Στις 28 του μακεδονικού μηνός Δαισίου του 323 π.Χ., 13 Ιουνίου με το σημερινό ημερολόγιο, πεθαίνει στη Βαβυλώνα ο Αλέξανδρος ο Φιλίππου, ο βασιλιάς πάντων των Ελλήνων -πλην Λακεδαιμονίων- και όλου του ανατολικά της Ελλάδας γνωστού κόσμου.
Ήταν 33 ετών, στο απόγειο της βασιλείας του και μαζί με τους στρατηγούς του προετοίμαζε στα ανάκτορα της Βαβυλώνας τα επόμενα βήματα της θαυμαστής πορείας του προς την ανατολή, που είχε ξεκινήσει από την Πέλλα της Μακεδονίας 12 χρόνια πριν.
Η ιστορία τον ονόμασε ΜΕΓΑ και το επίτευγμά του συνεχίζει να προκαλεί μέχρι σήμερα το θαυμασμό. Ο Αλέξανδρος ο Μακεδόνας ήταν ο πρώτος που ονειρεύτηκε κι έκανε πράξη την ιδέα ενός παγκόσμιου πολιτισμού κάτω από τη σκέπη του ελληνικού πνεύματος. Ο πρόωρος και αναπάντεχος θάνατός του στα 33 του χρόνια, από αιτία άγνωστη, μυστηριώδη ακόμα και για τους σύγχρονους ερευνητές, διέκοψε τα μεγαλεπήβολα σχέδιά του. Οι «συνεχιστές» του έργου του, παραδομένοι στις προσωπικές τους έριδες και στη φιλοδοξία της διαδοχής, αφού εξόντωσαν τους φυσικούς διαδόχους, δεν μπόρεσαν να φανούν αντάξιοι του μύθου του βασιλιά τους και να διατηρήσουν τη γιγαντιαία αυτοκρατορία του. Ο θρύλος του όμως παρέμεινε ζωντανός στη μνήμη και στη παράδοση όλων των λαών που συνάντησε στην πορεία του προς την ανατολή και την αθανασία.
Τα αίτια του θανάτου του εξακολουθούν να προβληματίζουν ακόμα και σήμερα τους μελετητές. Όπως ο Αρριανός διασώζει στο εφτάτομο έργο του Αλεξάνδρου Ανάβασις, που περιγράφει την πορεία του ελληνικού στρατού προς την ανατολή, σύμφωνα με τη μαρτυρία των Βασίλειων Εφημερίδων, των ημερήσιων φύλλων καταγραφής των όσων συνέβαιναν κατά τα δώδεκα χρόνια της εκστρατείας, ο νεαρός βασιλιάς αρκετές μέρες πριν την μοιραία 13η Ιουνίου ταλαιπωρούνταν από πυρετούς, μα παρόλα αυτά συνέχιζε κανονικά τις προετοιμασίες και θυσίαζε κάθε μέρα στους θεούς, όπως πάντα συνήθιζε. Μέχρι τη μέρα που δεν μπορούσε πλέον να περπατήσει και να μιλήσει. «Έχει γραφτεί στις Βασίλειες Εφημερίδες», λέει ο Αρριανός, «ότι οι στρατιώτες του θέλησαν να τον δουν. Άλλοι για να τον προλάβουν ζωντανό κι άλλοι γιατί είχε διαδοθεί ότι πέθανε. Κατά τη γνώμη μου, υποψιαζόταν πως οι σωματοφύλακες τους έκρυβαν το θάνατό του. Οι περισσότεροι πάντως λαχταρούσαν να δουν τον Αλέξανδρο από τη βαριά τους θλίψη και την αγάπη που του είχαν. Όλη η στρατιά πέρασε από μπροστά του. Αυτός παρέμενε βουβός και χαιρετούσε τον καθένα ξεχωριστά κουνώντας ελαφρά το κεφάλι και τα βλέφαρα. Οι Βασίλειες Εφημερίδες λένε ότι ο Πείθωνας, ο Άτταλος, ο Δημοφώντας, ο Πευκέστας, ο Κλεομένης, ο Μενίδας και ο Σέλευκος κοιμήθηκαν στον ναό του Σάραπη και ρώτησαν το θεό μήπως είναι καλύτερα για τον Αλέξανδρο να τον μεταφέρουν στο ιερό και να παρακαλέσουν να τον κάνει καλά. Ο θεός όμως παράγγειλε να μην τον φέρουν στο ιερό του κι ότι είναι καλύτερα να τον αφήσουν εκεί που είναι. Λίγο μετά από τη στιγμή που οι εταίροι ανακοίνωσαν την απάντηση του θεού, ο Αλέξανδρος πέθανε. Αυτό ήταν πια το καλύτερο γι’ αυτόν. Ο Αριστόβουλος και ο Πτολεμαίος έχουν γράψει μόνο γι’ αυτά. Μερικοί άλλοι όμως αναφέρουν ότι οι εταίροι τον ρώτησαν σε ποιον αφήνει τη βασιλεία κι εκείνος απάντησε: «στον καλύτερο». Κι άλλοι προσθέτουν πως πρόβλεψε ότι θα γίνει μεγάλη σύγκρουση πάνω στον τάφο του... Ο Αλέξανδρος πέθανε τη χρονιά της εκατοστής δέκατης Ολυμπιάδας, όταν επώνυμος άρχων στην Αθήνα ήταν ο Ηγησίας. Έζησε τριάντα δύο χρόνια και οχτώ μήνες, όπως λέει ο Αριστόβουλος. Βασίλεψε δώδεκα χρόνια και οχτώ μήνες». (Αρριανός, Αλεξάνδρου Ανάβασις. Βιβλίο ζ΄, σελ. 103-105, 107).
Μετά το θάνατο του κηρύχτηκε γενικό πένθος σ’ όλη την αυτοκρατορία, σύμφωνα με το περσικό έθιμο. Το σώμα του θα μεταφέρονταν, μέσα σε ένα πολυτελές άρμα, στη Μακεδονία, για να ταφεί δίπλα στους άλλους Μακεδόνες βασιλείς και στον πατέρα του Φίλιππο Β΄. Στο δρόμο όμως ο Πτολεμαίος άρπαξε το νεκρό σώμα του βασιλιά του και το μετέφερε στην Αίγυπτο, θέλοντας, όπως υποστήριξε, να εκπληρώσει την επιθυμία που ο ίδιος ο Αλέξανδρος του είχε εκφράσει να ταφεί στην όαση της Σίβα, στο ναό του πατέρα του θεού Άμμωνα. Τελικά ο Πτολεμαίος έθαψε το νεκρό Αλέξανδρο σε ένα μαυσωλείο στην Αλεξάνδρεια και το σώμα του διατηρούνταν ακόμα τον καιρό των Ρωμαίων αυτοκρατόρων. Η Κλεοπάτρα, η τελευταία βασίλισσα της Αιγύπτου, πριν την υποδούλωση της χώρας στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, θέλοντας να δείξει την αγάπη της στον Ιούλιο Καίσαρα, θέλησε να του προσφέρει σα δώρο το ξίφος του νεκρού Αλέξανδρου, ένα δώρο που ο Καίσαρας δε δέχτηκε, αφού, όπως είπε, δεν μπορούσε να συγκριθεί αυτός με το μεγάλο Μακεδόνα. Τελευταίος επισκέπτης του τάφου του ήταν ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Σεπτίμιος Σεβήρος, ο οποίος σφράγισε τον τάφο για να μην μπορέσει να τον δει κανένας άλλος άνθρωπος μετά από αυτόν.
Στους αιώνες που ακολούθησαν η ιστορία και ο θρύλος διεκδίκησαν με τον ίδιο ζήλο το δικαίωμα να διασώσουν για την ανθρώπινη μνήμη τη ζωή και το έργο του στρατηλάτη. Κανένας άλλος άνθρωπος πριν και μετά από αυτόν δεν έγινε θέμα στις διηγήσεις τόσων πολλών και τόσων ποικίλων λαών. Ο Αλέξανδρος είναι ο ημίθεος δύο χιλιετηρίδων, που από την πρώτη στιγμή της ζωής του βρέθηκε μέσα σε μία σύνθεση από συμπτώσεις και θείες διαταγές, σχετικά με την πορεία και το μέλλον του και ο θρύλος του διατηρήθηκε κι ανανεώθηκε μέσα στη φαντασία των λαών του αρχαίου και του μεσαιωνικού κόσμου, γοητεύοντας Ανατολή και Δύση. Στις 13 Ιουνίου του 323 π. Χ., μαζί με την αναπνοή του Αλέξανδρου σταμάτησε για μια στιγμή και η αναπνοή της ίδιας της ιστορίας, όταν ο βασιλιάς πάντων των Ελλήνων -πλην Λακεδαιμονίων- έκλεισε τα μάτια, για να μείνει αθάνατος για πάντα.