Πολλοί νέοι και νέες, όταν έρχεται η "μεγαλειώδης" στιγμή να αποφασίσουν ποιο θα είναι το επάγγελμα για την υπόλοιπη ζωή τους, επιλέγουν τις σπουδές στο πολυτεχνείο.
Στην Ελλάδα, αντίθετα με το εξωτερικό οι σπουδές σε επιστήμες όπως η ιατρική, η νομική και η εφαρμοσμένη μηχανική σε όλες τις εκδοχές της, είναι κάτι παραπάνω από σπουδές. Στην πραγματικότητα και στη συνείδηση του κόσμου είναι ταυτισμένες με την επαγγελματική ιδιότητα του γιατρού, του δικηγόρου ή του μηχανικού αντίστοιχα. Ο νέος, που στην τρυφερή αλλά "ωριμότατη" κατά την κρίση του ελληνικού κράτους ηλικία των 18 ετών επιλέγει τι θα σπουδάσει, επιλέγει μάλλον κάτι διαφορετικό από απλές σπουδές, επιλέγει επάγγελμα. Και μάλιστα η επιλογή του γίνεται με κριτήριο την πολυπόθητη επαγγελματική εξασφάλιση.
Εδώ και δεκαετίες, τρεις χαρακτηριστικοί κλάδοι χαίρουν υψηλής εκτίμησης και κύρους από την κοινωνία. Αυτοί είναι ο κλάδος των γιατρών, ο κλάδος των δικηγόρων και ο κλάδος των μηχανικών. Οι παραπάνω κλάδοι αναφέρονται στο άρθρο ως κλάδος των γιατρών κτλ και όχι της ιατρικής, καθώς η εικόνα που έχει ο μέσος Έλληνας για τους τρεις αυτούς κλάδους, είναι συνηθέστερα ο γιατρός-ελεύθερος επαγγελματίας που έχει ιατρείο και ο δικηγόρος ή μηχανικός-ελεύθερος επαγγελματίας που έχουν γραφείο. Λόγω του κύρους που έχουν αποκτήσει αυτοί οι κλάδοι, οι απασχολούμενοι σε αυτούς, θεωρείται ότι έχουν αυτοδικαίως υψηλά εισοδήματα και επιτυγχάνουν με βεβαιότητα να πλουτίσουν. Είναι ίδιον της ελληνικής κοινωνίας αλλά και άλλων κοινωνιών, η δημιουργία στερεοτύπων. Η άποψη λοιπόν ότι ο γιατρός, ο δικηγόρος και ο μηχανικός είναι αυτοδικαίως "πλούσιοι", είναι διαχρονική, φαίνεται ότι υπάρχει σε μεγάλο βαθμό και σήμερα και δυστυχώς είναι ένα στερεότυπο. Σε μια κοινωνία η οποία θέλει(;) να εξελιχθεί δεν θα έπρεπε να χωρούν στερεότυπα.
Το δυστυχές γεγονός είναι ότι το στερεότυπο αυτό έχει προέκταση και στη δημόσια διοίκηση. Όταν κάποιος ολοκληρώσει τις σπουδές του στο Πολυτεχνείο για παράδειγμα, δε σημαίνει απαραίτητα ότι θα απασχοληθεί ως ελεύθερος επαγγελματίας, δηλαδή δε θα ανοίξει τεχνικό γραφείο. Παρόλα αυτά ο ΟΑΕΔ που αποτελεί τμήμα της δημόσιας διοίκησης, θεωρεί ότι κάθε μηχανικός από τη στιγμή που έχει λάβει τον αντίστοιχο τίτλο σπουδών και την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος από το ΤΕΕ είναι εργαζόμενος ελεύθερος επαγγελματίας! Πληθώρα νέων αποφοίτων των τμημάτων του Πολυτεχνείου, όταν κάνουν αίτηση στον ΟΑΕΔ για εγγραφή στα μητρώα ανεργίας αυτού διαπιστώνουν ότι δεν επιτρέπεται να εγγραφούν σε αυτά! Για την άσκηση ελευθερίου επαγγέλματος από κάποιον απόφοιτο πολυτεχνικής, απαιτείται έναρξη επαγγέλματος στην εφορία. ’ρα συνάγεται εύκολα ότι όποιος δεν έχει κάνει έναρξη επαγγέλματος αλλά έχει απλά την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος από το ΤΕΕ, για την εφορία δεν είναι ελεύθερος επαγγελματίας, ακόμη και αν θεωρείται έτσι από άλλους φορείς. Βέβαια για την ίδια την έκδοση της άδειας ασκήσεως επαγγέλματος απαιτείται η εγγραφή στο ΤΣΜΕΔΕ. Το ίδιο το ΤΣΜΕΔΕ λοιπόν θεωρεί το νέο άνεργο μηχανικό ως ελεύθερο επαγγελματία, ενώ η εφορία όχι.
Βάσει του άρθρου 2 παρ.3α του νόμου 1545 του 1985, δε δικαιούνται επίδομα ανεργίας όσοι ασκούν οποιοδήποτε ελευθέριο ή άλλο επάγγελμα. Επίσης βάσει του άρθρου 3 παρ.2α, δε θεωρούνται άνεργοι όσοι απασχολούνται ή ασκούν οποιοδήποτε ελευθέριο ή άλλο επάγγελμα. Ο ΟΑΕΔ προτιμά να θεωρεί το νέο μηχανικό ελεύθερο επαγγελματία κατά ΤΣΜΕΔΕ, αγνοώντας επιδεικτικά ότι φορολογικά δε μπορεί να εμφανίσει εισοδήματα ως ελεύθερος επαγγελματίας αν δεν έχει προηγηθεί έναρξη επαγγέλματος στην εφορία. Υπάρχει λοιπόν μια ευρεία διάσταση στην αντιμετώπιση του νέου μηχανικού από τους κλάδους της δημόσιας διοίκησης με θύμα δυστυχώς το μηχανικό.
Ο νόμος 1545 ψηφίστηκε τη δεκαετία του 1980, σε μια εποχή όπου ο κλάδος των μηχανικών δεν είχε υποστεί κάποια μεγάλη ύφεση. Στη δεκαετία του 2000 όμως και ακόμα πριν την τρέχουσα οικονομική κρίση, ο κλάδος των μηχανικών έχει υποστεί μεγάλη ύφεση και βρίσκεται σε διαρκή κρίση. Σε μια τέτοια περίοδο, το κράτος εξακολουθεί να θεωρεί τους μηχανικούς "έχοντες" και κατά συνέπεια δε δικαιούνται επίδομα ανεργίας. Η πραγματικότητα βέβαια είναι πολύ διαφορετική. Οι προοπτικές απασχόλησης για ένα νεοεισερχόμενο στην αγορά εργασίας μηχανικό ή για έναν πρόσφατα απολυμένο μηχανικό είναι πολύ περιορισμένες. Παρόλα αυτά το ΤΣΜΕΔΕ, ο φοβερός και τρομερός ασφαλιστικός υπερφορέας των μηχανικών απαιτεί να καταβάλλονται οι εισφορές των μηχανικών σε αυτό, αλλιώς δεν εκδίδει ασφαλιστική ενημερότητα. Χωρίς την ύπαρξη ασφαλιστικής ενημερότητας, ο μηχανικός δε μπορεί να εργασθεί όταν είναι ελεύθερος επαγγελματίας. Κάποιος μηχανικός λοιπόν που δεν έχει δουλειά πρέπει να πληρώνει τις εισφορές τους, με μαγικό τρόπο, στο ΤΣΜΕΔΕ και φυσικά αφού είναι πολύ πλούσιος δε χρειάζεται ενίσχυση από το κράτος. Όσον αφορά τις υπόλοιπες ανάγκες του μηχανικού, πρέπει, με μαγικό και πάλι τρόπο, να βρίσκει χρήματα για τα νοσηλεία του και φυσικά ούτε λόγος γίνεται για την κάλυψη καθημερινών αναγκών όπως η σίτιση και η στέγαση. Εκτός και αν θεωρείται ότι ο μηχανικός, ο οποίος είναι πλούσιος το είπαμε, έχει ένα σωρό ιδιόκτητα ακίνητα και μεγάλες τραπεζικές καταθέσεις επειδή απλά σπούδασε στο Πολυτεχνείο. Ίσως η προσέγγιση είναι απλοποιητική, η αντιμετώπιση των μηχανικών από το κράτος όμως είναι πολύ πιο ισοπεδωτική. Κατά το ελληνικό κράτος, οι έννοιες μηχανικός και άνεργος είναι μάλλον αυτοδικαίως ασυμβίβαστες. Τα περαιτέρω συμπεράσματα δικά σας.