Οι ελληνικές θάλασσες συντηρούν σπάνια προστατευόμενα είδη. Δεν είναι μόνο ο σπάνιος φυσικός πλούτος.
Οι ελληνικές θάλασσες στηρίζουν τις τελευταίες στη Μεσόγειο, μεγάλες εκτάσεις από θαλάσσια λιβάδια Ποσειδωνίας (τις λεγόμενες φυκιάδες), το σημαντικότερο προστατευόμενο τύπο οικοσυστήματος στη Μεσόγειο. Στην αμέσως βαθύτερη θαλάσσια ζώνη συναντάμε τη λεγόμενη «τραγάνα», προστατευόμενους υφάλους ροδοφυκών, για το σχηματισμό των οποίων απαιτούνται έως και 11.000 χρόνια.
Οι ανοιχτές θάλασσες στηρίζουν από τους σημαντικότερους στη Μεσόγειο, πληθυσμούς θαλάσσιων θηλαστικών, με 4 είδη δελφινιών, 2 είδη φαλαινών και το μεγαλύτερο εναπομείναντα στον κόσμο πληθυσμό Μεσογειακής φώκιας (250 από τις 450 παγκοσμίως), ένα είδος που απειλείται με άμεση εξαφάνιση.
Τα παραπάνω», εξηγεί ο Θοδωρής Τσιμπίδης, διευθυντής της Περιβαλλοντικής Οργάνωσης «Αρχιπέλαγος», Ινστιτούτο Θαλάσσιας & Περιβαλλοντικής Έρευνας Αιγαίου, «συνθέτουν τη “μαγική εικόνα” των ελληνικών θαλασσών, ωστόσο συνεχίζουν να εξαρτώνται από τον παράγοντα τύχη, δεδομένου ότι δεν έχει εφαρμοστεί κανένα μέτρο για την ουσιαστική διαχείριση ή προστασία τους. Σε μία εποχή όπου όλες οι χώρες, ακόμα και οι λεγόμενες αναπτυσσόμενες, προσπαθούν να αναδειχθούν μέσα από την αειφόρο ανάπτυξη και τη προβολή του φυσικού τους πλούτου, η Ελλάδα όχι μόνο αγνοεί, αλλά και απειλεί με δραματική υποβάθμιση τα οικοσυστήματά της».
«Είδη και ενδιαιτήματα που κατάφεραν να επιβιώσουν στις ελληνικές θάλασσες για χιλιάδες χρόνια, σε ισορροπία με τις ανθρώπινες κοινωνίες, μέσα στις τρεις τελευταίες μόνο δεκαετίες κινδυνεύουν με αφανισμό, απειλώντας να συμπαρασύρουν και τις ανθρώπινες κοινωνίες των νησιωτικών και παράκτιων περιοχών, δεδομένου ότι η οικονομία τους εξαρτάται από τον τουρισμό και την αλιεία και απειλείται πλέον από την καταστροφή των φυσικών πόρων. Ως άμεση συνέπεια παρατηρείται η μετανάστευση των κατοίκων σε αστικά κέντρα και η ερημοποίηση των νησιωτικών περιοχών».
Η Αναστασία Μήλιου, υδροβιολόγος - επικεφαλής Έρευνας και Δράσεων Προστασίας, της περιβαλλοντικής οργάνωσης «Αρχιπέλαγος», πρέσβειρα της Ελλάδας στην Ε.Ε. για την προώθηση της αειφόρου θαλάσσιας πολιτικής προσθέτει: «Για να διατηρήσουμε αναλλοίωτη αυτή τη μαγική πραγματικά εικόνα που μας χάρισε απλόχερα η φύση, πρέπει να μετατρέψουμε τους εαυτούς μας, από αρνητικούς πρωταγωνιστές της θλιβερής κατάστασης που επικρατεί σήμερα στις ελληνικές θάλασσες, σε λυσιτελείς κομπάρσους. Η εφαρμογή απλών και μικρών πρακτικών δύναται να κάνει τη διάφορα, ώστε οι θάλασσές μας να συνεχίσουν να αποτελούν πηγή ζωής και αντικείμενο θαυμασμού. Αρκεί να αποχωριστούμε τις κακές συνήθειες που έχουμε αποκτήσει από την αγχωτική αστική πραγματικότητα και είθισται να μεταφέρουμε και στις διακοπές μας. Συνήθειες, που μπορούν και διαταράσσουν, πολλές φορές ανεπανόρθωτα, την ισορροπία των θαλάσσιων οικοσυστημάτων.
Ας πράξουμε λοιπόν τα δέοντα, ιδιαίτερα όταν οι πιο ζωντανοί μήνεςς του καλοκαιριού μας κλείνουν το μάτι και ετοιμαζόμαστε για εξορμήσεις μακριά από τα αστικά κέντρα. Υπάρχει τρόπος να αδράξουμε την ευκαιρία και να απολαύσουμε τις λίγες στιγμές επαφής με το θαλάσσιο περιβάλλον, χωρίς να το καταστρέφουμε.
Αρκεί να κλείσουμε επιτέλους την κερκόπορτα, που επί τόσα χρόνια αφήνουμε αφύλακτη και να αρχίσουμε να συμπεριφερόμαστε στα θαλάσσια οικοσυστήματα ως υπεύθυνοι επισκέπτες, δύτες, αλιείς ή καπετάνιοι. Με αυτό τον τρόπο θα έχουμε αφήσει μία μικρή παρακαταθήκη για το μέλλον, που θα μας επιτρέπει να απολαύσουμε τη μαγεία των ελληνικών θαλασσών και την ανεξάντλητη(;) φυσική κληρονομιά του τόπου μας».
13 Θησαυροί του Αρχιπελάγους
Σπειρογράφος (Spirographis spallanzanii)
Ο Σπειρογράφος είναι ένα είδος κοινό στις ελληνικές θάλασσες, που συναντιέται στα ρηχά παράκτια νερά. Ανήκει στην κατηγορία των ασπόνδυλων ζώων. Ζει σε μεμβρανώδη «σωλήνα» από τον οποίο προβάλλουν μόνο τα βράγχιά του. Τα βράγχια σχηματίζουν πολύχρωμους θυσάνους οι οποίοι με την κίνησή τους φιλτράρουν το θαλασσινό νερό, συλλέγοντας έτσι την τροφή τους, η οποία αποτελείται από πλαγκτονικούς οργανισμούς και οργανική ύλη. Όταν διαισθάνεται κίνδυνο, εισέρχεται γρήγορα στο «σωλήνα» του, ο οποίος του παρέχει ένα ασφαλές καταφύγιο.
Θαλάσσια χελώνα (Caretta caretta)
Η θαλάσσια χελώνα «Καρέττα» είναι είδος μεταναστευτικό, πελαγικό που το συναντάμε στα ρηχά νερά ηπειρωτικών υφαλοκρηπίδων, γύρω από υφάλους, σε μεγάλες παραλίες και στις εκβολές ποταμών. Σε αναζήτηση της τροφής της κάνει συχνές καταδύσεις, που μπορεί να ξεπεράσουν και τα 100 μέτρα. Ωστόσο, πρέπει να αναδύεται συχνά στην επιφάνεια επειδή αναπνέει μόνο ατμοσφαιρικό αέρα. Τρέφεται με διάφορα ζωικά είδη, όπως μέδουσες, ψάρια και οστρακοειδή, τα οποία συχνά αναζητά σε περιοχές με θαλάσσια λιβάδια Ποσειδωνίας.
Η «Καρέττα» αντιμετωπίζει υψηλό κίνδυνο εξαφάνισης και προστατεύεται από μία σειρά διεθνών συμβάσεων. Παρ’ όλα αυτά, ο μεσογειακός πληθυσμός της συνεχώς μειώνεται. Απειλείται από τη ρύπανση της θάλασσας, καθώς και από την υποβάθμιση των ακτών ωοτοκίας τους. Στις ελληνικές θάλασσες, ο ρυθμός εκβρασμών νεκρών θαλάσσιων χελωνών αυξάνεται ανησυχητικά τα τελευταία χρόνια, ενώ τους θερινούς μήνες (περίοδος ωοτοκίας) είναι σχεδόν καθημερινό φαινόμενο. Οφείλεται σε πρόσκρουση με ταχύπλοα σκάφη, κατάποση πλαστικών, μπλέξιμο σε αλιευτικά εργαλεία αλλά και σε εσκεμμένες θανατώσεις.
Θαλάσσια Λιβάδια Ποσειδωνίας (Posidonia oceanica)
Τα θαλάσσια λιβάδια Ποσειδωνίας, γνωστά και ως «φυκιάδες», αποτελούν τα δάση της θάλασσας. Αυτοί οι αυστηρά προστατευόμενοι οικότοποι, έχουν θεμελιώδη σημασία για την υγεία και την παραγωγικότητα των θαλάσσιων οικοσυστημάτων της Μεσογείου.
Στη βάση του λιβαδιού, το δίκτυο ριζωμάτων και ριζών συγκρατεί το ίζημα του θαλάσσιου πυθμένα. Σε συνδυασμό με την υψηλή πυκνότητα των φύλλων του, απορροφά μέρος της ενέργειας των κυμάτων, με αποτέλεσμα να αποτρέπονται φαινόμενα διάβρωσης παραλιών. Επιπλέον, η τρισδιάστατη δομή των θαλάσσιων λιβαδιών τα καθιστά ιδανικές περιοχές αναπαραγωγής για πολλά είδη ψαριών και ασπόνδυλων οργανισμών. Υπολογίζεται ότι περισσότερα από 300 είδη χλωρίδας και 1.000 είδη πανίδας ζουν μέσα στα θαλάσσια λιβάδια Ποσειδωνίας. Επιπρόσθετα, το φύλλωμα του λιβαδιού συγκρατεί την αιωρούμενη οργανική ύλη, διατηρώντας τη διαφάνεια του θαλασσινού νερού.
Η Ποσειδωνία είναι εξαιρετικά ευαίσθητη στις ανθρωπογενείς παρεμβάσεις στις παράκτιες περιοχές (ρύπανση, ιχθυοκαλλιέργεια, αλιεία με συρόμενα εργαλεία, ανεξέλεγκτα αγκυροβόλια). Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία τις τελευταίες δεκαετίες υποβαθμίζονται σε ανησυχητικό βαθμό και ως εκ τούτου προστατεύονται από διεθνείς συμβάσεις και την ευρωπαϊκή νομοθεσία.
Η αστικοποίηση της παράκτιας ζώνης στη Δυτική Μεσόγειο έχει επιφέρει την εκτεταμένη καταστροφή τους. Μέχρι στιγμής, οι ελληνικές θάλασσες συνεχίζουν να στηρίζουν ορισμένα από τα τελευταία εναπομείναντα μεγάλης έκτασης λιβαδιών Ποσειδωνίας. Η παντελής όμως απουσία πρακτικών διαχείρισης και προστασίας αυτών, καθιστά το μέλλον τους αβέβαιο. Οι επιπτώσεις της καταστροφής τους θα επηρεάσουν όχι μόνο την υγεία των οικοσυστημάτων αλλά και ανθρώπινες δραστηριότητες, όπως είναι η αλιεία και ο τουρισμός.
Χρυσοσφούγγαρο (Aplysina aerophoba)
Τα σφουγγάρια είναι εδραία, βενθικά ασπόνδυλα ζώα, τα οποία τρέφονται φιλτράροντας το θαλασσινό νερό. Το μέγεθος τους ποικίλει από λίγα χιλιοστά, έως και περισσότερο από 2 μέτρα. Είναι δυνατόν να τα συναντήσει κανείς σε επιφανειακά νερά, αλλά και σε μεγάλα βάθη. Στις ελληνικές θάλασσες συναντάμε περισσότερα από 120 είδη σφουγγαριών. Το Χρυσοσφούγγαρο είναι ένα είδος που το βρίσκουμε σε αποικίες, σε παράκτιες περιοχές οι οποίες δεν είναι εκτεθειμένες σε έντονα καιρικά φαινόμενα.
Κόκκινη Ανεμώνη (Actinia equina)
Η Κόκκινη Θαλάσσια Ανεμώνη είναι είδος εδραίου ασπόνδυλου ζώου, που απαντάται σε βραχώδη επιφανειακά υποστρώματα μέχρι 20 μέτρα βάθους. Έχει μια πλατιά βάση, διαμέτρου μέχρι 5 εκατοστά και επιδεικνύει μέχρι 192 πλοκάμια διευθετημένα σε 6 κύκλους, τα οποία κρύβονται όταν διαισθανθούν κάποια απειλή. Είναι συνήθως χρώματος κόκκινου, καφέ, πράσινου ή πορτοκαλί και μερικές φορές εμφανίζουν μπλε ή κίτρινες βούλες. Οι θαλάσσιες ανεμώνες προσαρμόζονται άρτια σε αντίξοες συνθήκες, όπως σε μεγάλες διακυμάνσεις θερμοκρασίας και σε συνθήκες αφυδάτωσης.
Κίτρινο κοράλλι (Leptosammia pruvoti)
Το κίτρινο κοράλλι φτάνει και τα 3 εκατοστά σε διάμετρο και τα πλοκάμια του μοιάζουν με αυτά της θαλάσσιας ανεμώνης, μόνο που είναι χρώματος κίτρινου. Απαντάται συνήθως σε σκιώδη βραχώδη υποστρώματα, όπως σπηλιές και σε ρήγματα βάθους 10 έως 30 μέτρων. Αν και αποτελεί είδος μοναχικό, μπορεί ορισμένες φορές να συναντάται σε μικρές ομάδες.
Ρινοδέλφινο (Tursiops truncatus)
Το Ρινοδέλφινο είναι ένα κοινό είδος στις ελληνικές θάλασσες, όπου διατηρεί μόνιμους πληθυσμούς. Συνήθως συναντάται σε ολιγομελείς ομάδες σε παράκτιες περιοχές - είναι το είδος που πολλές φορές παρατηρεί κανείς από τις ακτές. Τρέφεται με βενθικά ψάρια, κεφαλόποδα και μερικές φορές με οστρακοειδή.
Έχει χαρακτηριστεί ως είδος ευαίσθητο, που αντιμετωπίζει υψηλό κίνδυνο εξαφάνισης, καθώς οι πληθυσμοί του μειώνονται στη Μεσόγειο κατά τις τελευταίες δεκαετίες.
Καθώς μειώνονται τα ιχθυαποθέματα, παράκτια είδη θαλάσσιων θηλαστικών όπως το Ρινοδέλφινο (σε αντίθεση με τα υπόλοιπα είδη δελφινιών) και η Μεσογειακή φώκια, προκαλούν καταστροφές στα δίχτυα των παράκτιων αλιέων για να εξασφαλίσουν τη τροφή τους. Το γεγονός ότι δεν παρέχεται οποιαδήποτε μορφή ενίσχυσης στους αλιείς, για τις καταστροφές που προκαλούνται από τα προστατευόμενα είδη, οδηγεί αναπόφευκτα στην ανάπτυξη μίας αμοιβαίας ανταγωνιστικής σχέσης.
Φυσητήρας (Physeter macrocephalus)
Ο Φυσητήρας αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα είδη θηλαστικών που ζουν στις ελληνικές θάλασσες (μπορεί να ξεπεράσει τα 18 μέτρα σε μήκος και τους 50 τόνους σε βάρος). Είναι είδος μεταναστευτικό, που συνήθως συναντάται κατά μήκος της ηπειρωτικής ακτογραμμής.
Χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερα εξελιγμένο εγκέφαλο, καθώς και από την ικανότητα κατάδυσης σε βάθη που ξεπερνούν τα 3.000 μέτρα. Τρέφεται με μεσοπελαγικά κεφαλόποδα και μερικά βαθύβια ψάρια (π.χ. σαλάχια).
Είναι ένα ακόμη κινδυνεύον είδος που αντιμετωπίζει πολύ υψηλό κίνδυνο εξαφάνισης. Ο Μεσογειακός πληθυσμός αριθμεί λιγότερα από 2.500 ενήλικα άτομα και διαρκώς μειώνεται.
Κοινό Δελφίνι (Delphinus delphis)
Το Κοινό Δελφίνι είναι είδος πελαγικό, το οποίο αντίθετα με την ονομασία του είναι πλέον σπάνιο στις ελληνικές θάλασσες. Τρέφεται με αφρόψαρα και κεφαλόποδα. Ο Μεσογειακός πληθυσμός του είδους έχει μειωθεί δραστικά τις τελευταίες δεκαετίες κι έχει χαρακτηριστεί ως είδος κινδυνεύον, που αντιμετωπίζει πολύ υψηλό κίνδυνο εξαφάνισης. Το ανατολικό Αιγαίο στηρίζει τους σημαντικότερους εναπομείναντες πληθυσμούς του είδους στην ανατολική Μεσόγειο.
Μπουρού (Charonia tritonis)
Η Μπουρού είναι ένα από τα μεγαλύτερα είδη κοχυλιού που συναντάμε στις ελληνικές θάλασσες. Το μήκος της φτάνει τα 40εκ. Το επιστημονικό της όνομα προέρχεται από τον Τρίτωνα, γιο του θεού της θάλασσας, Ποσειδώνα. Ζει σε αμμώδεις και βραχώδεις οικοτόπους, μέχρι και 50 μέτρα βάθος. Τρέφεται με αχιβάδες και αστερίες, που αρχικά παραλύει με το σάλιο της. Αν και η Μπουρού είναι προστατευόμενο είδος, σε πολλές περιοχές των ελληνικών θαλασσών αλιεύεται παράνομα, κυρίως από ερασιτέχνες αλιείς.
Κοινό Χταπόδι (Octopus vulgaris)
Τα Χταπόδια όπως και όλα τα κεφαλόποδα, θεωρούνται από τα πιο εξελιγμένα ασπόνδυλα ζώα, με τον εγκέφαλο τους να έχει πολλά όμοια χαρακτηριστικά με τον εγκέφαλο των σπονδυλόζωων. Αν και τα χταπόδια δεν μπορούν να διακρίνουν τα χρώματα, χάρη στα χρωματοφόρα κύτταρα που έχουν στο δέρμα τους, μπορούν να αλλάζουν γρήγορα το χρώμα τους, έτσι ώστε να μην εντοπίζονται εύκολα από τους θηρευτές τους. Το Κοινό Χταπόδι ζει σε ρηχές παράκτιες περιοχές, έως και σε βάθη 100 μέτρων. Τα καταγράφουμε συχνά στις ελληνικές θάλασσες, όμως ο πληθυσμός τους έχει μειωθεί σημαντικά, κυρίως λόγω της εντατικής αλίευσης των νεαρών χταποδιών (από ερασιτέχνες κυρίως αλιείς) αλλά και λόγω της γενικότερης υποβάθμισης των οικοτόπων τους.
Κοσκιναστερίας (Coscinasterias tenuispina)
O Κοσκιναστερίας είναι από τους πιο εντυπωσιακούς αστερίες που συναντάμε στις ελληνικές θάλασσες. Φτάνει τα 15 εκατοστά σε μήκος και έχει 4-12 βραχίονες. Χαρακτηρίζεται και από ποικίλο χρωματισμό: μπλε, καφέ ή κόκκινο. Ζει στα ρηχά νερά σε βραχώδεις οικοτόπους που καλύπτονται από φύκια. Αν ένα ή περισσότερα από τα «χέρια» που διαθέτει κοπούν για οποιαδήποτε αιτία, ο αστερίας έχει τη δυνατότητα να τα ξαναδημιουργήσει. Έτσι εξηγείται, γιατί σε κάποιους αστερίες τα «χέρια» δεν έχουν όλα το ίδιο μέγεθος. Οι αστερίες τρέφονται με μικρότερα ασπόνδυλα όπως οι αχιβάδες.
Μουγγρί (Conger conger)
Το Μουγγρί είναι ένα είδος ψαριού που συναντιέται συχνά στις βραχώδεις ακτές. Ζει σε ρηχές παράκτιες περιοχές, ενώ μεταναστεύει στα βαθύτερα νερά (200-300m) για να αναπαραχθεί. Γεννάει 3-8 εκατομμύρια αυγά, τα οποία επιπλέουν σε πλανκτονική μορφή για 1-2 χρόνια, εκ των οποίων ένα μικρό ποσοστό θα αναπτυχθεί σε νεαρά μουγγριά. Τα μουγγριά είναι νυχτερινοί θηρευτές και τρέφονται με ψάρια, ασπόνδυλα και κεφαλόποδα.