Στα τέλη του καλοκαιριού του 480 π.Χ. δύο στρατοί βρέθηκαν αντιμέτωποι στο στενό των Θερμοπυλών.

Ο Περσικός στρατός, που πήγαινε νότια με στόχο να καταλάβει τις ελληνικές πόλεις και απέναντι του, πάντα ετοιμοπόλεμος, ο Ελληνικός στρατός, οι δυνάμεις από διάφορες πόλεις που είχαν συνενωθεί προκειμένου να αντιμετωπίσουν τον κοινό εχθρό.

Η Μάχη των Θερμοπυλών χαράχτηκε με τα λαμπρότερα γράμματα στην ελληνική και στην παγκόσμια ιστορία, ως μνημείο γενναιότητας και αυτοθυσίας μπροστά στο χρέος για την πατρίδα. Η περσική αυτοκρατορία είχε ήδη επιχειρήσει μία πρώτη εισβολή στον ελληνικό χώρο, το 490 π.Χ. επί βασιλείας Δαρείου. Η έκβασή της δεν ήταν ευνοϊκή για τους Πέρσες, καθώς, αν και αρχικά κατέλαβαν ορισμένες πόλεις, τελικά νικήθηκαν στην περίφημη Μάχη του Μαραθώνα από τους Αθηναίους. Ωστόσο, το σχέδιο εισβολής στην Ελλάδα δεν ξεχάστηκε.

Σύντομα ο Δαρείος άρχισε να συγκεντρώνει νέο μεγάλο στρατό για να εισβάλλει ξανά στην ηπειρωτική Ελλάδα και να την καταλάβει αυτή τη φορά ολοκληρωτικά. Το 486 π.Χ, όμως, οι Αιγύπτιοι επαναστάτησαν (η Αίγυπτος είχε πέσει στα χέρια των Περσών επί Κύρου), αναβάλλοντας επ’ αορίστον την εισβολή των Περσών στην Ελλάδα. Ο Δαρείος πέθανε, καθώς ετοιμαζόταν να βαδίσει εναντίον της Αιγύπτου και ο θρόνος της Περσίας πέρασε στον γιο του, Ξέρξη Α΄. Ο Ξέρξης κατέπνιξε εύκολα την αιγυπτιακή επανάσταση και πολύ γρήγορα ξανάρχισε τις προετοιμασίες του πατέρα του για την εισβολή στην Ελλάδα. Η εισβολή απαιτούσε μακροπρόθεσμο σχεδιασμό και συγκέντρωση στρατού και υλικών. Ο Ξέρξης αντιλήφθηκε ότι τα στενά του Ελλησπόντου έπρεπε να γεφυρωθούν για να μπορέσει ο στρατός του να περάσει στην Ευρώπη και επίσης έπρεπε να ανοιχθεί μία διώρυγα κοντά στο όρος Άθω όπου, λόγω καταιγίδας το 492 π.Χ., είχε καταστραφεί ο περσικός στόλος. Η κατασκευή αυτών των τεχνικών έργων ήταν πολύ δύσκολη, ειδικά την εποχή εκείνη. Στις αρχές του 480 π.Χ., οι ετοιμασίες τελείωσαν και ο στρατός που συγκέντρωσε ο Ξέρξης στις Σάρδεις πέρασε στην Ευρώπη, περνώντας τον Ελλήσποντο πάνω από 2 πλωτές γέφυρες.

Οι Αθηναίοι εν τω μεταξύ ετοιμάζονταν για πόλεμο με τους Πέρσες από τα μέσα της δεκαετίας του 480 π.Χ. και το 482 π.Χ., υπό την ηγεσία του Αθηναίου πολιτικού Θεμιστοκλή και μετά από συμβουλή της Πυθίας πάρθηκε η απόφαση να δημιουργήσουν ένα μεγάλο στόλο από τριήρεις, ο οποίος θα χρησίμευε για τις μάχες με τους Πέρσες. Ωστόσο, οι Αθηναίοι δεν πέτυχαν την απόλυτη αρχηγία των χερσαίων και θαλάσσιων ελληνικών δυνάμεων και επιπλέον θα χρειάζονταν μια ισχυρότερη συμμαχία για να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες. Το 481 π.Χ. ο Ξέρξης έστειλε πρεσβευτές στην Ελλάδα ζητώντας υποταγή, αλλά σκόπιμα απέφυγε να στείλει πρεσβευτές στην Αθήνα και στη Σπάρτη. Εν τω μεταξύ, η Σπάρτη και η Αθήνα έλαβαν η καθεμία την υποστήριξη κάποιων ελληνικών πόλεων. Το φθινόπωρο του 481 π.Χ. στην Κόρινθο συναντήθηκαν οι εκπρόσωποι των ελληνικών πόλεων και δημιουργήθηκε η Ελληνική Συμμαχία, που είχε τη δύναμη να στείλει απεσταλμένους ζητώντας για βοήθεια και παροχή στρατευμάτων από κάθε πόλη-μέλος για αμυντικούς σκοπούς. Αυτό ήταν αξιοσημείωτο για το διχασμένο ελληνικό κόσμο, αφού οι ελληνικές πόλεις-κράτη συμμετείχαν ακόμα σε εμφυλίους πολέμους.

Το 480 π.Χ. συγκλήθηκε νέο συνέδριο. Μια αντιπροσωπεία από τη Θεσσαλία πρότεινε οι σύμμαχοι να στρατοπεδεύσουν στα στενά των Τεμπών, στα σύνορα της Θεσσαλίας, για να ανακόψουν την προώθηση του Ξέρξη. Μια δύναμη από 10.000 οπλίτες συγκεντρώθηκε στα στενά των Τεμπών, πιστεύοντας ότι οι Πέρσες δεν θα μπορούσαν να περάσουν. Ωστόσο, εκεί, ειδοποιήθηκαν από τον Αλέξανδρο Α΄ της Μακεδονίας ότι η κοιλάδα θα μπορούσε να παρακαμφθεί μέσω του περάσματος του Σαρανταπόρου και καθώς ο στρατός του Ξέρξη ήταν σαφώς μεγαλύτερος, οι Έλληνες οπισθοχώρησαν. Λίγο αργότερα, έμαθαν ότι ο Ξέρξης είχε περάσει τον Ελλήσποντο.

Ο Θεμιστοκλής πρότεινε μια δεύτερη στρατηγική άποψη στην Ελληνική Συμμαχία. Η διαδρομή στη νότια Ελλάδα (στη Βοιωτία, στην Αττική και στην Πελοπόννησο) θα απαιτούσε από τον στρατό του Ξέρξη να περάσει από το στενό πέρασμα των Θερμοπυλών. Το στενό θα μπορούσε εύκολα να κλείσει από τους Έλληνες οπλίτες, παρά την αριθμητική υπεροχή των Περσών. Επιπλέον, για να αποτρέψει τη παράκαμψη του στενού των Θερμοπυλών από τη θάλασσα, ο συμμαχικός στόλος θα έκλεινε τα στενά του Αρτεμισίου. Αυτή η τακτική έγινε δεκτή, ωστόσο, οι πελοποννησιακές πόλεις σχεδίαζαν να υπερασπιστούν τον Ισθμό της Κορίνθου σε περίπτωση που το σχέδιο αποτύχει, ενώ οι γυναίκες και τα παιδιά των Αθηναίων έφευγαν μαζικά από τη Τροιζήνα.

Ο περσικός στρατός φαίνεται να αργοπόρησε στη Θράκη και στη Μακεδονία, αλλά τελικά, τον Αύγουστο του 480 π.Χ., τα νέα της περσικής προσέγγισης έφθασαν στην Ελλάδα κατά την περίοδο που οι Σπαρτιάτες, οι φυσικοί αρχηγοί της συμμαχίας, γιόρταζαν τα Κάρνεια. Σύμφωνα με τα έθιμα των Σπαρτιατών, την περίοδο της γιορτής των Καρνείων, ήταν απαγορευμένη κάθε στρατιωτική δραστηριότητα. Ήταν επίσης η περίοδος των Ολυμπιακών Αγώνων και λόγω της Ολυμπιακής εκεχειρίας θα ήταν διπλή ιεροσυλία για τους Σπαρτιάτες να βαδίσουν σε πόλεμο. Τελικά, οι Έφοροι της Σπάρτης αποφάσισαν ότι η επείγουσα κατάσταση ήταν αρκετά σημαντική δικαιολογία για να στείλουν στρατό στις Θερμοπύλες, υπό την ηγεσία του βασιλιά τους Λεωνίδα Α΄. Ο Λεωνίδας πήρε μαζί τους 300 άνδρες από τη βασιλική σωματοφυλακή, τους Ιππείς, καθώς και αρκετούς στρατιώτες από άλλα μέρη της ευρύτερης περιοχής (συμπεριλαμβανομένων των ειλώτων).

Ο θρύλος των Θερμοπυλών, όπως αναφέρεται από τον Ηρόδοτο, αναφέρει ότι οι Σπαρτιάτες συνάντησαν την Πυθία, στις αρχές του 480 π.Χ. και αυτή τους έδωσε προφητεία την οποία όταν άκουσε ο Λεωνίδας πείστηκε ότι επρόκειτο για βέβαιο θάνατο, αφού οι δυνάμεις του δεν ήταν επαρκείς για μία νίκη. Γι’ αυτό και διάλεξε να πάρει μαζί του στρατιώτες που είχαν ζωντανούς γιούς, ώστε αν σκοτώνονταν στη μάχη, το όνομά τους να συνεχίζονταν από τους γιούς τους.

Στην πορεία προς τις Θερμοπύλες, η σπαρτιατική δύναμη ενισχύθηκε με άνδρες από άλλες πόλεις και έφθασε στα στενά με περισσότερους από 5.000 άνδρες. Ο Λεωνίδας διάλεξε να στρατοπεδεύσει και να υπερασπιστεί τη «μεσαία πύλη», το πιο στενό μέρος των Θερμοπυλών, ενώ οι Φωκιείς είχαν κτίσει νωρίτερα ένα αμυντικό τείχος. Από τη κοντινή πόλη της Τραχίδας, ο Λεωνίδας έμαθε ότι υπάρχει ένα πέρασμα, το οποίο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για υπερκέραση των στενών των Θερμοπυλών, γι’ αυτό και έστειλε 1.000 Φωκιείς για να αποφύγει την περικύκλωση του στρατού του.

Τελικά, στα μέσα του Αυγούστου, ο περσικός στρατός πέρασε το Μαλιακό Κόλπο και έφθασε στις Θερμοπύλες. Με την άφιξη του περσικού στρατού στις Θερμοπύλες, οι Έλληνες συγκάλεσαν συνέδριο πολέμου. Μερικοί Πελοποννήσιοι πρότειναν να υποχωρήσουν στον Ισθμό της Κορίνθου και να κλείσουν το πέρασμα για την Πελοπόννησο. Οι Φωκιείς και οι Λοκροί, οι οποίοι κατοικούσαν στις κοντινές περιοχές, αντέδρασαν και συμβούλευσαν να υπερασπιστούν τις Θερμοπύλες και να στείλουν εκεί περισσότερη βοήθεια. Ο Λεωνίδας τελικά αποφάσισε να αντιτάξει άμυνα στις Θερμοπύλες.

Την εποχή της μάχης η ακτογραμμή ήταν περίπου στο σημείο που βρίσκεται η παλαιά Εθνική Οδός
 

Ο Ξέρξης έστειλε τότε απεσταλμένο για να διαπραγματευτεί με τον Λεωνίδα, ενώ στους άλλους Έλληνες προσφέρθηκε η ελευθερία τους και ο τιμητικός τίτλος «Φίλοι των Περσών» και επιπλέον καλύτερα εδάφη από ό,τι ήδη κατείχαν. Όταν ο Λεωνίδας αρνήθηκε, ο πρέσβης του ζήτησε να καταθέσει τα όπλα και ο Λεωνίδας απάντησε το θρυλικό: «ΜΟΛΩΝ ΛΑΒΕ» (Έλα να τα πάρεις). Αυτή η ιστορική απάντηση του βασιλιά Λεωνίδα προς τον αλαζόνα Πέρση βασιλιά, έμεινε στην ιστορία, παραδειγματίζοντας και εμψυχώνοντας δεκάδες γενιές Ελλήνων. Η μεγάλη αλαζονεία όμως, αλλά και η εμπιστοσύνη του Πέρση βασιλιά στις στρατιωτικές του δυνάμεις, η οποία βασιζόταν περισσότερο στην αριθμητική υπεροχή τους σε σχέση με τις ελληνικές, δεν επέτρεψαν στον Ξέρξη ούτε στιγμή να σκεφτεί το μεγαλείο των απαντήσεων του Λεωνίδα, απέναντι στις αξιώσεις του.

Μετά την άρνηση του Λεωνίδα για παράδοση των όπλων και πέντε ημέρες αφότου ο περσικός στρατός είχε φτάσει στις Θερμοπύλες, η μάχη ξεκίνησε. Αν και υπάρχουν πολλές εκδοχές αναφορικά με το αριθμητικό μέγεθος, τόσο του περσικού, όσο και του ελληνικού στρατού, σύμφωνα με τις πλέον συγκρατημένες, σύγχρονες εκτιμήσεις, αναμετρήθηκαν 70.000-300.000 Πέρσες και 7.000 Έλληνες.

Η μάχη της πρώτης ημέρας, ήταν ιδιαιτέρως βίαιη και κύλησε ευνοϊκά για τους Έλληνες μαχητές, οι οποίοι σκότωσαν τόσους Πέρσες, ώστε σύμφωνα με τον θρύλο, ο Ξέρξης σηκώθηκε τρεις φορές από το θρόνο του για να παρακολουθήσει τη μάχη.

Η δεύτερη μέρα κύλησε παρόμοια με την πρώτη, αλλά το τέλος της σημαδεύτηκε από την πιο γνωστή προδοσία παγκοσμίως. Ένας ντόπιος κάτοικος, ο Εφιάλτης του Ευρυδήμου, που γνώριζε πολύ καλά την περιοχή υπέδειξε στον Πέρση βασιλιά μία στενή και δύσβατη διάβαση, την Ανοπαία ατραπό, η οποία ξεκινάει από τον Ασωπό ποταμό και καταλήγει σε πολύ μικρή απόσταση από το τρίτο στενό των Θερμοπυλών, δηλαδή στα νώτα των Ελληνικών δυνάμεων, ένα μονοπάτι που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει προκειμένου να επιτεθεί στους Έλληνες από πίσω, περικυκλώνοντας τους.

Ο Ξέρξης, εκμεταλλεύτηκε το πλεονέκτημα που του έδωσε ο προδότης και διατάζει αμέσως μια ισχυρή περσική δύναμη 20.000 ανδρών υπό τον αρχηγό των Αθανάτων Υρδάνη, να διασχίσει με την βοήθεια του Εφιάλτη το μονοπάτι και να βρεθεί στα νώτα των Ελληνικών δυνάμεων. Έτσι τα ξημερώματα της τρίτης μέρας, οι Έλληνες βρέθηκαν να πολεμούν εναντίον δύο στρατών: αυτού που βρισκόταν μπροστά τους και αυτού που βρισκόταν πίσω τους. Με την κατάσταση να επιδεινώνεται, πάρθηκε η απόφαση τα ελληνικά στρατεύματα να αποχωρήσουν αφήνοντας πίσω μια δύναμη ικανή να συγκρατήσει του Πέρσες στρατιώτες. Έτσι λοιπόν, ο Λεωνίδας μαζί με λιγοστούς στρατιώτες, συγκριτικά με τους αντιπάλους, βρέθηκε να μάχεται εναντίον ολόκληρου του περσικού στρατού.

Οι Έλληνες, έδωσαν μια ένδοξη μάχη καταφέρνοντας να συγκρατήσουν για επαρκές διάστημα τους Πέρσες και σκοτώνοντας πολλούς εξ’ αυτών, ανάμεσα στους οποίους, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο και δύο αδέλφια του Ξέρξη. Φυσικά, δεν ήταν δυνατό να νικήσουν σε μία τόσο άνιση μάχη. Αλλά ακριβώς αυτή η έκβαση της μάχης, που ενώ την γνώριζαν εκ των προτέρων, αποφάσισαν να παραμείνουν, τους καθιστά ένδοξους και την πράξη τους σύμβολο ανδρείας και αυταπάρνησης.

Το χαρακτηριστικό επίγραμμα του τύμβου των Σπαρτιατών στις Θερμοπύλες, που αν και δεν σώζεται σήμερα, το γνωρίζουμε από τον Ηρόδοτο, υποδηλώνει την έννοια του καθήκοντος όχι απέναντι στον εκάστοτε άρχοντα, αλλά σε αξίες που υπερβαίνουν το ατομικό συμφέρον: «Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα, τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι». («Ξένε, ανακοίνωσε στους Σπαρτιάτες ότι εδώ βρισκόμαστε, τηρώντας τις διαταγές τους»).

Μετά τη σύγκρουση, ο ελληνικός στόλος στο Αρτεμίσιο έλαβε τα νέα για την ήττα στις Θερμοπύλες. Δεδομένου ότι η στρατηγική τους απαιτούσε νίκη και στις Θερμοπύλες και στο Αρτεμίσιο και εξαιτίας των μεγάλων απωλειών τους, ο ελληνικός στόλος αποφάσισε να υποχωρήσει στη Σαλαμίνα. Οι Πέρσες κατέλαβαν τη Βοιωτία και την Αθήνα. Ωστόσο, αναζητώντας μια αποφασιστική νίκη κατά του περσικού στόλου, ο ελληνικός στόλος κατανίκησε τους Πέρσες στην ιστορική Ναυμαχία της Σαλαμίνας, στα τέλη του 480 π.Χ. Φοβούμενος ότι θα παγιδευτεί στην Ευρώπη, ο Ξέρξης υποχώρησε με το μεγαλύτερο μέρος του στρατού του στην Ασία, αφήνοντας το γαμπρό του Μαρδόνιο να ολοκληρώσει τη κατάληψη της Ελλάδας. Τον επόμενο χρόνο, ωστόσο, μετά την αποφασιστική νίκη των Ελλήνων στις Πλαταιές και την καταστροφή του στρατού του Μαρδόνιου, έληξε η περσική εισβολή και μαζί και οι Περσικοί Πόλεμοι.

Η μάχη των Θερμοπυλών έμεινε στην παγκόσμια ιστορία ως παράδειγμα αυταπάρνησης, αυτοθυσίας και υπακοής στους νόμους της Πατρίδας. Η αντίσταση των Ελλήνων αποτελεί παράδειγμα των πλεονεκτημάτων της σκληρής στρατιωτικής εκπαίδευσης, του καλύτερου εξοπλισμού και της ιδιοφυούς χρήσης του εδάφους ως πολλαπλασιαστή δύναμης, αλλά σαν σύμβολο γενναιότητας, φιλοπατρίας και απαράμηλου ηρωισμού.

 

k matsouΗ Κατερίνα Μ. Μάτσου γεννήθηκε στις 22 Αυγούστου 1975 στην Κοζάνη. Είναι δημοσιογράφος, απόφοιτος του Ε.Ε.Σ. North και του Ι.Ι.Ε.Κ. ΔΕΛΤΑ Θεσσαλονίκης. Εργάστηκε ως υπεύθυνη Τύπου στη νομαρχιακή επιτροπή μεγάλου κόμματος στην Κοζάνη και συνεργάζεται με πολλές τοπικές εφημερίδες και περιοδικά.

Για δύο τηλεοπτικές σεζόν (2006-2008) συνεργάστηκε με τον τοπικό τηλεοπτικό σταθμό TOP CHANNEL ως επιμελήτρια και παρουσιάστρια της εκπομπής πολιτισμού «Περί τέχνης, λόγου και βιβλίων». Έχει συνεργαστεί με το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών/Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών στο πρόγραμμα: «Εγκυκλοπαίδεια Ελληνικού Τύπου-Ο Τύπος της Κοζάνης» (Δεκέμβριος 2001-Μάιος 2002). Έχει διακριθεί από το Σύνδεσμο Γραμμάτων & Τεχνών ν. Κοζάνης με δίπλωμα Τιμής και Αναμνηστικό Μετάλλιο για την προβολή και ανάδειξη των μουσείων του νομού Κοζάνης (Σεπτέμβριος 2003). Κατά τον 27ο Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό, που προκήρυξε η Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών (Π.Ε.Λ.) για το 2008 βραβεύτηκε με το 3ο Βραβείο για το μυθιστόρημα «Στην πόλη χωρίς ιστορία». Είναι μέλος της Ένωσης Δημοσιογράφων Περιοδικού & Ηλεκτρονικού Τύπου (Ε.ΔΗ.Π.Η.Τ.) Μακεδονίας-Θράκης και της Πανελλήνιας Ένωσης Συνεργασίας Νέων Λογοτεχνών.

Περισσότερα άρθρα και επικοινωνία