Το παρόν άρθρο δεν σκοπεύει να δώσει απάντηση σε κάποιο ερώτημα. Στόχο έχει, να μάθουμε καταρχήν να θέτουμε τα ερωτήματα σωστά, ώστε να μπορούμε να ελπίζουμε και σε σωστές απαντήσεις.
Φανταστείτε μια οικογένεια να συζητά τον προϋπολογισμό του σπιτιού ως εξής: Ρωτάει ο μπαμπάς: «Ποιος συμφωνεί να αγοράσουμε καινούργια τηλεόραση;». Η μαμά, τα παιδιά και ο ίδιος υπερψηφίζουν. Η πρόταση περνάει παμψηφεί! «Ποιος συμφωνεί να μειώσουμε τα έξοδα στο σούπερ μάρκετ;». Φυσικά, δεν συμφωνεί κανείς! «Ποιος συμφωνεί να αγοράσουμε καινούργια κουζίνα, καινούργιο ψυγείο, καινούργιο καναπέ;». Γιατί να διαφωνήσει κανείς; «Ποιος θέλει να μειωθεί το χαρτζιλίκι των παιδιών;». Μα κανείς δεν το θέλει! Ποιο παιδί δεν θα ήθελε μεγαλύτερο χαρτζιλίκι; Ποιος γονιός δεν θέλει να αποφύγει την γκρίνια των παιδιών του; Ποιος δεν θέλει να τα βλέπει χαρούμενα; Αν το ερώτημα τίθεται λοιπόν έτσι σκέτο, λογικό είναι όλοι να συμφωνούν! Αν κάποιος διαφωνεί, σίγουρα είναι ανάλγητος – που λεν κι οι αριστεροί! Μάλλον το ζητάει ο οργανισμός του να μαζέψει όλη τη γκρίνια της οικογένειας κι αν κατέβει υποψήφιος σε κάποια εκλογή, σίγουρα κανείς δε θα τον ψηφίσει!
Οι φυσιολογικές οικογένειες όμως, ποτέ δεν συζητούνε έτσι. Ούτε και τα ερωτήματα μπορεί να τίθενται με αυτό τον τρόπο. Μόνο ένας χαζός ή ένας ανεύθυνος πατέρας θα συζητούσε τα οικονομικά του σπιτιού χωρίς να λαμβάνει υπόψη τη διασύνδεση των διαφόρων δαπανών μεταξύ τους. Κι όμως, έτσι ακριβώς διεξάγεται ο πολιτικός διάλογος στη χώρα μας! «Να μειωθούν οι συντάξεις;», ρωτούν τους πολιτικούς στα κανάλια. «Να μείνει χαμηλός ο κατώτατος μισθός;». Προφανώς, κανείς δεν συμφωνεί, αν έτσι τίθεται η ερώτηση…!
Στα φυσιολογικά σπίτια ωστόσο, και στις φυσιολογικές χώρες, η συζήτηση γίνεται με την επίγνωση ότι οι οικονομικές δυνατότητες δεν είναι άπειρες και επίσης ότι τα διάφορα οικονομικά μεγέθη δεν είναι ανεξάρτητα αλλά αλληλοεπηρεάζονται. Στα περισσότερα σπίτια λοιπόν συζητούν κάπως έτσι: «Αν πάρουμε καινούργια τηλεόραση, θα πρέπει να κάνουμε λιγότερες διακοπές. Αν το χαρτζιλίκι των παιδιών αυξηθεί, θα πρέπει να μειώσουμε τις βραδινές εξόδους. Και βέβαια δεν θα μπορέσουμε να πάρουμε καινούργιο καναπέ…». Λυπάμαι που θα το πω, αλλά φυσιολογική συζήτηση γύρω από τα οικονομικά θέματα του κράτους μας ακόμα δεν έχω ακούσει! Τόσο η κυβέρνηση όσο και μεγάλο μέρος της αντιπολίτευσης, συζητούν για τα διάφορα μεγέθη του προϋπολογισμού λες και είναι ανεξάρτητα το ένα από το άλλο.
Όμως η εξάρτηση των παραπάνω μεγεθών είναι γνωστή και δεδομένη για όσους έχουν ασχοληθεί έστω και λίγο με την επιστήμη των οικονομικών. Για να αυξήσεις τις δημόσιες δαπάνες (μισθούς, συντάξεις, δημόσιες επενδύσεις κ.α.), πρέπει να αυξήσεις τη φορολογία! Όταν αυξάνεις τη φορολογία, τα φυσικά και τα νομικά πρόσωπα μένουν με λιγότερα χρήματα για ιδιωτική κατανάλωση, νέες επενδύσεις. Αν π.χ. αυξήσεις τη φορολογία μιας εταιρίας, αυτή δεν μπορεί ούτε να πληρώνει υψηλούς μισθούς, ούτε να προσλαμβάνει νέους εργαζόμενους. Ίσως μάλιστα να χρειαστεί να διώξει κάποιους. Κι όταν οι νέοι μένουν χωρίς δουλειά για μεγάλο διάστημα, στο τέλος σηκώνονται και φεύγουν! Αυτή η εξέλιξη μάλιστα δεν αλλάζει μόνο τις επιλογές μας, αλλάζει και το διαθέσιμο συνολικό εισόδημα της οικογένειας! Αν αντίθετα πεις «μειώνω τη φορολογία και αυξάνω την απασχόληση νέων ανθρώπων σε παραγωγικούς κλάδους της οικονομίας», τότε αυξάνεις τον συνολικό πλούτο της οικογένειας, αφού τώρα περισσότερα μέλη της παράγουν.
Τα πολιτικά ερωτήματα λοιπόν δεν μπορεί να συζητιούνται ξεκομμένα. Όταν το κάνεις αυτό, θέτεις μια λάθος ερώτηση η οποία υποχρεωτικά θα λάβει λάθος απάντηση. Τα σωστά πολιτικά ερωτήματα για ένα οικονομικό μέγεθος (π.χ. το ύψος των συντάξεων ή του κατώτατου μισθού) πρέπει να τίθενται σε συνδυασμό με τις επιπτώσεις τους στα υπόλοιπα οικονομικά μεγέθη. «Να κρατήσουμε ψηλά τις συντάξεις διατηρώντας χαμηλά τους μισθούς των νέων και ψηλά την ανεργία ή να τις μειώσουμε ώστε να μπορεί να μειωθεί η φορολογία, να αυξηθεί η απασχόληση και οι επενδύσεις , με αποτέλεσμα την αύξηση των μισθών των νεότερων εργαζόμενων;». Αυτό είναι ένα πραγματικό ερώτημα. Κι επειδή είναι πραγματικό, είναι και δύσκολο…
ΥΓ Έχω κουραστεί να ακούω (αλλά δεν θα κουραστώ να διορθώνω) από πολιτικούς και δημοσιογράφους που παριστάνουν μάλιστα τους σοβαρούς, την εξής απίστευτη οικονομική μπούρδα: ότι οι μειώσεις τάχα των μισθών και των συντάξεων που πληρώνει το δημόσιο, οδηγούν σε ισόποση μείωση της κατανάλωσης! Το άκουσα πρόσφατα κι από εκπρόσωπο του εμπορικού κόσμου! Ας το ξεκαθαρίσουμε ακόμα μια φορά: οι μισθοί και οι συντάξεις που πληρώνει το δημόσιο, δεν πληρώνονται με χρήματα που έπεσαν από τον ουρανό. Πληρώνονται με χρήματα που το κράτος συνέλεξε προηγουμένως μέσω της φορολόγησης του εισοδήματος των δικηγόρων, των υδραυλικών, των επιχειρηματιών, των ίδιων των εμπόρων καθώς και του ΦΠΑ που πληρώνει μια ηλικιωμένη κυρία, ένας υπάλληλος ή ένας άνεργος, κάθε φορά που αγοράζει ένα πάκο μακαρόνια, ένα πακέτο τσιγάρα ή ένα λίτρο βενζίνη. Αν τα χρήματα αυτά δεν είχαν φορολογηθεί για να τα ξοδέψουν ο δημόσιος υπάλληλος και ο συνταξιούχος, θα έμεναν στην τσέπη του δικηγόρου, του υδραυλικού, της κυρίας, του άνεργου και του επιχειρηματία για να τα ξοδέψει! Δεν ξέρουν μόνο οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι να ξοδεύουν λεφτά – ξέρουν και οι φορολογούμενοι! Άσε που όταν μέρος του εισοδήματος ενός εκάστου, γίνεται – εκτός από κατανάλωση – και νέα επένδυση, που δίνει δουλειά σε περισσότερο κόσμο, αυτό δρα δυο φορές πιο ευεργετικά για την οικονομία, αφού δεν αλλάζει μόνο την εσωτερική μοιρασιά αλλά αυξάνει και το συνολικό πλούτο, που η κοινωνία διαθέτει για κατανάλωση.