Ο άθλος και η περιπέτεια της πρώτης ελληνικής εφημερίδας

Η ιστορία του Τύπου, από την πρώτη του μορφή και εμφάνιση μέχρι σήμερα, συνυπάρχει και συμβαδίζει με την εξέλιξη του ανθρώπου. Η ανάγκη της πληροφόρησης και της επικοινωνίας αποτελεί μία από τις πρωταρχικές ανάγκες του ανθρώπινου είδους, βασικό στοιχείο και έναυσμα της εξέλιξης της συνείδησής του, του φυσιολογικού δηλαδή εκείνου μηχανισμού αντανάκλασης του περιγύρου, που οδήγησε στη μετέπειτα ανάπτυξή του και τη διαφοροποίησε από τη μονόπλευρη εξέλιξη των ζώων.

Από τις πρώτες οργανωμένες ανθρώπινες κοινωνίες επινοήθηκαν διάφοροι τρόποι επικοινωνίας και μεταφοράς μηνυμάτων και γνωστοποίησης ειδήσεων, πρωτόγονες μορφές Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και Επικοινωνίας. Από τις φρυκτωρίες των αρχαίων, τις φωτιές στους λόφους, που ανήγγειλαν στις Μυκήνες την πτώση της Τροίας, μέχρι το Φειδιππίδη, τον πρώτο Μαραθωνοδρόμο, που έτρεξε για ν’ αναγγείλει στους Αθηναίους τη νίκη τους επί των Περσών, όλοι οι λαοί από την πρώτη τους εμφάνιση, επινόησαν ένα σύστημα επικοινωνίας και γνωστοποίησης ειδήσεων και ταυτόχρονα τις πρώτες, προφορικές αρχικά και γραπτές ένα βήμα αργότερα, εφημερίδες.

Στην ελληνική πραγματικότητα η λέξη εφημερίδα, με την έννοια του τακτικού ενημερωτικού εντύπου, συναντάται για πρώτη φορά στην ιστοριογραφία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Κατά τη διάρκεια της 12χρονης εκστρατείας του στην Ασία ο Μακεδόνας βασιλιάς είχε οργανώσει την υπηρεσία εκείνη, που ετοίμαζε καθημερινά τις Βασίλειες Εφημερίδες, το ενημερωτικό έντυπο για τις πολεμικές επιχειρήσεις, τα οικονομικά και άλλα σημαντικά γεγονότα. Η Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, θα μπορούσαμε να πούμε, της εποχής εκείνης, μία επίσημη και λεπτομερής καταγραφή επισήμων πράξεων, αλλά και καθημερινών γεγονότων της ζωής του βασιλιά και του κράτους του Αλέξανδρου. Στην υπόλοιπη Ελλάδα, στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις, μετά τους κήρυκες, που μετέδιδαν προφορικά τις επίσημες ειδήσεις, δημόσιοι γραφιάδες ετοίμαζαν τα Δημόσια Γράμματα ή Υπομνήματα, όπου γινόταν η καθημερινή συγκέντρωση και καταγραφή όλων των σημαντικών ειδήσεων. Στην αρχαία Ρώμη από το 48 π.Χ. και με εντολή του Ιούλιου Καίσαρα και μέχρι την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (476 μ.Χ.) κυκλοφορούσαν τα acta diurna ή acta senatus, τα οποία περιείχαν ειδήσεις για επίσημες πολιτικές πράξεις και διάφορες άλλες πληροφορίες. Οι Βαβυλώνιοι κατέγραφαν κάθε μέρα τα γεγονότα της δημόσιας ζωής σε πήλινες πλάκες, όπως και οι Κρήτες, ενώ εφημερίδες κρατούσαν ακόμη οι βασιλιάδες της Περσίας, της Αιγύπτου και άλλων ανατολικών χωρών, όπως της Κίνας, όπου το 713 μ.Χ. κυκλοφόρησε στη Σαγκάη η πρώτη τυπωμένη εφημερίδα με ξύλινα στοιχεία. Οι Κινέζοι είναι οι πρώτοι τυπογράφοι, γιατί γνώριζαν τα κινητά στοιχεία και την πρέσα από τον 5ο αιώνα μ.Χ. Στην αρχαία ελληνική λογοτεχνία επίσης αναφέρεται και κάποιο ιστορικό έργο με τον τίτλο Εφημερίς Τρωικού Πολέμου, που αποδίδεται σε κάποιον Κρητικό με το όνομα Δίκτυ.

Η πορεία ανάπτυξης και ανόδου της ευρωπαϊκής ειδησεογραφίας και εφημεριδογραφίας ξεκινά στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης τους τελευταίους αιώνες ζωής του Βυζαντίου, λίγο πριν την ανακάλυψη της Αμερικής και την ανατολή, μέσα από το σκοτάδι του Μεσαίωνα, του ζωοφόρου ήλιου της Αναγέννησης. Ήδη από το 13ο αιώνα κυκλοφορούσαν στις βορειο-ιταλικές, φλαμανδικές και γερμανικές πόλεις οι πρώτες χειρόγραφες εφημερίδες, φύλλα χωρίς σταθερή περιοδικότητα, που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες πληροφόρησης του επιχειρηματικού κυρίως κόσμου και από το τέλος του 15ου αιώνα ξεκινά η κυκλοφορία μικρόσχημων φυλλαδίων, κάποιες φορές εικονογραφημένων, που διηγούνται κάποιο σημαντικό γεγονός. Λίγο αργότερα εμφανίστηκαν τα canards, που διηγούνται, μέσω κειμένου ή εικόνων, υπερφυσικά γεγονότα, εγκλήματα και καταστροφές με προφανή στόχο τον εντυπωσιασμό. Την ίδια εποχή κυκλοφορούν τα πρώτα αλμανάκ και τον 16ο αιώνα εμφανίστηκαν και οι γνωστοί λίβελλοι, με περιεχόμενο καταρχάς θρησκευτικό, έπειτα πολιτικό και έντονα πολεμικό ύφος, που κινητοποίησε τη λογοκρισία. Η τελειοποίηση της τυπογραφικής τέχνης από τον Ιωάννη Γουτεμβέργιο (1440) διευρύνει τις περιορισμένες μέχρι τότε δυνατότητες ανατύπωσης βιβλίων και κάθε άλλου είδους εγγράφου σε απεριόριστα πλέον αντίτυπα. Η πορεία της σύγχρονης ειδησεογραφίας ωστόσο ξεκινά τον 17ο αιώνα, την εποχή που κυκλοφόρησαν οι πρώτες εφημερίδες που ανταποκρίνονταν στην ανάγκη της πραγματικής ενημέρωσης, διαμορφώνοντας τα βασικά χαρακτηριστικά της σύγχρονης ειδησεογραφίας. Η πρώτη ευρωπαϊκή εφημερίδα κυκλοφόρησε το 1605 στην Αμβέρσα και ήταν διμηνιαία, ενώ ως πρώτη ημερήσια εφημερίδα στην Ευρώπη φέρεται η Leipzier Zeitung, που κυκλοφόρησε στη Γερμανία το 1660. Η πρώτη ημερήσια εφημερίδα της Αγγλίας ήταν η Daily Courant με πρώτη εμφάνιση το 1702, ενώ στη Γαλλία το πρώτο ημερήσιο φύλλο εμφανίζεται το 1777 και στις Η.Π.Α. το 1784. Την ίδια εποχή που κάνουν δειλά την εμφάνιση τους στις ανθηρές ελληνικές παροικίες του εξωτερικού οι πρώτες ελληνικές εφημερίδες, μακριά από τη μητροπολιτική Ελλάδα, που στέναζε κάτω από το ζυγό του Οθωμανού δυνάστη και τριακόσια χρόνια μετά την έκδοση του πρώτου ελληνικού βιβλίου.

 

Εισαγωγή

Το Μάιο του 1453 η πτώση της Κωνσταντινούπολης στα στρατεύματα του Μωάμεθ Β΄ του Πορθητή και στα χέρια των Οθωμανών Τούρκων και η ολοκληρωτική υποδούλωση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, που η άλωση της Πόλης επισφράγισε, σηματοδοτεί το τέλος της ελληνικής εποχής και βυθίζει ολόκληρη σχεδόν τη νοτιοανατολική Ευρώπη στο χάος μιας φρικτής δουλείας. Οι δύο αιώνες που ακολούθησαν είναι ίσως οι πιο σκοτεινοί της ελληνικής ιστορίας. Η πρωτόγνωρη βαρβαρότητα των νέων κατακτητών, που προσπαθούσαν να εδραιώσουν την κυριαρχία τους στις χώρες που είχαν καταλάβει, αλλά και οι ληστρικές επιδρομές γειτονικών λαών επιφέρουν ένα πραγματικό ξερίζωμα των ελληνικών πληθυσμών από τους προαιώνιους τόπους διαβίωσής τους, αρχικά προς τα ορεινά μέρη των επαρχιών, σε περιοχές όπου οι Τούρκοι δε φτάνουν και αργότερα προς τις ελεύθερες και διαρκώς αναπτυσσόμενες χώρες της Δυτικής Ευρώπης.

Η φυγή - μετανάστευση των Ελλήνων προς τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης είχε ξεκινήσει πολύ πριν το 1453 και το τραγικό τέλος του Βυζαντίου. Οι Οθωμανοί Τούρκοι από την πρώτη τους εμφάνιση στα ανατολικά σύνορα του Βυζαντινού κράτους κινήθηκαν απειλητικά εναντίον της εξασθενημένης πλέον Αυτοκρατορίας, δίνοντας της καίρια χτυπήματα, με αποτέλεσμα, την τελευταία πεντηκονταετία της ζωής της, να περιορίσουν την έκτασή της σε ένα μικρό μόνο μικρό κομμάτι στις δυτικές ακτές του Εύξεινου Πόντου, γύρω από την Κωνσταντινούπολη. Ταυτόχρονα η ολιγόχρονη κατοχή της Μακεδονίας και της Ηπείρου από τους Σέρβους του Στέφανου Δουσάν (1331 και μέχρι τη Μάχη του Κοσσυφοπεδίου- 1389) δίνει τις πρώτες αφορμές στις περιοχές αυτές για τη φυγή και μετοικεσία των Ελλήνων.

Από τότε και καθ’ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας μεγάλος αριθμός εγγράμματων Ελλήνων, λογίων και άλλων, μην αντέχοντας τη σωματική και ψυχική λεηλασία των Τούρκων, εγκαταλείπει την Ελλάδα και εγκαθίσταται στις χώρες της ελεύθερης, δυτικής Ευρώπης, μεταφέροντας μαζί τους την πολιτιστική κληρονομιά και το πνεύμα των προγόνων τους και δημιουργώντας εκεί περίφημα ελληνικά τυπογραφεία, φάρους παιδείας και διασώστες του ελληνικού πνεύματος και της ελληνικής λογοτεχνίας. Οι πολιτιστικές ανταλλαγές γίνονται εντονότερες μετά το 1600, όταν οι εμπορικές ανταλλαγές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τη Δύση περνούν αποκλειστικά στα χέρια των εμπειρότερων στις εμπορικές συναλλαγές Ελλήνων, δίνοντας τους έτσι την ευκαιρία της γνωριμίας με την Ευρώπη και το ευρωπαϊκό πνεύμα του Διαφωτισμού, που γυρίζοντας μεταφέρουν και στις ιδιαίτερες πατρίδες τους. Το εμπόριο έγινε αφορμή δραστήριοι Έλληνες, Μακεδόνες και άλλοι, να περνούν τα σύνορα, να εγκαθίστανται κάποιοι περιοδικά και άλλοι μόνιμα στις χώρες της Ευρώπης, δημιουργώντας εκεί δραστήριες και πλούσιες ελληνικές παροικίες, όπου δεν άκμασε μόνο το ελληνικό, επιχειρηματικό δαιμόνιο. Το ελληνικό πνεύμα, δραστήριο πάντα, παρακολουθεί τις ευρωπαϊκές εξελίξεις και μεταφέρει τα επιτεύγματα της νέας, ελεύθερης σκέψης στη σκλαβωμένη Ελλάδα, προετοιμάζοντας το έδαφος για την υλοποίηση του πάντα ζωντανού ονείρου: της επανάστασης και της ανάστασης του Γένους.

Στις ελληνικές παροικίες του εξωτερικού έγινε πράξη και το όνειρο της πρώτης ελληνικής εφημερίδας. Με πολλές απαγορεύσεις από τις επίσημες κυβερνήσεις και χωρίς να έχουν ποτέ επίσημο δικαίωμα εισόδου στο Οθωμανικό κράτος, τα πρώτα ελληνικά φύλλα έκαναν μία σύντομη, μα σημαντική αρχή στην ιστορία του ελληνικού Τύπου κι έγιναν οι μεταφορείς της ευρωπαϊκής πραγματικότητας και των ιδεών του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης στον απανταχού ελληνισμό.

 

Από τις πρώτες προσπάθειες του Γεωργίου Βενδότη στην εφημερίδα των Μαρκίδων Πούλιου (1784-1790)

Οι πρώτες προσπάθειες για τη δημιουργία ελληνόφωνης εφημερίδας, πάντα εκτός των συνόρων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ξεκίνησαν στα τέλη του 18ου αιώνα και είναι σύγχρονες με την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης και της άνθισης των ιδεών του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Η έκδοση ενός ελληνικού ενημερωτικού φυλλαδίου, μέσω του οποίου θα διακινούνταν και θα γίνονταν γνωστά στον υπόδουλο ελληνισμό, εκτός των απλών ειδήσεων και τα μηνύματα της Γαλλικής Επανάστασης και της ελεύθερης Ευρώπης, ήταν ένα ακόμη βήμα για την αναγκαία αφύπνιση του γένους, πριν την έναρξη του αγώνα για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού. Ακόμη κι αν θεωρηθεί ότι η ανατολή του ελληνικού Τύπου έρχεται καθυστερημένα εν σχέσει με τις εφημερίδες άλλων Ευρωπαϊκών κρατών, που κυκλοφορούσαν ήδη τακτικά από τις αρχές του 17ου αιώνα, το γεγονός αυτό οφείλεται όχι στην έλλειψη των κατάλληλων ανθρώπων ή των κατάλληλων ιδεών, αλλά στις ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούσαν την εποχή εκείνη στη νοτιοανατολική Ευρώπη και στην Ελλάδα ειδικότερα και σε καμία περίπτωση δεν υποβάθμισε την εκδοτική δραστηριότητα των Ελλήνων, τόσο στις επόμενες δεκαετίες, όσο και στην περίοδο του αγώνα και αμέσως μετά.

Τόσο κατά τη διάρκεια της ρωμαϊκής κυριαρχίας, όσο και κατά τη χιλιετία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, δε διασώζεται καμία μαρτυρία για τη δημιουργία και κυκλοφορία ενημερωτικών εντύπων στον ελλαδικό χώρο. Η ελληνική εκδοτική δραστηριότητα κατά τους χρόνους του Βυζαντίου αναλώνεται στην αναπαραγωγή χειρόγραφων βιβλίων, αντιγραφές αρχαίων και νέων έργων, μία εργασία κοπιαστική, χρονοβόρα και ιδιαίτερα δαπανηρή, που καθιστά το βιβλίο προσόν μόνο των υψηλά ισταμένων τάξεων. Οι πρώτες προσπάθειες δημιουργίας ελληνικών ενημερωτικών εντύπων καρποφόρησαν στη Βιέννη, το πολυπληθέστερο και πλέον δυναμικό κέντρο του ελληνισμού της διασποράς και το πιο σημαντικό και παραγωγικό κέντρο έκδοσης ελληνικών βιβλίων, μετά τη Βενετία, τρεις ολόκληρους αιώνες μετά την πτώση της Πόλης. Στην αυστριακή πρωτεύουσα συγκροτήθηκαν από τα μέσα του 18ου αιώνα δύο ιδιαίτερα δραστήριες ελληνικές κοινότητες, ενώ μία σειρά προνομίων, που είχαν εκχωρηθεί στους Έλληνες με διάφορα αυτοκρατορικά διατάγματα, τους έδωσαν τη δυνατότητα να συμμετάσχουν με ποικίλους τρόπους σε πλείστους τομείς της ζωής της Αυτοκρατορίας. Στη Βιέννη δεν ιδρύθηκαν τυπογραφεία ελληνικής ιδιοκτησίας, όπως στη Βενετία συνέβη. Αναπτύχθηκαν όμως ελληνικές εκδοτικές επιχειρήσεις με έντονη δραστηριότητα, ιδιαίτερα μετά το διάταγμα του αυτοκράτορα Ιωσήφ Β΄, που επέτρεπε την ελεύθερη κυκλοφορία βιβλίων στα εδάφη της αυτοκρατορίας του.

Στα τέλη του 18ου αιώνα και μετά την απόφαση της αυστριακής διοίκησης να επιτρέψει την έκδοση εφημερίδων «εις όλας τας γλώσσας των εθνοτήτων που διαμένουν εις τας καισαροβασιλικάς χώρας», αρχίζουν να υποβάλλονται προς την αυστριακή κυβέρνηση αλλεπάλληλες αιτήσεις χορήγησης άδειας για τη δημιουργία ελληνικής εφημερίδας. Τελικά το 1784 η άδεια δίνεται στο Ζακυνθινό λόγιο, εκδότη και τυπογράφο Γεώργιο Βενδότη, ο οποίος εκδίδει και κυκλοφορεί τον Ιούνιο του 1784 την πρώτη ελληνική εφημερίδα. Η εξαιρετικά μικρή διάρκεια ζωής του πρώτου αυτού ελληνόφωνου δημοσιογραφικού εντύπου και οι ιδιαίτερες συνθήκες, που οδήγησαν στη διακοπή της κυκλοφορίας του, συνετέλεσαν ώστε σήμερα κανένα φύλλο του να μην έχει διασωθεί. Τα μόνα γνωστά στοιχεία που υπάρχουν για την εφημερίδα του Βενδότη είναι ο χρόνος κυκλοφορίας της (Ιούνιος - Ιούλιος 1784), ο τόπος έκδοσης της και τα στοιχεία του εκδότη της. Γνωρίζουμε επίσης ότι τυπωνόταν στο τυπογραφείο του Baumeister, ένα από τα μεγαλύτερα τυπογραφεία της Βιέννης, σημαντικό κέντρο παραγωγής ελληνικών βιβλίων, όπου ο Βενδότης εργαζόταν τότε ως επιμελητής των ελληνικών εκδόσεων και ήταν μάλλον εβδομαδιαία. Άρα στους δύο μήνες της ζωής της πρέπει να κυκλοφόρησαν συνολικά οχτώ φύλλα. Καμία άλλη πληροφορία σχετικά με τον τίτλο, τα περιεχόμενα ή τους τρόπους και τις περιοχές διάδοσης της δεν έχει διασωθεί, εκτός από τη μαρτυρία του Αυστριακού ιστορικού J.H. Faber, ο οποίος το 1790 αναφέρει ότι: «Η ελληνική εφημερίδα, που άρχισε να εκδίδεται στη Βιέννη, απαγορεύθηκε από το Σουλτάνο, γιατί επήγαινε στην Κωνσταντινούπολη και άρχισαν να τη διαβάζουν και οι ίδιοι οι Τούρκοι, πράγμα που αντέβαινε προς τον νόμο του Μωάμεθ». Αν και η διάρκεια ζωής της ήταν μόλις δύο μήνες, φαίνεται πως είχε αποκτήσει ένα πολυπληθές αναγνωστικό κοινό, γεγονός που συνετέλεσε, ώστε να συνεχιστούν με ακόμα μεγαλύτερη ένταση οι εκδοτικές προσπάθειες των Ελλήνων για τη δημιουργία ενός ελληνικού ειδησεογραφικού εντύπου.

Η κυκλοφορία της πρώτης αυτής ελληνικής εφημερίδας όμως, αν και ικανοποίησε τους Έλληνες, δυσαρέστησε την τουρκική κυβέρνηση, η οποία με διάβημα του βεζίρη Χαμίτ Πασά προς τον πρεσβευτή της Αυστρίας στην Κωνσταντινούπολη βαρόνο von Herbert - Rathkeal και αγνοώντας την παραπάνω απόφαση σχετικής ελευθεροτυπίας, ζήτησε από την αυστριακή κυβέρνηση και πέτυχε την παύση της έκδοσης της, αφού η Υψηλή Πύλη είχε ως αρχή της «... να κρατή τον λαόν εις άγνοιαν, να αποτρέπη την προσοχήν του από τας κρατικάς υποθέσεις και να του αποκρύπτη παν ό,τι συζητείται εν Ευρώπη διά το Τουρκικόν Κράτος, διά τους κυριάρχους του και διά τους επισημοτέρους υπουργούς του».

Μετά από εκείνη την πρώτη προσπάθεια, αποτυχημένη μεν ως προς την διάρκεια ζωής της, επιτυχημένη όμως ως προς την αρχή που έκανε και το έναυσμα που έδωσε για μία δυναμική συνέχεια, οι αιτήσεις για την άδεια έκδοσης ελληνικής εφημερίδας στην αυστριακή πρωτεύουσα υποβάλλονται και απορρίπτονται η μία μετά την άλλη. Τελικά, πέντε χρόνια αργότερα, τον Ιανουάριο του 1789 εγκρίνεται η αίτηση, που είχε υποβάλλει ο Δημήτριος Θεοχαρίδης, η τρίτη υποβληθείσα από τον ίδιο αίτηση μέσα σε διάστημα ενός έτους. Στην επίσημη εφημερίδα της αυστριακής πρωτεύουσας, τη Wiener Zeitung, δημοσιεύεται σχετική αγγελία προς όλους τους ενδιαφερόμενους. Η έναρξη της εκδόσεως, όπως η αγγελία διευκρινίζει, ελπίζεται να πραγματοποιηθεί μέσα στον Ιούλιο του 1789, μα ακόμη και ένα χρόνο μετά, πιθανόν λόγω έλλειψης ικανού αριθμού συνδρομητών ή άλλων αγνώστων σε μας προβλημάτων, καμία ελληνική εφημερίδα δεν κυκλοφορούσε στη Βιέννη.

Στις 27 Ιουνίου 1790 υποβάλλει αίτηση ο Πούλιος -ή Publius, όπως προτιμούσε να τον αποκαλούν- Μαρκίδης Πούλιου από τη Σιάτιστα της Μακεδονίας, πρώην κρατικός υπάλληλος και αυστριακός πολίτης. Ενάμιση χρόνο πριν ο αδερφός του Γεώργιος, έμπορος στο επάγγελμα, είχε υποβάλλει στην αυστριακή κυβέρνηση δύο άτυχες αιτήσεις για τη δημιουργία ελληνόφωνης εφημερίδας. Τώρα ο αδερφός του ζητά την άδεια έκδοσης εφημερίδας στη ελληνική, ιλλυρική (= σερβική) και γερμανική γλώσσα. Η αίτηση του γίνεται δεκτή και αφού ο Δημήτριος Θεοχαρίδης, που είχε ακόμα τη σχετική άδεια και ας μην είχε εκδώσει ποτέ την εφημερίδα που προανήγγειλε, παραιτείται γραπτώς και μετά από συμφωνία από αυτό το δικαίωμα. Κάτω από αυτές τις συνθήκες οι αυστριακές αρχές εκδίδουν στις 15 Οκτωβρίου του 1790 την απόφαση με την οποία χορηγείται στον Πούλιο Μαρκίδη Πούλιου από τη Σιάτιστα της Μακεδονίας η άδεια έκδοσης όχι μίας, αλλά τριών εφημερίδων στην ελληνική, ιλλυρική και γερμανική γλώσσα.

 

Η «Εφημερίς» των Μαρκίδων Πούλιου

Στις 16 Οκτωβρίου του 1790, μία μόλις μέρα μετά την έκδοση της περιπόθητης άδειας, που έδινε στον Πούλιο Μαρκίδη Πούλιου την άδεια έκδοσης και κυκλοφορίας ελληνικής εφημερίδας, κυκλοφορεί στη Βιέννη η ΕΙΔΗΣΙΣ, ένα λυτό μονόφυλλο έντυπο, μικρού σχήματος, τυπωμένο κι από τις δυο όψεις του φύλλου και με τον τίτλο ΕΙΔΗΣΙΣ στην κορυφή της πρώτης σελίδας, που αναγγέλλει την προετοιμασία και προσεχή κυκλοφορία του νέου εντύπου. Το αρκετά εκτεταμένο κείμενο του, γραμμένο στην ελληνική γλώσσα, δεν είναι απλή αγγελία ή απλό δελτίο προεγγραφής συνδρομητών, αλλά μία πατριωτική διακήρυξη υπέρ της Ελλάδας -όπου το όνομα της, όπου αναφέρεται, αναγράφεται με κεφαλαία- και ταυτόχρονα μία διακήρυξη των αρχών και των πεποιθήσεων των εκπροσώπων του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, από τους οποίους εμπνεύστηκαν στο έργο τους και βοήθησαν στη διάδοση των ιδεών τους οι Μαρκίδες Πούλιου. Ταυτόχρονα επισημαίνουν την επιτακτική ανάγκη δημιουργίας μίας ελληνικής εφημερίδας «της οποίας η διήγησις, όπως χαρακτηριστικά διευκρινίζει, θέλει είναι μία εκλογή αξιοδιηγήτων πραγμάτων όχι μόνο πολεμικών, αλλά και πολιτικών και μάλιστα οικονομικών. Τουτέστι εκείνων όπου ποτε μεν εις ετούτην πότε δε εις άλλην Επαρχίαν, ή εις άλλην Δεσποτείαν και τόπον της ευρώπης, ή και άλλο μέρος του κόσμου συμβαίνουν». Το κείμενο της ΕΙΔΗΣΙΣ πληροφορεί ακόμη τους αναγνώστες ότι η εν λόγω εφημερίδα θα κυκλοφορήσει «εις την απλήν ρωμαίικην μαζύ με άλλην ξεχωριστήν εις την σκλαβουνοσέρβικην γλώσσαν, και έχει να εκδίδεται καθεμία από αυτάς δύο φοραίς εκάστη εβδομάδα, τουτέστι τη τρίτη και παρασκευή». Αισθητή είναι η απουσία από το κείμενο μίας συγκεκριμένης ημερομηνίας έκδοσης του νέου φύλλου, αλλά και οποιασδήποτε αναφοράς στους εκδότες του, όπως και στους συντάκτες του παρόντος κειμένου, για το οποίο το μόνο διευκρινιστικό στοιχείο είναι η τοπο-ημερομηνία στο τέλος –«Βιέννη 16. Οκτωμβρίου 1790»- Ωστόσο ως χώρος πληρωμής των συνδρομών αναφέρεται το τυπογραφείο του Baumeister στη Βιέννη, όπως και στην αγγελία του Θεοχαρίδη και εκεί όπου τυπώθηκε το 1784 η πρώτη ελληνική εφημερίδα του Γεωργίου Βενδότη. Το κείμενο της ΕΙΔΗΣΙΣ κλείνει με τη διευκρίνιση ότι για τους συνδρομητές εντός της οθωμανικής επικράτειας θα κυκλοφορεί μία ειδική έκδοση «εις την οποίαν το κεφάλαιον περί των εις εκείνα τα μέρη συμβαινόντων θέλει αποσιωποιηθή» για να αποφευχθεί, όπως διευκρινίζει, κάθε αίτιο «σκανδαλοποιίας». Πιθανό είναι παρόμοιο φυλλάδιο να είχε εκδοθεί και στη σερβική γλώσσα, αφού γίνεται αναφορά και για τη σερβική εφημερίδα. Το κείμενο, γραμμένο σε απλή, ελληνική γλώσσα, φανερώνει συντάκτες χωρίς ιδιαίτερη εξάσκηση στο γραπτό λόγο και στοχεύει κυρίως στο να συγκινήσει τους αναγνώστες, παρά να τους πείσει με τη δεινότητα των λόγων και των επιχειρημάτων τους. Από το μονόφυλλο της ΕΙΔΗΣΙΣ, που ήταν άγνωστο μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, διασώζεται σήμερα μόνο ένα αντίγραφο, «δεμένο» στην αρχή του πρώτου τόμου της ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΣ, που φυλάσσεται στη Βιβλιοθήκη της Ρουμανικής Ακαδημίας.

Η υπόσχεση των ανωνύμων -αν και πιθανώς γνωστών στους Έλληνες της Βιέννης- συντακτών της ΕΙΔΗΣΙΣ παίρνει σάρκα και οστά δύο μήνες αργότερα. Στις 31 Δεκεμβρίου του 1790 κυκλοφορεί στην αυστριακή πρωτεύουσα από τους Σιατιστινούς αδελφούς Πούλιο και Γεώργιο Μαρκίδη Πούλιου και το τυπογραφείο του Baumeister, το πρώτο φύλλο της ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΣ, της πρώτης ελληνικής εφημερίδας που έχει διασωθεί. Η πρώτη της εμφάνιση, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1791, έγινε με ένα απλό δίφυλλο μικρού σχήματος -22 επί 17 εκατ. περίπου- στο μέγεθος που έβγαιναν τότε και πολλές άλλες ευρωπαϊκές εφημερίδες, με δύο στήλες κείμενο ανά σελίδα, χωρίς τίτλο και χωρίς ονόματα εκδοτών ή συνεργατών. Στην κορυφή της πρώτης σελίδας ξεχωρίζει ο αύξων αριθμός του φύλλου και αμέσως μετά την επιβλητική εικόνα που ακολουθεί στη θέση του τίτλου, σημειώνονται με μεγάλα γράμματα ο τόπος έκδοσης και η ημερομηνία. Την ειδησεογραφία της πρώτης σελίδας καλύπτει εξ ολοκλήρου το μήνυμα των εκδοτών προς Τω Φιλαναγνώστη και την υπόλοιπη ύλη της απαρτίζουν μικρές ειδήσεις από διάφορα μέρη της Ευρώπης.

Το πρωτοσέλιδο κύριο άρθρο του πρώτου φύλλου είναι ουσιαστικά μία ανακοίνωση των εκδοτών της νέας εφημερίδας προς τους αναγνώστες. Μία παρουσίαση του φύλλου τους και των δυσκολιών του εγχειρήματος που αναλαμβάνουν. Δεν περιέχει προγραμματικές εξαγγελίες, καθώς αυτές ήταν ήδη γνωστές. Περιορίζεται απλώς να υπογραμμίσει τις δυσκολίες της έκδοσης μίας εφημερίδας και να ζητήσει την επιείκεια και τη βοήθεια των αναγνωστών. Η προσπάθεια τους, όπως διευκρινίζουν, δεν αποβλέπει στο κέρδος, αφού περισσότερες, διευκρινίζουν, θα είναι οι ζημίες παρά τα κέρδη, αλλά στην επιθυμία να προσφέρουν στο έθνος την «προ πολλού επιθυμηθείσαν» εφημερίδα του. Το ύφος του άρθρου θυμίζει έντονα το κείμενο της ΕΙΔΗΣΙΣ, γεγονός που επιβεβαιώνει την από αρχής υποψία ότι οι συντάκτες των δύο κειμένων ήταν τα ίδια άτομα.

Αυτό όμως που κυριαρχεί στην κορυφή της πρώτης σελίδας της ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΣ είναι η εντυπωσιακή εικόνα, αντί τίτλου, που καλύπτει το μισό σχεδόν φύλλο. Σ’ αυτήν κεντρική μορφή, καθισμένη σ’ ένα θρόνο από σύννεφα, είναι μία γυναίκα με αρχαιοελληνική αμφίεση και περικεφαλαία, σαν τη θεά Αθηνά, η οποία, απλώνει το δεξί της χέρι για να πάρει ένα βιβλίο ή μία δέσμη φύλλων, που της προσφέρει ένα μικρό, ευτραφές αγοράκι, από την πρώτη σελίδα του οποίου ξεχωρίζει με κεφαλαία και σε τρεις σειρές η λέξη: ΕΦΗ/ΜΕ/ΡΙΣ. Αυτό είναι το νέο επίτευγμα που προσφέρουν στην πατρίδα, που συμβολίζει η γυναικεία αυτή μορφή, δυσανάλογα μεγάλη μπροστά στο μικρό αγόρι, τα παιδιά της. Αριστερά, στο βάθος μιας πεδιάδας, διακρίνονται δύο ψηλά βουνά, πίσω από τα οποία ξεπροβάλλει ένας λαμπρός ήλιος, ο ήλιος του Διαφωτισμού και πάνω από αυτά μία ιπτάμενη μορφή, προσωποποίηση της Φήμης, με σάλπιγγα στα χείλη, που αναγγέλλει στον κόσμο το χαρμόσυνο μήνυμα. Στο άλλο άκρο, πίσω από το θρόνο της γυναίκας, μία βρύση απ’ όπου αναβλύζει γάργαρο νερό και πάνω της μία κυψέλη γεμάτη δραστήριες και εργατικές μέλισσες, που πετούν τριγύρω για να συλλέξουν το νέκταρ από τα άνθη, τις ειδήσεις, που θα προσφέρουν στους αναγνώστες.

Ο συμβολικός αυτός πίνακας, έκφραση των αισθημάτων των δημιουργών της ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΣ για την πατρίδα και του ρόλου, που το φύλλο τους ήθελαν να παίξει στην αφύπνιση των Ελλήνων, πριν το μεγάλο ξεσηκωμό και την αναγέννηση του έθνους έγινε έμβλημα και τίτλος για όλα τα τεύχη -105 συνολικά- του πρώτου χρόνου και μόνο από το 1792 και μετά, όταν το σχήμα της ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΣ έγινε μικρότερο, αντικαθίσταται από διάφορα άλλα τυπογραφικά κοσμήματα.

Το όνομα των εκδοτών ωστόσο δεν αναφέρεται πουθενά και σε κανένα από τα πρώτα φύλλα της ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΣ. Από το φύλλο της 24ης Ιανουαρίου μόνο και σε όλα τα υπόλοιπα φύλλα του πρώτου έτους, στο υποσέλιδο της τελευταίας σελίδας αναγράφεται στα γερμανικά και στα ελληνικά η διεύθυνση του τυπογραφείου του Baumeister. Το όνομα των εκδοτών αναφέρεται για πρώτη φορά στο φύλλο της 9ης Ιουνίου 1791, σε μία μικρή ανακοίνωση στην τελευταία σελίδα της εφημερίδας, όπου παρακαλούνται οι συνδρομητές να ανανεώσουν τη συνδρομή τους για το ερχόμενο ήμισυ του χρόνου και ζητείται «να γράψουν ή αμέσως εις την εδώ πόστιαν καθώς η επιγραφή εις το τέλος της εφημερίδας φαίνεται, ή εις ημάς τους ιδίους υπό την υπογραφήν Μαρκίδες Πούλιου…».

Για πολλά χρόνια η ακριβής ημερομηνία έκδοσης του πρώτου φύλλου της ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΣ παρέμενε άγνωστη και μόλις το 1928 ο Έλληνας λόγιος Δημοσθένης Ρούσσος, καθηγητής του Πανεπιστημίου του Βουκουρεστίου, ανακάλυψε στη Βιβλιοθήκη της Ρουμανικής Ακαδημίας πλήρη σειρά του πρώτου έτους κυκλοφορίας, η οποία περιελάμβανε και το πρώτο φύλλο της 31ης/12/1790, όπως και το κείμενο της ΕΙΔΗΣΙΣ.

 

Από το 1792 και έπειτα

Με το πρώτο φύλλο του 1792 η ΕΦΗΜΕΡΙΣ αλλάζει μορφή και μέγεθος, που γίνεται πλέον μικρότερο, αλλά με περισσότερες σελίδες και με μικρότερα τυπογραφικά στοιχεία, άρα και με περισσότερη ύλη. Στις σελίδες του έτους δίνεται πλέον συνεχής αρίθμηση, για να μπορούν όλα τα φύλλα ενός χρόνου να δένονται σε έναν ενιαίο τόμο, και στο πρώτο φύλλο του 1792 προτάσσεται φύλλο τίτλου, που θα χρησιμεύσει ως εξώφυλλο στον τόμο των εφημερίδων του έτους. Και πάλι κυκλοφορεί χωρίς τίτλο, αλλά και χωρίς τον συμβολικό πίνακα του 1791, που αντικαθίσταται πλέον από διάφορα τυπογραφικά κοσμήματα. Ο τίτλος ΕΦΗΜΕΡΙΣ υπάρχει μόνο στο εξώφυλλο του έτους μαζί με την επεξήγηση: «…είτ' ουν, ΑΚΡΙΒΕΣ ΑΠΑΝΘΙΣΜΑ των κατά τον ενεστώτα χρόνον αξιολογωτέρων, ναι μην, και ακριβεστέρων παγκοσμίων συμβεβηκότων, άπερ φιλοπόνως και εμμελώς, δίκην μελίσσης, απανταχόθεν συλλεξώμενοι, χάριν της επωφελούς των πολλών περί τα νέα περιεργίας φιλοφρόνως εκδίδομεν». Οι αλλαγές αυτές είχαν προαναγγελθεί στους αναγνώστες με μία δίφυλλη ανακοίνωση, που κυκλοφόρησε μαζί με το τελευταίο φύλλο του 1791, στο οποίο οι εκδότες Μαρκίδες Πούλιου, ενυπόγραφα πλέον, πληροφορούν τους αναγνώστες τους για τις αλλαγές στην έκδοση, που θα ξεκινήσουν από το πρώτο φύλλο του νέου έτους. Σκοπός όλων αυτών των βελτιώσεων, όπως στο δίφυλλο αυτό τονίζουν, είναι η ανάγκη συνεχούς καλυτέρευσης της εφημερίδας τους, για να μην απογοητεύσουν τους αναγνώστες και να αποκτήσουν και πολλούς καινούργιους. Με αυτή τη μορφή συνεχίστηκε η κυκλοφορία της ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΣ μέχρι και τον τελευταίο χρόνο της έκδοσης της το 1797.

Από το 1792 και μετά η ΕΦΗΜΕΡΙΣ παύει να είναι το ισχνό φύλλο των ελαχίστων ειδήσεων του 1791, αλλά αποκτά με τη νέα της μορφή κύρος και δυναμική, που πηγάζει και από τα πρόσωπα των εκδοτών της, που ήταν σεβαστά πρόσωπα ανάμεσα στους Έλληνες της Βιέννης. Και οι δύο αδερφοί Πούλιου ήταν αυστριακοί πολίτες και όταν το 1792 ο ιδιοκτήτης και διευθυντής του τυπογραφείου Baumeister προσλήφθηκε στα ανάκτορα ως παιδαγωγός των πριγκίπων, το τυπογραφείο περιήλθε στα χέρια τους, αν και δεν απέκτησαν ποτέ δικό τους προνόμιο ιδιοκτησίας. Ωστόσο το γεγονός αυτό τους επιτρέπει να χειρίζονται πλέον με άνεση διάφορες εκδόσεις, που οι ίδιοι επιθυμούσαν, όπως και την έκδοση της ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΣ.

Στο εξώφυλλο του 1793 αναφέρεται πλέον και το όνομα των εκδοτών της και από το φύλλο της 1ης Φεβρουαρίου το κοινό τυπογραφικό κόσμημα της πρώτης σελίδας αντικαθίσταται από μία νέα συμβολική παράσταση που γίνεται και το νέο της έμβλημα.

Η παράσταση αυτή εικονίζει στο μέσον ένα ογκώδες βάθρο και γύρω του τρεις μορφές: τη Φήμη, με ανοιχτές φτερούγες και δύο σάλπιγγες στα χέρια, που διαδίδει παντού όσα συμβαίνουν στην οικουμένη, τη θεά Αθηνά, θεά της σοφίας και της μάθησης, ίσως και προσωποποίηση της Ελλάδας και τον φτερωτό Ερμή, τον αγγελιοφόρο και θεό του εμπορίου. Στη μεγάλη στενόμακρη βάση του βάθρου είναι χαραγμένη με λευκά γράμματα σε μαύρο φόντο η λέξη ΕΦΗΜΕΡΙΣ. Κάτω από την όλη παράσταση τοποθετούνταν η ημερομηνία και ο αυξ. αριθμός του φυλλαδίου. Το έμβλημα αυτό διατηρήθηκε και σε όλα τα υπόλοιπα φύλλα της ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΣ μέχρι την τελική διακοπή της έκδοσης της.

Στο κείμενο της ΕΙΔΗΣΙΣ οι άγνωστοι τότε συντάκτες διευκρινίζουν πως για τους συνδρομητές εντός της Οθωμανικής επικράτειας, θα κυκλοφορεί μία ειδική έκδοση της ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΣ για την αποφυγή κάθε αιτίου «σκανδαλοποιίας» με την απάλειψη ειδήσεων και κάθε λογής δημοσιευμάτων, που μπορεί να ενοχλούσαν την Υψηλή Πύλη. Ωστόσο το εγχείρημα αυτό δεν είναι γνωστό αν πραγματοποιήθηκε, καθώς, πέρα από την παραπάνω διευκρίνιση, δεν έχει σωθεί κανένα άλλο στοιχείο που να αναφέρει την ύπαρξη μίας τέτοιας δίδυμης έκδοσης, ούτε τα μέχρι σήμερα σωζόμενα φύλλα διευκρινίζουν κάτι τέτοιο.

 

Η Εφημερίς και ο Ρήγας Φεραίος

Ένας από τους θερμότερους συνεργάτες και υποστηρικτές των Μαρκίδων Πούλιου και της ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΣ ήταν, από τον πρώτο ήδη χρόνο της κυκλοφορίας της, ο Ρήγας Φεραίος. Ο φλογερός πατριώτης από το Βελεστίνο της Θεσσαλίας, οραματιστής της ελεύθερης βαλκανικής ομοσπονδίας, γνώρισε τους Σιατιστινούς αδελφούς το 1790, όταν μετέβη για πρώτη φορά στη Βιέννη από το Βουκουρέστι, ως διερμηνέας και γραμματικός του Μεγάλου Σερδάρη της Βλαχίας και μετέπειτα βαρόνου de Langenfeld Χριστόδουλου Κιρλιάνου. Στην αυστριακή πρωτεύουσα, κατά εκείνο το πρώτο του ταξίδι με το βαρόνο και τη συνοδεία του, ο Ρήγας θα παραμείνει ως τα τέλη του Ιανουαρίου του 1791 και εκεί θα τυπώσει τα δύο πρώτα βιβλία του, Σχολείον ντελικάτων εραστών και Φυσικής απάνθισμα, αναγγέλλοντας ταυτόχρονα και την προετοιμασία ενός τρίτου. Το πρώτο στο τυπογραφείο του Baumeister την ίδια εποχή, που οι Μαρκίδες Πούλιου ετοίμαζαν εκεί το πρώτο φύλλο της εφημερίδας τους.

Η δράση του Ρήγα συμπίπτει χρονικά με την περίοδο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, τότε που σε όλη την ελεύθερη Ευρώπη λαμβάνει χώρα μία γιγαντιαία εκστρατεία από Έλληνες απόδημους και φωτισμένους φιλέλληνες, για την αφύπνιση και το διαφωτισμό του ελληνισμού, απαραίτητη προεργασία πριν το μεγάλο ξεσηκωμό για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού. Από το πνεύμα αυτό επηρεάζεται κι ο Ρήγας. Πεπεισμένος, όπως ο Κοραής και ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ότι η ελευθερία θα έρθει με την πνευματική ανύψωση των υποδούλων, ενδιαφέρεται πριν απ’ όλα για την πνευματική καλλιέργεια των Ελλήνων, γράφοντας και ο ίδιος βιβλία και μεταφράζοντας στην ελληνική πολλά ξένα έργα. Η εκδοτική του δραστηριότητα ξεκινάει κατά αυτό το πρώτο του ταξίδι στη Βιέννη το 1790, σε ένα από τα σημαντικότερα και παραγωγικότερα κέντρα έκδοσης ελληνικών βιβλίων, καθ’ όλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας.

Από την πρώτη μέρα της άφιξης του και καθ’ όλη τη διάρκεια της εκεί παραμονής του, η παρουσία του Ρήγα στους πολυμελείς ελληνικούς κύκλους της αυστριακής πρωτεύουσας, ήταν πάντα κάτι το ξεχωριστό. Ο γραμματικός με την αρχοντική εμφάνιση και την πληθωρική ιδιοσυγκρασία, άνθρωπος των γραμμάτων, γλωσσομαθής και ενήμερος σε όλα, συνόμιλος των ανωτέρων κύκλων της φαναριώτικης κοινωνίας στην Πόλη και στο Βουκουρέστι, με υψηλές και σημαντικές γνωριμίες διέθετε όλες τις απαραίτητες προϋποθέσεις για να προκαλεί το ενδιαφέρον και να εντυπωσιάζει. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα έγινε η γνωριμία και αναπτύχθηκαν οι σχέσεις του με τους αδελφούς Πούλιου. Γι’ αυτούς ο δαιμόνιος Θεσσαλός ήταν επιπλέον κι ένας υπολογίσιμος πελάτης του τυπογραφείου (που είχαν ήδη αρχίσει να παίρνουν στα χέρια τους και πριν την οριστική αποχώρηση του Baumeister). Τύπωνε βιβλία με δικά του έξοδα, αγόραζε ελληνικά και ξένα έντυπα και μπορούσε, επιστρέφοντας στη Βλαχία, να συντελέσει στη διάδοση της ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΣ, αφού κατά την πρώτη της εμφάνιση το Δεκέμβριο του 1790 ο Ρήγας βρισκόταν ακόμα στη Βιέννη.

Κατά το πρώτο του ταξίδι στην Αυστρία ο Ρήγας θα παραμείνει στη Βιέννη περισσότερους από έξι μήνες (Ιούνιος 1790 - Ιανουάριος 1791) και θα γνωρίσει, ίσως και από το πρώτο στάδιο της προετοιμασίας τους, τα πρώτα φύλλα της ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΣ. Στους βιεννέζικους κύκλους θα βρεθεί και πάλι πέντε χρόνια αργότερα, το καλοκαίρι του 1796 με σκοπό να εκδώσει τους χάρτες που είχε ετοιμάσει και να τυπώσει εκεί τα νέα βιβλία του, αλλά και το επαναστατικό υλικό, που σκόπευε να μεταφέρει στην Ελλάδα. Κατά το διάστημα της διαμονής του στη Βλαχία ωστόσο δεν είχε χάσει την επαφή του με την ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ. Το αυστριακό Ταχυδρομείο-Πρακτορείο Εφημερίδων, το οποίο διακινούσε όλα τα έντυπα, είχε υποκαταστήματα ή ειδικά γραφεία σε όλες τις πρεσβείες, προξενεία, υποπροξενεία κ.α. και στο Βουκουρέστι διέμεναν πολλοί συνδρομητές της. Ένα γράμμα του Ρήγα, που βρέθηκε στα αρχεία του Προξενικού Πρακτορείου, που διατηρούσε η Αυστρία στο Βουκουρέστι, αποδεικνύει την υπόθεση αυτή. Το γράμμα αυτό, χωρίς όνομα παραλήπτη, απευθύνεται προφανώς σε κάποιον υπάλληλο του Πρακτορείου, αρμόδιο για τη διακίνηση του Τύπου και τις εγγραφές συνδρομητών. Ο Ρήγας τον παρακαλεί να μεριμνήσει για την αποστολή των «ελληνικών εφημερίδων» στη διεύθυνση του Μεγάλου Αρμάση Αναστασίου, γνωστού αξιωματούχου της Ηγεμονικής Αυλής του Βουκουρεστίου και να τον πληροφορήσει πόσα τουρκικά πιάστρα έχει το αυστριακό φιορίνι, πιθανόν για να υπολογίσουν σε πιάστρα το αντίτιμο της συνδρομής.

Κατά το δεύτερο και τελευταίο ταξίδι του στη Βιέννη τον Αύγουστο του 1796 ο Ρήγας βάζει σε εφαρμογή το επαναστατικό του σχέδιο. Οι εκδότες της ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΣ, οι αδελφοί Πούλιου, έγιναν πιστοί συνεργάτες του, θέτοντας στη διάθεση του το υπερσύγχρονο, για την εποχή εκείνη, τυπογραφείο τους και την ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ, τα καταλληλότερα μέσα για τη διάδοση και προβολή των ιδεών και του έργου του. Έχοντας τη δική τους κάλυψη ο Ρήγας και ο πατριωτικός κύκλος των λογίων και των σπουδαστών της Βιέννης καταστρώνουν σχέδια για την έκδοση εθνοδιαφωτιστικών βιβλίων για την ανάταση και το διαφωτισμό του σκλαβωμένου γένους, αρχίζοντας με τη συλλογική μετάφραση του έργου Νέος Ανάχαρσις. Η ΕΦΗΜΕΡΙΣ του 1797 -και του 1796 πιθανότατα- αναγγέλλει κάθε τόσο τα υπό εκτύπωση έργα του, ενώ στο τυπογραφείο της γινόταν και οι σχετικές παραγγελίες. Εκεί τυπώθηκε και η δωδεκάφυλλη Μεγάλη Χάρτα της Ελλάδος (1796-1797) (ένα από τα 17 σωζόμενα αντίτυπά της φυλάσσεται σήμερα στη Κοβεντάρειο Δημοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης), το μεγαλειώδες αυτό έργο του Ρήγα, καθώς και τα επαναστατικά του ποιήματα και η επαναστατική προκήρυξη, όπου καλούσε τους Έλληνες και τους άλλους βαλκανικούς λαούς να αποτινάξουν τον τουρκικό ζυγό. Παράλληλα φρόντιζε για τη στρατολόγηση οπαδών για το επαναστατικό του έργο, για την εξεύρεση οικονομικών πόρων, την ανάπτυξη συνεργασίας με τον αποστάτη πασά του Βιδινίου Οσμάν πασά Πασβάντογλου και την εξασφάλιση γαλλικής βοήθειας.

Η συνεργασία του Ρήγα με τους Σιατιστινούς αδελφούς θα τελειώσει άδοξα μετά τη σύλληψη του από τις αυστριακές αρχές το Δεκέμβριο του 1797 στο λιμάνι της Τεργέστης, με την κατηγορία ότι στρεφόταν εναντίον της γειτονικής και φίλης Τουρκίας. Το επαναστατικό έντυπο υλικό, που θα μετέφερε στην Ελλάδα κατασχέθηκε και το καταστροφικό τους έργο ολοκληρώθηκε με την σύλληψη των δύο αδελφών και την κατάσχεση όλου του εντύπου υλικού που βρέθηκε στο τυπογραφείο τους, σημαίνοντας το τέλος της ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΣ, που θεωρήθηκε δημοσιογραφικό όργανο των ελληνικών πατριωτικών κύκλων, όπως άλλωστε ήταν.

 

Τα «χαμένα φύλλα» (1795-1796)

Αν και μέχρι σήμερα έχουν διασωθεί και φυλάσσονται σε διάφορες βιβλιοθήκες της Ελλάδας και του εξωτερικού, πολλά φύλλα της ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΣ δεν έχει διασωθεί κανένα φύλλο της διετίας 1795-1796. Η απουσία αυτή ωθεί, κατά μία πρώτη σκέψη, στην πιθανότητα προσωρινής παύσης της έκδοσης των αδελφών Πούλιου, ίσως λόγω της πάντα αυστηρής αυστριακής λογοκρισίας ή τουρκικών πιέσεων, όπως με την εφημερίδα του Βενδότη συνέβη. Ωστόσο η άποψη αυτή δε φαίνεται να ευσταθεί.

Στο τελευταίο φύλλο του 1794 η ΕΦΗΜΕΡΙΣ καλεί τους συνδρομητές της, όπως πάντα στο τέλος του χρόνου συνήθιζε, να ανανεώσουν τη συνδρομή τους για το νέο έτος, χωρίς να υπάρχει καμία αναφορά σε κάποια, πιθανόν αναμενόμενη διακοπή της κυκλοφορίας της, ενώ και στο πρώτο σωζόμενο φύλλο του 1797, όπως και σε όλα τα επόμενα, δε γίνεται καμία μνεία για τη δίχρονη απουσία της. Η σκέψη ακόμη ότι οι ίδιοι οι εκδότες της προχώρησαν, για δικούς τους λόγους, στην προσωρινή διακοπή της έκδοσης επίσης δεν μπορεί να είναι πιθανή, αφού το 1795 η ΕΦΗΜΕΡΙΣ είχε ήδη γίνει μία επικερδής επιχείρηση, με ικανό αριθμό συνδρομητών εντός και εκτός της αυστριακής αυτοκρατορίας και συνεχόμενη ανοδική πορεία. Μία επιχείρηση μοναδική στο είδος της, αφού οι αδελφοί Πούλιου ήταν οι μόνοι που κατείχαν το δικαίωμα έκδοσης ελληνικής εφημερίδας στην αυστριακή επικράτεια. Αν σταματούσαν την έκδοση της για δύο ολόκληρα χρόνια, η άδεια θα παραχωρούνταν εύκολα σε κάποιον άλλο -οι διεκδικητές ήταν πολλοί- και οι Μαρκίδες Πούλιου δε θα μπορούσαν εύκολα να ξαναποκτήσουν το ίδιο δικαίωμα και να ξαναβγάλουν την εφημερίδα τους με την ίδια μορφή, το ίδιο όνομα και το ίδιο έμβλημα μετά από μία τέτοια, μακρόχρονη διακοπή.

Η πιθανότερη εξήγηση που μπορεί να δοθεί σε αυτήν την διετή απουσία της ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΣ από τους σημερινούς μελετητές είναι απλά η έλλειψη τύχης, που δε βοήθησε να διασωθούν (ή ίσως να μην έχουν ακόμα βρεθεί) κάποια φύλλα της επίμαχης διετίας.

 

Η Σερβική έκδοσης της Εφημερίδος

Η αίτηση που είχε υποβάλλει ο Πούλιος Μαρκίδης Πούλιου το 1790 και η άδεια που του είχε παραχωρήσει η αυστριακή κυβέρνηση έκαναν λόγο για τρεις εφημερίδες στην ελληνική, ιλλυρική (= σερβική) και γερμανική γλώσσα. Από το κείμενο της ΕΙΔΗΣΙΣ μαθαίνουμε πως η ελληνόφωνη εφημερίδα θα εκδιδόταν ταυτόχρονα με μία δεύτερη «εις την σκλαβουνοσέρβικην γλώσσαν». Η επιβεβαίωση αυτής της εξαγγελίας ήρθε δύο μήνες μετά την κυκλοφορία του πρώτου φύλλου της ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΣ με την έκδοση μίας δεύτερης εφημερίδας στη σερβική γλώσσα.

Πρόκειται για την πρώτη σερβική εφημερίδα που έβγαινε στη Βιέννη από το Μάρτιο του 1791 έως τα τέλη του 1792 με τίτλο Serbskija Povsedhvhija Novini (= Σερβικές Εφημερίδες). Το όνομα των εκδοτών της (Markides Pullio) είναι τυπωμένο στο εξώφυλλο του 1792 και αναφέρεται αρκετά συχνά στις σελίδες της. Γι’ αυτό και είναι γνωστή και σαν Puljine Novine (= Εφημερίδα Πούλιου) κι έτσι την αναφέρουν και όλοι όσοι ασχολήθηκαν ή ασχολούνται μαζί της.

Από το πρώτο φύλλο στις 14 Μαρτίου 1791 και μέχρι τα τέλη του 1792, που σταμάτησε να κυκλοφορεί, η σερβική εφημερίδα κυκλοφορούσε παράλληλα με την ελληνική, κάθε Τρίτη και Παρασκευή. Είχε το ίδιο σχήμα, τον ίδιο αριθμό σελίδων, πιθανόν και κάποιες ίδιες ειδήσεις και γενικά την ίδια εμφάνιση που είχε η ελληνική ΕΦΗΜΕΡΙΣ. Τυπωνόταν στη Βιέννη, στο τυπογραφείο του Ιωσήφ Kurzdoeck που διέθετε τα απαραίτητα κυριλλικά τυπογραφικά στοιχεία και είχε παρουσιάσει ένα πλήθος σερβικών εκδόσεων για τους «ιλλυρικούς» πληθυσμούς της Αυστριακής Αυτοκρατορίας. Εκεί οι Μαρκίδες Πούλιου βρήκαν τους κατάλληλους ανθρώπους να συντάσσουν και να τυπώνουν μια εφημερίδα στην ιλλυρική γλώσσα. Οι ίδιοι, εκτός από την ολική ευθύνη της έκδοσής της, έπαιζαν πρωτεύοντα ρόλο και στη σύνταξη τροφοδοτώντας την ειδησεογραφική ύλη από τον ευρωπαϊκό Τύπο και την ελληνική εφημερίδα.

Τον Αύγουστο του 1792 αρχίζει να εκδίδεται στη Βιέννη και δεύτερη σερβική εφημερίδα με τον τίτλο Slaveno - Serbskija Vjedomosti και εκδότη της τον Stefan Novakovic. Η αίτηση που είχε υποβάλλει νωρίτερα ο Πούλιος να έχει την αποκλειστική άδεια και ευθύνη έκδοσης ιλλυρικής εφημερίδας είχε απορριφθεί κι έτσι στο τέλος του 1792 αναγκάζεται να σταματήσει την έκδοσή της. Στο μεταξύ είχε προλάβει να εκδώσει, παράλληλα με την εφημερίδα και δύο σερβικά Καλενδάρια, ένα για το 1792 κι ένα για το 1793. Τρία χρόνια αργότερα, το 1795, θα ξανακάνει αίτηση για την έκδοση εφημερίδας στην ιλλυρική γλώσσα. Οι αρμόδιες αυστριακές αρχές, πριν απαντήσουν στην αίτηση του, κρίνουν σκόπιμο να ρωτήσουν το Novakovic, κάτοχο αντίστοιχου προνομίου, αν είχε έλθει σε σχετική συμφωνία μαζί του. Μετά την αρνητική απάντηση του Novakovic, η αίτηση του Πούλιου απορρίπτεται. Τον επόμενο χρόνο ο Πούλιος ζητάει και πάλι την άδεια να εκδώσει εφημερίδα και καλενδάρια στη σερβική γλώσσα. Αν και το θέμα έφτασε μέχρι τα ανώτατα κυβερνητικά κλιμάκια, τελικά αποφασίστηκε να μη χορηγηθεί πλέον, ούτε στον Πούλιο, ούτε σε κανέναν άλλο, αυτή η άδεια. Το προνόμιο αυτό το είχε πλέον αποκλειστικά ο Novakovic.

Οι Μαρκίδες Πούλιου δεν ήταν οι πρώτοι Έλληνες εκδότες που σκέφτηκαν να στραφούν προς το αναγνωστικό και ομόδοξο κοινό των σλαβικών εθνοτήτων της Βαλκανικής. Από το 1759 τυπωνόταν σλαβικά βιβλία στο τυπογραφείο των Δημητρίου και Πάνου Θεοδοσίου στη Βενετία. Ήταν μία προσπάθεια δημιουργίας ενός ισχυρού θεσμού φιλίας και συνεργασίας μεταξύ των ομόθρησκων και υπόδουλων βαλκανικών λαών, ώστε να βοηθήσουν ο ένας τον άλλον, όταν φτάσει η κρίσιμη ώρα αποτίναξης του τουρκικού ζυγού, που πλάκωνε όλα τα βαλκανικά κράτη την εποχή εκείνη. Εκτός από την κοινή καταγωγή τους συνέδεε και κάτι άλλο, πολύ πιο σημαντικό. Η κοινή θρησκεία. Και ο ένας με τη βοήθεια του άλλου θα μπορούσαν να ελευθερωθούν και να δημιουργήσουν όχι ένα ενιαίο κράτος, αλλά έναν ομόθρησκο συνασπισμό κρατών, άτρωτο σε κάθε αλλόθρησκη εισβολή. Οι ελπίδες αυτές μπορεί να μην πραγματοποιήθηκαν ποτέ. Η κοινή θρησκεία ωστόσο αποτελεί και σήμερα έναν ισχυρό συνεκτικό κρίκο μεταξύ των βαλκανικών χωρών παρά τις όποιες διμερείς διαφορές τους.

 

Ειδήσεις & Περιεχόμενα

Οι ειδήσεις της ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΣ δημοσιεύονται χωρίς τίτλους. Στη θέση των τίτλων αναγράφεται συνήθως η πόλη ή η χώρα απ’ όπου προέρχεται η είδηση. Συνεργάτες ή συντάκτες δεν αναφέρονται πουθενά και σε κανένα από τα σωζόμενα φύλλα. Πιθανόν συντάκτες των ειδήσεων ήταν οι ίδιοι οι εκδότες της, που αντλούσαν θέματα από τις άλλες ευρωπαϊκές εφημερίδες της εποχής, κυρίως τη Wiener Zeitung, την επίσημη εφημερίδα της αυστριακής πρωτεύουσας. Η επίδραση των ξένων αυτών εντύπων στην ειδησεογραφία της ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΣ είναι ιδιαίτερα έντονη, ακόμα και στη γλωσσική διατύπωση των ειδήσεων. Οι συντάκτες της, που δεν ήταν δεινοί γνώστες της ελληνικής γλώσσας, χρησιμοποιούν συχνά κατά τη μετάφραση, γερμανικές λέξεις με ελληνικούς χαρακτήρες, αφού δεν καταφέρνουν να βρουν τις κατάλληλες ελληνικές. Ειδήσεις για διάφορα γεγονότα εκτός Βιέννης μάλλον θα έστελναν και οι συνδρομητές της, ανταποκρινόμενοι στην παράκληση των Μαρκίδων Πούλιου, από τα πρώτα κιόλας φύλλα, να τους ενημερώνουν για διάφορα αξιόλογα γεγονότα, που λάμβαναν χώρα στην περιοχή τους. Αξίζει να σημειωθεί ότι πέρα από τα φύλλα του πρώτου έτους, όπου αναγράφεται η διεύθυνση του τυπογραφείου, από το 1792 κι έπειτα δε γίνεται καμία αναφορά στους εκδότες της, πάρα μόνο στις συνήθως εξαμηνιαίες ειδοποιήσεις ανανέωσης των συνδρομών, γεγονός που αποδεικνύει ότι οι δημιουργοί της ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΣ ήταν άτομα γνωστά στο αναγνωστικό κοινό της αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας και των άλλων ευρωπαϊκών κρατών.

Από τις σελίδες της πέρασαν ειδήσεις για τα πολιτικά και οικονομικά γεγονότα του ευρωπαϊκού κόσμου, νέα από την Ελλάδα και τα Βαλκάνια και τα πολεμικά μέτωπα, ειδήσεις για νέες ανακαλύψεις και εφευρέσεις, καινούργιες δημοσιεύσεις ελληνικών βιβλίων, ακόμα και αγγελίες για την ανεύρεση συζύγου και κοσμικά νέα, αλλά και διαφημίσεις, αν και σπάνιες. Καλυμμένα όλα κάτω από ένα ουδέτερο ύφος, τυπικά αδιάφορο, από το φόβο της πάντα αυστηρής αυστριακής λογοκρισίας και των πιέσεων που οι αυστριακές αρχές δεχόταν από την Υψηλή Πύλη, που επαναλαμβανόταν με κάθε νέα ευκαιρία και αφορμή. Η ενημέρωση των υπηκόων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για τα όσα διαδραματίζονταν εκτός των συνόρων της, την εποχή που οι φωνές για ελευθερία και ανεξαρτησία συνεχώς αυξάνονταν, μαζί με τα επαναστατικά κινήματα, ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνη για την ακεραιότητα της επικράτειας του Σουλτάνου.

Η ΕΦΗΜΕΡΙΣ ωστόσο κατάφερε, έστω και με αυτή, την τυπικά αδιάφορη στάση, να προωθήσει τα μηνύματα της για την εθνική αφύπνιση των Ελλήνων και την προετοιμασία για το μεγάλο και δύσκολο αγώνα της ελληνικής ανεξαρτησίας. Μέσα από τις σελίδες της πέρασαν τα υψηλά μηνύματα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού και οι εμψυχωτικές διδαχές του Ρήγα Φεραίου. Με το δικό της μέσο, την ενημέρωση, έγινε ένα ακόμα όπλο στα χέρια των Ελλήνων. Ίσως και ένα από τα πιο αποτελεσματικά.

 

Το κύκνειο άσμα της Εφημερίδος

Η ΕΦΗΜΕΡΙΣ σταμάτησε την κυκλοφορία της τον Ιανουάριο του 1798, όταν μετά τη σύλληψη του Ρήγα, οι εκδότες της συνελήφθηκαν από τις αυστριακές αρχές σα συνεργοί του. Επειδή οι αδερφοί Πούλιου ήταν αυστριακοί πολίτες δεν παραδόθηκαν στις τουρκικές αρχές, όπως με το Ρήγα συνέβη, αλλά απλά φυλακίστηκαν και αργότερα εξορίστηκαν από το αυστριακό έδαφος.

Ο Γεώργιος Πούλιος συνελήφθη στη Βιέννη στις 26 Δεκεμβρίου 1797. Κατά την ανάκριση ο Γεώργιος, το «κακόν εκείνο αγγείον», όπως τον αποκαλούσαν οι Αυστριακοί, προσπάθησε να παραπλανήσει τις αρχές για το σπουδαιότερο μέρος του κατηγορητηρίου, δηλαδή τη μυστική εκτύπωση του Θούριου και των επαναστατικών προκηρύξεων. Στο τέλος όμως δεν άντεξε τις πιέσεις και αποκάλυψε τα πάντα με κάθε λεπτομέρεια. Στις 6 Ιανουαρίου 1798 οι αυστριακές αρχές κλείνουν την εφημερίδα και έξι μήνες αργότερα το τυπογραφείο, ενώ ο Γεώργιος εκτοπίστηκε στην πόλη Fuerth (Φύρτη) στο άκρο της τότε αυτοκρατορίας της Αυστροουγγαρίας.

Ο δε Πούλιος, που από το Δεκέμβριο του 1796 είχε μεταβεί στη Μολδαβία προς πώληση γαλλικών βιβλίων στους εκεί γαιοκτήμονες και ευπατρίδες, βιβλία που οι βιεννέζικες αρχές χαρακτήρισαν αργότερα συγγράμματα αθεϊστικά και επαναστατικά, προκάλεσε με την παρουσία του εκεί την ανησυχία του ηγεμόνα της Βλαχίας, ο οποίος απαίτησε από τον πρόξενο Μερκέλιους την κατάσχεση των βιβλίων και των άλλων εντύπων που ο Πούλιος μετέφερε, σε ένα ταξίδι που είχε ουσιαστικά πολιτικούς σκοπούς. Ο Πούλιος αποτελούσε το σύνδεσμο ανάμεσα στο Ρήγα και το επαναστατικό δίκτυο στη Βλαχία. Μετά την κατάσχεση και το κλείδωμα των βιβλίων και των άλλων εντύπων στο αυστριακό προξενείο, ο Πούλιος στις 29 Μαρτίου 1798 αναχωρεί από το Βουκουρέστι μαζί με μία ομάδα Πολωνών υπό τις διαταγές του στρατηγού Ποβόλας. Αργότερα μπαίνει στην υπηρεσία της γαλλικής εφημερίδας «Republique» με αμοιβή 300 φράγκα το μήνα, αποστέλλοντας ανταποκρίσεις για τα γεγονότα στη Βλαχία, Μολδαβία, Κωνσταντινούπολη, Ελλάδα και σε όλη την Ανατολή. Το 1800 με την ίδρυση της ημιαυτόνομης «Επτανήσου Πολιτείας» απευθύνεται προς τις αρχές και ζητά άδεια για ίδρυση τυπογραφείου και χαρτοποιείου στα Ιόνια νησιά, μία άδεια που όμως δεν του δόθηκε ποτέ.

Μετά την προδοσία στην Τεργέστη, τις συλλήψεις, τις ανακρίσεις και το θάνατο του Ρήγα και των συντρόφων του ο καγκελάριος Thugut με έγγραφο του στις 2 Φεβρουαρίου 1798 ειδοποιεί τον πρεσβευτή της Αυστρίας στην Κωνσταντινούπολη βαρόνο von Herbert - Rathkeal και του ζητά να διαβιβάσει προς την Υψηλή Πύλη ότι: «Επειδή μεταξύ μέχρι τούδε συλληφθέντων συνενόχων (του Ρήγα) ευρίσκεται ο γνωστός έλλην δημοσιογράφος Πούλιος (Γεώργιος)…, απηγορεύθει πλέον τελείως εκ μέρους των αρχών η εξακολούθησις της εφημερίδος και τοιουτοτρόπως εξεπληρώθει η επανειλλημένως εκφρασθείσα επιθυμία της Πύλης».

Αντίτυπα της ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΣ φυλάσσονται σήμερα σε πολλές βιβλιοθήκες της Ελλάδας και του εξωτερικού.

Αν το όνομα της έμεινε στην ιστορία δεν είναι μόνο γιατί υπήρξε το πρώτο ελληνικό μέσο ενημέρωσης. Σκοπός της δεν ήταν απλά η ενημέρωση, αλλά κυρίως η αφύπνιση και ο διαφωτισμός του σκλαβωμένου γένους, απαραίτητος, όπως ο Κοσμάς ο Αιτωλός δίδαξε, πριν την έναρξη του αγώνα για την αποτίναξη της δουλείας και του Τούρκου δυνάστη. Οι Έλληνες έπρεπε να μάθουν για τι ακριβώς θα πολεμήσουν. Η ΕΦΗΜΕΡΙΣ στα εφτά χρόνια της κυκλοφορίας της διαμόρφωσε συνειδήσεις και συνέβαλε με το δικό της τρόπο στην προετοιμασία του εδάφους για το μεγάλο ξεσηκωμό και την ανάσταση του Γένους.

 

k matsouΗ Κατερίνα Μ. Μάτσου γεννήθηκε στις 22 Αυγούστου 1975 στην Κοζάνη. Είναι δημοσιογράφος, απόφοιτος του Ε.Ε.Σ. North και του Ι.Ι.Ε.Κ. ΔΕΛΤΑ Θεσσαλονίκης. Εργάστηκε ως υπεύθυνη Τύπου στη νομαρχιακή επιτροπή μεγάλου κόμματος στην Κοζάνη και συνεργάζεται με πολλές τοπικές εφημερίδες και περιοδικά.

Για δύο τηλεοπτικές σεζόν (2006-2008) συνεργάστηκε με τον τοπικό τηλεοπτικό σταθμό TOP CHANNEL ως επιμελήτρια και παρουσιάστρια της εκπομπής πολιτισμού «Περί τέχνης, λόγου και βιβλίων». Έχει συνεργαστεί με το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών/Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών στο πρόγραμμα: «Εγκυκλοπαίδεια Ελληνικού Τύπου-Ο Τύπος της Κοζάνης» (Δεκέμβριος 2001-Μάιος 2002). Έχει διακριθεί από το Σύνδεσμο Γραμμάτων & Τεχνών ν. Κοζάνης με δίπλωμα Τιμής και Αναμνηστικό Μετάλλιο για την προβολή και ανάδειξη των μουσείων του νομού Κοζάνης (Σεπτέμβριος 2003). Κατά τον 27ο Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό, που προκήρυξε η Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών (Π.Ε.Λ.) για το 2008 βραβεύτηκε με το 3ο Βραβείο για το μυθιστόρημα «Στην πόλη χωρίς ιστορία». Είναι μέλος της Ένωσης Δημοσιογράφων Περιοδικού & Ηλεκτρονικού Τύπου (Ε.ΔΗ.Π.Η.Τ.) Μακεδονίας-Θράκης και της Πανελλήνιας Ένωσης Συνεργασίας Νέων Λογοτεχνών.

Περισσότερα άρθρα και επικοινωνία