Οι σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας είναι στο χειρότερο σημείο από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, όταν έγινε το άνοιγμα μεταξύ των δύο χωρών.
Όπως και στα τέλη της δεκαετίας του 1940, είμαστε μάρτυρες της αναδιάταξης των διεθνών σχέσεων, ή της παγκόσμιας αταξίας, σε μια νέα, εξαιρετικά επικίνδυνη και εντελώς περιττή αντιπαράθεση ανάλογη, αλλά όχι ταυτόσημη, με τον Ψυχρό Πόλεμο. Όπως έχει γράψει ο Ζού Ζιγκάν μέλος της Επιτροπή SANE ΗΠΑ-Κίνας, «η κυβέρνηση Biden έχει πειστεί ότι η Κίνα αποτελεί υπαρξιακή απειλή για τα εθνικά συμφέροντα των ΗΠΑ και ... πρέπει να ανασχεθεί με κάθε κόστος». Ο Trump, και τώρα ο Biden, ο Blinken και άλλοι, έχουν σφυρηλατήσει μια νέα εθνική συναίνεση στις ΗΠΑ: η Κίνα αποτελεί υπαρξιακή απειλή για την ελευθερία και τη δημοκρατία σε όλο τον κόσμο. Επομένως, οι ΗΠΑ πρέπει να υπερασπιστούν επιθετικά την ελευθερία και τη δημοκρατία με κάθε τρόπο, χρησιμοποιώντας στρατιωτικά, διπλωματικά, τεχνολογικά αλλά και οποιαδήποτε άλλα μέσα.
Το γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ουσιαστικά συστήσει μια αυτοκρατορία στην περιοχή της Ασίας-Ειρηνικού από το 1898, ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν υπάρχουν στο Γκουαντάναμο, ότι οι ρατσιστές, όπως ο Μόντι, ο νέος εταίρος της Washington στην Ινδία, στερούν το δικαίωμα των μειονοτικών ψηφοφόρων και ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες διατηρούν στενές και συμμαχικές σχέσεις με καταπιεστικές κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο, είναι ενοχλητικές αλήθειες.
Στη ρίζα του προβλήματος βρίσκεται η λεγόμενη «Παγίδα του Θουκυδίδη», δηλαδή η αναπόφευκτη ένταση και ενίοτε ένοπλη σύγκρουση μεταξύ μιας αναδυόμενης και μιας παρακμάζουσας δύναμης. Η σημερινή κατάσταση εμφανίζει ανησυχητικές αντιστοιχίες με τα χρόνια πριν από τον Α 'Παγκόσμιο Πόλεμο: εντάσεις μεταξύ αναδυόμενων δυνάμεων και δυνάμεων σε παρακμή, πολύπλοκες και σύνθετες συμμαχικές δομές, έντονος εθνικισμός, εδαφικές διαμάχες, αγώνες εξοπλισμών με νέες τεχνολογίες, παγκοσμιοποίηση της οικονομίας και του ανταγωνισμού, ενώ αρκετοί είναι και οι αστάθμητοι παράγοντες (Β. Κορέα, πανδημία κ.α.).
Όπως και οι πυροβολισμοί στο Σαράγεβο το 1914, ένα τυχαίο περιστατικό, ατύχημα ή λάθος υπολογισμός, για παράδειγμα μια σύγκρουση πολεμικών πλοίων στη Θάλασσα της Νότιας ή Ανατολικής Κίνας ή κοντά στην Ταϊβάν, θα μπορούσε να κλιμακωθεί σε, δυνητικά πυρηνικό, πόλεμο.
Ο οικονομικός μετασχηματισμός της Κίνας είναι το θεμέλιο της επιθετικής της διπλωματίας σε συνδυασμό τη συνεχή ποσοτική και ποιοτική εξέλιξη των ενόπλων δυνάμεών της. Η συνεχώς αυξανόμενη εξάρτηση των οικονομιών της Ασίας και του Ειρηνικού από εκείνη της Κίνας, σε συνδυασμό με τις επιθετικές ενέργειες του Πεκίνου στη θάλασσα, και τη συνεχή αύξηση των αεροπορικών, ναυτικών και κυβερνοεπιθετικών της δυνατοτήτων, αμφισβητούν όλο και περισσότερο τη μακροπρόθεσμη ικανότητα της Washington να συνεχίσει την κυριαρχία της στην ευρύτερη περιοχή του Ινδικού και Ειρηνικού Ωκεανού.
Όπως ο Obama, και ο Trump, έτσι και η κυβέρνηση Biden, το Κογκρέσο και μεγάλο μέρος των ΗΠΑ παραμένουν προσκολλημένοι στις αυτοκαταστροφικές ιδεοληψίες της αμερικανικής υπεροχής και του προφανούς πεπρωμένου, που με τη σειρά τους τροφοδοτούν τον αντι-ασιατικό ρατσισμό. Παράλληλα, οι ηγέτες της Κίνας, δεν έχουν καμία διάθεση να υποχωρήσουν καθώς επιδιώκουν να αποκαταστήσουν τη χώρα στον ηγετικό ιστορικό της ρόλο.
Η στρατηγική αντιμετώπιση, η οποία διαμορφώνει όλο τον στρατιωτικό σχεδιασμό των ΗΠΑ, και του ΝΑΤΟ, μείωσε τις αμερικανικές στρατιωτικές δεσμεύσεις στη Μέση Ανατολή και έδωσε προτεραιότητα στο σχεδιασμό και τις προετοιμασίες για πιθανό πόλεμο με μια μεγάλη δύναμης. Η κυβέρνηση Biden διατηρεί τις ίδιες στρατηγικές κατευθυντήριες γραμμές της, με την διοίκηση Trump. Η Κίνα παραμένει «στρατηγικός ανταγωνιστής». Οι προετοιμασίες για τον πιθανό πόλεμο ενάντια στην Κίνα ή τη Ρωσία παραμένουν προτεραιότητα του Πενταγώνου και της κυβέρνησης.
Η σύνοδος κορυφής του ΝΑΤΟ τον Ιούνιο επισημοποίησε την υιοθέτηση του δόγματος ΝΑΤΟ 2030, το οποίο καθιστά την ανάσχεση της Κίνας μία από τις δύο βασικές προτεραιότητες της συμμαχίας. Ξεκινώντας με την αποστολή μοίρας αεροπλανοφόρων στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας λίγες μέρες μετά την ορκωμοσία του Biden, η κυβέρνηση των ΗΠΑ έχει προβεί σε διαδοχικές προκλητικές στρατιωτικές ενέργειες ενώ το ύψος ρεκόρ του στρατιωτικού προϋπολογισμού του Biden συνεπάγεται, εκτός από θέσεις εργασίας και εταιρικά κέρδη, σημαντικούς κινδύνους.
Μια αλλαγή από την εποχή του Trump είναι η προτεραιότητα που δίνει ο Biden στην ενίσχυση της στρατιωτικής δύναμης των ΗΠΑ με συμμαχίες. Ο πρωθυπουργός της Ιαπωνίας Σούγκα και ο πρόεδρος της Κορέας Μουν ήταν οι πρώτοι ξένοι αρχηγοί κρατών που προσκλήθηκαν από τον Biden στην Ουάσιγκτον. Ο Biden επιβεβαίωσε τη «σιδερένια» δέσμευση των ΗΠΑ στη συμμαχία της με τη Νότια Κορέα, τη στρατιωτική υποστήριξή της στις διεκδικήσεις της Ιαπωνίας στο νησί Senkaku/Diaoyu και τη στρατιωτική υπεράσπιση των συμφερόντων των Φιλιππίνων στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας.
Η Ταϊβάν είναι το πιο επικίνδυνο σημείο στην περιοχή. Καμία πλευρά δεν θέλει πόλεμο, αλλά ατυχήματα και λανθασμένοι υπολογισμοί μπορεί πάντα να συμβούν. Η υποστήριξη των ΗΠΑ στη φιλελεύθερη δημοκρατία του νησιού είναι μια σημαντική πηγή έντασης με την αυταρχική Κίνα, καθώς συγκρούονται δύο γεωστρατηγικές πραγματικότητες. Όπως και η Κούβα, μόλις 90 μίλια από τη Florida, όπου η εγκατάσταση σοβιετικών πυραύλων το 1962 πυροδότησε την κρίση των πυραύλων της Κούβας, η Ταϊβάν βρίσκεται 100 μίλια από την ηπειρωτική Κίνα. Η Ταϊβάν είναι επίσης ο μεγαλύτερος παραγωγός προηγμένων ημιαγωγών, προϊόντα από τα οποία εξαρτώνται οι οικονομίες των ΗΠΑ, της Κίνας και της Ιαπωνίας. Αυτά κάνουν το νησί ένα πολυπόθητο στρατηγικό έπαθλο.
Η Κίνα έχει καταστήσει εδώ και πολύ καιρό σαφείς τις κόκκινες γραμμές της σε ότι αφορά την Ταιβάν. Παρά την επιθυμία του Πεκίνου για ειρηνική επανένωση με αυτό που αποκαλεί «αποσπασθείσα επαρχία», είναι από καιρό σαφές ότι εάν η Ταϊπέι κάνει μη αναστρέψιμα βήματα προς τη de jure ανεξαρτησία, η Κίνα θα απαντήσει στρατιωτικά.
Ο Biden και ο Blinken έπαιξαν με τη φωτιά., καθώς για πρώτη φορά από την αποκατάσταση των σχέσεων ΗΠΑ-Κίνας τη δεκαετία του 1970, ο επίσημος πρεσβευτής της Ταϊβάν στις Ηνωμένες Πολιτείες προσκλήθηκε στην ορκωμοσία του Ιανουαρίου. Σε αντίθεση με την παλιά δέσμευση της Ουάσινγκτον στην πολιτική της «μίας Κίνας» και τη «στρατηγική ασάφεια» σχετικά με τις δεσμεύσεις των ΗΠΑ για την υπεράσπιση της Ταϊβάν, ο Blinken και ο Austin διακήρυξαν τη «σταθερή» δέσμευση της Ουάσινγκτον στην άμυνα της Ταϊβάν. Παράλληλα ο Biden έχει στείλει επανειλημμένα πολεμικά πλοία στο Στενό της Ταϊβάν μια «ανεπίσημη» αντιπροσωπεία πρώην ανώτερων αξιωματούχων για να συναντηθεί με ανώτερους ηγέτες της Ταϊβάν, ενώ οι κατευθυντήριες γραμμές που απαγόρευαν στους Αμερικανούς διπλωμάτες να συναντιούνται με τους ομολόγους τους της Ταϊβάν αναθεωρούνται για να ενθαρρύνουν τέτοιες συναντήσεις. Τέλος συνεχίζονται οι συζητήσεις για την ανάπτυξη μόνιμης ναυτικής παρουσίας των ΗΠΑ κοντά στην Ταϊβάν. Όλες αυτές οι ενέργειες αγγίζουν πλέον τις κόκκινες γραμμές της Κίνας.
Όμως και η Κίνα δεν είναι αθώα. Πέρα από την καταπίεση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο Χονγκ Κονγκ, το Σιντζιάνγκ και αλλού, ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός της Κίνας καλωσόρισε τη διοίκηση Biden στέλνοντας επανειλημμένα πολεμικά αεροσκάφη στον εναέριο χώρο της Ταϊβάν και πολεμικά πλοία κοντά στο νησί. Ταυτόχρονα παρεμβαίνει στις προσπάθειες της Ταϊβάν για απόκτηση εμβολίων Covid και ο Γενικός Γραμματέας Σι σηματοδότησε τους εορτασμούς για την εκατονταετηρίδα του ΚΚ Κίνας, τονίζοντας τη σημασία της «ειρηνικής επανένωσης» με την Ταϊβάν ως αρχή για την «εθνική αναζωογόνηση» της Κίνας. Η κατάσταση δεν είναι καλύτερη στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας, όπου το καθοριστικό στρατιωτικό δόγμα της Κίνας είναι «στρατηγική άμυνα». Περιτριγυρισμένη από εκατοντάδες αμερικανικές στρατιωτικές βάσεις και εγκαταστάσεις και από τον Έβδομο Στόλο των ΗΠΑ, και σε πλήρη αδιαφορία για τις νόμιμες αξιώσεις άλλων χωρών και το διεθνές δίκαιο, η Κίνα έχει επεκτείνει τις γραμμές άμυνάς της με την κατασκευή στρατιωτικών βάσεων σε αμφισβητούμενες βραχονησίδες. Ακολουθώντας την αυτοκρατορική παράδοση των μεγάλων δυνάμεων, η Κίνα μιμείται το Δόγμα Monroe, το οποίο ήταν το θεμέλιο της ηγεμονίας των ΗΠΑ στο Δυτικό Ημισφαίριο.
Οι 17,7 δισεκατομμύρια τόνοι αργού πετρελαίου της Θάλασσας της Νότιας Κίνας, αποτελούν το τέταρτο μεγαλύτερο απόθεμα πετρελαίου στον κόσμο. Προσθέστε σε αυτό τις τεράστιες ποσότητες φυσικού αερίου και άλλων ορυκτών. Μεγαλύτερης στρατηγικής σημασίας είναι το γεγονός ότι από εκεί διέρχεται το 40% του παγκόσμιου θαλάσσιου εμπορίου, συμπεριλαμβανομένων των ορυκτών καυσίμων που τροφοδοτούν την κινεζική, την ιαπωνική και τη νοτιοκορεατική οικονομία. Όπως και το Στενό του Ορμούζ στον Περσικό Κόλπο καθ 'όλη τη διάρκεια του εικοστού αιώνα, η Θάλασσα της Νότιας Κίνας λειτουργεί ως η σπονδυλική στήλη των πιο δυναμικών οικονομιών του κόσμου. Εάν αποκλειστούν τα στενά της Μαλάκα ή άλλα γειτονικά θαλάσσια περάσματα, οι οικονομίες της περιοχής θα αντιμετωπίσουν καταστροφή. Επομένως η Θάλασσα της Νότιας Κίνας είναι το γεωστρατηγικό κέντρο του 21ου αιώνα στον αγώνα για παγκόσμια δύναμη.
Για να ενισχύσουν την ηγεμονία των ΗΠΑ στην περιοχή, οι πρόεδροι Obama, Trump και τώρα ο Biden ενθάρρυναν την αντίσταση των άλλων χωρών στις εδαφικές διεκδικήσεις της Κίνας και αύξησαν την αεροπορική και ναυτική παρουσία κοντά στα, υπό Κινεζική κατάληψη, αμφισβητούμενα νησιά.
Εκτός από τις μοίρες αεροπλανοφόρων του 7ου Στόλου του Αμερικανικού Ναυτικού, στις ναυτικές δυνάμεις που εμπλέκονται στην επιθετική άσκηση του δικαιώματος της «ελεύθερης ναυσιπλοΐας» (FONOP) έχουν προστεθεί βρετανικά, γαλλικά, γερμανικά, ολλανδικά και ιαπωνικά πολεμικά πλοία. Ταυτόχρονα εκτεταμένες αεροναυτικές ασκήσεις στην ίδια περιοχή πραγματοποιεί και η Κίνα, με την πιο προκλητική από αυτές να είναι η ανάπτυξη περισσότερων από 200 πλοίων, δήθεν αλιευτικών, που έχουν αποκλείσει την πρόσβαση στον ύφαλο Whitsun, εντός της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης των Φιλιππίνων.
Η επιθετική συνύπαρξη πολεμικών πλοίων και αεροσκαφών των ΗΠΑ και της Κίνας, πολλές φορές σε πολύ κοντινές αποστάσεις, αυξάνει δραματικά τις πιθανότητες ατυχημάτων και λανθασμένων εκτιμήσεων που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ένα επικίνδυνο θερμό επεισόδιο.
Ένας νέος και παγκόσμιος ψυχρός πόλεμος με την Κίνα ή, ακόμα χειρότερα, ένας θερμός και δυνητικά πυρηνικός πόλεμος, είναι το τελευταίο που χρειάζεται η ανθρωπότητα. Αντί οι ΗΠΑ, η Ιαπωνία, το ΝΑΤΟ και η Κίνα να εντείνουν τις επικίνδυνες εντάσεις, απαιτείται η επιδίωξη διπλωματικών λύσεων.
Δεν μπορούμε να δημιουργήσουμε έναν κόσμο χωρίς πυρηνικά όπλα, αν δεν μείνει κανείς να τον δημιουργήσει. Όπως μάθαμε από την έκθεση της Επιτροπής Palme το 1982, η οποία προετοίμασε το έδαφος για τη Συνθήκη INF που έληξε τον Ψυχρό Πόλεμο ΗΠΑ-Σοβιετικής Ένωσης πριν από την κατάρρευση του Τείχους του Βερολίνου, η ασφάλεια δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσω ενός ατέρμονου αγώνα εξοπλισμών. Μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τη δημιουργία αμοιβαίας εμπιστοσύνης και την επιδίωξη αμοιβαίως επωφελούς διπλωματίας. Η κοινή ασφάλεια μπορεί να μην σημαίνει αυτομάτως ειρήνη ή κατάργηση των πυρηνικών όπλων, αλλά μπορεί να αποτρέψει τον καταστροφικό πόλεμο και να ανοίξει το δρόμο για τον πυρηνικό αφοπλισμό, τη συνεργασία για την ανατροπή της κλιματικής αλλαγής και την αντιμετώπιση αυτής και των μελλοντικών πανδημιών.
Για την επίτευξη αυτών των στόχων απαιτείται:
- Υιοθέτηση από τις ΗΠΑ δόγματος που θα αποκλείει την χρήση πυρηνικών όπλων για την επίτευξη 1ου πλήγματος
- Αποκατάσταση διαύλων επικοινωνίας και συνεννόησης μεταξύ των ενόπλων δυνάμεων ΗΠΑ και Κίνας προκειμένου να αποφευχθεί ένα ατύχημα και ένα θερμό επεισόδιο
- Αξιόπιστα βήματα των ΗΠΑ και της Κίνας για εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους που απορρέουν από το άρθρο VI της Συνθήκης μη Διάδοσης των Πυρηνικών Όπλων (NPT)
- Τερματισμός όλων των προκλητικών και επικίνδυνων στρατιωτικών επιδείξεων δύναμης
- Επιβεβαίωση από τις ΗΠΑ της πολιτικής «μια Κίνα» και ενθαρρύνοντας τις διαπραγματεύσεις Κίνας-Ταϊβάν