Ο Ευγένιος Ντελακρουά γεννήθηκε στο Σαιντ-Μωρίς Σαραντόν το 1798 και πέθανε στο Παρίσι το 1863. Ήταν ο «αρχηγός» της ρομαντικής γαλλικής σχολής και μια από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες του ευρωπαϊκού ρομαντισμού.
Γιος αντιπροσώπου της Συμβατικής Συνέλευσης και διπλωμάτη στην εποχή του Διευθυντηρίου, έλαβε επιμελημένη λογοτεχνική εκπαίδευση που έδωσε αριστοκρατική λεπτότητα στο πνεύμα του και σ’ ολόκληρη την προσωπικότητά του. Η αρχική κλίση του στη μουσική εξηγεί, από μία άποψη, τις καλλιτεχνικές του ανησυχίες. Αρνήθηκε- από την πρώτη κιόλας στιγμή- τη νεοκλασική τεχνοτροπία και πολέμησε καθετί το ακαδημαϊκό.
Το ρομαντικό κίνημα, που κυριάρχησε στην τέχνη ανάμεσα στο 1820 και 1850, ήταν το πρώτο επαναστατικό ξέσπασμα του 19ου αιώνα. Από την αρχή κιόλας ήρθε σε ανοιχτή αντίθεση με την τότε μοντέρνα, σύγχρονη αισθητική. Επειδή ο άνθρωπος στην ατομικιστική τέχνη του Ρομαντισμού εκφράζει ελεύθερος τα συναισθήματά του και την προσωπική του αντίληψη για τη ζωή, τη βαθύτερή του εμπειρία από την πραγματικότητα και μια όλο και πιο εσωτερική σύνδεση με τη φύση, έπρεπε και η στάση του ζωγράφου να είναι διαφορετική από πριν.
Η ζωγραφική απελευθερώθηκε απόλυτα από την πλαστική, επωφελήθηκε απ’ όλες τις δυνατότητες υποβολής του χρώματος και απάλλαξε τη φόρμα από το στενόχωρο περίγραμμά της. Ο συμβατικός τρόπος θέασης των αντικειμένων και των σωμάτων συνδέθηκε βαθμιαία με ψυχικές καταστάσεις. Η ικανότητα ενθουσιασμού και ορισμένα ,πραγματικά, προφητικά χαρίσματα άλλαξαν και διεύρυναν τις ψυχολογικές δυνατότητες του πίνακα.
Στο εργαστήριο του ακαδημαϊκού δασκάλου του Γκερέν, γνώρισε τον Τεοντόρ Ζερικώ, λίγο μεγαλύτερό του στην ηλικία, και συνδέθηκε μαζί του με αδελφική φιλία. Ο εξαίρετος αυτός καλλιτέχνης γοήτευσε το νεαρό Ντελακρουά και του άνοιξε το δρόμο για μια πρωτότυπη έρευνα, η οποία, αντίθετα με την ακαδημαϊκή τάση προς την ψυχρή τελειότητα, απέβλεπε, με τη μελέτη των Βενετσιάνων ζωγράφων, του Ρούμπενς και του Βελάσκεθ στην εκφραστικότητα που μπορεί να δώσει το ορμητικό και βίαιο χρώμα.
Η επίδραση του Ζερικώ είναι φανερή στο πρώτο σημαντικό έργο του Ντελακρουά «Ο Δάντης και ο Βιργίλιος», όπου η ωχρή και μουντή χρωματική κλίμακα συγγενεύει πολύ με εκείνη του αριστουργήματος του Ζερικώ, της περίφημης «Σχεδίας της Μέδουσας». Στη «Σφαγή της Χίου» που παρουσιάστηκε δύο χρόνια αργότερα, διακρίνεται περισσότερο η βενετσιάνικη επίδραση. Ο πίνακας αυτός- και αυτό έχει μεγάλη σημασία- είχε ήδη αναρτηθεί στο Σαλόν, όταν τέσσερις μέρες πριν από τα εγκαίνια της έκθεσης ξαναζωγραφίστηκε σχεδόν ολόκληρος από τον Ντελακρουά όταν ο καλλιτέχνης είδε τα έξοχα ατμοσφαιρικά τοπία του Κόνσταμπλ που μόλις είχανε φτάσει από τη Μεγάλη Βρετανία. Λίγο αργότερα (Μάιος 1825), ο Ντελακρουά ταξίδεψε σε αυτήν τη χώρα, πραγματικό λίκνο της μοντέρνας τοπιογραφίας και γνώρισε προσωπικά τον Κονστάμπλ, τον Ταίνερ και τον Μπόνινγκτον. Με τον τελευταίο συνδέθηκε φιλικά και διδάχτηκε πολλά από αυτόν για την τεχνική της υδατογραφίας. Η «Σφαγή της Χίου» ανοίγει το δρόμο για μια σειρά έργων (εξαιρετικά πολυάριθμων ειδικά στα έτη 1826-1828) εμπνευσμένων από την Ελληνική Επανάσταση, στην οποία ο Ντελακρουά μέσα στο νεανικό θαυμασμό του για τον Μπάιρον συμμετείχε ιδεολογικά όπως πολλοί νέοι της γενιάς του. Ιδιαίτερα με την «Ελλάδα που ξεψυχά στα ερείπια του Μεσολογγίου» (1827), ο καλλιτέχνης έλαβε μέρος στον καλλιτεχνικό αγώνα που ανέλαβε ο Βίκτωρ Ουγκώ.
Τον ίδιο χρόνο ζωγράφισε το «Θάνατο του Σαρδανάπαλου» χαρακτηριστικό για τη βενετσιάνικη λαμπρότητα των γυναικείων γυμνών, έργο που με το αισθησιακό και άγριο περιεχόμενό του είχε μεγάλη επίδραση στη ρομαντική ευαισθησία.
Σε όλη του τη ζωή, δε θα πάψει ποτέ να εμπνέεται από τη ρομαντική λογοτεχνία, όπως μαρτυρούν οι λιθογραφίες του Φάουστ, του Γκαίτε. Επίσης θα εμπνευστεί από ένα φανταστικό εξπρεσιονισμό (1826), όπως μαρτυρούν οι πολυάριθμοι μικροί, λυρικοί ή ζοφεροί, πίνακές του, που αντλούνται από τον Άμλετ ή τον Οθέλλο, καθώς και από τα ποιήματα του Μπάιρον ή τα ιστορικά μυθιστορήματα του Γουόλτερ Σκοτ, π.χ. η «Δολοφονία του Επισκόπου της Λιέγης»(1829, Παρίσι, Μουσείο του Λούβρου).
Ο Ντελακρουά το 1830, οπαδός του Βοναπάρτη, έλαβε μέρος στην επανάσταση του Ιουλίου που κατέληξε στην πτώση της μοναρχίας των Βουρβώνων, και αφιέρωσε στις Τρεις Ημέρες ένα έργο, το αριστούργημά του ίσως: «Την Ελευθερία που οδηγεί το λαό». Σε αυτό το έργο ο καλλιτέχνης συνενώνει σε μια επική πνοή την αλληγορία με τη ρεαλιστική αναπαράσταση των πτωμάτων. Ακολούθησε η «Μάχη του Νανσί»(1831, Μουσείο του Νανσί) και μια σειρά από παραγγελίες για τις Βερσαλλίες την εποχή της βασιλείας του Λουδοβίκου-Φιλίππου.
Μια μεγάλη εμπειρία στη διαμόρφωση του Ντελακρουά ήταν όταν το 1823-1833 έλαβε μέρος στη διπλωματική αποστολή προς το Σουλτάνο του Μαρόκου, που οργάνωσε ο Λουδοβίκος Φίλιππος. Αποσπασμένος στην πρεσβεία του δούκα του Μορνί (Morny), κοντά στο Μαροκινό σουλτάνο, το 1832 ταξιδεύει στην Ταγγέρη, την Ανδαλουσία, το Φεζ και το Αλγέρι, γεμίζοντας τα σημειωματάριά του με σχέδια και υδατογραφίες, με βάση τα οποία θα δημιουργήσει στη συνέχεια πολλούς πίνακες. Ανακαλύπτει το φως και το χρώμα της «Ανατολής» αλλά και τρόπους ζωής που προσεγγίζουν αυτούς της Αρχαίας Ελλάδας. Επιστρέφοντας, εκμεταλλεύεται ταυτόχρονα δύο νέες δημιουργικές φλέβες: από τη μια πλευρά, με τις «Γυναίκες από το Αλγέρι»(1834, Παρίσι, Μουσείο του Λούβρου), είναι ένας από τους πρώτους που υιοθετούν τα θέματα της Ανατολής. Από την άλλη, η κλασσική του παιδεία, που με το ταξίδι αυτό έχει αναζωογονηθεί, γεννά έργα με αρχαία θέματα και ένα υψηλό ηθικό τόνο («Τα τελευταία λόγια του Μάρκου Αυρήλιου», 1844, Λυόν, Μουσείο Καλών Τεχνών).
Εξάλλου, ο Ντελακρουά (Delacroix) γίνεται ένας μεγάλος μνημειακός διακοσμητής, καθώς φιλοτεχνεί σύνολα για το σαλόνι του Βασιλιά και τη βιβλιοθήκη του Ανακτόρου των Βουρβώνων (1833-1847), τη βιβλιοθήκη του ανακτόρου του Λουξεμβούργου (1840-1846), το κεντρικό τμήμα της οροφής της στοάς του Απόλλωνα, στο Λούβρο (1850), καθώς και για την οροφή του σαλονιού της Ειρήνης, στο Δημαρχείο των Παρισίων (1852, κατεστραμμένη). Οι δύο βιβλιοθήκες εξυμνούν τους μεγάλους συγγραφείς που έχουν διαμορφώσει τον πολιτισμό μας. Η έμπνευση προέρχεται από τις αίθουσες του Ραφαήλ στο Βατικανό, που-όμως- ερμηνεύονται ελεύθερα από έναν πραγματικό τεχνίτη του χρώματος. Τέλος, το παρεκκλήσι των Αγίων Αγγέλων στην εκκλησία του Αγίου Σουλπικίου, στο Παρίσι (1850-1861) αποτελεί ένα είδος πνευματικής διαθήκης του Ντελακρουά.
Ο τελικός θρίαμβός του ήτανε στο Σαλόν το 1855, όταν παρουσιάστηκε μαζί με το μεγαλύτερο εκπρόσωπο του νεοκλασικισμού, τον Ενγκρ. Δύο χρόνια αργότερα έγινε μέλος του Ινστιτούτου του Λούβρου.
Ο Ντελακρουά υπήρξε και μεγάλος συγγραφέας και κριτικός τέχνης. Τα θέματά του περιλαμβάνουνε κριτικές για το Μιχαήλ Άγγελο, τον Πουσέν και το Ζερικώ. Επίσης, η Αλληλογραφία του και το Ημερολόγιό του, θεωρούνται πολυτιμότατα τεκμήρια όλης της ρομαντικής εποχής και αποτελούν σημαντικές μαρτυρίες για το ίδιο και το έργο του.
Η σφαγή της Χίου
Η σφαγή της Χίου, που ενέπνευσε τον πίνακα του Ντελακρουά για το Σαλόν του 1824, ήτανε ένα επεισόδιο από την τουρκική θηριωδία στην επαναστατημένη Ελλάδα. Οι εφημερίδες της ημέρας ανέφεραν 20.000 νεκρούς και ομαδικό εξανδραποδισμό του πληθυσμού.
Ο Ρομαντισμός, μέσα σε σφαγές και επαναστάσεις είχε καλλιεργήσει μια ατμόσφαιρα αγωνίας και φρίκης. «Η ανήσυχη ψυχή μου ονειρεύεται πόλεμο», έγραφε ο Ουγκώ. Και ο Ντελακρουά καθώς δούλευε τη «Σφαγή» μιλούσε για το «χαμόγελο του ετοιμοθάνατου, την απελπισία της μάνας». Οι ρομαντικοί αντλούσανε από κάθε πηγή θέματα τρόμου: Οι φρικαλέες μάγισσες και οι ανατριχιαστικές μαύρες τελετές από τις σελίδες του Σκώτου ποιητή Μακ Φέρσον, οι αγριότητες της οθωμανικής Ανατολής και οι σκοτεινές και αιματόβρεχτες σκηνές από τις τραγωδίες του Σαίξπηρ. Ποτέ τόσες πολλές σφαγές δεν είχανε απεικονιστεί με τόση τρυφερότητα στο καναβάτσο.
Στο Σαλόν του 1824, αυτός ο επαναστατικός πίνακας χάρισε στον Ντελακρουά το «Χρυσό Μετάλλιο Δευτέρας Τάξεως». Στον πίνακα παρατηρείται και η μορφή ενός αλόγου. Την αγάπη του Ντελακρουά για τα άλογα του την μετέδωσε ο Ζερικώ, ο φίλος του. (Ο Ζερικώ, αργότερα, σκοτώθηκε καθώς κάλπαζε με ένα άγριο άλογο κούρσας).
Από τον Βύρωνα εμπνέεται το Σαρδανάπαλο
«Κουράστηκα μ’ αυτό το Σαλόν: είναι αποτυχία ο Σαρδανάπαλος μου. Δεν το πιστεύω. Μερικοί λένε πως ο θάνατος του Σαρδανάπαλου είναι ο θάνατος του Ρομαντισμού- με την προϋπόθεση βέβαια πως υπάρχουνε Ρομαντικοί! Άλλοι υποστηρίζουνε πως είμαι μια «αυταπάτη». Κι εγώ τους λέω πως είναι όλοι τρελοί. Υπάρχουνε ορισμένα πράγματα στη ζωγραφική που θα ήθελα να κάνω καλύτερα. Υπάρχουνε όμως άλλα πράγματα που μακάρι να είχανε την ικανότητα να τα κάνουνε αυτοί. Ο Βιτέ, στη «Σφαίρα», καλεί τη «Νέα Σχολή» να αποσπαστεί από την επίβουλη ανεξαρτησία μου. ένας στρατιώτης που πυροβολεί αδιακρίτως φίλο και εχθρό πρέπει να εκδιωχθεί από το μέτωπο»!
Τα παραπάνω έγραφε ο Ντελεκρουά στο φίλο του Σουλιέ. Ο «θάνατος του Σαρδανάπαλου» θα εκτεθεί στο Σαλόν το1827 και θα αποτελέσει την αντίθεση του ισορροπημένου πίνακα του Ένγκρ «Η αποθέωση του Ομήρου». Το έργο, ένας παροξυσμός ξεγυμνωμένων «αναθημάτων», δεν ήτανε μονάχα το ρομαντικό μανιφέστο του ζωγράφου, αλλά και το μεσουράνημα του νεανικού του στυλ, ρωμαλέο, αλλά χωρίς ακόμα την τολμηρή τεχνική της κατοπινής του δημιουργίας. Ο πίνακας, που βρίσκεται στο Λούβρο, ήταν εμπνευσμένος από ένα ποίημα του Μπάιρον. Ο Σαρδανάπαλος , ο τύραννος της Ανατολής, είναι ετοιμοθάνατος και προστάζει να θανατωθούνε μπροστά στα μάτια του όλα τα πλάσματα που του ανήκουνε- σκλάβοι, άλογα, γυναίκες.
Δανδισμός: μια νέα θεωρία
«Έπεσα σε μια κατάσταση που ο γιατρός μου ονόμασε έλλειψη κοινωνικού “τόνου”, γιατί ένας Δανδής του δικού μου σθένους είναι πάντα καλά εφοδιασμένος μ’ αυτό» : έγραψε ο Ντελακρουά στη Γεωργία Σάνδη το Σεπτέμβριο του 1841.
Ο αυθεντικός δανδισμός του 19ου αιώνα δεν ήτανε μόδα. Αποτελούσε κάτι περισσότερο από μία «γκαρνταρόμπα φιλοσοφίας». Ήτανε μια πνευματική τοποθέτηση, ένας τρόπος ζωής και μια φιλοσοφία. Ο Μπωντλαίρ, π.χ. τον έβλεπε ως παραφυάδα του Στωικισμού. Ήταν η λατρεία του εξωτερικού «Εγώ» που αποτελούσε την υψηλότερη έκφραση ενός αδιάφθορου ατομισμού, την πιο χτυπητή εξωτερική εκδήλωση και την επίδειξη αδιαφορίας για τους τύπους της κοινωνικής συμπεριφοράς. Στην ενδυμασία και στους τρόπους του ο Δανδής έπρεπε να ξεχωρίζει ως κάτι το μοναδικό.
Ο Ντελακρουά επηρέασε έντονα το στυλ και τη διαμόρφωση του Δανδισμού. Συνήθιζε να τυλίγει τον ευαίσθητο λαιμό του με ειδικές γραβάτες και πρόφερε το «ρο» τόσο απλά που έκανε μια νεαρή ξαδέρφη του να απορεί και να αγανακτεί που ένας ώριμος άνδρας μιλούσε τόσο προσποιητά.