Από τα τέλη του 4ου ως τα τέλη του 1ου π. Χ. αιώνα ιχνηλατείται από τους ιστορικούς ερευνητές ο λεγόμενος Ελληνιστικός Πολιτισμός ο οποίος κυριάρχησε στον ευρύτερο χώρο του Μείζονος Ελληνισμού. 

Την εποχή αυτή η συζήτηση για την ανανέωση του κράτους διατρέχει τη σύγχρονη λογοτεχνία, η οποία εξετάζει το θέμα της πολιτειακής συγκρότησης της κοινωνίας από την ηθική του πλευρά και επιταχύνει, έτσι, τη διάλυση της παλιάς ενότητας της ελληνικής ζωής, της πόλης-κράτους. Το πνεύμα της δυσπιστίας και αμφιβολίας για την σταθερότητά της, εξάλλου, επεκτείνονταν όλο και περισσότερο και προλείαινε  το δρόμο για τη μοναρχία. Τόσο μεγάλος ήταν ο φόβος ενός σταθερά αυξανόμενου μέρους του πληθυσμού, ώστε αυτό ήταν  έτοιμο να θυσιάσει, για να αποφύγει απειλούμενες κοινωνικές αναστατώσεις, την πολιτική του ελευθερία στο ισχυρό πρόσωπο του μονάρχη, που τον έβλεπε σαν το έσχατο καταφύγιο.

Ένα πολύ σημαντικό ντοκουμέντο από το συνέδριο της Κορίνθου (338) μας πείθει, ότι η νέα συμμαχία, την οποία ίδρυσε ο Αλέξανδρος, ανελάμβανε να προστατεύσει μ’ όλα της τα μέσα τα συμφέροντα της αριστοκρατίας, που βρίσκονταν τότε σε κίνδυνο: «έστι γαρ εν ταις συνθήκαις επιμελείσθαι τους συνεδρεύοντας και τους επί τη κοινή φυλακή τεταγμένους, όπως εν ταις κοινωνούσαις πόλεσι της ειρήνης μη γίνωνται θάνατοι και φυγαί παρά τους κειμένους ταις πόλεσι νόμους, μηδέ χρημάτων δημεύσεις, μηδέ γης αναδασμοί, μηδέ χρεών αποκοπαί, μηδέ δούλων απελευθερώσεις επί νεωτερισμώ».

Αυτός ο έντονος πολιτικός, κοινωνικός και πολιτισμικός αναβρασμός της εποχής φανερώνει τον θάνατο του παλιού και την κυοφόρηση των νέων μορφών ζωής, που θα κυριαρχήσουν στο μέλλον του αρχαίου κόσμου. Σ’ αυτή τη στροφή της ελληνικής ιστορίας βλέπουμε ότι επανερχόμαστε στις πρώτες αρχές της, στη βασιλεία των ηρωικών χρόνων.

Στο βασίλειο των Πτολεμαίων στην Αίγυπτο, των Σελευκιδών στη Συρία και στις χώρες του Ευφράτη, των Ατταλίδων στην Πέργαμο και στη Μικρά Ασία, των Αντιγονιδών στη Μακεδονία,  της Αχαϊκής Συμπολιτείας, στις πόλεις κράτη των Αθηνών, της Σπάρτης και της  Ρόδου εντοπίζει κανείς τα σημάδια μιας βασιλείας με πολυπολιτισμικά χαρακτηριστικά.

Ωστόσο, η γιγαντιαία ιδέα μιας πεντηκονταπλάσιας σε έκταση από την Μακεδονία αυτοκρατορίας με βάση έναν κοσμοπολίτικο πολιτισμό, που να περιλαμβάνει τους τότε σημαντικότερους πολιτισμένους λαούς, θα ήταν αδύνατο να πραγματοποιηθεί, εάν στις χώρες που πάτησε ο Αλέξανδρος δεν υπήρχαν από καιρό διαμορφωμένα τα στοιχεία με βάση τα οποία αναπτύχθηκε ο ελληνικός πολιτισμός.

Βέβαια, το πρόβλημα των σχέσεων Ελλήνων και Ανατολικών λαών δεν ήταν νέο ούτε αντιμετωπίστηκε για πρώτη φορά κατά την περίοδο του Μεγάλου Αλεξάνδρου και κατά την Ελληνιστική περίοδο. Ο «φιλοβάρβαρος» Ηρόδοτος, ως εκφραστής του προελληνιστικού φιλικού πνεύματος προς τους βαρβάρους ήταν ένας από τους προδρόμους της ελληνιστικής εποχής. Επίσης, στην «Κύρου Παιδεία» του απροκατάληπτου φιλοβάρβαρου Ξενοφώντος ο φιλέλληνας Κύρος περιγράφεται ως ενσαρκωτής ελληνικού ήθους και πολιτιστικού πνεύματος, όπως επίσης οι ευγενείς βάρβαροι Ανάχαρσις από την Σκυθία και Τιγράνης από την Αρμενία. Εξάλλου, οι περισσότεροι από τους άνδρες που εμφανίζονται στην περσική ιστορία του 4ου αιώνα ως στρατιωτικοί αρχηγοί ήταν Έλληνες, όπως ο Αθηναίος στρατηγός Ιφικράτης.

Γενικά μιλώντας, μπορούμε να συμπεράνουμε πως στην εξέλιξη της Μικράς Ασίας του 4ου αιώνα διακρίνεται παντού η τάση για αυτονομία μέσα σε μια ομοσπονδία κρατών που να περιλαμβάνει συγχωνευμένους Έλληνες και «Ανατολίτες».

Η διείσδυση των ελληνικών στοιχείων συντέλεσε τόσο σημαντικά στην εσωτερική αποσύνθεση της περσικής αυτοκρατορίας, ώστε στις παραμονές των ελληνομακεδονικών κατακτήσεων είχε προλειανθή το έδαφος για κράτη με ελληνικό πολιτισμό και ανάμικτο ή και μη ελληνικό πληθυσμό υπό μη Έλληνες ή ημιέλληνες ηγεμόνες. Στην Ανατολή συναντούμε τους προδρόμους και τα πρότυπα της ελληνιστικής εποχής. Με συνέπεια και επιτυχία καλλιεργούσε  και χρησιμοποιούσε σαν στήριγμα της εξουσίας του ο Έλληνας στην εθνικότητα δορυφόρος του μεγάλου βασιλιά Ευαγόρα της Κύπρου, ανάμεσα σ’ έναν ποικίλο πληθυσμό από ημιβάρβαρους εγχώριους, Φοίνικες και μετανάστες Έλληνες, ελληνικό πολιτισμό και ελληνικούς τρόπους. Και προς αυτόν τον πρώτο γνήσιο πρόδρομο της ελληνιστικής εποχής συναγωνίζονταν στην καλλιέργεια ελληνικού πολιτισμού  οι πόλεις Σιδών και Τύρος στα παράλια της Παλαιστίνης.

Η ιδέα του Αλεξάνδρου να καταργήσει τη διάκριση μεταξύ Ελλήνων και βαρβάρων με συγχώνευση σε μια υπερεθνική ενότητα λαών, ιδεών, θρησκειών, η ίδρυση πολυάριθμων πόλεων σε πολλά σημεία της αυτοκρατορίας, οι οποίες έγιναν περίφημες εστίες ελληνικού πολιτισμού, δημιούργησαν μια νέα κοινωνία και θεμελίωσαν την πνευματική οικουμενικότητα του Ελληνισμού. Μόνο υπό το πρίσμα αυτής της πνευματικής οικουμενικότητας, την οποία θεμελίωσε η πολιτική του Αλέξανδρου και των διαδόχων του, την ελαφρή «απεθνικοποίηση» και την υποδούλωση στις ανατολικές θρησκείες ήταν δυνατό να αποκτήσει ο νέος ελληνιστικός κόσμος την παγκόσμια κυριαρχία. Εξάλλου, χωρίς τη μορφή της οικουμενικότητας δεν θα διασώζονταν και μετά τη ρωμαική κατάκτηση η πνευματική υφή του ελληνοκεντρικού ευρωπαϊκού πολιτισμού.

Αυτός λοιπόν ο πολιτισμός συνεργασίας νικητών και ηττημένων σφραγίζει ολόκληρη την ελληνιστική περίοδο. Ωστόσο, θα ήταν λάθος, αν, επηρεασμένοι από τη λαμπρή πολιτιστική ακμή και την υποδειγματική διοίκηση των ελληνιστικών κρατών, συμπεραίναμε, ότι το μοναρχικό σύστημα φέρονταν το ίδιο προς όλους τους υπηκόους του κράτους. Μολονότι ο Αλέξανδρος και οι διάδοχοί του με την πολιτική της συγχώνευσης των εθνοτήτων που εφήρμοσαν έδειχναν όλο και μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τον ιθαγενή πληθυσμό, στη διοίκηση μόνο οι κατώτερες θέσεις ήσαν γι’ αυτούς προσιτές: όλα τα ανώτερα αξιώματα, οι στρατιωτικές διοικήσεις και το εμπόριο της Ανατολής ήταν στα χέρια των Μακεδόνων και Ελλήνων, οι οποίοι και ήταν τα πραγματικά αφεντικά στις κατακτημένες χώρες.

Παρόλα αυτά, δεν μπορεί να υποστηριχτεί σοβαρά ότι από αυτή την ανάμιξη των ιδιομορφιών των διαφόρων τύπων λαών προήλθε μια διεθνική μόρφωση ή ότι καθιερώθηκε στην ελληνιστική εποχή μια ισοτιμία των ανθρώπων. Οι θεωρίες για την ισότητα των ανθρώπων και την ισοτιμία του σκλάβου με τον ελεύθερο διακηρύσσονταν κατά κόρον στις κωμωδίες του Φιλήμονος και του Μενάνδρου, στην πράξη όμως δεν εύρισκαν εφαρμογή, γιατί έλειπαν γι’ αυτή οι νομικές και ψυχολογικές προϋποθέσεις. Ο θεσμός της δουλείας εθεωρείτο και σ’ αυτή την εποχή σαν κάτι που δεν έπρεπε να θίγει κανείς και αυτό ίσχυε περισσότερο για τους δούλους που είχαν ανατολική υπηκοότητα. Σ’ αυτό το σημείο παραμένει η κοινωνία καθαρά ελληνική, τουλάχιστο με το νόημα μιας μη φυλετικής αλλά τυπικά «απεθνικοποιημένης» πολιτιστικής κοινότητας, που είχε λάβει τότε ο Ελληνισμός. Στο πλαίσιο αυτής της κοινωνίας ο ελληνικός πολιτισμός ήταν ακόμη στέρεος και σφριγηλός, οι Έλληνες είχαν επίγνωση της ανωτερότητάς τους, ώστε να μη χρειάζονται επικίνδυνα για την οντότητά τους δάνεια από τους Ανατολικούς, στις χώρες των οποίων δεν βρήκαν πνευματικά προϊόντα ικανά να συγκριθούν με τα δικά τους. Τα ξένα στοιχεία που βρήκαν τα «γέμισαν» με ελληνικό περιεχόμενο, αφού και οι ίδιοι απέβαλαν ό,τι μόνο σε ελληνικό έδαφος ήταν δυνατό να ευδοκιμήσει, με απώτερο σκοπό να διευκολύνουν, μ’ αυτή τη διαδικασία, την είσοδο των ιθαγενών στον Ελληνισμό κι όχι  να εμποτίσουν τον ελληνισμό με ανατολικό πνεύμα. Το νέο έγκειται στο γεγονός, ότι τώρα μπορεί ο καθένας να γίνει δεκτός, ανεξάρτητα από την καταγωγή του, στον Ελληνισμό, αφού πρώτα οικειοποιηθεί τη μόρφωσή του. Καθένας που ήθελε να καταλάβει μια θέση, είτε ήταν κατά την καταγωγή Σύρος, Αιγύπτιος ή Καππαδόκης, ώφειλε να μιλάει ελληνικά και να είναι προσαρμοσμένος στην ελληνική πνευματική ζωή. Όποιος δεν συμμετέχει στον πολιτισμό αυτό αποκλείεται από την πολιτική και την κοινωνική ζωή του κράτους.

Ο κοσμοπολιτισμός, ο οποίος δεν εξαρτά πια την μεταξύ των ανθρώπων σχέση από την εθνική καταγωγή, αλλά από τη μόρφωση, είναι η έκφραση αυτής της νέας εποχής.

Όταν στο τέλος του 4ου αιώνα οι νέες συνθήκες πήραν μια πάγια μορφή, ώστε να μπορούν τα κράτη των Διαδόχων να προσφέρουν ένα ασφαλές και μόνιμο έρεισμα στην πολιτιστική ζωή, με τη μετατόπιση του κέντρου της πολιτικής, οικονομικής και πολιτιστικής ζωής στην ανατολική Μεσόγειο, αρχίζει ουσιαστικά η ελληνιστική περίοδος, η οποία βάζει τη σφραγίδα της στην πνευματική ζωή των λαών της Ανατολής.

Οι μεγάλες και σταθερές δυναστείες κατορθώνουν να προσελκύσουν με δελεαστικές προσφορές στις αυλές τους την πολιτιστική ζωή και να υπερφαλαγγίσουν με τον πλούτο, την πολυτέλεια και τη λαμπρότητα της ζωής των πλουσίων τάξεων της κοινωνίας τους τις παλιές ελληνικές πόλεις, από τις οποίες λίγες εξακολουθούν να σημειώνουν κάποια ακμή, όπως η Αθήνα, η οποία παρέμεινε μέχρι το τέλους της αρχαιότητας ως έδρα της φιλοσοφίας και ως η πόλη των λεπτών απολαύσεων, και η Κόρινθος ως διαμετακομιστικό εμπορικό λιμάνι μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Στις νέες αυτές πρωτεύουσες των ελληνιστικών βασιλείων οι επιστήμονες, οι ποιητές και οι καλλιτέχνες προάγουν, με την υποστήριξη μορφωμένων και φιλόδοξων ηγεμόνων, την επιστημονική έρευνα και ακτινοβολούν τον ελληνικό πολιτισμό. Στα πλαίσια των νέων μοναρχιών δημιουργήθηκε μια νέα ατμόσφαιρα, όχι μόνο πολιτιστική, αλλά και οικονομική.

Ο αποικισμός, η γενική άνοδος και επέκταση της παραγωγής, η ρευστοποίηση, κυρίως δια του Αλεξάνδρου, αποθησαυρισμένων πολύτιμων περσικών μετάλλων, η εισαγωγή των χρηματικών σχέσεων σε χώρες με φυσική οικονομία, συντέλεσαν στη διάλυση της αγροτικής κοινότητας, στην ανάπτυξη του παγκοσμίου εμπορίου και στη συσσώρευση ιδιωτικού κεφαλαίου στις πόλεις. Η ανάπτυξη της τεχνικής εξασφάλισε μεγαλύτερα και καλύτερα συγκοινωνιακά μέσα και από τότε που οι Πτολεμαίοι και ύστερα η Ρόδος αναλαμβάνουν την αστυνόμευση της θάλασσας αυξάνεται ο βαθμός ασφαλείας της συγκοινωνίας. Για πρώτη φορά η θαλάσσια συγκοινωνία μεταξύ των διαφόρων χωρών γίνεται τακτικά και εκτελείται από πλοία που τολμούν να διασχίζουν το ανοιχτό πέλαγος, ενώ πρώτα δεν απομακρύνονταν πολύ από τις ακτές. Νέες πόλεις με λιμάνια ακμάζουν και ένα αξιοθαύμαστο οδικό δίκτυο και διώρυγες συνδέουν το εσωτερικό της Ασίας. Βρισκόμαστε σε μια εποχή που ο πολιτικός συγκεντρωτισμός, το παγκόσμιο εμπόριο και η βιομηχανία αναπτύσσουν στον υπέρτατο βαθμό τον πολιτισμό των μεγάλων, κοσμοπολίτικων αστικών κέντρων με το συνοδευτικό φαινόμενο της εξαθλίωσης των μεγάλων ανθρωπίνων μαζών, που είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα του αστικού πολιτισμού της εποχής.

Στην αρχή της ελληνιστικής περιόδου οι μάζες των υποτελών λαών, ακόμη και οι πολιτισμένοι λαοί, αναγνώρισαν πρόθυμα την υπεροχή της μικρής μειοψηφίας των Ελλήνων και Μακεδόνων, οι οποίοι όχι μόνο δεν τους έδειξαν περιφρόνηση, αλλά με τον απαράμιλλο ιδεαλισμό τους, τους παρακίνησαν να ενταχθούν στην ελληνική μορφωτική κοινότητα. Αλλά ας μη νομιστεί ότι μόνο οι Έλληνες είχαν αυτή την πίστη στην υπεροχή τους. Και οι άλλοι λαοί, κυρίως οι πιο σφριγηλοί μεταξύ αυτών, τα σημιτικά φύλα, παρά την τεράστια έκταση της ελληνιστικής κοσμοκρατορίας δεν είχαν οριστικά εγκαταλείψει τις από αιώνες αξιώσεις τους για πολιτική κυριαρχία, αδιάφορο αν για την επέκτασή τους το μεγαλύτερο εμπόδιο στάθηκε η βαθμιαία αδυναμία τους να αφομοιώσουν την ελληνική μόρφωση, χωρίς την οποία κανείς δεν μπορούσε τότε να κυριαρχήσει στον κόσμο για μεγάλο χρονικό διάστημα. Το ελληνικό πνεύμα, το οποίο είχε βαθιά διεισδύσει από αιώνες στα πλατειά στρώματα του πληθυσμού, ήταν ο ισχυρότερος φραγμός για την πολιτική επικράτηση των ανατολικών λαών. Εάν όμως στην Ανατολή αναγκάστηκαν αυτοί να υποταχθούν και με τον καιρό να χάσουν έως ένα βαθμό τον εθνικό τους χαρακτήρα, στη Δύση άρχισαν να επεκτείνονται επικίνδυνα για την ύπαρξη του δυτικού Ελληνισμού.

Τελικά, οι προσωπικές φιλοδοξίες των διαδόχων και επιγόνων του Αλεξάνδρου, οι οποίοι είχαν διακόψει τους δεσμούς με τον ελληνισμό της πατρίδας, η στυγνή, απολυταρχική μορφή που πήραν σιγά-σιγά τα βασίλειά τους, τα οποία από την αρχή δεν στηρίζονταν σ’ ένα σταθερό εθνικό κράτος κι είχαν χάσει το λαϊκό τους έρεισμα, μπορούν να θεωρηθούν ως η γενεσιουργός αιτία της κατάρρευσης κι όχι η ρωμαική κατάκτηση, που ήλθε ως λογικό-φυσικό αποτέλεσμα και επακόλουθο της ιστορικής εξέλιξης.

 

A IliadiΗ Αμαλία Κ. Ηλιάδη γεννήθηκε στα Τρίκαλα Θεσσαλίας το 1967. Είναι φιλόλογος-ιστορικός και κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος Βυζαντινής Ιστορίας απ' το Α.Π.Θ. Εργάζεται ως καθηγήτρια στη Μέση Εκπαίδευση απ' το 1992. Παράλληλα ασχολείται με την ποίηση και τη ζωγραφική. Ενδιαφέρεται, έμπρακτα και διακαώς, για την επέκταση και διεύρυνση της πνευματικής καλλιέργειας και της καλλιτεχνικής ευαισθησίας, πρωτίστως των μαθητών της, και δευτερευόντως όλων των ανθρώπων.

Περισσότερα άρθρα και επικοινωνία