Άγαλμα του Σπύρου Λούη, του θρυλικού χρυσού μαραθωνοδρόμου των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας του 1896 και πιο δοξασμένου Έλληνα ολυμπιονίκη της σύγχρονης εποχής, θα στηθεί στο Μπέργουϊκ της Μελβούρνης.
Το άγαλμα θα είναι δίπλα σε εκείνο ενός άλλου θρύλου των χρόνων εκείνων, του Έντγουϊν Φλακ, που έτρεξε μαζί με τον Λούη στον Μαραθώνιο.
Το άγαλμα, το οποίο θα χρηματοδοτηθεί και από την πολιτειακή κυβέρνηση, συμβολίζει την φιλία Αυστραλίας-Ελλάδας και η πρωτοβουλία ανήκει στον Ελληνικό Οργανισμό Στήριξης των Ολυμπιακών Αγώνων και της Ολυμπιακής Ιδέας, του οποίου ηγείται ο ομογενής Αριστείδης Παναγάκης και θα παρουσιάζει το Λούη με την κλασική φουστανέλα του.
Το 1896 η Αυστραλία είχε ένα και μόνο εκπρόσωπο στους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες που τα πήγε καλύτερα από κάθε άλλο συναθλητή του. Σε δύο διαφορετικά αγωνίσματα, στον στίβο και στο τένις, ο Αυστραλός Έντγουϊν Φλακ κέρδισε τρία μετάλλια, δύο χρυσά και ένα χάλκινο, αν και οι τρίτοι, σ’ εκείνους του πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες δεν έπαιρναν μετάλλιο.
Ποιός ήταν ο Σπύρος Λούης;
Ο Σπύρος Λούης γεννήθηκε το 1873 στο γραφικό Μαρούσι από φτωχή αγροτική οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν νερουλάς τότε που ακόμα δεν υπήρχε κεντρική ύδρευση και ο Σπύρος τον βοηθούσε μεταφέροντας με άμαξες το πεντακάθαρο νερό του Αμαρουσίου και πουλώντας το στην Αθήνα, που εκείνα τα χρόνια αντιμετώπιζε έντονο πρόβλημα λειψυδρίας, ενώ ακολουθώντας το παράδειγμα των νέων της περιοχής του, έτρεχε στα χωράφια και τις εξοχές του χωριού του.
Στα 18 του κατατάχτηκε στον Στρατό και υπηρέτησε στο Σύνταγμα της Αθήνας υπό τις διαταγές του πολυπράγμονος ταγματάρχη του Μηχανικού Παπαδιαμαντόπουλου (1893-1895). Ο τελευταίος, εκτιμώντας τη φιλοτιμία του νεαρού αγρότη-νερουλά, τον ανέλαβε υπό την προστασία του και ήταν ο πρώτος που διέγνωσε τα αγωνιστικά του προσόντα.
Το 1894, όταν αποφασίστηκε να αναβιώσουν οι Ολυμπιακοί Αγώνες στην Αθήνα, άρχισαν οι προετοιμασίες για τη διοργάνωση των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων. Ένα από τα αγωνίσματα ήταν ο Μαραθώνιος δρόμος, άθλημα που διοργανωνόταν για πρώτη φορά. Η πρόταση είχε γίνει από τον Γάλλο Μισέλ Μπρεάλ, ο οποίος είχε εμπνευστεί από τον άθλο του αγγελιοφόρου Φειδιππίδη, που είχε διανύσει τρέχοντας την απόσταση από το Μαραθώνα μέχρι την Αθήνα για να αναγγείλει την νίκη των Αθηναίων επί των Περσών στη μάχη του Μαραθώνα.
Οι Έλληνες ενθουσιάστηκαν με το νέο άθλημα και αποφάσισαν να οργανώσουν προκαταρκτικούς αγώνες για τους Έλληνες αθλητές που θα δήλωναν συμμετοχή. Διοργανωτής των προκαταρκτικών αγώνων ήταν ο συνταγματάρχης Παπαδιαμαντόπουλος, ο διοικητής του Λούη κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας. Ο Λούης, που μετά τον στρατό είχε επιστρέψει στη σκληρή πραγματικότητα της αγροτικής ζωής και δεν είχε ποτέ ασχοληθεί συστηματικά με τον αθλητισμό, μετά από προτροπή του Παπαδιαμαντόπουλου, που θυμόταν την αντοχή του στο τρέξιμο, αλλά και για να συγκινήσει την άκαμπτη θετή μητέρα του εφηβικού του έρωτα Ελένη Κόντου, αποφάσισε να διαγωνισθεί. Όμως κατετάγη 17ος και σύμφωνα με την αρχική διακήρυξη αποκλείσθηκε, αφού προκρίνονταν οι πρώτοι 16! Ωστόσο, χάρη στην επιμονή του Παπαδιαμαντόπουλου, που εκτιμούσε τις ικανότητές του και είχε διορισθεί επικεφαλής Ελλανοδίκης του Mαραθωνίου, προκρίθηκε έστω και την τελευταία στιγμή. Ο Λούης συμμετείχε στους δεύτερους προκαταρκτικούς, δύο εβδομάδες αργότερα και διέσχισε την τελική γραμμή στην πέμπτη θέση, πίσω από το Δημήτριο Δεληγιάννη.
Ο Μαραθώνιος δρόμος πραγματοποιήθηκε στις 10 Απριλίου (ή 29 Μαρτίου σύμφωνα με το Ιουλιανό ημερολόγιο που ήταν τότε σε ισχύ στην Ελλάδα) και συμμετείχαν δεκατρείς δρομείς από την Ελλάδα και τέσσερις αθλητές από άλλα έθνη. Ακριβώς στις 2 το μεσημέρι ο Παπαδιαμαντόπουλος έδωσε με πιστολιά το σήμα εκκίνησης στον Μαραθώνα. Ο Γάλλος Αλμπέν Λερμιζιό, που είχε κερδίσει την τρίτη θέση στα 1500 μέτρα, μπήκε νωρίς μπροστά και προηγούνταν. Σύμφωνα με τις αφηγήσεις, στο Πικέρμι ο Λούης σταμάτησε σε ένα καφενείο και εκεί ζήτησε ένα ποτήρι μεσογείτικο οίνο, λέγοντας ότι θα τους φτάσει και θα τους περάσει όλους πριν από το τέλος.
Μετά το 32ο χιλιόμετρο, ο Γάλλος Λερμιζιό κατέρρευσε από εξάντληση. Το προβάδισμα ανέλαβε τώρα ο Αυστραλός Έντγουϊν Φλακ, που πρωτύτερα είχε πάρει μετάλλιο στα 800 και 1500 μέτρα και μάλιστα στο 34ο χιλιόμετρο ο Φλακ είπε σ’ έναν ποδηλάτη να τρέξει γρήγορα στο Στάδιο και να αναγγείλει τη νίκη του. Οι θεατές που περίμεναν στο στάδιο με το άκουσμα της είδησης πάγωσαν. Νωρίτερα, είχαν δει τον Αμερικανό Γκάρετ να κερδίζει στη δισκοβολία, ένα αγώνισμα καθαρά ελληνικό. Στο 37ο χιλιόμετρο ο Λούης, με αλλαγή ρυθμού, προσπέρασε τον Φλακ, ο οποίος δεν ήταν συνηθισμένος στις μεγάλες αποστάσεις. Κατέβαλε μία ύστατη προσπάθεια να παραμείνει στην πρωτοπορία, αλλά κατέρρευσε και παρελήφθη και αυτός από ιατρική άμαξα, όπως ο Λερμιζιό λίγο νωρίτερα και εγκατέλειψε, αφήνοντας το τελικό προβάδισμα στον Λούη. Ο νεαρός Μαρουσιώτης δεν εφάρμοσε κάποια συγκεκριμένη τακτική στον αγώνα. Απλώς έτρεχε. Όμως, φρόντιζε να τρέχει με σταθερό ρυθμό κι αυτό ήταν τελικά που μέτρησε στην κούρσα.
Με το που είδε τον Λούη στην κεφαλή της κούρσας τρία χιλιόμετρα πριν από τον τερματισμό, ο Παπαδιαμαντόπουλος μετέβη έφιππος στο στάδιο και ενημέρωσε αμέσως τον Γεώργιο Α΄ και τη βασιλική οικογένεια ότι ένας Έλληνας προηγείται. Η είδηση μεταδόθηκε από στόμα σε στόμα και μια κραυγή συγκλόνισε το Στάδιο: «Έλλην, Έλλην».
Επευφημούμενος από τα πλήθη του κόσμου, που είχαν κατακλύσει την οδό Κηφισίας (νυν Βασιλίσσης Σοφίας), ο Λούης έφτασε στο ύψος του Ευαγγελισμού, διήλθε έμπροσθεν των Ανακτόρων και ακμαίος εισήλθε στο κατάμεστο και παραληρούν Παναθηναϊκό Στάδιο, ενώ από το ύψος των Προπυλαίων τον συνόδευαν στα τελευταία μέτρα πλήρεις ενθουσιασμού ο διάδοχος Κωνσταντίνος και ο βασιλόπαις Γεώργιος. Ο Σπύρος Λούης μπήκε πρώτος στο Παναθηναϊκό Στάδιο, μέσα σε γενικό παραλήρημα των φιλάθλων. Ο χρόνος του, 2 ώρες, 58 λεπτά και 50 δευτερόλεπτα, ήταν ο καλύτερος που είχε σημειωθεί στην απόσταση. Η νίκη του Λούη υποχρέωσε ακόμη και τον βλοσυρό βασιλέα Γεώργιο να πετάξει στον αέρα το επίσημο ναυαρχικό πηλήκιο και να αγκαλιάσει τη σύζυγό του βασίλισσα Όλγα και τους άλλους επισήμους. Μετά από επτά λεπτά εισήλθαν σχεδόν απαρατήρητοι δεύτερος ο Χαρίλαος Βασιλάκος και τρίτος ο Σπυρίδων Μπελόκας (ο οποίος όμως ακυρώθηκε, ύστερα από καταγγελία ότι είχε διανύσει μέρος του Μαραθωνίου πάνω σε κάρο και τη θέση του κατέλαβε ο Ούγγρος Γκιούλα Κέλνερ).
Η επιτυχία του Λούη δημιούργησε, όπως ήταν φυσικό, πανηγυρική ατμόσφαιρα στην Αθήνα και το Μαρούσι. Ο απλοϊκός και άγνωστος μέχρι χτες αγρότης έγινε το δημοφιλέστερο πρόσωπο για πολλές ημέρες και παντού τον υποδέχονταν με ενθουσιασμό, τιμές και δώρα. Στο Μαρούσι στήθηκε ολοήμερο γλέντι. Στο επίσημο πρόγευμα που παρέθεσε ο βασιλιάς Γεώργιος στα Ανάκτορα την Κυριακή 31 Μαρτίου, ο Λούης παρουσιάσθηκε με στολή εύζωνα και τον γηραιό πατέρα του, εντυπωσιάζοντας με την... αρβανίτικη προφορά του και την απλοϊκότητά του. Τέλος, την τελευταία ημέρα της απονομής των μεταλλίων, Τετάρτη 3 Απριλίου, ο Λούης παρέλαβε τα έπαθλά του, ανάμεσα στα οποία και το αθλοθετηθέν κύπελλο από τον Γάλλο Ζαν Μπρε. H βασίλισσα Όλγα του χάρισε πολύτιμα κοσμήματά της, ενώ ο βασιλιάς Γεώργιος του υποσχέθηκε να ικανοποιηθεί το απλό αίτημα του για δυο γερά άλογα και μια άμαξα για τη μεταφορά του νερού του!
Αυτό ήταν το κύκνειο Oλυμπιακό άσμα του θρυλικού μαραθωνοδρόμου, που δεν ασχολήθηκε ξανά με τον αθλητισμό. Στη συνέχεια ασχολήθηκε με τις χειρωνακτικές εργασίες του, ένα χρόνο μετά νυμφεύθηκε την αγαπημένη του Ελένη, απέκτησε τρεις γιους τον Παναγιώτη, το Γεώργιο και το Νικόλαο και για μερικά χρόνια έζησε ανέμελο και ευτυχή οικογενειακό βίο, εργαζόμενος ως αγρότης και νερουλάς και αργότερα ως αγροφύλακας, πάντα στο αγαπημένο του Μαρούσι.
Με την ανατολή του 20ού αιώνα άρχισαν για το Σπύρο Λούη τα προβλήματα. Η ασθένεια της συζύγου του -σακχαρώδης διαβήτης- και οι εργασιακές ατυχίες έφεραν την οικονομική ένδεια. Η εργασία του αγροφύλακα δεν του πρόσφερε μεγάλο εισόδημα και η θεραπεία της συζύγου του τον υποχρέωσε να πουλήσει μεγάλο μέρος της κτηματικής του περιουσίας.
Το 1926 ενεπλάκη σε μία περίεργη περιπέτεια δωροδοκίας με συνέπεια να καταλήξει στη φυλακή και χρειάσθηκε η κινητοποίηση της εφημερίδας ΕΜΠΡΟΣ προκειμένου να αποφυλακισθεί. Συνέχισε να ασχολείται με τα λιγοστά κτήματά του και την οικογένειά του.
Το 1935 η μεταξική δικτατορία και η Γερμανία του Xίτλερ τον θυμήθηκαν εν όψει των 11ων Ολυμπιακών Αγώνων του Βερολίνου το 1936, όπου και προσκλήθηκε ως τιμητικός φιλοξενούμενος. Όταν μάλιστα ο Δήμος Αμαρουσίου ρώτησε το Λούη τι θέλει για να συμμετάσχει στην αποστολή, εκείνος ζήτησε απλά μια καινούργια φουστανέλα! Στη ναζιστική πρωτεύουσα μάλιστα ήταν το τιμώμενο πρόσωπο, παραδίδοντας κλάδο της Oλυμπιακής ιερής ελαίας στον Χίτλερ με την ευχή και την ελπίδα να διαφυλάξει την παγκόσμια ειρήνη! Στο ντοκιμαντέρ ΟΛΥΜΠΙΑ-Η ΓΙΟΡΤΗ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ εμφανίζεται ο Λούης σε πρώτο πλάνο, όταν πήρε μέρος στην εορταστική εναρκτήρια τελετή των αγώνων. Μπροστά πηγαίνει ένα αγοράκι που κρατάει την ταμπέλα με το όνομα της χώρας (Griechenland), ακολουθούμενο από τον σημαιοφόρο που κρατάει την ελληνική σημαία. Αμέσως μετά έρχεται ο Λούης με άσπρη φουστανέλα και σκούρο γιλέκο κρατώντας ένα φουντωτό κλαδί ελιάς στο δεξί του χέρι.
Μετά την παρένθεση των Αγώνων του Βερολίνου ο Σπύρος Λούης επέστρεψε στην απλοϊκή ζωή του, έχασε τη σύζυγό του, έζησε με τις οικογένειες των γιων του και πέθανε στις 26 Μαρτίου 1940, λίγους μήνες πριν από την ιταλική εισβολή στην Ελλάδα, σαραντατέσσερα χρόνια μετά τον προκριματικό αγώνα που τον έφερε στον Oλυμπιακό Mαραθώνιο του 1896, μετά από σύντομη, αλλά βαριά βρογχίτιδα.
Σήμερα πολλές αθλητικές λέσχες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό φέρουν τιμητικά το όνομά του, όπως το κύριο στάδιο στο Ολυμπιακό Αθλητικό Κέντρο Αθήνας, τον τόπο διεξαγωγής των θερινών Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, καθώς επίσης και η λεωφόρος που περνά απ’ έξω. Στο Μόναχο, το όνομά του φέρει η λεωφόρος Spiridon-Louis-Ring που περνάει από το εκεί Ολυμπιακό πάρκο.
Ο Μαραθώνιος του Λούη παρουσιάζεται και στο κινηματογραφικό έργο It Happened in Athens με την Jayne Mansfield. Η καθαρά ελληνική φράση "έγινε Λούης", που δεν μπορεί να μεταφραστεί σε καμία γλώσσα, χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα, για να δηλώσουμε ότι κάποιος όχι απλώς έφυγε, αλλά εξαφανίσθηκε τρέχοντας πάρα πολύ γρήγορα.