Ένα από τα σημαντικότερα σύγχρονα μνημεία που δίνουν το στίγμα της Ελλάδας και την περίοπτη θέση που κατείχε ανέκαθεν η χώρα μας στην παγκόσμια ναυτική ιστορία αργοσβήνει, παραδομένο στη φθορά του χρόνου και την εγκατάλειψη.

Το Eλληνικό Φαρικό δίκτυο αριθμεί σήμερα 120 φάρους, μέσης ηλικίας περίπου 2 αιώνων. Μόνον οι 20 βρίσκονται σε καλή κατάσταση ενώ μέτρια χαρακτηρίζεται η κατάσταση άλλων 30. Στους υπόλοιπους τα σημάδια φθοράς είναι ορατά και δια γυμνού οφθαλμού.

Το 1998 η Υπηρεσία Φάρων του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού (ΓΕΝ) , στην οποία ανήκει η ευθύνη για την διαχείριση του δικτύου, εκπόνησε ένα συνολικό πρόγραμμα συντήρησης και αποκατάστασης όλων των κτισμάτων και προώθησε το σχέδιο αυτό προς ένταξη στο Β΄ Κοινοτικό πλαίσιο στήριξης.

Το Υπουργείο Πολιτισμού και οι Εφορείες Νεωτέρων Μνημείων ανέλαβαν να αξιολογήσουν έναν προς έναν όλους τους φάρους. Στο διάστημα αυτό επισκέφθηκαν 20, τους οποίους και έκριναν ως νεώτερα μνημεία τα οποία πρέπει να διατηρηθούν. Ωστόσο το σχέδιο δεν χρηματοδοτήθηκε και η αποκατάσταση έμεινε στα χαρτιά.

Η Υπηρεσία Φάρων με τα κονδύλια που διαθέτει έχει την δυνατότητα επισκευής 3-4 πύργων ετησίως. Με τον ρυθμό αυτό η αποπεράτωση του έργου τοποθετείται σε 40 χρόνια.

Το Γ΄ ΚΠΣ αναπτέρωσε τις ελπίδες των ανθρώπων που ασχολούνται με την διατήρηση αυτών των μνημείων. Η επιμονή τους απέδωσε σε πρώτη φάση την έγκριση κονδυλίων ύψους 1,5 δισεκατομμυρίων δραχμών. (περίπου 4,5 εκατομμύρια ΕΥΡΟ) για την εκπόνηση ενός πιλοτικού προγράμματος αναπαλαίωσης και αποκατάστασης του δικτύου.

Με τα χρήματα αυτά οι υπηρεσίες του ΓΕΝ μπορούν να επισκευάσουν περίπου 40 φάρους και μάλιστα σε εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα γιατί διαθέτουν γνώση, ειδικευμένους μηχανικούς και αρχιτέκτονες.

 

Οι καταστροφές

Οι μεγαλύτερες καταστροφές στο Eλληνικό Φαρικό δίκτυο προκλήθηκαν κατά την διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και συγκεκριμένα κατά την αποχώρηση των Γερμανικών στρατευμάτων από την Ελλάδα.

Το 1940 υπήρχαν 206 πέτρινοι φάροι ενώ μετά το τέλος του πολέμου απέμειναν σε λειτουργία μόνον οι 19.

Η πρώτη προσπάθεια ανασυγκρότησης του δικτύου άρχισε το 1945 και συνεχίστηκε έως τα μέσα της δεκαετίας του ΄50. Περίπου 80 φάροι ανακατασκευάστηκαν. Οι υπόλοιποι αφέθηκαν στην τύχη τους.

Οι φωτοσημαντήρες επισκίασαν την χρησιμότητα των φάρων. Πολύ φθηνότεροι, ευκολότεροι στην τοποθέτηση και την συντήρηση αναπτύχθηκαν σε ευρεία κλίμακα, σε όλους τους σημαντικούς θαλάσσιους διαύλους.

greece lighthouses 01

 

Οι εξελίξεις στους φάρους

Οι εξελίξεις των τηλεπικοινωνιών και περισσότερο στις δορυφορικές επικοινωνίες ήρθαν σαν χαριστική βολή. Έως το 1980 η Υπηρεσία Φάρων απασχολούσε 320 φαροφύλακες οι οποίοι συντηρούσαν το δίκτυο και προλάμβαναν τις φθορές στα χτίσματα. Σταδιακά ο αριθμός των φαροφυλάκων τους μειώθηκε και σήμερα δεν ξεπερνούν τους 70.Στις αρχές του καλοκαιριού 2001 η Υπηρεσία Φάρων του ΓΕΝ φιλοξένησε στις Σπέτσες τη διάσκεψη του Διεθνούς Οργανισμού Φάρων (ΙALΑ) για τις εναλλακτικές χρήσεις αυτών των σύγχρονων μνημείων της ναυσιπλοίας. Η Ελλάδα είναι ιδρυτικό μέλος αυτού του Οργανισμού και συμμετέχει σε όλες τις δραστηριότητες του από τις αρχές της δεκαετίας του 1970.

Το πρόβλημα της συντήρησης του φαρικού δικτύου απασχολεί όλες τις χώρες και από το 1996 έχουν συγκροτηθεί και λειτουργούν 3 ομάδες εργασίας οι οποίες ασχολούνται με την καταγραφή των φάρων και την περιγραφή της κατάστασή τους, την επεξεργασία κοινών πρωτοβουλιών για την διάσωση τους και τέλος με τις δυνατότητες αξιοποίησης τους. Η ιδέα που κατακτά έδαφος στις περισσότερες χώρες είναι να μετατραπούν οι φάροι σε μουσεία.

 

Ανακαίνιση & αποκατάσταση φάρων της Ελλάδας

Οι πέτρινοι Φάροι και Φανοί αποτελούν παραδοσιακά μνημεία με ιδιαίτερη αρχιτεκτονική κατασκευή, εξακολουθούν να συμβάλλουν στην ανάπτυξη και ασφάλεια της ναυσιπλοΐας, είναι συνδεδεμένοι με την ναυτική παράδοση της Ελλάδας και αποτελούν σημείο αναφοράς για τους ναυτιλλόμενους. Προστατεύονται από τον Ν.3028/02 «Για την προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς», και τον Ν. 2039/92 «περί Κύρωσης της Σύμβασης για την Προστασία της Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς της Ευρώπης». Μέχρι σήμερα έχουν χαρακτηριστεί ως Διατηρητέα Ιστορικά Μνημεία τριάντα ένας (31) εξ αυτών, με αποφάσεις του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού, το ένα τέταρτο δηλαδή του συνολικού αριθμού τους, ενώ η Υπηρεσία Φάρων έχει ζητήσει το χαρακτηρισμό δέκα επιπλέον φάρων, ως Ιστορικών Μνημείων. Επίσης, πενήντα έξι (56) εξ αυτών είναι επανδρωμένοι ή επιτηρούμενοι από Φαροφύλακες.

Ουσιαστικό ρόλο στην αποκατάταση των ναυτικών αυτών μνημείων έχει παίξει το Ιδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη. Η αφοσίωση του Ιδρύματος Αικατερίνης Λασκαρίδη στον Πολιτισμό και στη Ναυτιλία οδηγεί εδώ και χρόνια σε μία αντιμετώπιση της πολιτιστικής και ναυτιλιακής μας κληρονομιάς ως ζωντανού οργανισμού, του οποίου η συντήρηση συμβάλλει στη σύγχρονη εξέλιξή μας και αποτελεί σημαντικό σκοπό του Ιδρύματος. Για το λόγο αυτό, τον Απρίλιο του 2008, το Διοικητικό Συμβούλιο του Ιδρύματος αποφάσισε την πλήρη ανακαίνιση και αποκατάσταση του Φάρου του Ακρωτηρίου Ταινάρου. Επρόκειτο για το πρώτο βήμα ενός ευρύτερου σχεδίου για την ανάδειξη των πέτρινων φάρων της Ελλάδας. Η αποκατάσταση και η επαναφορά ενός σπουδαίου μνημείου της ευρύτερης πολιτισμικής μας παράδοσης είναι έργο που αποτελεί σταθμό στη συμβολή του Ιδρύματος στον Πολιτισμό και στη Ναυτιλία.

Ήδη προγραμματίζονται και άλλες ενέργειες για την ανάδειξη των πέτρινων Φάρων της Ελλάδας ως αρχείων της μακρόχρονης ιστορικής μας παράδοσης

πηγή: www.faroi.com, http://www.qsl.net/sv2ael/