Το 1949 η Κοζάνη είχε λίγους λιγότερους από 20.000 κατοίκους και ετοιμαζόταν με ενθουσιασμό και πείσμα για τη διαδρομή της στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα.
Ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος είχε πια τελειώσει κι ο Εμφύλιος θα τελείωνε κι αυτός σύντομα -το μέλλον θα αναλάμβανε αργότερα να κλείσει και των δύο τις πληγές- κι οι Κοζανίτες έχουν μάθει να ‘χουν υπομονή. Κάποιες φορές αιώνια. Αλλιώς, δε θ’ άντεχαν τον κλειστό ορίζοντα των βουνών τριγύρω. Η πόλη άρχισε κι αυτή ν’ αλλάζει χρώμα μαζί με την πανελλήνια και παγκόσμια ιστορία, που άρχισε ξαφνικά να κυλά και να γράφεται γρηγορότερα. Σε νέα, άγνωστα μονοπάτια.
Σ’ αυτή την Κοζάνη του τέλους της δεκαετίας του ’40, σ’ έναν κόσμο που άλλαζε διαρκώς, γεννήθηκε ο Νικόλας Άσιμος. Το μεγαλύτερο από τα τρία αγόρια της οικογένειας, άριστος μαθητής σε όλες τις σχολικές βαθμίδες, αθλητής με διακρίσεις, παιδί με σκέψη και πείσμα. Με σκέψη και πείσμα, που έτρεχε τελικά γρηγορότερα από την ταραγμένη εποχή του. Φοιτητής γοητεύτηκε από τον παραλογισμό της, ακολούθησε την επανάσταση της. Κι άφησε νωρίς στην άκρη τον προσχεδιασμένο από αρχής της ζωής του δρόμο προς το μέλλον για να ανακηρυχθεί βασιλιάς στο περιθώριο. Όλα αυτά μετά θάνατον…
Δε γνώριζα από παλιά τη μουσική του Νικόλα Άσιμου και τώρα μέμφομαι τον εαυτό μου γι’ αυτή μου την άγνοια. Κάποτε μάλιστα τον θεωρούσα τελείως άγνωστο, επειδή εγώ και μόνο εγώ δεν τον γνώριζα και θυμάμαι ακόμα τον ενθουσιασμό ενός συμφοιτητή μου στη Θεσσαλονίκη, όταν ανακάλυψε πως κατάγομαι από την Κοζάνη, την πατρίδα του Νικόλα, που εκείνος, μου είπε, θαύμαζε απόλυτα, γιατί ήταν …«επαναστάτης». Τότε μου φάνηκε αταίριαστο, σχεδόν παράδοξο ένα παιδί 18 χρόνων με ζωή και πορεία που καμία σχέση με του Νικόλα δεν είχαν, να τον θαυμάζει με τόσο πάθος, μα τότε, δικαιολογούμαι, δεν ήξερα.
Τη μουσική του τη γνώρισα τα τελευταία χρόνια, την ώριμη πλέον εποχή και χρόνια μετά το θάνατό του, χάρη στις προσπάθειες διαφόρων μουσικών να κάνουν γνωστά στο ευρύ κοινό, έστω και για προσωπικό τους όφελος, τα έργα του. Σα δημοσιογράφος επί των πολιτιστικών στο ΘΑΡΡΟΣ κάλυπτα και καλύπτω ακόμα πολλές τέτοιες εκδηλώσεις και από την αρχή, μου έκανε εντύπωση, όχι η επαναστατικότητα των στίχων του, αλλά η ένταση της μουσικής του. Ένταση. Όχι επαναστατικότητα. Είναι δύο τελείως διαφορετικές έννοιες, για τη μουσική τουλάχιστον. Αν κάτι μου έχει μείνει από τη 10χρονη πορεία μου στις αίθουσες των ωδείων είναι η ικανότητα να διακρίνω την ένταση και τη διαφορετικότητα της μουσικής κάθε συνθέτη. Χαμηλή, με συναίσθημα του Σοπέν, πιο δυνατή, πατριωτική σχεδόν του Μπραμς, η τζαζ των νέγρων του Γκέρσουϊν. Και στους Έλληνες συνθέτες, άλλη ένταση έχει η μουσική του Θεοδωράκη, άλλη του Χατζιδάκι, άλλη του Λοΐζου. Κάπου αλλού θέλει ο καθένας να φτάσει και μ’ έναν άλλο τρόπο ο καθένας το επιχειρεί. Και μ’ έναν άλλο τρόπο ο καθένας και το πετυχαίνει. Κι είναι αυτό απόλυτα λογικό και φυσιολογικό, αφού, σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για διαφορετικούς ανθρώπους με διαφορετική κουλτούρα, σκέψη και λόγο γραφής και δημιουργίας. Δική της ένταση, προσωπική κι αλλιώτικη και γι’ αυτό ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, έχει και η μουσική του Νικόλα Άσιμου. Εύκολα την ξεχωρίζεις και το ίδιο εύκολα, από το πρώτο άκουσμα, την ερωτεύεσαι. Σχεδόν παράφορα. Και δικαιολόγησα απόλυτα τον ενθουσιασμό του συμφοιτητή μου τότε, όταν έμαθε για την κοινή πατρίδα που μοιραζόμουν από μία ιδιοτροπία της μοίρας, που καθόλου δε με δυσαρέστησε, με το Νικόλα Άσιμο.
Δεν είμαι μουσικολόγος, ούτε μουσικός ερευνητής για να κάνω επιστημονικές διαπιστώσεις για την ποιότητα και την ιδιοτροπία της μουσικής του. Δημοσιογράφος είμαι και μ’ αυτή την ιδιότητα σας μιλώ για το Νικόλα, λέγοντας σας απλά όλα αυτά που νιώθω, όταν ακούω τα τραγούδια του, όλα αυτά που η μουσική του ξυπνάει στο νου και στην καρδιά μου. Χωρίς προσπάθεια καμία. Η μουσική του Νικόλα, μετά την πρώτη της συνάντηση με την αίσθηση της ακοής, κατέλαβε στην καρδιά μου τη δική της νόμιμη, απ’ αρχής του κόσμου οριζόμενη, θέση της. Κανείς δε μου το επέβαλε και κανείς δεν επεδίωξε να τα νιώσω όλα αυτά. Όταν όμως η μουσική σε πληγώνει, δεν μπορείς να αδιαφορήσεις. Από το πρώτο άκουσμα με πλήγωσε η μουσική του Νικόλα, βαθιές πληγές και δεν μπορώ ακόμα να δικαιολογήσω το γιατί. Ίσως να είναι η αλήθεια των στίχων του, η διαφορετικότητα του μουσικού του λόγου, ίσως το ότι γνωρίζω, όπως κι εκατομμύρια άλλοι άνθρωποι, από μία δευτερεύουσας σημασίας είδηση του δελτίου ειδήσεων της κρατικής τηλεόρασης το τραγικό τέλος, που μόνος επέλεξε να βάλει στη ζωή του στα 39 του χρόνια. Όλα αυτά όμως, το ξέρω, δε δικαιολογούν τίποτα απολύτως. Δε δικαιολογούν αυτά τη θλίψη. Δε φταίνε αυτά για τις πληγές, που η μουσική του Νικόλα ανοίγει στην ψυχή μου κάθε φορά που την ακούω, η μουσική στην οποία ωστόσο επιστρέφω ξανά και ξανά κι ας ξέρω από την αρχή τι θα νιώσω.
Ο συμφοιτητής μου τότε στη σχολή θαύμαζε το Νικόλα, γιατί ήταν, υποστήριζε, επαναστάτης. Έβρισκε δικαιολογία στη μουσική και στα τραγούδια του. Ακούγοντας σήμερα με πιο ώριμη από των 18 χρόνων σκέψη τη μουσική του, τίποτα επαναστατικό δεν της προσάπτω. Δεν ήταν επαναστάτης ο Νικόλας, ξέρετε. Διαφορετικός από τους πολλούς ήταν, αλλιώτικος κι αληθινός, ευαίσθητος, μα ο κόσμος μας, αιώνες τώρα, δεν αποδέχεται εύκολα τη διαφορετικότητα. Δεν αποδέχεται εύκολα την ευαισθησία, το να είσαι έτσι αυθεντικά κι ανεπιτήδευτα αλλιώτικος κι αληθινός. Ο κόσμος μας, αιώνες τώρα, εξορίζει τους αλλιώτικους κι αληθινούς, ευαίσθητους ανθρώπους κι εκείνοι, για να κατοχυρώσουν τη θέση τους στον παγκόσμιο χάρτη, κάνουν επαναστάσεις. Και κάπως έτσι ονομάζονται επαναστάτες. Απλά κι αθόρυβα. Τη δική του απλή κι αθόρυβη επανάσταση ευαισθησίας και διαφορετικότητας έκανε κι ο Νικόλας κι άλλαξε το όνομά του στο πιο ασήμαντο της ελληνικής γλώσσας. Ψάχνοντας τον άλλο δρόμο έκανε το λάθος, το λάθος που τον ακολούθησε ως το τέλος και μετά, μα η μουσική και τα τραγούδια ήταν από χρόνια ο αιώνιος έρωτάς του και τους αιώνιους έρωτες μας, όσο λάθη και να κάνουμε, δεν τους προδίδουμε ποτέ.
Τη μουσική δε την πρόδωσε ποτέ ο Νικόλας κι άφησε κληρονομιά σε μας, τραγούδια αλλιώτικα κι αληθινά, ανεπιτήδευτα αγνά. Κανένα μεγάλο νόημα δεν έκρυψε ανάμεσα στους στίχους και στις νότες. Άλλωστε, η μουσική παίρνει νόημα από το πώς την εξηγεί ο καθένας, τι για τον κάθε άνθρωπο το κάθε μουσικό κομμάτι, το κάθε τραγούδι συμβολίζει. Η μουσική του Νικόλα Άσιμου έχει πολλά να φανερώσει ακόμα, θα φανερωθούν όλα όταν έρθει για το καθένα η κατάλληλη στιγμή. Μέχρι τότε, έτσι, σαν παρηγοριά, ας τραγουδάμε την ωραιότερη προσευχή που γράφτηκε από κάποιον άσιμο που δήλωνε «άνευ θρησκεύματος», μα ήταν τελικά ο ευσεβέστερος άνθρωπος στον κόσμο:
Αφήνω πίσω τις αγορές και τα παζάρια
Θέλω να τρέξω στις καλαμιές και τα λιβάδια
Να ξαναγίνω καβαλάρης
Και ξαναέλα να με πάρεις, ουρανέ
Για δεν υπήρξα κατεργάρης
Και την χρειάζομαι τη χάρη σου, μωρέ!
Ρε, μπαγάσα, περνάς καλά ‘κει πάνω;
Και τα κατάφερε. Και είμαι σίγουρη πως αυτός ο μπαγάσας, αυτός ο καβαλάρης τ’ ουρανού, περνάει πολύ καλά εκεί πάνω!
Να ‘σαι καλά, Νικόλα! Όπου κι αν είσαι…