Η πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης την 5/18 Αυγούστου 1917 είναι ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της νεότερης ιστορίας της πόλης.
Ένα τυχαίο γεγονός που σημάδεψε κι άλλαξε σημαντικά τη φυσιογνωμία της. Η πυρκαγιά αυτή δεν ήταν η πρώτη και δεν ήταν η μεγαλύτερη πυρκαγιά που έπληξε ποτέ την πόλη. Προϋπήρξαν πάρα πολλές με ιδιαίτερα καταστροφική εκείνη του 1545. Η φωτιά του ’17 όμως ήταν η πρώτη σοβαρή καταστροφή της πόλης, ενώ βρίσκεται σε ελληνικά χέρια και μάλιστα σε μία τουλάχιστον περίεργη ιστορική στιγμή. Ο A΄ Παγκόσμιος πόλεμος μαίνονταν στην Ευρώπη, η πόλη, αν και ουδέτερη, ήταν κέντρο διερχομένων συμμαχικών στρατευμάτων, ο Βενιζέλος είχε διαιρέσει την χώρα στα δύο και ο βασιλιάς ένα μήνα πριν είχε παραιτηθεί.
Η πυρκαγιά τον Αύγουστο του 1917 μέσα σε 32 ώρες έκαψε 9.500 σπίτια σε έκταση 1.000.000 m2 και άφησε άστεγους πάνω από 70.000 ανθρώπους. Οικονομικές και εμπορικές λειτουργίες, διοικητικές υπηρεσίες, χώροι αναψυχής και τα σημαντικότερα πνευματικά και θρησκευτικά ιδρύματα Χριστιανών, Εβραίων και Μουσουλμάνων μαζί με τα αρχεία τους καταστράφηκαν ολοσχερώς. Το μέρος της πόλης που κάηκε ανοικοδομήθηκε με νέο οργανωμένο σχέδιο, που αλλοίωσε σημαντικά την εικόνα της πόλης.
Η Θεσσαλονίκη πρίν την πυρκαγιά
Η Θεσσαλονίκη το 1917 ήταν μία από τις μεγαλύτερες και πιο σύγχρονες πόλεις των Βαλκανίων. Το λιμάνι της ήταν ένα από τα σημαντικότερα κέντρα εμπορίου. Απελευθερωμένη από την Οθωμανική Αυτοκρατορία μόλις το 1912, είχε ενσωματωθεί πλέον στο νέο ελληνικό κράτος μαζί με το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας και της Ηπείρου. Ο πληθυσμός της πόλης και μετά την απελευθέρωση διατηρήθηκε όπως είχε: το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού αποτελούνταν από Σεφαραδίτες Εβραίους και ακολουθούσαν Έλληνες, Τούρκοι, Βούλγαροι, αλλά και άλλοι Βαλκάνιοι και Ευρωπαίοι.
Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, που ξεκίνησε το 1914, η Ελλάδα τήρησε ουδετερότητα. Με άδεια της κυβέρνησης οι δυνάμεις της Αντάντ αποβιβάζουν το 1915 στρατεύματα στη Θεσσαλονίκη, για να υποστηρίξουν τους Σέρβους συμμάχους τους στο Μακεδονικό Μέτωπο. Το 1916 ξεσπάει στη Θεσσαλονίκη το Κίνημα της Εθνικής Αμύνης, που σχηματίζει Προσωρινή Κυβέρνηση διαιρώντας την Ελλάδα στα δύο. Μετά την παραίτηση του Κωνσταντίνου τον Ιούλιο του 1917 η ανωμαλία τερματίστηκε. Η Θεσσαλονίκη μετατράπηκε σε διαμετακομιστικό κέντρο στρατευμάτων και εφοδίων, με χιλιάδες Γάλλους και Βρετανούς στρατιώτες. Παράλληλα πρόσφυγες από τη Θράκη συγκεντρώθηκαν στην πόλη, ανεβάζοντας τον πληθυσμό της σε 48.096 οικογένειες ή 271.157 άτομα από τα 157.889, που υπήρχαν κατά την απογραφή του 1913.
Η εξέλιξη της πυρκαγιάς
Η πυρκαγιά ξεκίνησε το Σάββατο 5/18 Αυγούστου 1917 στις 3 το μεσημέρι από ένα φτωχικό σπίτι προσφύγων επί της Ολυμπιάδος 3, στη συνοικία Μεβλανέ, μεταξύ του κέντρου και της Άνω Πόλης. Προκλήθηκε από σπίθα της φωτιάς μιας κουζίνας, που έπεσε σε παρακείμενη αποθήκη με άχυρο. Η έλλειψη νερού και η αδιαφορία των γειτόνων δεν έκανε δυνατή την κατάσβεση της αρχικής πυρκαγιάς και σε σύντομο διάστημα, λόγω του ισχυρού ανέμου, ισχυρός Βαρδάρης, η πυρκαγιά μεταδόθηκε στα γειτονικά σπίτια και άρχισε να εξαπλώνεται σε ολόκληρη τη Θεσσαλονίκη.
Αρχικά ακολούθησε δύο κατευθύνσεις: προς το Διοικητήριο μέσω της οδού Αγίου Δημητρίου και προς την αγορά μέσω της Λέοντος Σοφού. Το Διοικητήριο σώθηκε χάρη στις προσπάθειες των υπαλλήλων του που έσπευσαν να βοηθήσουν. Ο άνεμος δυνάμωσε και η πυρκαγιά ακόμη πιο γρήγορα κατέβηκε στο κέντρο της πόλης. Τα ξημερώματα της επόμενης ημέρας (6/19 Αυγούστου) ο άνεμος άλλαξε κατεύθυνση και τα δύο μέτωπα της πυρκαγιάς κατέστρεψαν όλο το εμπορικό κέντρο. Στις 12:00 πέρασε γύρω από τον περίβολο του ναού της Αγίας Σοφίας, χωρίς να τον πειράξει και συνέχισε ανατολικά μέχρι την οδό Εθνικής Αμύνης (πρώην Χαμιντιέ). Το βράδυ της 6/19 Αυγούστου σταμάτησε η εξάπλωσή της.
Σε άρθρο του Γιώργου Αναστασιάδη στην εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ τον Αύγουστο του 2008 διαβάζουμε για τα αίτια της καταστροφής:
«Ο Βαρδάρης ήταν ο πιο βασικός παράγοντας που οδήγησε σε μια τόσο γρήγορη εξάπλωση της φωτιάς. Συνέτρεξαν όμως και άλλοι λόγοι: Η τεχνητή θαλασσινή αύρα που προκλήθηκε από την υψηλή θερμοκρασία σε μεγάλη έκταση της παραθαλάσσιας πόλης. Η ασφυκτική ρυμοτομία με τα στενά δρομάκια, τα ξύλινα σπίτια, τους ελάχιστους ανοικτούς χώρους. Η ουσιαστικά ανύπαρκτη πυροσβεστική υπηρεσία. Η αδυναμία των τοπικών αρχών που «οι περιστάσεις είχαν υπερφαλαγγίσει τις δυνατότητές τους». Η αδράνεια και η αρνητική στάση ορισμένων συμμαχικών δυνάμεων».
Προσπάθειες πυρόσβεσης
Στη Θεσσαλονίκη δεν υπήρχαν την εποχή εκείνη ικανές ποσότητες νερού για την κατάσβεση, αφού σημαντικό μέρος του δεσμευόταν από τις συμμαχικές δυνάμεις για την τροφοδοσία των στρατοπέδων στα προάστια της πόλης. Στην πόλη δεν υπήρχε οργανωμένη πυροσβεστική υπηρεσία, αλλά λίγες ιδιόκτητες πυροσβεστικές ομάδες ασφαλιστικών εταιρειών, τις περισσότερες φορές ανεκπαίδευτες και με πολύ παλιό ή καθόλου εξοπλισμό.
Η μόνη ελπίδα ήταν η επέμβαση των συμμαχικών δυνάμεων. Το απόγευμα της πρώτης ημέρας της πυρκαγιάς (5/18 Αυγούστου), ένα γαλλικό τμήμα ανατίναξε με δυναμίτιδα τρία σπίτια δίπλα από το Διοικητήριο με σκοπό να δημιουργήσει ζώνη ασφάλειας περιορίζοντας το ύψος και την ποσότητα της καύσιμης ύλης, αλλά αποχώρησε, αφήνοντας τη φωτιά να συνεχίσει ανενόχλητη τον δρόμο της. Το επόμενο πρωί δύο βρετανικές πυροσβεστικές αντλίες σταμάτησαν την πυρκαγιά κοντά στον Λευκό Πύργο. Το κτήριο του Τελωνείου σώθηκε χάρη στους Γάλλους στρατιώτες.
Παρ’ όλα αυτά, οι συμμαχικές δυνάμεις αρνήθηκαν να διακόψουν την υδροδότηση των στρατοπέδων και των νοσοκομείων τους, ώστε να εξοικονομηθεί νερό για την πυρόσβεση. Ο στρατηγός Σαράιγ, επικεφαλής των δυνάμεων της Αντάντ στη Θεσσαλονίκη, επισκέφθηκε για λίγη ώρα την περιοχή του Διοικητηρίου το απόγευμα της πρώτης ημέρας, αλλά δεν επέστρεψε στον τόπο της πυρκαγιάς μέχρι την κατάσβεσή της. Αναφέρεται μάλιστα από πολλές πηγές ότι η διαγωγή των Γάλλων στρατιωτών δεν ήταν η αναμενόμενη. Αντί να βοηθήσουν στην πυρόσβεση και την περίθαλψη των πυροπαθών, πολλοί προέβησαν σε λεηλασίες καταστημάτων και οικιών, πολλές φορές εμποδίζοντας τους ιδιοκτήτες να περισώσουν την περιουσία τους, ώστε να μπορούν οι ίδιοι να την λεηλατήσουν. Τις επόμενες ημέρες ο στρατηγός Σαράιγ διέταξε τον τουφεκισμό δύο στρατιωτών του, που συνελήφθησαν να πουλούν κλεμμένα κοσμήματα. Αντίθετα, οι Βρετανοί στρατιώτες βοήθησαν όσο μπορούσαν, ιδιαίτερα με τη μεταφορά περιουσιών και πυροπαθών με στρατιωτικά φορτηγά προς καταυλισμούς για πρόσφυγες (την στιγμή που για το ίδιο πράγμα οι οδηγοί των γαλλικών αυτοκινήτων ζητούσαν φιλοδώρημα).
Μετά την πυρκαγιά
Όταν έσβησαν και οι τελευταίες φλόγες ξεκίνησε η καταγραφή των ζημιών. Οι πληγέντες από την πυρκαγιά υπολογίστηκαν σε περίπου 72.500, εκ των οποίων οι 50.000 είναι Εβραίοι, οι 12.500 Ορθόδοξοι και οι 10.000 Μουσουλμάνοι. Η αναφορά του προϊσταμένου της Διεύθυνσης Θυμάτων Πυρκαϊάς, που ιδρύθηκε αμέσως μετά την κατάσβεση της φωτιές για την περίθαλψη των χιλιάδων πυροπαθών, μνημονεύει ξεχωριστά τους πυροπαθείς των τριών κοινοτήτων της Θεσσαλονίκης.
Η περίθαλψη των πυροπαθών άρχισε αμέσως μετά την πυρκαγιά. Οι ελληνικές αρχές δημιούργησαν 100 παραπήγματα για τη στέγαση 800 οικογενειών. Οι βρετανικές αρχές έστησαν τρεις καταυλισμούς με 1.300 σκηνές, όπου στέγασαν 7.000 άστεγους, οι γαλλικές αρχές έστησαν καταυλισμό για 300 οικογένειες και η Ένωση Γαλλίδων Κυριών μικρότερη κατασκήνωση 100 οικογενειών. Πέντε χιλιάδες άτομα μεταφέρθηκαν δωρεάν με τρένο και εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, το Βόλο και τη Λάρισα. Οι ελληνικές αρχές μοίραζαν δωρεάν ψωμί σε 30.000 άτομα, ενώ ο Αμερικανικός, ο Γαλλικός και ο Αγγλικός Ερυθρός Σταυρός διένειμαν τρόφιμα. Πολλοί Εβραίοι, έχοντας χάσει τα πάντα, έφυγαν για τις δυτικές χώρες και κυρίως τη Γαλλία και ένας σημαντικός αριθμός ακολουθώντας το σιωνιστικό κίνημα εγκαταστάθηκε στην Παλαιστίνη.
Παράλληλα η κυβέρνηση ενέκρινε πίστωση 1.500.000 δραχμών για τις πρώτες ανάγκες. Συγχρόνως συστήθηκε Κεντρική Επιτροπή Εράνων με σειρά υποεπιτροπών για τη συλλογή εράνων και τη διανομή χρημάτων και ειδών.
Καταστροφές
Η πυρκαγιά κατέστρεψε το 32% της συνολικής έκτασης της Θεσσαλονίκης, δηλαδή 1.000.000 τετρ. μέτρα. Η περιοχή που κάηκε ήταν μεταξύ των οδών Αγίου Δημητρίου, Λέοντος Σοφού, Νίκης, Εθνικής Αμύνης, Αλεξάνδρου Σβώλου, Εγνατία (από Αγίας Σοφίας), Αγίου Δημητρίου. Αυτή η περιοχή στα επίσημα έγγραφα αναφέρεται ως «πυρίκαυστος ζώνη» και στις λαϊκές διηγήσεις ως τα «καμένα». Το ύψος των υλικών ζημιών υπολογίστηκε σε 8.000.000 χρυσές λίρες.
Μεταξύ πολλών οικοδομημάτων είχαν καταστραφεί και τα κτίρια του Ταχυδρομείου, του Τηλεγραφείου, του Δημαρχείου, των Εταιριών Ύδρευσης και Φωταερίου, του Βελγικού Προξενείου και της αυτοκρατορικής Οθωμανικής Τράπεζας. Καταστράφηκαν επίσης οι εκκλησίες του Αγίου Δημητρίου, του Αγίου Νικολάου και της Αγίας Θεοδώρας, το Σαατλί τζαμί και άλλα τεμένη, η αρχιραβινεία με ολόκληρο το πλούσιο αρχείο αιώνων, 16 συναγωγές, πολλά σχολεία, το ελληνικό γηροκομείο με την πολύτιμη βιβλιοθήκη του Π. Παπαγεωργίου, μεγάλα καταστήματα όπως το «Τιρίγκ», τα κοσμοπολίτικα ξενοδοχεία της Πλατείας Ελευθερίας, το «Σπλέντιτ Παλάς» στην παραλία. Τα διεθνή βιβλιοπωλεία του Μ. Μόλχο και του Μ. Τριανταφύλλου, το καφενείο «Νέα Ελλάς», οι κινηματογράφοι «Έντεν», «Ολύμπια», «Πατέ». Καταστράφηκαν τα τυπογραφεία των περισσότερων εφημερίδων (η Θεσσαλονίκη είχε τον μεγαλύτερο αριθμό εκδιδόμενων εφημερίδων στην Ελλάδα), πολλές από τις οποίες δεν κατάφεραν να επανεκδοθούν. Επίσης καταστράφηκαν 4.096 από τα 7.695 καταστήματα αφήνοντας ανέργους το 70% των εργαζομένων.
Η πυρκαγιά σηματοδότησε την έναρξη της μετοικεσίας Εβραίων, Φράγκων, Οθωμανών και ορισμένων Ελλήνων. Τον Σεπτέμβριο του 1917, 7.529 άτομα βρίσκονταν σε σκηνές και 65.856 «εξοικονομήθηκαν» προσωρινά σε οικίες ή δημόσια κτίρια. Στο τέλος του 1918 10.000 πυροπαθείς φέρονται να έχουν εγκατασταθεί σε σκηνές στην Πολίχνη, στα Διαβατά, στην οδό 25ης Μαρτίου, στο γήπεδο του Ηρακλή (πλατεία Χημείου), στο Λέμπετ και στην Τριανδρία.
Μετά την καταστροφή οι ασφαλιστικές εταιρείες διατήρησαν επιφυλακτική στάση και έστειλαν πράκτορές τους να ερευνήσουν επί τόπου, προσπαθώντας να αποδώσουν την καταστροφή σε πολεμικές ενέργειες (στηριζόμενες και σε διάφορες φήμες για εμπρησμό από τους Γερμανούς ή τους Γάλλους), για να αποφύγουν την πληρωμή των τεραστίων ποσών στους ασφαλιζομένους τους. Το συνολικό ύψος των ασφαλιστηρίων ήταν 3.000.000 χρυσές λίρες και το μεγαλύτερο μέρος τους ήταν σε βρετανικές εταιρείες. Τελικά, με την πίεση των ελληνικών και ξένων αρχών και χάρη στο Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης επί της κατηγορίας για εμπρησμό κατά των ενοίκων της οικίας από όπου ξεκίνησε η πυρκαγιά, το οποίο αποφάνθηκε ότι η πυρκαγιά προκλήθηκε από τυχαία αίτια, έγινε η αποπληρωμή όλων των ασφαλιστηρίων.
Λίγες μόνο ημέρες μετά την καταστροφή η κυβέρνηση Βενιζέλου ανήγγειλε ότι δεν θα επιτρεπόταν η ανεξέλεγκτη ανοικοδόμηση της πόλης, αλλά μόνο στη βάση ενός νέου πολεοδομικού σχεδίου. Με απόφαση του Υπουργού Συγκοινωνιών Αλεξάνδρου Παπαναστασίου ιδρύθηκε Διεθνής Επιτροπή Νέου Σχεδίου Θεσσαλονίκης με πρόεδρο τον Ερνέστο Εμπράρ, για την εκπόνηση ρυμοτομικού σχεδίου, το οποίο παραδόθηκε στη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας στις 29 Ιουνίου 1918. Η πυρκαγιά επιτάχυνε τις διεργασίες ενσωμάτωσης της πόλης στο νεοελληνικό κράτος, αλλά η πολιτιστική ταυτότητα της Θεσσαλονίκης δεν ήταν πια η ίδια. Η πόλη που αναγεννήθηκε από την τέφρα της ήταν μια Θεσσαλονίκη με καμένα και χαμένα τα περισσότερα χνάρια της ιστορικής της συνέχειας και του καθημερινού της πολιτισμού. Το σχέδιο Εμπράρ δεν εφαρμόστηκε πλήρως και εξαιτίας πιέσεων εκ μέρους μεγαλοϊδιοκτητών υπέστη πολλές μεταβολές, αλλά αποτέλεσε μεγάλη βελτίωση σε σχέση με την πρωτύτερη κατάσταση της πόλης, δίνοντάς της σύγχρονη ρυμοτομία και όψη, μα αποσπώντας την απόλυτα από το ιστορικό παρελθόν της.