Εκατό χρόνια έχουν περάσει από την απονομή του Νόμπελ Φυσικής του 1903 στον Πιερ και στη Μαρία Κιουρί, και στον Ανρί Μπεκερέλ, για την έρευνα των φαινομένων της ακτινοβολίας που είχε ανακαλύψει ο Μπεκερέλ.
Η Μάνυα Σκλοντόβσκα είχε γεννηθεί το 1867 στην Βαρσοβία, μια πόλη καταπιεσμένη από την τσαρική Ρωσία. Μία μητέρα δασκάλα που πέθανε νωρίς, ένας πατέρας μαθηματικός, ο θάνατος ενός από τα αδέλφια της και η δίψα για μάθηση, διαμορφώνουν τα παιδικά της χρόνια.
Όταν η Μάνυα πάει στο Παρίσι, παραλείπει και να φάει ακόμα προκειμένου να σπουδάσει. Μια εργασία που αναλαμβάνει, για την οποία χρειάζεται εργαστήριο, την οδηγεί ως τον Πιερ Κιουρί, την αγάπη και τον γάμο της μαζί του τον Ιούνιο του 1895.
Ο Πιερ, οκτώ χρόνια μεγαλύτερός της, δίδασκε στη Σχολή Βιομηχανικής Φυσικής και Χημείας του Παρισιού, για μηχανικούς. Καταγόταν από οικογένεια της Αλσατίας με βαθιές δημοκρατικές πεποιθήσεις. Είχε αποκτήσει τη βασική του μόρφωση από τους γονείς και τον πρωτότοκο αδελφό του, Ζακ, κι είχε αποφοιτήσει από την Σορβόνη σε ηλικία 18 ετών.
Ακτίνες ουρανίου
Στις αρχές του 1896, ο Γάλλος Φυσικός Henri Becquerel ανακοίνωνε στη Γαλλική Ακαδημία Επιστημών ότι οι ενώσεις ουρανίου, ακόμα και στα σκοτεινά, εξέπεμπαν ακτίνες που προσέβαλαν μια φωτογραφική πλάκα. Αυτές τις ακτίνες επέλεξε σαν θέμα για την διατριβή της η Μαρί, κι ο Πιερ άφησε τις δικές του έρευνες πάνω στα κρυσταλλικά πλέγματα, για να μελετήσει μαζί της το νέο φαινόμενο.
Η Μαρί δεν έκανε την έρευνά της με φωτογραφικές πλάκες, αλλά με μια απλή αλλά αποτελεσματικότατη συσκευή που είχαν ανακαλύψει πριν 15 χρόνια ο Πιερ και ο αδελφός του Ζακ, και με την οποία μπορούσε κανείς να μετρήσει πολύ μικρά ηλεκτρικά ρεύματα. Έτσι, μετρούσε την αγωγιμότητα αέρα που είχε εκτεθεί στη δράση των ακτίνων.
Το 1898, οι έρευνες οδηγούσαν στην ανακάλυψη δύο νέων ραδιενεργών στοιχείων, πρώτα του πολώνιου (που πήρε την ονομασία του από την πατρίδα της Μαρί) και μετά του ράδιου.
Οι ανακαλύψεις και οι έρευνες αυτές οδήγησαν σε ένα ακόμα Νόμπελ, στη Χημεία. Το πήρε το 1911 η Μαρί: ο Πιερ, είχε χάσει τη ζωή του από τροχαίο ατύχημα το 1906. Μετά τον θάνατο του συζύγου της, η Μαρί πήρε την έδρα που είχε ο Πιερ στη Σορβόννη. Ήταν πρώτη φορά που μια γυναίκα καταλάμβανε ανάλογη θέση.
Στη διάρκεια του πρώτου παγκόσμιου πόλεμου, η Μαρί οργάνωσε τις ραδιολογικές υπηρεσίες του γαλλικού στρατού: 20 κινητές και 200 σταθερές μονάδες για ακτινογραφίες και ακτινοθεραπείες. Το 1921, δημιούργησε το Ίδρυμα Κιουρί, για ένα μέρος των θεραπευτικών και ιατρικών εφαρμογών του Ινστιτούτου Ραδίου, που είχε ιδρυθεί το 1909.
Η ακτινοβολία από τα υλικά που τόσο απρόσεκτα χειρίζονταν όλοι οι επιστήμονες της εποχής μη γνωρίζοντας τους κινδύνους, στάθηκε μοιραία για την Μαρί, που προσβλήθηκε από θανατηφόρο αναιμία και πέθανε το 1934.
Το όνομά της δόθηκε σε μονάδα μέτρησης της ραδιενέργειας (το κιουρί ή Ci) και στο τεχνητό χημικό στοιχείο με ατομικό αριθμό 96 (το κιούριο).
«Όλο το υλικό που είχαμε στη διάθεσή μας, αποτελούνταν από παλιά μεταχειρισμένα τραπέζια από ξύλο ελάτου, όπου ακουμπούσαμε τα πολύτιμα όργανά μας που χρησιμοποιούσαμε για τη συμπύκνωση του ραδίου. Επειδή δεν υπήρχε κανένα ντουλάπι όπου θα μπορούσαμε να φυλάξουμε τα παραγόμενα ραδιενεργά υλικά, τα αφήναμε εκτεθειμένα πάνω στα τραπέζια ή στους πάγκους. Θυμάμαι πόσο αισθανόμασταν συνεπαρμένοι όταν συνέβαινε να μπαίνουμε νύχτα στο χώρο εργασίας μας, οπότε βλέπαμε τις φιγούρες των υλικών που είχαμε παρασκευάσει να ακτινοβολούν αμυδρά μέσα στο σκοτάδι»