχική κούραση, η βαρεμάρα, το αίσθημα αδιαφορίας για τη ζωή και τις χαρές της, προκαλείται, πολλές φορές, από τη μονότονη επανάληψη των εικόνων που μας δίνει το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζούμε. Όταν καθημερινά βλέπουμε τα ίδια πράγματα και τους ίδιους ανθρώπους, ακούμε τους ίδιους ήχους και οσμιζόμαστε τις ίδιες μυρουδιές, όταν το καθετί μάς είναι γνωστό από τα πριν, όταν βγαίνουμε από το σπίτι με τη βεβαιότητα πως τίποτα καινούργιο δεν πρόκειται να συναντήσουμε, τότε η βαρεμάρα, η ανία, μας παραμονεύει στη γωνιά του δρόμου, έτοιμη να χιμήξει πάνω μας και να μας κατασπαράξει. Και τότε, ο εσωτερικός μας κόσμος αντιδρά, εκδηλώνοντας μιαν έντονη τάση για φυγή. Θέλουμε να φύγουμε μακριά από όλα όσα μας πνίγουν, καιγόμαστε από την επιθυμία να δούμε, να ακούσουμε, να ψηλαφίσουμε, να μυρίσουμε και να γευτούμε πράγματα νέα και άγνωστα. Θέλουμε, με λίγα λόγια, να ταξιδέψουμε. Και δεν έχει σημασία αν το ταξίδι μας θα τελειώσει στη γειτονική συνοικία (που ποτέ μέχρι τώρα δεν επισκεφτήκαμε) ή στην άλλη άκρη της γης. Το παν είναι το ίδιο το ταξίδι.
Η δεύτερη αιτία της μεγάλης αγάπης μας για τα ταξίδια είναι η έμφυτη τάση μας να γνωρίσουμε οτιδήποτε παραμένει άγνωστο. Ο εσωτερικός μας κόσμος μοιάζει με μια τεράστια δεξαμενή χωρίς πάτο, μ’ ένα απύθμενο πηγάδι που φλέγεται απ’ την επιθυμία να γεμίσει, να κλείσει μέσα του οτιδήποτε υπάρχει. Αλλά για να κλείσουμε κάτι μέσα μας, για να το κάνουμε δικό μας, πρέπει να το γνωρίσουμε. Και για να το γνωρίσουμε πρέπει να έρθουμε πρώτα σ’ επαφή μαζί του, να το πλησιάσουμε, να το προσεγγίσουμε. Η γνώση, δηλαδή, προϋποθέτει μια κίνηση, μια πορεία, ένα ταξίδι. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον το γεγονός ότι το ρήμα «ταξιδεύω» σημαίνει: α) εκστρατεύω και β) κάνω εκδρομή. Και η λέξη «ταξίδι», συνεπώς, σημαίνει: α) εκστρατεία και β) εκδρομή. Όλοι μας γνωρίζουμε πως οι λέξεις «εκστρατεύω» και «εκστρατεία» σχετίζονται με τον πόλεμο. Ο στρατός μιας χώρας εκστρατεύει, κάνει εκστρατεία, εναντίον μιας άλλης χώρας. Και με ποιο σκοπό ξεσηκώνονται οι στρατιώτες απ’ τα σπίτια τους για να διανύσουν μια -μικρότερη ή μεγαλύτερη- απόσταση και να φτάσουν σ’ έναν ξένο τόπο; Μα, φυσικά, για να κατακτήσουν αυτόν τον τόπο. Η λέξη «εκδρομή», τώρα, σημαίνει, πρώτα και κύρια, «έξοδος». Άρα, όταν κάποιος κάνει εκδρομή, κάνει μια έξοδο -βγαίνει από κάπου για να πάει κάπου αλλού. Επομένως, κάθε ταξίδι είναι μια έξοδος και μια εκστρατεία με σκοπό την κατάκτηση. Αλλά από πού βγαίνουμε και τι επιθυμούμε να κατακτήσουμε, κάθε φορά που ταξιδεύουμε;
Κατ’ αρχάς, βγαίνουμε από τον τόπο μας, από το καθημερινό μας περιβάλλον. Και πηγαίνουμε σ’ έναν νέο τόπο, σ’ ένα νέο περιβάλλον. Οι διαθέσεις μας, σε τούτο τον πηγαιμό, είναι κατακτητικές. Θέλουμε να κατακτήσουμε καθετί καινούριο που θα βρούμε, τόσο κατά τη διάρκεια του ταξιδιού όσο και κατά την άφιξη στον προορισμό μας. Και θα το κατακτήσουμε ειρηνικά -δηλαδή, γνωρίζοντας το. Η γνώση είναι κατάκτηση, γι’ αυτό και τόσο συχνά μιλούμε για κατάκτηση όταν αναφερόμαστε στη γνώση. Και το ταξίδι είναι μια έξοδος και μια εκστρατεία με σκοπό την κατάκτηση, τη γνώση. Αλλά, όταν ταξιδεύουμε, δεν βγαίνουμε μόνο από το καθημερινό μας περιβάλλον. Βγαίνουμε και από τον καθημερινό μας εαυτό και τρέχουμε να συναντήσουμε τον «γιορτινό» μας εαυτό. Γινόμαστε πιο ξέγνοιαστοι, πιο χαρούμενοι, πιο ελεύθεροι. Το ταξίδι είναι, λοιπόν, μια έξοδος (και μια έφοδος) προς τη χαρά.
Σήμερα, που οι αποστάσεις έχουν σχεδόν εκμηδενιστεί, τα ταξίδια σε μακρινούς τόπους γίνονται γρήγορα και με ασφάλεια. Γι’ αυτό ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι ταξιδεύουν σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης. Αλλά και όσοι για διάφορους λόγους (υγείας, επαγγελματικούς, οικονομικούς κ.ά.) δεν μπορούν να εγκαταλείπουν συχνά το καθημερινό τους περιβάλλον, έχουν πλέον τη δυνατότητα να πραγματοποιούν μικρές και ιδιαίτερα γοητευτικές αποδράσεις. Αναφέρομαι, φυσικά, στα εικονικά ταξίδια που γίνονται με τη βοήθεια ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή.
Τα τελευταία χρόνια έγινε και στη χώρα μας η μεγάλη έκρηξη της σύγχρονης τεχνολογίας. Τα κομπιούτερς ξεφυτρώνουν πια σαν μανιτάρια και νέες λέξεις (όπως: Ίντερνετ, Κυβερνοχώρος, Εικονική Πραγματικότητα) εισβάλλουν στο καθημερινό μας λεξιλόγιο. Ζούμε κι εμείς, πλέον, το τεχνολογικό θαύμα της μετατροπής της γης σ’ ένα παγκόσμιο χωριό. Δεν χρειάζεται καν να βγούμε από το σπίτι μας για να οργώσουμε τους ωκεανούς ή να κατακτήσουμε τους αιθέρες. Φτάνει να ξέρουμε να «σερφάρουμε στο Διαδίκτυο». Μια απλή οθόνη μετατρέπεται σε πύλη που μας βγάζει στις ανοιχτές θάλασσες (ή στις πλατιές λεωφόρους, αν προτιμάτε) του Κυβερνοχώρου κι ένα μικρό πληκτρολόγιο μεταμορφώνεται σε ιστιοσανίδα ικανή να μας ταξιδέψει μέχρι τα πέρατα του κόσμου.
Τα ταξίδια στον Κυβερνοχώρο μοιάζουν πολύ με τις θαλασσινές περιπέτειες του Οδυσσέα. Και δεν είναι μόνον η λέξη «σερφάρω» που μαρτυράει πως το Ίντερνετ συνδέεται άμεσα με τη θάλασσα. Πρώτα πρώτα, οι νέου τύπου ταξιδιώτες ονομάζουν τους εαυτούς τους Κυβερνοναύτες. Παρομοιάζουν, συνεπώς, τις αχανείς εκτάσεις του Διαδικτύου με ωκεανούς. Ύστερα, ταξιδεύουν μόνοι τους πάνω σε μια (ηλεκτρονική) σχεδία, ακριβώς όπως και ο Οδυσσέας. Τέλος, ο εικονικός κόσμος του Παγκόσμιου Ιστού είναι πανομοιότυπος με αυτόν της Οδύσσειας. Αν και δεν λείπει το ανθρώπινο στοιχείο, εντούτοις κυριαρχούν οι Λαιστρυγόνες, οι Κύκλωπες, οι νύμφες και κάθε λογής όντα του παραμυθιού. Τα ταξίδια των Κυβερνοναυτών μπορεί να φαίνονται ασφαλή, αλλά είναι γεμάτα κινδύνους. Σε κάθε ξερονήσι των εικονικών θαλασσών, σε κάθε ύφαλο ή σκόπελο, στους σκοτεινούς βυθούς ή στ’ αφρισμένα κύματα, παραμονεύουν θεοί, δαίμονες και τέρατα, που προσπαθούν, με κάθε τρόπο, να εμποδίσουν την επιστροφή του Κυβερνοναύτη στη δική του Ιθάκη.
Η νύμφη Καλυψώ κρατάει τον Οδυσσέα φυλακισμένο στο νησί της για οκτώ περίπου χρόνια. Και προσπαθεί να τον πείσει να γίνει ταίρι της, τάζοντάς του την αθανασία και την αιώνια νεότητα. Αλλά εκείνος αρνείται πεισματικά να υποκύψει. Έχει πάντοτε στο μυαλό και στην καρδιά του πατρίδα και σύζυγο. Επιθυμεί όμως πράγματι την επιστροφή στο νησί του μόνον εξαιτίας της αγάπης του για τον τόπο και την οικογένειά του; Ή μήπως η Ιθάκη και η Πηνελόπη λειτουργούν, εδώ, και ως σύμβολα; Ας δεχτούμε ότι συμβαίνουν και τα δύο. Ότι, δηλαδή, ο Οδυσσέας αγαπάει κι επιθυμεί στ’ αλήθεια τη γυναίκα και την πατρίδα του, αλλά, ταυτόχρονα, μένει πιστός και σε αυτά που η Ιθάκη και η Πηνελόπη συμβολίζουν. Και τι συμβολίζουν; Η απάντηση μπορεί να δοθεί με μια μόνο φράση: συμβολίζουν το ανθρώπινο στοιχείο, έτσι όπως αυτό εκφράζεται στο ελληνικό άστυ, στην ελληνική πόλη.
Εγκαταλείποντας τις ελληνικές πόλεις, ο Έλληνας αισθάνεται ότι βγαίνει έξω από τα όρια του ανθρώπινου κόσμου -είτε ο προορισμός του είναι μια γνωστή βαρβαρική χώρα είτε μια άγνωστη, ανεξερεύνητη περιοχή. Ο ανθρώπινος -ή, αν θέλετε, ο πολιτισμένος- κόσμος είναι ο κόσμος των ελληνικών πόλεων. Έξω από αυτόν υπάρχουν ή βάρβαροι ή θεοί ή τέρατα, που ζουν μια μη κανονική, μη ανθρώπινη -δηλαδή, μη ελληνική- ζωή. Γι’ αυτό και κάθε έξοδος -είτε για πόλεμο είτε για εμπόριο είτε για άλλο σκοπό- χαρακτηρίζεται ευθύς εξαρχής από την επιθυμία της επιστροφής. Ο Έλληνας δεν μπορεί να μείνει για πάντα στον εξω-ανθρώπινο κόσμο, όσα θέλγητρα κι αν έχει αυτός. Επιθυμεί ή να επιστρέψει ανάμεσα στους ανθρώπους ή να πεθάνει.
Ολόκληρη η Οδύσσεια είναι δομημένη πάνω σ’ αυτήν την αρχή. Ο Οδυσσέας περιπλανιέται για χρόνια ολόκληρα σ’ έναν κόσμο βαρβάρων, θεών και τεράτων, επιθυμώντας διακαώς τον νόστο του, την επιστροφή του στον κόσμο των ανθρώπων, στον κόσμο της κανονικότητας. Και ο κόσμος αυτός χαρακτηρίζεται από τρία, κυρίως, στοιχεία: από την οικογενειακή ζωή μέσα στον οίκο, από την αγορά μέσα στην πόλη και από την καλλιέργεια της γης γύρω από το άστυ. Γι’ αυτό και όσα προσφέρει η Καλυψώ δεν είναι σε θέση να συγκινήσουν τον Οδυσσέα. Όλα αυτά μπορεί να φαντάζουν υπέροχα, αλλά δεν αρμόζουν σε ανθρώπους. Και ο Οδυσσέας είναι πάνω απ’ όλα άνθρωπος. Η Ιθάκη (το ελληνικό, δηλαδή, άστυ) και η Πηνελόπη (η θνητή, αλλά πραγματική γυναίκα) οροθετούν τον δικό του κόσμο.
Το Διαδίκτυο είναι ένας εικονικός κόσμος, που μοιάζει πολύ με τον παραμυθένιο κόσμο της Οδύσσειας. Έτσι, πριν αποφασίσουμε ν’ ανοίξουμε πανιά για τους ωκεανούς του, καλό είναι να διδαχτούμε από τις εμπειρίες και τη στάση του ομηρικού ήρωα. Πρέπει να γίνουμε κι εμείς πολύτροποι και συνετοί, για να μην ξεμείνουμε σε κάποιο (εικονικό) ξερονήσι. Και, πάνω απ’ όλα, πρέπει να έχουμε συνεχώς στο μυαλό μας την Ιθάκη, δηλαδή την πραγματική ζωή, τον αληθινό κόσμο. Οι εικονικοί τόποι είναι γοητευτικοί, αλλά δεν είναι ανθρώπινοι. Κάθε φορά που διαβαίνουμε την πύλη, πραγματοποιούμε μιαν έξοδο στον μη ανθρώπινο κόσμο. Και, κάθε φορά που παρατείνουμε την παραμονή μας σε τούτες τις μαγικές θάλασσες, παραβαίνουμε τους νόμους της κανονικότητας και της αρμονίας, δηλαδή τους νόμους της ίδιας της ζωής. Άλλωστε, δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε πως, όταν το ταξίδι είναι συνεχές, παύει να είναι ταξίδι. Γίνεται μια φριχτή καθημερινότητα γεμάτη επαναλήψεις, που μας στερεί το δικαίωμα στη χαρά. Το ταξίδι είναι ταξίδι, μόνον όταν προϋποθέτει τον νόστο, δηλαδή την επιστροφή στον τόπο αναχώρησης.